Αντινομία

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Στη φιλοσοφία ο όρος αντινομία αναφέρεται στην υποστήριξη δύο διαφορετικών απόψεων για το ίδιο αντικείμενο ή θέμα, εκ των οποίων η μία αναιρεί την άλλη. Σε κάθε αντινομία η μία άποψη ή πρόταση ονομάζεται θέση και η άλλη αντίθεση. Ειδικότερα στη λογική και στην επιστημολογία όμως ο όρος αντινομία αναφέρεται στην - πραγματική ή και φαινομενική - ασυμβατότητα μεταξύ δύο φυσικών ή λογικών αρχών ή νόμων (άλλωστε η αρχαιοελληνική λέξη νόμος είναι το δεύτερο συνθετικό της λέξεως).[1] Με τη δεύτερη έννοια εμφανίζεται κυρίως στο έργο του μεγάλου Γερμανού φιλοσόφου Ιμμάνουελ Καντ. Υπάρχουν πολλά παραδείγματα αντινομιών, ακόμα και σε φράσεις όπου αυτό δεν γινεται άμεσα αντιληπτό, όπως στη πρόταση «Δεν υπάρχουν απόλυτες αλήθειες.» Αυτή μπορεί να θεωρηθεί αντινομία, διότι εκφράζει με απόλυτο τρόπο, ως αλήθεια, ότι δεν υπάρχουν τέτοιες αλήθειες. Αλλά η πρόταση «πιθανώς δεν υπάρχουν απόλυτες αλήθειες» δεν μπορεί να θεωρηθεί αντινομική. Τα λογικά παράδοξα, όπως το τετριμμένο παράδοξο «Αυτή η πρόταση είναι ψευδής.», μπορεί επίσης να θεωρηθούν αντινομίες, αλλά μια αντινομία δεν αποτελεί απαραιτήτως και παράδοξο.

Η έννοια της αντινομίας συναντάται στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία, όπως στον Ηράκλειτο, στον Ζήνωνα τον Ελεάτη, στους σοφιστές, στον Πλάτωνα και στον Πύρρωνα. Οι σοφιστές ιδιαιτέρως υπερηφανεύονταν ότι ήταν ικανοί να υποστηρίξουν με την ίδια πειστικότητα δύο διαφορετικές απόψεις για το ίδιο θέμα, οι οποίες να συγκρούονται μεταξύ τους. Από την άλλη, οι σκεπτικιστές όπως ο Πύρρων προχώρησαν λέγοντας ότι, αφού μπορούν να υποστηριχθούν εξίσου για το ίδιο θέμα δύο αντινομικές απόψεις, αυτό σημαίνει ότι ο άνθρωπος ποτέ δεν μπορεί να γνωρίσει την αντικειμενική αλήθεια/πραγματικότητα. Νεότεροι φιλόσοφοι, όπως οι Καντ, Φίχτε, Σέλινγκ, Έγελος, Χέρμπαρτ, Βουντ και Ράσελ, θέλησαν να θεμελιώσουν θεωρίες περί αντινομίας.

Οι αντινομίες του Καντ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο όρος αντινομία απέκτησε μια ιδιαίτερη σημασία στη φιλοσοφία του Καντ (1724-1804), ο οποίος τον εφάρμοσε προκειμένου να περιγράψει τα εξίσου ορθολογικά μα αλληλοαποκλειόμενα αποτελέσματα της εφαρμογής στον κόσμο της καθαρής σκέψεως των κατηγοριών ή κριτηρίων που είναι κατάλληλα για τον κόσμο της αισθητηριακής αντιλήψεως ή της εμπειρίας των φαινομένων.[2] Ο εμπειρικός ορθολογισμός δεν μπορεί στην περίπτωση αυτή να θεμελιώσει ορθολογικές αλήθειες, επειδή τα θέματα αυτά υπερβαίνουν την κάθε πιθανή εμπειρία και εφαρμόζονται στη σφαίρα της υπερβατικότητας.

Ο Καντ έθεσε μια τετράδα αντινομιών που είναι γνωστές ως «αντινομίες του Καντ»[3][4] Αυτές συνδέονται με τα εξής[5]:

  • Το πεπερασμένο ή άπειρο του Σύμπαντος ως προς τον χώρο και τον χρόνο.
  • Η θεωρία ότι το παν αποτελείται από αδιαίρετες στοιχειώδεις οντότητες (με άλλα λόγια η ατομική θεωρία), ενώ δεν υπάρχει η παραμικρή εμπειρία αυτών.
  • Το πρόβλημα της ελεύθερης βουλήσεως σε σχέση με την παγκόσμια αιτιοκρατία.
  • Η ύπαρξη εντός του Σύμπαντος ενός παγκόσμιου Όντος που είναι η αιτία για την υπαρξή του.[2]

Στην καθεμιά αντινομία υπάρχει μία θέση που αλληλοαποκλείται με μία αντίθεση. Στην πρώτη π.χ. ο Καντ υποστηρίζει με καθαρώς θεωρητικό επιχείρημα (κατά την άποψή του «αποδεικνύει») τη θέση ότι ο χρόνος πρέπει να έχει κάποια αρχή: εάν ο χρόνος δεν είχε αρχή, τότε θα έπρεπε να έχει περάσει άπειρη χρονική διάρκεια μέχρι την παρούσα χρονική στιγμή. Αυτό αποτελεί αντίφαση, επειδή το άπειρο εξ ορισμού δεν μπορεί να ολοκληρωθεί με «διαδοχική σύνθεση» — και όμως, μια τέτοια ακριβώς σύνθεση θα έπρεπε να είχε γίνει αν πράγματι δεν υπάρχει αρχή του χρόνου. Κατόπιν υποστηρίζει την αντίθεση, ότι ο χρόνος δεν έχει αρχή, «αποδεικνύοντας» ότι εάν ο χρόνος είχε αρχή, τότε θα πρέπει να υπήρξε κάτι σαν «κενός χρόνος» από τον οποίο να προέκυψε ο χρόνος. Αυτό όμως είναι οξύμωρο: καθώς δεν υπήρχε ροή χρόνου σε αυτό το «προχρονικό κενό», δεν θα μπορούσε να υπάρξε εντός αυτού οποιουδήποτε είδους γεγονός ή μεταβολή, και επομένως απολύτως τίποτε (ούτε ο ίδιος ο χρόνος) δεν θα μπορούσε να είχε δημιουργηθεί. Επομένως και η αντίθεση αποδεικνύεται. Ο ορθολογισμός έχει συνεπώς προσφέρει ίσες «υπηρεσίες» στην κάθε απόδειξη, εξίσου σωστές, οπότε το ζήτημα του πεπερασμένου ή μη του συμπαντικού χρόνου πρέπει να θεωρείται ως κάτι που δεν έχει νόημα.

Τα παραπάνω αποτελούσαν μέρος του «κριτικού προγράμματος» του Καντ για τον προσδιορισμό ορίων στην επιστήμη και τη φιλοσοφική διερεύνηση. Τέτοιες αντιφάσεις είναι ενδογενείς στον λόγο όπως εφαρμόζεται στον κόσμο ως αυτός έχει, ανεξάρτητα από κάθε αντίληψη που έχουμε για αυτόν. Το θέμα σχετίζεται με τη διάκριση ανάμεσα στα φαινόμενα και στα νοούμενα. Ο στόχος της κριτικής φιλοσοφίας του Καντ ήταν να βρει ποιοι ισχυρισμοί είναι και ποιοι δεν είναι δικαιολογημένοι. Και οι αντινομίες αποτελούν ένα ιδιαιτέρως «εποπτικό» παράδειγμα του σχεδίου αυτού.


Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Το λήμμα «Antinomy» στην Encyclopædia Britannica Online, ανακτήθηκε στις 27 Αυγούστου 2016
  2. 2,0 2,1  Μία ή περισσότερες προτάσεις από το προηγούμενο κείμενο ενσωματώνει κείμενο από έκδοση που είναι πλέον κοινό κτήμαChisholm, Hugh, επιμ.. (1911) «Antinomy» Εγκυκλοπαίδεια Μπριτάννικα 2 (11η έκδοση) Cambridge University Press, σελ. 130 
  3. S. Al-Azm: The Origins of Kant's Argument in the Antinomies, Oxford University Press, 1972
  4. M. Grier: Kant's Doctrine of Transcendental Illusion, Cambridge University Press, 2001
  5. «antinomy | philosophy». Encyclopedia Britannica. https://www.britannica.com/topic/antinomy. Ανακτήθηκε στις 2017-09-04. 

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Το ομώνυμο λήμμα στη Νέα Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια «Χάρη Πάτση», τόμος 6, σελ. 77