The Clash

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
The Clash
The Clash (1981)
ΠροέλευσηΑγγλία
EίδοςPunk Rock
Μουσικά είδηΠανκ ροκ
Παρουσία1976–1986
Πρώην μέληΜικ Τζόουνς
Κιθ Λεβίν
Πωλ Σίμονον
Τέρι Τσάιμς
Τζο Στράμερ
Ρομπ Χάρπερ
Τόπερ Χέντον
Πιτ Χάουαρντ
Νικ Σέπαρντ
Βινς Γουάιτ
Ιστότοπος
www.theclash.com

Οι The Clash ήταν βρετανικό πανκ μουσικό συγκρότημα, που ιδρύθηκε το 1977 αποτελώντας μέρος του πρώτου κύματος της αγγλικής πανκ μουσικής. Εκτός από την πανκ ροκ, τα μέλη του συγκροτήματος πειραματίστηκαν με τη ρέγκε, το σκα, το dub, τη φανκ τη ραπ και το ροκαμπίλι.

Κατά τη μεγαλύτερη διάρκεια της καριέρας τους, οι Clash αποτελούνταν από τους Τζο Στράμερ (πρώτα φωνητικά και ρυθμική κιθάρα), Μικ Τζόουνς (πρώτη κιθάρα και φωνητικά), Πωλ Σίμονον (μπάσσο, φωνητικά) και Νικ «Τόπερ» Χέντον (ντραμς και κρουστά). Ο τελευταίος εγκατέλειψε το συγκρότημα το 1982, ενώ εσωτερικές συγκρούσεις οδήγησαν στην αποχώρηση του Τζόουνς τον επόμενο χρόνο. Το συγκρότημα συνέχισε με νέα μέλη, ωστόσο διαλύθηκε το 1986.

Οι Clash γνώρισαν μεγάλη επιτυχία στη Βρετανία με την κυκλοφορία του ομώνυμου πρώτου δίσκου τους. Το τρίτο άλμπουμ του συγκροτήματος, με τίτλο London Calling, το οποίο κυκλοφόρησε το Δεκέμβριο του 1979, αύξησε τη δημοτικότητά τους στις Η.Π.Α. όπου κυκλοφόρησε τον επόμενο μήνα. Κριτικά επιδοκιμασμένο, μια δεκαετία αργότερα ανακηρύχθηκε από το περιοδικό Rolling Stone ως ο καλύτερος δίσκος της δεκαετίας του 1980.[1]

Οι πολιτικοποιημένοι στίχοι των Clash, οι μουσικοί πειραματισμοί και ο επαναστατικός χαρακτήρας τους άσκησαν μεγάλη επίδραση στη ροκ μουσική σκηνή και στο εναλλακτικό ροκ.[2] Έγιναν γνωστοί ως "The Only Band That Matters", από το προωθητικό σλόγκαν που παρουσιάστηκε από τη CBS, τη δισκογραφική εταιρία του γκρουπ.[3] Τον Ιανουάριο του 2003 οι Clash – συμπεριλαμβανομένου και του αρχικού ντράμερ Τέρι Τσάιμς – εισήχθησαν στο Rock and Roll Hall of Fame.[4] Το 2004, το περιοδικό Rolling Stone τοποθέτησε την μπάντα 28η στον κατάλογο με τους 100 σημαντικότερους καλλιτέχνες όλων των εποχών.[5]

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι απαρχές: 1974–1976[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πριν την ίδρυση των Clash, τα μελλοντικά μέλη του συγκροτήματος συμμετείχαν ήδη ενεργά σε διάφορα συγκροτήματα της μουσικής σκηνής του Λονδίνου. Ο Τζον Γκράχαμ Μέλορ τραγουδούσε και έπαιζε ρυθμική κιθάρα στο παμπ ροκ σχήμα The 101'ers, το οποίο σχηματίστηκε το 1974. Όταν ιδρύθηκαν οι Clash, δυο χρόνια αργότερα, είχε ήδη εγκαταλείψει το ψευδώνυμο που χρησιμοποιούσε και το αντικατέστησε με το Τζο Στράμερ. Το όνομα αυτό αναφερόταν στις υποτυπώδεις ικανότητες του στην τεχνική του γιουκαλίλι, το οποίο χρησιμοποιούσε ως μουσικός του υπόγειου σιδηροδρόμου του Λονδίνου. Ο Μικ Τζόουνς ήταν κιθαρίστας στο πρωτοπάνκ συγκρότημα London SS, χωρίς όμως να παίξει ποτέ σε κάποια ζωντανή εμφάνιση και ηχογραφώντας μόνο ένα σινγκλ μαζί τους. Ο Μπέρναρντ Ρόουντς εργαζόταν με τον ιμπρεσάριο Μάλκολμ Μακ Λάρεν, καθώς υπήρξε φίλος με τα μέλη των Sex Pistols. Ο Τζόουνς και οι συνάδελφοί του στο γκρουπ, συνδέθηκαν φιλικά με τους Γκλεν Μάτλοκ και Στιβ Τζόουνς από τους Sex Pistols, οι οποίοι τους βοήθησαν στην εύρεση νέων μελών.[6] Ανάμεσα σε αυτούς, που συμμετείχαν στην ακρόαση για τη συμμετοχή στους London SS, άνηκαν ο Πωλ Σίμονον και ο ντράμερ Τέρι Τσάιμς. Ο επίσης γνώστης των ντραμς Νίκι Χέντον υπήρξε μέλος της μπάντας, ωστόσο γρήγορα αποχώρησε.[7][8]

Ο Μικ Τζόουνς.

Μετά τη διάλυση των London SS στις αρχές του 1976, ο Ρόουντς συνέχισε να ασχολείται με τη μουσική, αναλαμβάνοντας την προώθηση του Τζόουνς. Το Φεβρουάριο της ίδιας χρονιάς ο μουσικός παρακολούθησε για πρώτη φορά μια συναυλία των Sex Pistols, η οποία, όπως δήλωσε, τον εντυπωσίασε.[9] Με την καθοδήγηση του Ρόουντς, ο Τζόουνς επικοινώνησε με τον Σίμονον, προτείνοντας του την εκμάθηση ενός μουσικού οργάνου, ώστε να μπορούσε να ενταχθεί στο νέο συγκρότημα που προετοίμαζε.[10] Οι πρόβες ξεκίνησαν σύντομα με τον Τζόουνς στην ρυθμική κιθάρα, τον Σίμονον στο μπάσο, τον Κεν Λεβίν στην κιθάρα και έναν οποιοδήποτε διαθέσιμο μουσικό στα ντραμς.[11] Ο Τέρι Τσάιμς συμμετείχε στην ακρόαση για την ενσωμάτωση του στην πρόσφατα σχηματισμένη μπάντα και τελικά πέτυχε την πρόσληψη, αν και σύντομα την εγκατέλειψε.[12]

Το μουσικό σχήμα έψαχνε ακόμη για ένα βασικό τραγουδιστή. Ένας από αυτούς ήταν ο Μπίλι Γουάτς, ο οποίος ανέλαβε την συγκεκριμένη θέση για ένα μικρό χρονικό διάστημα.[13] Ο Ρόουντς, όμως, είχε επικεντρώσει το ενδιαφέρον του στον Τζο Στράμερ, με τον οποίο είχε προηγουμένως αναγνωριστικές επαφές. Ο Τζόουνς και ο Λεβίν ήταν επίσης θετικοί στην πρόσληψή του, καθώς είχαν παρακολουθήσει μια ζωντανή εμφάνισή του που τους ενθουσίασε.[14] Στις 30 Μαΐου, ο Ρόουντς και ο Λεβίν συνάντησαν μυστικά τον Στράμερ έπειτα από ένα σόου των 101'ers. Ο Ρόουντς του έδωσε προθεσμία 48 ωρών να αποφασίσει αν επιθυμούσε να συμμετάσχει στο νέο συγκρότημα, το οποίο «θα ανταγωνίζονταν τους Sex Pistols». Ο Στράμερ τελικά δέχτηκε.[15] Ο ίδιος συνέστησε στους υπόλοιπους το γνωστό του ντράμερ Πάμπλο ΛαΜπρίτεν, που παρέμεινε στο γκρουπ κατά την διάρκεια των πρώτων προβών. Αναχώρησε, όμως, γρήγορα και κατόπιν ο Ρόουντς ζήτησε από τον Τέρι Τσάιμς να επανενταχθεί ξανά στην μπάντα. Ο Σίμονον, αντικαθιστώντας τις παλιότερες ονομασίες Weak Heartdrops και Psychotic Negatives, εμπνεύστηκε το τελικό όνομα του συγκροτήματος από μια εφημερίδα, όπου αναφερόταν πολλές φορές η λέξη "clash" (= σύγκρουση, κρότος, πάταγος).[16][17]

Πρώτες εμφανίσεις: 1976[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά τις πρόβες τους με το Στράμερ, που διήρκεσαν λιγότερο από έναν μήνα, οι Clash πραγματοποίησαν την πρώτη τους ζωντανή εμφάνιση στις 4 Ιουλίου 1976, υποστηρίζοντας τους Sex Pistols στο κέντρο Black Swan του Σέφιλντ. Το συγκρότημα δεν εμφανίστηκε ξανά για τους επόμενους πέντε μήνες.[18] Ο Λεβίν ένιωθε απογοητευμένος με τη θέση του στο γκρουπ, για αυτό πλησίασε τον τραγουδιστή των Sex Pistols, Τζον Λίντον και του πρότεινε τη δημιουργία ενός μουσικού σχήματος από κοινού, σε περίπτωση διάλυσης των Sex Pistols.[19]

Με την αξίωση του Ρόουντς να σταματήσουν οι ζωντανές παραστάσεις, μέχρι οι δεσμοί μεταξύ των μελών να γίνουν εντονότεροι, οι Clash έκαναν εντατικές πρόβες τον επόμενο μήνα και στις 13 Οκτωβρίου πραγματοποίησαν μικρή εμφάνιση στα studio της πόλης του Κάμντεν, τα οποία χρησιμοποιούσαν για τις πρόβες τους.[20] Ανάμεσα στο ακροατήριο βρισκόταν ο κριτικός Τζιοβάνι Ντάνταμο, ο οποίος έγραψε θετική κριτική για το συγκρότημα στο περιοδικό Sounds. Στα τέλη Αυγούστου, οι Clash και το επίσης πανκ γκρουπ Buzzcocks από το Μάντσεστερ, άνοιξαν τη συναυλία των Sex Pistols στο κλαμπ Screen of the Green κάνοντας την πρώτη εμφάνισή τους από τις 4 Ιουλίου του ίδιου έτους. Στις αρχές Σεπτεμβρίου ο Κιθ Λεβίν εκδιώχθηκε και ο Στράμερ δικαιολόγησε την αποχώρησή του ισχυριζόμενος τη μείωση του ενδιαφέροντος του Λεβίν για το γκρουπ, εξαιτίας της εξάρτησής του από το ναρκωτικό σπιντ (speed), κατηγορία που ο Λεβίν απέρριψε. Στις 21 Σεπτεμβρίου πραγματοποιήθηκε η πρώτη δημόσια εμφάνιση των Clash, χωρίς τη συμμετοχή του Λεβίν, μαζί με άλλους πανκ καλλιτέχνες, όπως οι Sex Pistols, Siouxsie and the Banshees και Subway Sect.[21] Ο Τσάιμς αποχώρησε τον Νοέμβριο και αντικαταστάθηκε αμέσως από τον Ρομπ Χάρπερ κατά τη διάρκεια της συμμετοχής τους στο Anarchy Tour, μαζί με τους Sex Pistols.[22]

Πρώτο ομώνυμο άλμπουμ και Give 'Em Enough Rope (1977–1978)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μέχρι το τέλος του 1976 το κίνημα της πανκ είχε μετατραπεί σε μεγάλο μουσικό φαινόμενο του Ηνωμένου Βασιλείου. Στις 25 Ιανουαρίου 1977 οι Clash υπέγραψαν συμβόλαιο με τη δισκογραφική εταιρία CBS Records, για 100.000 λίρες, ποσό αξιοσημείωτο για ένα γκρουπ το οποίο είχε συμμετάσχει σε μόλις τριάντα ζωντανές εμφανίσεις και σχεδόν καμία ως πρώτο όνομα.[23] Ο Μίκυ Φουτ, ο οποίος εργαζόταν ως τεχνικός στις συναυλίες τους, προσλήφθηκε ως παραγωγός του πρώτου τους ομώνυμου άλμπουμ, που κυκλοφόρησε τον επόμενο μήνα, ενώ η κυκλοφορία του πρώτου σινγκλ του συγκροτήματος, με τίτλο White Riot, είχε προηγηθεί ένα περίπου μήνα νωρίτερα. Γεμάτο με δυναμικά πανκ τραγούδια, προοιώνισε τις εκλεκτικές μουσικές επιλογές των επόμενων δισκογραφικών παραγωγών τους, όπως φανερώνει η διασκευή του ρέγκε τραγουδιού Police And Thieves. Παρ΄όλη την επιτυχία και των δύο κυκλοφοριών — το White Riot έφτασε στο νούμερο 38 και το The Clash στο νούμερο 12 των βρετανικών τσαρτ (chart) — η CBS αρνήθηκε να το εκδώσει στις Η.Π.Α, προβάλλοντας ως δικαιολογία τον εχθρικό προς το ραδιόφωνο ήχο του.[24] Τελικά η αμερικανική κυκλοφορία του δίσκου πραγματοποιήθηκε το 1979. Ο Τέρι Τσάιμς αποχώρησε οριστικά μετά το τέλος της ηχογράφησης, έτσι στο εξώφυλλο παρουσιάζονται μόνο ο Τζόουνς, ο Στράμερ και ο Σίμονον. Στο ντοκιμαντέρ Westway to the World, ο Τζόουνς αναφέρεται στον Τσάιμς, αποκαλώντας τον «έναν από τους καλύτερους ντράμερ». Στην πραγματικότητα ο ίδιος δεν ήθελε η ζωή του να επικεντρωθεί γύρω από τη μουσική και αυτός ήταν ο κύριος λόγος παραίτησής του από τους Clash.[24]

Το συγκρότημα τον αντικατέστησε με αρκετούς άλλους ντράμερ, με τον Τζόουνς μάλιστα να χειρίζεται τη συγκεκριμένη αρμοδιότητα για ένα χρονικό διάστημα.[25]

Ο Νίκυ Χίντον, ο ντράμερ των Clash για το μεγαλύτερο μέρος της καριέρας τους.

Τελικά προσέλαβαν τον Νίκυ Χίντον, πρώην συνεργάτη του Τζόουνς στους London SS, δυο χρόνια νωρίτερα. Ο Σίμονον τον αποκαλούσε “Topper” εμπνεόμενος από τον χαρακτήρα Mickey the Monkey του κόμικ περιοδικού Topper. Ο Χίντον ήταν εξαιρετικός μουσικός και εκτός από ντραμς έπαιζε πιάνο, μπάσο, και κιθάρα. Αρχικά σχεδίαζε να διαμείνει στους Clash για μικρό διάστημα, όσο καιρό χρειαζόταν για να αποκτήσει φήμη και έπειτα να προσχωρήσει σε ένα καλύτερο συγκρότημα.[24] Γρήγορα όμως συνειδητοποίησε τις δυνατότητες του γκρουπ και αποφάσισε τελικά να παραμείνει οριστικά. Την επόμενη μέρα από μια συναυλία τους στο Νιούκασλ, οι Στράμερ και Χίντον συνελήφθησαν με την κατηγορία κλοπής μαξιλαροθηκών από το ξενοδοχείο όπου διέμεναν.[26] Το Μάιο ξεκίνησε η οργάνωση της White Riot Tour, που συμπεριλάμβανε επίσης τους Buzzcocks, Subway Sect, The Slits και The Perfects. Τον ίδιο μήνα, η CBS κυκλοφόρησε ως σινγκλ το τραγούδι Remote Control αψηφώντας τη γνώμη της μπάντας που το θεωρούσε ως ένα από τα πιο αδύναμα τραγούδια του δίσκου.[27]

Η πρώτη συμμετοχή του Χίντον σε ηχογράφηση του γκρουπ ήταν το σινγκλ Complete Control, που σηματοδοτούσε τη μεταστροφή του θυμού του συγκροτήματος στην κακή συμπεριφορά της δισκογραφικής εταιρίας. Ως παραγωγός στο συγκεκριμένο κομμάτι εργάστηκε – από κοινού με τον Φουτ– ο διάσημος μουσικός της ρέγκε, Λι «Σκρατς» Πέρι, που προσέδωσε έναν χαρακτηριστικό ήχο στο σινγκλ, αλλά ο Φουτ κλήθηκε γρήγορα να «προσγειώσει τα πράγματα» και το αποτέλεσμα ήταν αγνό, καθαρό πανκ. Κυκλοφόρησε το Σεπτέμβριο του 1977, έφτασε μέχρι το νούμερο 28 των βρετανικών chart και συγκαταλέγεται ανάμεσα στα σπουδαιότερα σινγκλ της πανκ μουσικής.[28] Οι Clash επέστρεψαν ξανά το Φεβρουάριο του 1978 με το σινγκλ Clash City Rockers και τον Ιανουάριο με το (White Man) In Hammersmith Palais, το οποίο εξέπληξε τους θαυμαστές με τον ιδιαίτερο σκα ρυθμό και ενορχήστρωσή του.

Πριν την ηχογράφηση του δεύτερου δίσκου των Clash, η CBS απαίτησε από το γκρουπ την υιοθέτηση ενός καθαρότερου ήχου από αυτόν του προηγούμενου, ώστε να προσελκύσει το αμερικανικό κοινό. Ο Σάντι Πέρλμαν, γνωστός για την δουλειά του με τους Blue Öyster Cult, προσελήφθη ως παραγωγός του άλμπουμ. Παρά τα παράπονα πολλών για το σχετικά συμβατικό στυλ παραγωγής, το Give 'Em Enough Rope αντιμετωπίστηκε θετικά από τους κριτικούς.[29] Ανήλθε στη δεύτερη θέση των βρετανικών επιτυχιών, αλλά δεν γνώρισε την επιτυχία που ανέμενε η CBS στις Η.Π.Α, φτάνοντας μόλις στο νούμερο 128 του πίνακα Billboard. Το πρώτο σινγκλ του νέου δίσκου, με τίτλο Tommy Gun έφτασε στο νούμερο 19 των τσαρτ, σε υψηλότερη θέση από κάθε άλλο σινγκλ των Clash μέχρι τότε. Για την προώθηση του Give 'Em Enough Rope, το συγκρότημα πραγματοποίησε την πρώτη επιτυχημένη περιοδεία του στην Βόρεια Αμερική το Φεβρουάριο του 1979.

London Calling, Sandinista!, και Combat Rock: 1979–1982[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Πωλ Σίμονον

Τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο του 1979 οι Clash ηχογράφησαν τον ιστορικό δίσκο, London Calling. Την παραγωγή ανέλαβε ο Γκάι Στίβενς, ο οποίος είχε συνεργαστεί με καλλιτέχνες, όπως οι Mott The Hople και άλλοι. Το διπλό άλμπουμ αποτελούσε ένα μείγμα από πανκ ροκ, ρέγγε, σκα, ροκαμπίλι, παραδοσιακό ροκ εντ ρολ και άλλων μουσικών στοιχείων, όλα χαρακτηρισμένα από εντυπωσιακή ενέργεια και φροντισμένη παραγωγή.[30] Είναι αναγνωρισμένο ως μία από τις μεγαλύτερες ροκ δημιουργίες που έχει ποτέ ηχογραφηθεί.[31] Το τελευταίο τραγούδι του, αντλώντας από την παράδοση του rock 'n' roll, με τίτλο Train In Vain, συμπεριλήφθηκε στο δίσκο την τελευταία στιγμή και έτσι δεν αναγράφονταν στο εξώφυλλο. Αποδείχθηκε η πρώτη αμερικανική Τop 40 επιτυχία των Clash, ανερχόμενη στο νούμερο 23 του κατάλογου Billboard. Στη Βρετανία, όπου το Train In Vain δεν κυκλοφόρησε με τη μορφή σινγκλ, το ομώνυμο τραγούδι του London Calling, εντυπωσιακό σε ρυθμό αλλά αδιαμφισβήτητα ντυμένο με πανκ στοιχεία, ανήλθε στο νούμερο 11 – την υψηλότερη θέση που πέτυχε οποιοδήποτε σινγκλ του γκρουπ, μέχρι τη διάλυσή τους. Το άλμπουμ έφτασε στο νούμερο 9 στη Βρετανία και στο νούμερο 27 στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το εξώφυλλο του London Calling, βασισμένο στο εξώφυλλο του ντεμπούτου δίσκου του Έλβις Πρίσλεϊ, αποτελεί σήμερα ένα από τα πιο εύκολα αναγνωρίσιμα στην ιστορία του ροκ.[32] Η φωτογραφία του Πωλ Σίμονον να κομματιάζει το μπάσο του ανακηρύχθηκε αργότερα, από το περιοδικό Q, ως «η καλύτερη ροκ εν ρολ φωτογραφία όλων των εποχών».[32] Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, το συγκρότημα άρχισε να αποκαλείται ως «η μοναδική μπάντα που αξίζει» ("The Only Band That Matters"). Το προσωνύμιο υιοθετήθηκε σύντομα από θαυμαστές και δημοσιογράφους μουσικών εντύπων.[33]

Οι Clash σχεδίαζαν την ηχογράφηση και κυκλοφορία ενός σινγκλ για κάθε μήνα του 1980, αλλά η CBS απέρριψε την ιδέα και έτσι το γκρουπ επανήλθε με μόνο μια κυκλοφορία – ένα ρέγκε κομμάτι με τίτλο Bankrobber, τον Αύγουστο, πριν την έκδοση του τριπλού LP Sandinista! που ακολούθησε το Δεκέμβριο. Ο δίσκος αντανακλούσε, για άλλη μια φορά, ένα μεγάλο εύρος ανόμοιων μουσικών ειδών, συμπεριλαμβανομένων διάφορων dub (νταμπ) καθώς και τις πρώτες ραπ επιρροές σε μεγάλη ροκ μπάντα. Την παραγωγή ανέλαβαν τα ίδια τα μέλη, μαζί με τον ρέγκε μουσικό από τη Τζαμάικα, Μίκυ Ντρεντ. Το Sandinista! αποτέλεσε την πιο αμφιλεγόμενη δισκογραφική δουλειά των Clash, τόσο μουσικά όσο και για το πολιτικό του περιεχόμενο.[34] Η κριτική γνώμη ήταν διχασμένη. Η Ίρα Ρόμπινς του περιοδικού Trouser Press περιέγραψε το ήμισυ του δίσκου ως «υπέροχο» και το υπόλοιπο ως «ανόητο» ή και χειρότερο,[35] ενώ ο Ντέiβ Μαρς του Rolling Stone διαφώνησε, ισχυριζόμενος ότι η διαφορετικότητα στο περιεχόμενο του άλμπουμ οφειλόταν στο γεγονός ότι οι Clash απέφευγαν τη συμβατικότητα στη μουσική τους.[36] Το Sandinista! τα πήγε καλά στην Αμερική, ανερχόμενο στο νούμερο 24, αν και δεν περιείχε κάποιο ιδιαίτερα εμπορικό σινγκλ και στο συντηρητικό περιβάλλον του ραδιοφωνικού σταθμού AOR στις Η.Π.Α έλαβε ελάχιστη δημόσια προβολή.[24]

Κατά τη διάρκεια του 1981 οι Clash επανήλθαν με ένα νέο σινγκλ, το This Is Radio Clash, το οποίο απέδειξε για μια ακόμη φορά την ικανότητά τους να αναμιγνύουν ποικίλες επιρροές, όπως η dub και το χιπ χοπ. Παράλληλα, ξεκίνησαν την δημιουργία του πέμπτου άλμπουμ τους, αρχικά προγραμματισμένο ως διπλό και με τίτλο Rat Patrol from Fort Bragg. Ο Μικ Τζόουνς ανέλαβε τα καθήκοντα παραγωγής, αλλά αυτό ήρθε σε αντίθεση με την επιθυμία των υπολοίπων. Τελικά η αρμοδιότητα ανατέθηκε στον Γκλιν Τζόουνς και ο δίσκος εκδόθηκε με την μορφή ενός μονού LP και με την ονομασία Combat Rock. Το Combat Rock ήταν γεμάτο με εκκεντρικά και όχι εμπορικά κομμάτια, με πειραματισμούς ηχητικών κολάζ και διάφορες ποιητικές απαγγελίες από τον ποιητή Άλλεν Γκίνσμπεργκ, ωστόσο περιείχε δυο ραδιοφωνικά τραγούδια. Το ένα από αυτά είναι το Should I Stay or Should I Go, το πρώτο σινγκλ του γκρουπ στις Η.Π.Α το 1982, ακόμη μια ιδιομορφία της μουσικής του Τζόουνς, που παρέπεμπε σε ένα ροκ εν ρολ στυλ, παρόμοιο με αυτό του Train In Vain και έλαβε υψηλή προβολή από το ραδιοφωνικό σταθμό AOR. Το επόμενο, Rock the Casbah περιείχε στίχους που απευθύνονταν στο Ιράκ, αντιπαραβαλλόμενοι με δυτικά στοιχεία, συνδυασμένα με έναν ζωηρό, χορευτικό ρυθμό. Η μουσική του Rock the Casbah γράφτηκε από τον Χίντον ο οποίος έπαιξε, εκτός από κρουστά, πιάνο και μπάσο.[37] Συγκαταλέγεται στις μεγαλύτερες επιτυχίες των Clash στην Αμερική, φτάνοντας μέχρι το νο. 8 και το συνοδευτικό βίντεο γνώρισε συχνή αναμετάδοση από το κανάλι MTV.[24] Το ίδιο το άλμπουμ, αποτελεί το πιο επιτυχημένο του γκρουπ, σκαρφαλώνοντας στη δεύτερη θέση των επιτυχιών στο Ηνωμένο Βασίλειο και στην έβδομη των Ηνωμένων Πολιτειών.

Διάσπαση: 1982–1984[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά την ηχογράφηση και κυκλοφορία του Combat Rock το συγκρότημα άρχισε να διαλύεται. Ο Τόπερ Χίντον απολύθηκε ακριβώς πριν την κυκλοφορία του δίσκου, λόγω της εξάρτησης του από την ηρωίνη και τις επιπτώσεις της στην υγεία και τις μουσικές του ικανότητες.[24] Ο αρχικός ντράμερ, Τέρι Τσάιμς, επανήλθε για τους επόμενους λίγους μήνες. Η απώλεια του Χίντον έφερε στην επιφάνεια τη διχόνοια μεταξύ του Τζόουνς και του Στράμερ, οι οποίοι ήρθαν σε σύγκρουση. Το γκρουπ άνοιξε την συναυλία των The Who κατά τη διάρκεια της τελευταίας τους περιοδείας στην Αμερική, στο Shea Stadium της Νέας Υόρκης.[38] Μολονότι οι Clash συνέχισαν τις περιοδείες, οι προσωπικές εντάσεις αυξάνονταν συνεχώς.[24]

Στις αρχές του 1983, ο Τσάιμς παραιτήθηκε από το συγκρότημα στο τέλος της περιοδείας προώθησης του Combat Rock, εξαιτίας των εσωτερικών διενέξεων και αναταραχών. Αντικαταστάθηκε από τον Πιτ Χάουαρντ για τις ανάγκες συμμετοχής σε ένα φεστιβάλ στο Σαν Μπερναντίνο στην Καλιφόρνια, όπου οι Clash έπαιξαν με άλλους καλλιτέχνες, ανάμεσά τους ο Ντέιβιντ Μπόουι και οι Van Halen.[39][40] Το γκρουπ διαφώνησε με τους διοργανωτές του σόου για τις υψηλές τιμές των εισιτηρίων, απειλώντας με παραίτηση σε περίπτωση απόσυρσης δωρεάς που είχε προγραμματιστεί να διανεμηθεί σε φιλανθρωπικό οργανισμό. Η συναυλία τελικά πραγματοποιήθηκε στις 28 Μαΐου με παρουσία 140.000 θεατών. Μετά το τέλος της, μέλη του συγκροτήματος ήρθαν σε έντονο διαπληκτισμό με το προσωπικό ασφαλείας.[41] Ήταν η τελευταία εμφάνιση του Τζόουνς με τους Clash καθώς απολύθηκε το Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου. Ουσιαστικά με την απομάκρυνση του Μικ Τζόουνς ξεκίνησε και η αρχή του τέλους του θρυλικού συγκροτήματος. Ο Τζόουνς έγινε κατόπιν ιδρυτικό μέλος των General Public, αλλά αποσύρθηκε γρήγορα κατά τη διάρκεια ηχογράφησης του πρώτου άλμπουμ. Ο ίδιος, αργότερα, ίδρυσε το μουσικό σχήμα Big Audio Dynamite.

Ο Νικ Σέπαρντ, άλλοτε μέλος των Cortinas και ο Βινς Γουάιτ επιλέχθηκαν ως οι νέοι κιθαρίστες. Ο Χάουαρντ παρέμεινε στα ντραμς. Το γκρουπ, με τη νέα μορφή του, ξεκίνησε εμφανίσεις τον Ιανουάριο του 1984 με την περιοδεία Out of Control, ταξιδεύοντας όλο το χειμώνα, μέχρι και τις αρχές του καλοκαιριού. Σε μια από τις μουσικές τους παραστάσεις ανακοίνωσαν την κυκλοφορία ενός νέου δίσκου στις αρχές του νέου έτους.

Cut the Crap, τελική διάλυση και επακόλουθα: 1985–1991[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι συνθήκες προετοιμασίας του νέου άλμπουμ, Cut the Crap, στο Μόναχο ήταν χαοτικές. Το μεγαλύτερο μέρος της μουσικής παίχτηκε από περιστασιακούς μουσικούς των στούντιο με τον Σέπαρντ και τον Γουάιτνα αναλαμβάνουν τη βελτίωση των καθοριστικών μερών. Ανταγωνιζόμενος με τον μάνατζερ Μπέρναρντ Ρόουντς για τον έλεγχο του γκρουπ, ο Στράμερ επέστρεψε στη Βρετανία. Η μπάντα διοργάνωσε νέα τουρνέ, πραγματοποιώντας εμφανίσεις σε δημόσιους χώρους διάφορων πόλεων του Ηνωμένου Βασιλείου, εκτελώντας ακουστικές διασκευές πολλών επιτυχιών τους και λαϊκών τραγουδιών.

Μετά από μια εμφάνιση στην Αθήνα, ο Στράμερ ταξίδεψε στην Ισπανία για να ανακτήσει δυνάμεις. Ενώ βρισκόταν στο εξωτερικό, κυκλοφόρησε το πρώτο σινγκλ του Cut the Crap, το πένθιμο This Is England, λαμβάνοντας επί το πλείστον αρνητικές κρητικές. Παρ' όλα αυτά ο κριτικός Ντέιβ Μαρς κατέταξε το This Is England ως ένα από τα 1001 καλύτερα ροκ σινγκλ όλων των εποχών.[42] Το τραγούδι δέχθηκε εκ των υστέρων εγκωμιαστικά σχόλια από το περιοδικό Q και άλλα μουσικά μέσα.

Το This Is England, όπως και το υπόλοιπο περιεχόμενο του δίσκου που κυκλοφόρησε αργότερα το ίδιο χρόνο, ήταν υπό την επίβλεψη του Ρόουντς, με συνθεσάιζερ και ποδοσφαιρικού στυλ άσματα, που είχαν προστεθεί στις ημιτελείς ηχογραφήσεις του Στράμερ. Αν και ο Χάουαρντ ήταν πεπειραμένος ντράμερ, σχεδόν σε όλα τα κομμάτια χρησιμοποιήθηκαν ηλεκτρονικά ντραμς. Για το υπόλοιπο της ζωής του ο Στράμερ θα αποκήρυττε το άλμπουμ, αν και είχε δηλώσει ότι είχε συμπαθήσει ορισμένα από τα τραγούδια του. Έπειτα από το Cut the Crap το συγκρότημα διαλύθηκε στις αρχές του 1986.

Μετά τη διάσπαση, ο Στράμερ επικοινώνησε με τον Τζόουνς προσπαθώντας να πραγματοποιήσει επανένωση των Clash. Ο Τζόουνς όμως είχε ήδη σχηματίσει νέο γκρουπ, τους Big Audio Dynamite (B.A.D), που είχε ήδη δισκογραφική παρουσία από το 1985. Οι δύο μουσικοί συνεργάστηκαν σε διάφορα μουσικά εγχειρήματα κατά τη διάρκεια του 1986. Ο Τζόουνς, επίσης, βοήθησε τον Στράμερ στη σύνθεση δύο τραγουδιών για το soundtrack της ταινίας Sid and Nancy (1986). Με τη σειρά του, ο Στράμερ, συνέθεσε μερικά από τα κομμάτια του δεύτερου δίσκου των B.A.D, No. 10 Upping St., στο οποίο είχε εργαστεί και ως παραγωγός. Με τον Τζόουνς δεσμευμένο στους B.A.D, ο Strummer ακολούθησε σόλο εγχειρήματα. Ο Σίμονον σχημάτισε τους Havana 3am και ο Χίντον προχώρησε στην ηχογράφηση του προσωπικού δίσκου, Waking Up, προτού κυλήσει για άλλη μια φορά στην κατάχρηση ναρκωτικών ουσιών. Τέλος, ο Τσάιμς συμμετείχε με επιτυχία σε διάφορα μουσικά σχήματα.

Συνεργασίες και επανενώσεις: 1999–παρόν[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1999 ο Στράμερ, ο Τζόουνς και ο Σίμονον συνεργάστηκαν για το live άλμπουμ From Here to the Eternity και για το ντοκιμαντέρ Westway to the World. Το Νοέμβριο του 2002 ανακοινώθηκε η ένταξη των Clash στο Rock and Roll Hall of Fame που θα πραγματοποιούνταν την επόμενη άνοιξη.[43] Στις 15 Νοεμβρίου ο Τζόουνς και ο Στράμερ μοιράστηκαν τη σκηνή παρουσιάζοντας τρία παλιά τραγούδια του συγκροτήματος, κατά τη διάρκεια ενός σόου των Mescaleros που συνέπιπτε με την εισαγωγή τους στο Hall of Fame. Ο Σίμονον, όμως, δεν επιθυμούσε να συμμετάσχει, προβάλλοντας ως επιχείρημα την υψηλή τιμή του εισιτηρίου, η οποία δεν ταίριαζε με το ελεύθερο πνεύμα των Clash. Ο ξαφνικός θάνατος του Στράμερ στις 22 Δεκεμβρίου του 2002 που οφειλόταν σε ένα εκ γενετής καρδιακό πρόβλημα, ματαίωσε την οποιαδήποτε πιθανότητα για μια επικείμενη επανένωση. Τον Μάρτιο του 2003, οι Clash μπήκαν στο Hall of Fame.[44] Εισήχθησαν οι Τζο Στράμερ, Μικ Τζόουνς, Πολ Σιμόνον, Νίκυ «Τόπερ» Χίντον και Τέρι Τσάιμς.

Επόμενες από κοινού εμφανίσεις πρώην μελών του γκρουπ πραγματοποιήθηκαν στις 11 Ιανουαρίου 2008 με τη συμμετοχή του Χίντον σε μια συναυλία των Carbon/Silicon, των οποίων ο Τζόουνς υπήρξε ιδρυτικό μέλος,[45] το Σεπτέμβριο του 2009 με τη συνεργασία του Τζόουνς και του Χίντον στην ηχογράφηση του σινγκλ Jail Guitar Doors με τον μουσικό του εναλλακτικού ροκ Μπίλι Μπραγκ και τέλος το 2010 με τη δουλειά των Τζόουνς και Σίμονον στο δίσκο των Gorrilaz, Plastic Beach.[46]

Πολιτικές πεποιθήσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η σημαία του Απελευθερωτικού Εθνικού Μετώπου Sandinista.

Η μουσική των Clash συνδέθηκε συχνά με μια αριστερή πολιτική ιδεολογία. Ο Στράμερ είχε παραδεχτεί δημόσια τις κομμουνιστικές του πεποιθήσεις. Οι Clash υπήρξαν πρωτοπόροι στην υπεράσπιση αριστερών ιδεών μέσω της μουσικής του πανκ ροκ και χαρακτηρίστηκαν ως τα «αγόρια του σκεπτόμενου ανθρώπου» (“The Thinking Man's Yobs”) από το μουσικό περιοδικό NME.[47][48] Όπως πολλά άλλα συγκροτήματα του πανκ, διαμαρτυρήθηκαν εναντίον της μοναρχίας και της αριστοκρατίας. Όμως, αντίθετα με τους υπόλοιπους μουσικούς του κινήματος, απέρριψαν τον μηδενισμό.[49] Αντί αυτού, υποστήριξαν πολλές σύγχρονες απελευθερωτικές οργανώσεις και ανέπτυξαν επαφές με κοινωνικές ομάδες, όπως την αντιναζιστική Anti – Nazi League. Τον Απρίλιο του 1978 ηγήθηκαν στην οργάνωση του κοντσέρτου Rock Against Racism (Ροκ ενάντια στο ρατσισμό) στο πάρκο Βικτόρια του Λονδίνου.[24]

Οι πολιτικές πεποιθήσεις των Clash είναι φανερές σε στίχους πρώιμων ηχογραφήσεων, όπως στο White Riot, όπου ενθαρρύνουν τη νεολαία να γίνει πολιτικά δραστήρια, στο Career Opportunities, που απευθύνονται στην αποξένωση των χαμηλόμισθων τετριμμένων επαγγελμάτων και στο London's Burning, όπου γίνεται αναφορά στην ανία της ζωής στην πόλη. Το εύρος των πολιτικών ενδιαφερόντων του συγκροτήματος διευρύνθηκε σε μεταγενέστερες ηχογραφήσεις. Ο τίτλος του Sandinista! αποτελεί αναφορά στους αριστερούς επαναστάτες της ομώνυμης οργάνωσης που είχε πρόσφατα καθαιρέσει τον Νικαραγουανό δυνάστη Αναστάσιο Σομόθα Νρεμπαϊλέ. Στον ίδιο δίσκο περιέχονται τραγούδια με περιεχόμενο που άπτεται διαφορετικών πολιτικών θεμάτων, με έκταση πέρα από αυτήν των βρετανικών ακτών, όπως το Washington Bullets και το Call Up.[50]

Κληρονομιά και επίδραση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 2004 το περιοδικό Rolling Stone τοποθέτησε τους Clash στο νούμερο 28 ενός καταλόγου με τους 100 σημαντικότερους καλλιτέχνες όλων των εποχών.[5] Σύμφωνα με την εφημερίδα The Times, το ντεμπούτο των Clash, μαζί με το Never Mind the Bollocks, Here's Sex Pistols, αποτελεί την «τελική δήλωση του πανκ» και το London Calling παραμένει ως ένας από τους δίσκους με τη μεγαλύτερη επίδραση στην ιστορία της ροκ.[51] Στον κατάλογο του Rolling Stone με τα 500 σημαντικότερα άλμπουμ όλων των εποχών, το London Calling κατέλαβε την όγδοη θέση, το The Clash την 77η και το Sandinista! την 404η.[52] Στον κατάλογο του ίδιου περιοδικού με τα 500 σημαντικότερα τραγούδια όλων των εποχών, το London Calling τοποθετήθηκε στο νούμερο 15, την υψηλότερη θέση του καταλόγου για τραγούδι πανκ συγκροτήματος. Άλλα τέσσερα κομμάτια των Clash που περιλαμβάνονται στον κατάλογο είναι τα Should I Stay or Should I Go (228ο), Train In Vain (292ο), Complete Control (361ο) και (White Man) In Hammersmith Palais (430ο).[53] Το London Calling έφτασε επίσης στο νούμερο 48 του καταλόγου των 100 σημαντικότερων τραγουδιών για κιθάρα όλων των εποχών του περιοδικού.[54]

Οι Clash, εκτός του ότι άφησαν ανεξίτηλα χαραγμένο το όνομά τους στη μουσική ιστορία, ιδιαίτερα της πανκ, επηρέασαν πολλούς μουσικούς που είχαν ελάχιστη, ή ακόμη και ουδεμία σχέση με το συγκεκριμένο κίνημα. Το μείγμα του σκα, της ρέγκε και της βαθιά επηρεασμένης από τον ήχο της Τζαμάικας αγγλικής κουλτούρας, βοήθησαν στην προώθηση της μουσικής 2 tone, που αναδύθηκε από τις στάχτες της έκρηξης της πανκ.[55] Μουσικοί που ξεκίνησαν την καριέρα τους όταν οι Clash ήταν ακόμη δραστήριοι και αναγνώρισαν το χρέος τους σε αυτούς είναι ο Μπίλι Μπραγκ και οι Aztec Camera.

Μεταγενέστερα, η επιρροή των Clash υπήρξε εμφανής σε πολιτικά στρατευμένες μπάντες της Αμερικής, όπως οι Rancid, Anti - Flag, Bad Religion και οι NOFX, όπως επίσης και στο πρώιμο πολιτικοποιημένο hard rock των Manic Street Preachers.[56] Η ανάμειξη τους με την τζαμαϊκανή μουσική και τρόπο παραγωγής, έδωσε το έναυσμα για παρόμοιες διαπολιτισμικές προσπάθειες από γκρουπ όπως οι Bad Brains, Massive Attack, Sublime και No Doubt.[57] Ο Τζέικομπ Ντίλαν των Wallflowers χαρακτήρισε το London Calling, πέρα από τη δουλειά του πατέρα του, Μπομπ Ντίλαν, ως το δίσκο που "άλλαξε τη ζωή του".[58] Συγκροτήματα ταυτισμένα με την αναγέννηση του garage rock των τελών της δεκαετίας του 1990 και των αρχών του 2000, όπως τους Σουηδούς The Hives, τους Αυστραλούς The Vines και τους Αμερικανούς The White Stripes και The Strokes μαρτυρούν έντονη επίδραση από τους Clash,[59] όπως και άλλοι Βρετανοί συνάδελφοί τους, ανάμεσά τους οι Babyshambles, The Futureheads, The Charlatans, Arctic Monkeys και άλλοι.

Η μουσική του συγκροτήματος είχε επίσης μεγάλο αντίκτυπο στον ισπανόφωνο κόσμο. Συγκεκριμένα, το 1997 εκδόθηκε ένα άλμπουμ – φόρος τιμής στους Clash, που περιελάμβανε εκτελέσεις τραγουδιών από διάφορες πανκ μπάντες του Μπουένος Άιρες.[60] Πολλά συγκροτήματα του ισπανικού ροκ (rock en espanol), που οφείλουν πολλά στο συγκρότημα είναι οι Todes Tus Muertos, Café Tacuba, Maldita Vencinant, Los Prisioneros, Tijuana No και Attaque 77.[61][62] Παρόμοια επιρροή παρατηρείται στους πολιτικοποιημένους στίχους και στην ανάμειξη ανόμοιων μουσικών ειδών που χαρακτηρίζουν τη μουσική των Γάλλων Mano Negra.[63][64][65]

Μέλη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Δισκογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στούντιο δίσκοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Live δίσκοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • From Here to Eternity: Live (1999)
  • Live at Shea Stadium (2008)

Συλλογές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Black Market Clash (1980)
  • The Story of the Clash vol.1 (1988)
  • 1977 Revisited (19900
  • The Singles (1991)
  • Super Black Market Clash (1994)
  • The Essential Clash (2003)
  • The Singles (2007)

Box sets[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Clash on Broadway (1991)
  • Singles Box (2006)

Άλλες κυκλοφορίες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Capital Radio (1977)
  • The Cost of Living (1979)

Σινγκλ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • White Riot (1977)
  • Remote Control (1977)
  • Complete Control (1977)
  • Clash City Rockers (1978)
  • (White Man) In Hammersmith Palais (1978)
  • Tommy Gun (1978)
  • English Civil War (1979)
  • Groovy Times (1979)
  • London Calling (1979)
  • Clampdown (1979)
  • Train in Vain (1980)
  • Bankrobber (1980)
  • The Call Up (1980)
  • Hitsville UK (1981)
  • The Magnificent Seven (1981)
  • This Is Radio Clash (1981)
  • Know Your Rights (1982)
  • Rock the Casbah (1982)
  • Should I Stay or Should I Go (1982)
  • Straight to Hell (1982)
  • This Is England (1985)
  • London Calling (επανέκδοση) (1988)
  • I Fought the Law (1988)
  • Return to Brixton (1990)
  • Should I Stay or Should I Go (επανέκδοση) (1991)
  • Rock the Casbah (επανέκδοση) (1991)
  • London Calling (δεύτερη επανέκδοση) (1991)
  • Train in Vain (επανέκδοση) (1991)
  • Complete Control (live) (1999)

Βίντεο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • This is Video Clash (1985)
  • The Essential Clash (DVD) (2003)

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. «Clash star Strummer dies» (στα αγγλικά). 2002-12-27. http://news.bbc.co.uk/2/hi/entertainment/2600669.stm. Ανακτήθηκε στις 2019-01-30. 
  2. «Strummer's lasting culture Clash» (στα αγγλικά). 2002-12-23. http://news.bbc.co.uk/2/hi/entertainment/2600955.stm. Ανακτήθηκε στις 2019-01-30. 
  3. «The Clash were once the only band that mattered». www.goldminemag.com. Ανακτήθηκε στις 30 Ιανουαρίου 2019. 
  4. Crandall, Bill· Crandall, Bill (28 Φεβρουαρίου 2003). «Rock and Roll Hall of Fame: The Clash». Rolling Stone (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 30 Ιανουαρίου 2019. 
  5. 5,0 5,1 Stone, Rolling· Stone, Rolling (3 Δεκεμβρίου 2010). «100 Greatest Artists». Rolling Stone (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 30 Ιανουαρίου 2019. 
  6. Robb (2006), σσ. 130–132.
  7. Gray (2005), σελ. 56.
  8. Team, ΤοΒΗΜΑ (29 Ιουλίου 2011). «Ολυμπιακοί 2012: Το τραγούδι «London Calling» των Clash διχάζει το Λονδίνο». Ειδήσεις - νέα - Το Βήμα Online. Ανακτήθηκε στις 31 Ιανουαρίου 2019. 
  9. Robb (2006), σελ. 151.
  10. Gray (2005), σελ. 72.
  11. Rowley, Scott (Οκτώβριος 1999). «Paul Simonon's first ever bass interview». Bassist Magazine (London) (10). 
  12. Gray (2005), σελ. 79.
  13. Strongman (2008), σελ. 103.
  14. Robb (2006), σσ. 192, 193.
  15. Σύμφωνα με τον βιογράφο Marcus Gray (2005), ο Ρόουντς τηλεφώνησε μία ημέρα νωρίτερα από την προκαθορισμένη προθεσμία (Gray (2005), σ. 127). Στο Westway to the World, ο Τζόουνς επιβεβαιώνει την 48ωρη προθεσμία ενώ, κατά τα λεγόμενα του Στράμερ, ο ίδιος τηλεφώνησε εντός 24 ωρών (11:34–11:40). Ο Τζόουνς έχει επίσης δώσει μια διαφορετική εκδοχή της ιστορίας, σύμφωνα με την οποία ο Στράμερ έλαβε αρχικά 24ωρη προθεσμία να αποφασίσει, όμως ο Ρόουντς επικοινώνησε μαζί του μόλις οκτώ ώρες αργότερα (Robb [2006], p. 194).
  16. «Paul Simonon: Clashing colours». The Independent (στα Αγγλικά). 22 Σεπτεμβρίου 2013. Ανακτήθηκε στις 31 Ιανουαρίου 2019. 
  17. Topping (2004), p. 12.
  18. Staff, MTV News. «The Clash: Ducking Bottles, Asking Questions, By Kurt Loder». MTV News (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 30 Ιανουαρίου 2019. 
  19. Robb (2006), σελ. 196.
  20. Robb (2006), σσ. 195–197.
  21. «The Clash Sex Pistols 100 Club Festival». web.archive.org. 15 Απριλίου 2005. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 15 Απριλίου 2005. Ανακτήθηκε στις 30 Ιανουαρίου 2019. CS1 maint: Unfit url (link)
  22. «1976». web.archive.org. 26 Οκτωβρίου 2007. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 26 Οκτωβρίου 2007. Ανακτήθηκε στις 30 Ιανουαρίου 2019. CS1 maint: Unfit url (link)
  23. Gray (2005), σελ. 216.
  24. 24,0 24,1 24,2 24,3 24,4 24,5 24,6 24,7 The Clash, Westway to the World, New York, NY: Sony Music Entertainment; Dorismo; Uptown Films, 2001, ISBN 0738900826, OCLC 49798077 
  25. «The Uncut Crap—Over 56 Things You Never Knew About The Clash», NME (London: IPC Magazines) 3, 1991 - 3 - 16, ISSN 0028-6362, OCLC 4213418 
  26. Robb (2006), σελ. 338.
  27. Strongman (2008), σσ. 201–202.
  28. «The RS 500 Greatest Songs of All Time : Rolling Stone». web.archive.org. 20 Νοεμβρίου 2007. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 20 Νοεμβρίου 2007. Ανακτήθηκε στις 31 Ιανουαρίου 2019. 
  29. «The Clash: Give 'Em Enough Rope : Music Reviews : Rolling Stone». web.archive.org. 18 Μαρτίου 2008. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 18 Μαρτίου 2008. Ανακτήθηκε στις 31 Ιανουαρίου 2019. 
  30. «The Clash - London Calling / Legacy Edition (Album Review)». www.musicbox-online.com. Ανακτήθηκε στις 31 Ιανουαρίου 2019. 
  31. «London Calling - The Clash | Songs, Reviews, Credits». AllMusic (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 31 Ιανουαρίου 2019. 
  32. 32,0 32,1 «London Calling: Tracey Emin and friends pay tribute to The Clash's». The Independent (στα Αγγλικά). 16 Ιουνίου 2010. Ανακτήθηκε στις 31 Ιανουαρίου 2019. 
  33. Norris, Chris (1997 - 7 - 21). «Cult Cash Clan». New York. 
  34. Jaffee, Larry (1987). The Politics of Rock (Popular Music and Society), σσ. 19–30.
  35. «TrouserPress.com :: Clash». www.trouserpress.com. Ανακτήθηκε στις 31 Ιανουαρίου 2019. 
  36. Marsh, Dave. "The Clash". In Dave Marsh and John Swenson, εκδ. (1983), The New Rolling Stone Record Guide (Random House/Rolling Stone Press), σσ. 99–100.
  37. Gray (2005), σελ. 380.
  38. Hoard, Christian· Hoard, Christian (16 Οκτωβρίου 2008). «Live at Shea Stadium». Rolling Stone (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 31 Ιανουαρίου 2019. 
  39. «"The US Festival '83″: New wave and heavy metal bands battled for supremacy in the "Super Bowl of Rock Parties"» (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 30 Ιανουαρίου 2019. Ανακτήθηκε στις 31 Ιανουαρίου 2019. 
  40. Greene, Andy· Greene, Andy (1 Νοεμβρίου 2012). «Flashback: The Clash Say Goodbye». Rolling Stone (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 31 Ιανουαρίου 2019. 
  41. Gray (2005), σελ. 398.
  42. Marsh, Dave (1989). The Heart of Rock & Soul: The 1001 Greatest Singles Ever Made (Penguin), σσ. 77–80. ISBN 0-14-012108-0.
  43. Vineyard, Jennifer. «AC/DC, Clash, Police To Be Inducted Into Rock Hall Of Fame». MTV News (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 31 Ιανουαρίου 2019. 
  44. «The Clash». Rock & Roll Hall of Fame (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 31 Ιανουαρίου 2019. 
  45. NME (14 Ιανουαρίου 2008). «The Clash's Mick Jones and Topper Headon reunite after 25 years». NME (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 31 Ιανουαρίου 2019. 
  46. Balls, David (24 Φεβρουαρίου 2010). «Gorillaz 'thrilled' to work with The Clash». Digital Spy (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 31 Ιανουαρίου 2019. 
  47. «The Thinking Man's Yobs « Isegoria» (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 31 Ιανουαρίου 2019. 
  48. «White riot - Music - Seattle Weeklypage 1». web.archive.org. 11 Δεκεμβρίου 2008. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 11 Δεκεμβρίου 2008. Ανακτήθηκε στις 31 Ιανουαρίου 2019. CS1 maint: Unfit url (link)
  49. Henke, James· Henke, James (17 Απριλίου 1980). «The Clash: There'll Be Dancing in the Streets». Rolling Stone (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 31 Ιανουαρίου 2019. 
  50. Gray (2004), σσ. 355–356; Reynolds and Press (1996), σελ. 72.
  51. «The RS 500 Greatest Albums of All Time : Rolling Stone». web.archive.org. 23 Ιουνίου 2008. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 23 Ιουνίου 2008. Ανακτήθηκε στις 31 Ιανουαρίου 2019. CS1 maint: Unfit url (link)
  52. «The RS 500 Greatest Albums of All Time : Rolling Stone». web.archive.org. 23 Ιουνίου 2008. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 23 Ιουνίου 2008. Ανακτήθηκε στις 31 Ιανουαρίου 2019. CS1 maint: Unfit url (link)
  53. «The RS 500 Greatest Songs of All Time : Rolling Stone». web.archive.org. 20 Νοεμβρίου 2007. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 13 Σεπτεμβρίου 2008. Ανακτήθηκε στις 31 Ιανουαρίου 2019. 
  54. «Rolling Stone's 100 Greatest Guitar Songs Of All Time». Stereogum. 30 Μαΐου 2008. Ανακτήθηκε στις 31 Ιανουαρίου 2019. 
  55. D'Ambrosio (2004), σελ. 298.
  56. D'Ambrosio (2004), σσ. 192, 251, 257, 298, 318–319.
  57. D'Ambrosio (2004), p. 257.
  58. «97.1 The Drive LIVE Stream | Chicago». 97.1 The Drive LIVE Stream | Chicago (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 31 Ιανουαρίου 2019. 
  59. D'Ambrosio (2004), σσ. 262–263.
  60. Lannert, John (1997 - 3 - 29), "Latin Notas: Manzanera to Attend Latin Confab", Billboard, σελ. 33.
  61. «Café Tacuba: Cuatro Caminos». Pitchfork (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 31 Ιανουαρίου 2019. 
  62. Eddy (1997), σελ. 181.
  63. Buckley (2003), σελ. 367; Campo (1998), σελ. 5.
  64. «Mano Negra». MusicHeaven. Ανακτήθηκε στις 31 Ιανουαρίου 2019. 
  65. Lewis, John (2007-03-30). «Paris calling» (στα αγγλικά). The Guardian. ISSN 0261-3077. https://www.theguardian.com/music/2007/mar/30/worldmusic. Ανακτήθηκε στις 2019-01-31. 

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]