Cursus honorum

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Cursus honorum (σε ακριβή μετάφραση «κούρσα αξιωμάτων», πιο ελεύθερα «διοικητική θητεία») ονομαζόταν στην Αρχαία Ρώμη η ακολουθία πολιτικών-στρατιωτικών αξιωμάτων που αναλάμβαναν οι συγκλητικοί καθώς ανέρχονταν ιεραρχικά, τόσο κατά την περίοδο της Δημοκρατίας, όσο και κατά τους πρώτους Αυτοκρατορικούς Χρόνους. Αν και θεωρητικά όλοι οι Ρωμαίοι πολίτες είχαν ίσες ευκαιρίες για να αναλάβουν αξιώματα, στην πραγματικότητα ένα πλούσιο cursus honorum σε χαμηλή ηλικία αποτελούσε προϋπόθεση για ανέλιξη στα ανώτερα αξιώματα του κράτους.

Γενικά στοιχεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Απ' την Αρχαία Ρώμη απουσίαζαν δομές ανάλογες ενός σύγχρονου πολιτικού κόμματος. Κατά τη μέση δημοκρατική περίοδο δημιουργήθηκαν πολιτικές φατρίες όπως οι populares και οι optimates (φιλολαϊκοί και φιλοαριστοκρατικοί αντίστοιχα), αλλά ουδέποτε απέκτησαν επίσημη υπόσταση ως κόμματα, ούτε έπαιξαν ιδιαίτερο ρόλο στην ανάδειξη των δημοσίων ανδρών. Οι υποψήφιοι εκλέγονταν βάσει της προσωπικής τους φήμης, της επιφάνειας της οικογένειας από την οποία προέρχονταν, καθώς και των συμμαχιών που πετύχαιναν με άλλες ισχυρές οικογένειες. Οι γόνοι των παλαιών αριστοκρατικών οικογενειών συνήθως ευνοούνταν, καθώς μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τα επιτεύγματα των προγόνων τους ως επιπλέον μέσο προπαγάνδας. Σπάνια μπορούσε κάποιος να υπερηφανευθεί πως ήταν novus homo («καινούριος άνθρωπος»), ότι δηλαδή δεν προερχόταν από κανένα πολιτικό «τζάκι», όπως ο Κικέρων.

Τις παρεκτροπές που θα μπορούσε να προκαλέσει μια τόσο προσωποκεντρική αντίληψη για τη δημοκρατία, ερχόταν να περιορίσει το cursus honorum: διασφάλιζε πως οι κάτοχοι των κορυφαίων αξιωμάτων θα είχαν νωρίτερα θητεύσει σε χαμηλότερες θέσεις, σαν αναγκαίο «βιογραφικό σημείωμα» με τα αξιώματα που έπρεπε να ανεβεί σαν σκαλοπάτια ένας συγκλητικός. Έτσι αποτρεπόταν το ενδεχόμενο κάποιος άπειρος να αναλάβει θέση-κλειδί στον κρατικό μηχανισμό, βασιζόμενος μόνο στις ψήφους που του χάριζε μια περιστασιακή δόξα ή η οικογένειά του.

Για κάθε αξίωμα, το cursus honorum όριζε ως προϋπόθεση την προηγούμενη θητεία σε ένα κατώτερο, καθώς και μια ελάχιστη ηλικία εκλογής. Το να αναλαμβάνει ένας πολιτικός κάποιο αξίωμα στη μικρότερη επιτρεπόμενη δυνατή ηλικία (in suo anno, δηλ. «στη χρονιά του») θεωρείτο μεγάλη επιτυχία, καθώς του άνοιγε το δρόμο για να διεκδικήσει το αμέσως ανώτερο αξίωμα πάλι in suo anno. Σε αντίθετη περίπτωση η καριέρα του υπόκειτο σε καθυστερήσεις - π.χ. το να μην εκλεγεί κάποιος πραίτορας στα 39 του, σήμαινε πως δεν μπορούσε να είναι υποψήφιος ύπατος στα 42 του. Επίσης ο νόμος όριζε ελάχιστες χρονικές περιόδους που έπρεπε να παρεμβάλλονται ανάμεσα στην ανάληψη των αξιωμάτων, ενώ απαγορευόταν η ανάληψη του ίδιου αξιώματος περισσότερες της μιας φορές. Οι κανόνες αυτοί άλλαξαν ή κατάφωρα αγνοήθηκαν προς τα τέλη της δημοκρατικής περιόδου. Για παράδειγμα, ο Γάιος Μάριος εξελέγη ύπατος πέντε διαδοχικές χρονιές, από το 104 έως το 100 π.Χ.

Μερικά χρόνια αργότερα, οι μεταρρυθμίσεις του Σύλλα όρισαν να παρεμβάλλεται μια περίοδος δέκα ετών ανάμεσα στην ανάληψη κορυφαίων αξιωμάτων. Αναγνωρίζοντας πως κάποιος μπορούσε να επαναλάβει το προσωπικό του επίτευγμα, να συγκεντρώσει δηλαδή στο πρόσωπό του μεγάλη δύναμη και να κυβερνήσει σχεδόν σαν απόλυτος ηγεμόνας, ο Σύλλας επιθυμούσε να αποτρέψει την ανεξέλεγκτη πολιτική άνοδο φιλόδοξων στρατιωτικών. Τελικά οι σχετικοί νόμοι απέτυχαν και μέχρι τα τέλη του 1ου αιώνα π.Χ. η δημοκρατία εξέπνευσε.

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]