Αρχαία ελληνικά ρήματα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Τα αρχαία ελληνικά ρήματα έχουν τέσσερις εγκλίσεις (οριστική, προστακτική, υποτακτική και ευκτική), τρεις φωνές (ενεργητική, μέση και παθητική), καθώς και τρία πρόσωπα (πρώτο, δεύτερο και τρίτο) και τρεις αριθμούς (ενικός, δυϊκός και πληθυντικός).

  • Στην οριστική έγκλιση υπάρχουν επτά χρόνοι: ενεστώτας (ἐνεστώς), παρατατικός, μέλλοντας (μέλλων), αόριστος (ἀόριστος), παρακείμενος, υπερσυντέλικος (ὑπερσυντέλικος), συντελεσμένος μέλλοντας (συντελεσμένος μέλλων). (Οι τελευταίοι δύο, ειδικά ο συντελεσμένος μέλλοντας, σπανίως χρησιμοποιούνται).
  • Στην υποτακτική και προστακτική έγκλιση, ωστόσο, υπάρχουν μόνο τρεις χρόνοι (ενεστώτας, αόριστος και παρακείμενος).
  • Στην ευκτική έγκλιση, το απαρέμφατο και η μετοχή βρίσκονται σε τέσσερις χρόνους (ενεστώτα, αόριστο, παρακείμενο και μέλλοντα) και στις τρεις φωνές.

Η διάκριση των «χρόνων» σε άλλες εγκλίσεις εκτός από την οριστική είναι κατά κύριο λόγο ποιόν ενέργειας παρά χρόνος.

Τα διαφορετικά πρόσωπα ενός ελληνικού ρήματος παρουσιάζονται με την αλλαγή των ρηματικών καταλήξεων· για παράδειγμα λύω, λύεις, λύει κ.λπ. Υπάρχουν τρία πρόσωπα στον ενικό («ἐγώ», «σύ», «οὖτος, αὕτη, τοῦτο») και τρία στον πληθυντικό («ἡμεῖς», «ὑμεῖς», «οὗτοι»). Επιπλέον όμως, υπάρχουν καταλήξεις για το 2ο και το 3ο δυϊκό πρόσωπο («νὼ (εσείς οι δύο)», «νῷν (αυτοί οι δύο)»), αλλά αυτά σπανίως χρησιμοποιούνται.

Παραδοσιακά γίνεται μια διάκριση μεταξύ των λεγόμενων αθεματικών ρημάτων, με καταλήξεις προσαρτημένες απευθείας στη ρίζα, και τη θεματική κατηγορία των ρημάτων που παρουσιάζουν ένα «θεματικό» φωνήεν /ο/ ή /ε/ πριν την κατάληξη. Οι καταλήξεις ταξινομούνται σε πρωτογενείς (εκείνες που χρησιμοποιούνται στον ενεστώτα, τον μέλλοντα, τον παρακείμενο και τον συντελεσμένο μέλλοντα της οριστικής, καθώς και στην υποτακτική) και δευτερογενείς (που χρησιμοποιούνται στον αόριστο, τον παρατατικό και τον υπερσυντέλικο της οριστικής, καθώς και στην ευκτική).

Για να σχηματιστούν οι παρελθοντικοί χρόνοι της οριστικής εγκλίσεως, το αυξητικό φωνήεν ε- προστίθεται στο ρηματικό θέμα, π.χ. αόριστος ἔ-λυσα «έλυσα», παρατατικός ἔ-λυον «έλυνα». Αυτή η αύξηση εμφανίζεται μόνο στην οριστική και όχι στις άλλες εγκλίσεις ή στο απαρέμφατο ή τη μετοχή. Για να σχηματιστεί ο παρακείμενος, το πρώτο σύμφωνο αναδιπλασιάζεται, δηλαδή επαναλαμβάνεται με το φωνήεν ε (λέλυκα «έχω λύσει», γέγραφα «έχω γράψει») ή σε μερικές περιπτώσεις αύξηση χρησιμοποιείται αντί του αναδιπλασιαμού (π.χ. ηὕρηκα «έχω βρει»). Σε αντίθεση με την αύξηση των παρελθόντων χρόνων, αυτός ο αναδιπλασιαμός ή η αύξηση έχει διατηρηθεί σε όλες τις εγκλίσεις του παρακειμένου καθώς και στο απαρέμφατο και τη μετοχή παρακειμένου.

Το αρχαίο ελληνικό ρηματικό σύστημα διατηρεί σχεδόν όλες τις πολυπλοκότητες της πρωτοϊνδοευρωπαϊκής. Η αρχαία ελληνική διατηρεί επίσης τη μέση φωνή της πρωτοϊνδοευρωπαϊκής και προσθέτει την παθητική φωνή, με ξεχωριστές μορφές μόνο στον μέλλοντα και τον αόριστο (αλλού, χρησιμοποιούνται οι μορφές της μέσης φωνής).

Θεματικά και αθεματικά ρήματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα αρχαία ελληνικά ρήματα μπορούν να χωριστούν σε δύο ομάδες, στα θεματικά (στα οποία προστίθεται ένα θεματικό φωνήεν /ε/ ή /ο/ πριν την κατάληξη, π.χ. λύ-ο-μεν «λύουμε», και τα αθεματικά (στα οποία οι καταλήξεις συνδέονται άμεσα με το θέμα, π.χ. ἐσ-μέν «είμαστε». Τα θεματικά ρήματα είναι πολύ πιο πολυάριθμα.

Θεματικά ρήματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ενεργητικά ρήματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα θεματικά ρήματα, στο 1ο πρόσωπο ενικού του ενεργητικού ενεστώτα, καταλήγουν σε . Αυτά είναι πολυάριθμα, για παράδειγμα, λέγω, γράφω, πέμπω, κλπ. Οι καταλήξεις αυτών τείνουν να είναι κανονικές:

  • λέγω, λέγεις, λέγει, (λέγετον, λέγετον,) λέγομεν, λέγετε, λέγουσι(ν)
λέω, λες, λέει, (εσείς οι δυο λέτε, αυτοί οι δυο λένε), λέμε, λέτε, λένε

Οι μορφές στην παρένθεση είναι ο δυϊκός αριθμός που χρησιμοποιείται για δύο άτομα και ο οποίος υπάρχει μόνο στο 2ο και το 3ο πρόσωπο· είναι σχετικά σπάνιος, όμως χρησιμοποιείται μερικές φορές από συγγραφείς όπως ο Αριστοφάνης και ο Πλάτων:

  • Ὅμηρός τε καὶ Ἡσίοδος ταὐτὰ λέγετον.[1]
Ο Όμηρος και ο Ησίοδος τα ίδια λένε και οι δυο.

Το ενεργητικό ενεστωτικό απαρέμφατο των θεματικών ρημάτων σχηματίζεται με -ειν, π.χ. λέγειν «το να λέει κανείς, ο λόγος»

Μέσα ρήματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα θεματικά ρήματα βρίσκονται και στη μέση φωνή, με την κατάληξη -ομαι του 1ου προσώπου ενικού π.χ. ἀποκρίνομαι, γίγνομαι. Οι καταλήξεις του ενεστωτικού χρόνου σχηματίζονται ως εξής:

  • -ομαι, -ει/-ῃ, -εται, (-εσθον, -εσθον), -ομεθα, -εσθε, -ονται
εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό, (εσείς οι δυο, αυτοί οι δυο), εμείς, εσείς, αυτοί

Το μέσο ενεστωτικό απαρέμφατο σχηματίζεται με -εσθαι, π.χ. ἀποκρίνεσθαι

Πολλά ρήματα της μέσης φωνής, όπως το ἀποκρίνομαι, είναι αποθετικά, δηλαδή δεν έχουν αντίστοιχη ενεργητική μορφή. Άλλα μέσα ρήματα, όπως το παύομαι, έχουν μια αντίστοιχη ενεργητική μορφή: παύω.

Παθητικά ρήματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα παθητικά ρήματα, στον ενεστώτα, τον παρατατικό και τον παρακείμενο, έχουν ακριβώς τις ίδιες καταλήξεις με τα μέσα ρήματα. Παραδείγματα αποτελούν τα διώκομαι και κελεύομαι.

Στον αόριστο, ωστόσο, διαφέρουν από τα μέσα ρήματα στο ότι χρησιμοποιούν τις καταλήξεις -σθην, -θην, ή -ην, για παράδειγμα ἐδιώχθην «εκδιώχθηκα», ἐκελεύσθην «διατάχθηκα», ἐβλάβην «βλάφθηκα»· ενώ τα μέσα ρήματα τείνουν να έχουν αοριστική κατάληξη σε -σάμην, -άμην, ή -όμην, για παράδειγμα ἐπαυσάμην «έπαυσα», ἀπεκρινάμην «αποκρίθηκα», ἐγενόμην «έγινα».

Συνηρημένα ρήματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μια ειδική κατηγορία θεματικών ρημάτων είναι τα συνηρημένα ρήματα. Στο λεξικό αυτά εισάγονται με τις καταλήξεις -άω, -έω ή -όω, για παράδειγμα ὁράω «βλέπω», ποιέω «ποιώ», δηλόω «φανερώνω»· αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις όταν βρίσκονται σε κείμενο, το φωνήεν α, ε, ο συναιρείται με την κατάληξη για να σχηματίσει ένα μόνο φωνήεν. Έτσι λοιπόν ο ενεστώτας του ὁράω κλίνεται ως εξής:

  • ὁρῶ, ὁρᾷς, ὁρᾷ, (ὁρᾶτον, ὁρᾶτον,) ὁρῶμεν, ὁρᾶτε, ὁρῶσι(ν)
βλέπω, βλέπεις, βλέπει, (οι δυο βλέπετε, οι δυο βλέπουν), βλέπουμε, βλέπετε, βλέπουν

Ενώ ο ενεστώτας του ποιέω κλίνεται ως εξής:

  • ποιῶ, ποιεῖς, ποιεῖ, (ποιεῖτον, ποιεῖτον,) ποιοῦμεν, ποιεῖτε, ποιοῦσι(ν)

Και ο ενεστώτας του δηλόω κλίνεται ως εξής:

  • δηλῶ, δηλοῖς, δηλοῖ, (δηλοῦτον, δηλοῦτον,) δηλοῦμεν, δηλοῦτε, δηλοῦσι(ν)

Το ενεστωτικό ενεργητικό απαρέμφατο των τριών τύπων συνηρημένων ρημάτων είναι ὁρᾶν, ποιεῖν, δηλοῦν.

Συνηρημένα ρήματα βρίσκονται και στη μέση και στην παθητική φωνή, π.χ. ἀφικνέομαι και τιμάομαι.

Αθεματικά ρήματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ενεργητικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα αθεματικά ρήματα έχουν -μι στο 1ο πρόσωπο ενικού του ενεστώτα, π.χ. εἰμί «είμαι», φημί «λέω», δίδωμι «δίνω», ἵστημι «στέκομαι». Στη μέση φωνή καταλήγουν σε -μαι, π.χ. δύναμαι. Ο ενεστώτας του εἶμι «πηγαίνω, θα πάω» χρησιμοποιείται γενικά με μελλοντικό νόημα στην κλασσική περίοδο.

Τα ρήματα αυτά παρουσιάζουν πολλές ανωμαλίες στην κλίση. Για παράδειγμα, ο ενεστώτας του εἰμί κλίνεται ως εξής:

  • εἰμί, εἶ, ἐστί(ν), (ἐστόν, ἐστόν,) ἐσμέν, ἐστέ, εἰσί(ν)
είμαι, είσαι, [αυτός/αυτή/αυτό] είναι, (οι δυο είσαστε/είστε, οι δυο είναι), είμαστε, είσαστε/είστε, [αυτοί] είναι

Ο ενεστώτας του ρήματος εἶμι κλίνεται ως εξής:

  • εἶμι, εἶ, εἶσι(ν), (ἴτον, ἴτον,) ἴμεν, ἴτε, ἴασι(ν)
θα πάω, θα πας, θα πάει, (οι δυο θα πάτε, οι δυο θα πάνε), θα πάμε, θα πάτε, θα πάνε

Ενώ ο ενεστώτας του δίδωμι κλίνεται ως εξής:

  • δίδωμι, δίδως, δίδωσι(ν), δίδομεν, δίδοτε, διδόασι(ν)
δίνω, δίνεις, δίνει, δίνουμε, δίνετε, δίνουν

Ο δυϊκός του ρήματος αυτού, θεωρητικά δίδοτον, δεν υπάρχει.[2]

Το ενεργητικό απαρέμφατο των αθεματικών ρημάτων καταλήγει σε -ναι, π.χ. εἶναι «το να είναι κανείς», ἰέναι «το να πάει κανείς», διδόναι «το να δώσει κανείς».

Μέσα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αθηματικά ρήματα βρίσκονται επίσης στη μέση φωνή, π.χ. ἵσταμαι ή δύναμαι, με τις εξής καταλήξεις:

  • -μαι, -σαι, -ται, (-σθον, -σθον), -μεθα, -σθε, -νται
εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό, (εσείς οι δυο, αυτοί οι δυο), εμείς, εσείς, αυτοί

Το απαρέμφατο είναι -σθαι

Το ρήμα οἶδα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το ρήμα οἶδα «ξέρω», είναι ανώμαλο, Έχει καταλήξεις ρήματος αθεματικού ενεστώτα, και κλίνεται ως εξής:

  • οἶδα, οἶσθα, οἶδε(ν), (ἴστον, ἴστον,) ἴσμεν, ἴστε, ἴσᾱσι(ν)
ξέρω, ξες, ξέρει, (οι δυο ξέρετε, οι δυο ξέρουν), ξέρουμε, ξέρετε, ξέρουν

Το απαρέμφατο του οἶδα είναι εἰδέναι «το να ξέρει κανείς»

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Πλάτων, Ίων 531a
  2. Perseus PhiloLogic search engine