Αμυθαονίδες

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Στην ελληνική μυθολογία οι Αμυθαονίδες ήταν το γένος που καταγόταν από τον Αμυθάονα και τους γιους του, Μελάμποδα και Βίαντα, που κατέφυγαν στην αργολική πεδιάδα και ίδρυσαν κατά μία εκδοχή τα βασίλεια του Άργους και των Μυκηνών.

Οι Αμυθαονίδες γνώριζαν τη μαντική τέχνη και θαυμάζονταν για την ευφυία τους. Απόγονός τους ήταν και ο γνωστός από τον Τρωικό Πόλεμο μάντης Κάλχας. Ο Ησίοδος (225) γράφει ότι ξεκίνησαν από την Πισάτιδα χώρα και την Τριφυλλία, και έφθασαν στο Άργος, όπου ήρθαν σε επιμιξία με τους απογόνους του Δαναού. Τα δύο βασίλεια που ίδρυσαν είχαν κοινό ιερό το Ηραίον στον μεταξύ τους δρόμο, στο εσωτερικό του οποίου είχαν τοποθετήσει τα ξόανα του Πολυκλείτου.

Με την πάροδο του χρόνου, οι Αμυθαονίδες άρχισαν ανταγωνισμό με τους απογόνους του Περσέως (Περσείδες), ο οποίος εξελίχθηκε λίγο μετά σε πόλεμο, που είχε ως αποτέλεσμα την ήττα των δεύτερων. Από τους Αμυθαονίδες του Άργους είναι γνωστότερος ο Αμφιάραος, απόγονος του Μελάμποδα, ενώ στη Σικυώνα περίφημος ήταν ο Άδραστος, απόγονος του Βίαντα.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Emmy Patsi-Garin: Επίτομο λεξικό Ελληνικής Μυθολογίας, εκδ. οίκος «Χάρη Πάτση», Αθήνα 1969, σελ. 130