Άμπβερ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Abwehr)
Άνδρες της Άμπβερ εκπαιδεύονται σε συστήματα ακρόασης ραδιοεκπομπών το 1939. Φωτ.Deutsches Bundesarchiv

Άμπβερ (γερμ. Abwehr = άμυνα) ονομαζόταν η γερμανική Στρατιωτική Υπηρεσία Πληροφοριών από το 1866 μέχρι το 1944, η οποία διαδραμάτισε σπουδαιότατο ρόλο στους δύο Παγκόσμιους Πολέμους και ιδιαίτερα στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο όπου είχε αναδειχθεί σε αυτόνομη Υπηρεσία.

Ίδρυση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Άμπβερ ιδρύθηκε το 1866 στην Πρωσία, καθώς οι Πρώσοι βρέθηκαν σε πόλεμο με την Αυστρία. Η πρωσική ηγεσία θέλησε να δημιουργήσει μια υπηρεσία για να συλλέγει πληροφορίες σχετικά με τις αντίπαλες δυνάμεις, τα σχέδια και τις προθέσεις τους. Οι προσπάθειες αυτές οδήγησαν στην πραγματοποίηση σημαντικών πολεμικών επιτυχιών και η Πρωσία κέρδισε τον πόλεμο αυτό. Διαβλέποντας τη σημασία της, η Γερμανία αποφάσισε να επεκτείνει την οργάνωση, πράγμα που έγινε κατά τον Γαλλοπρωσικό πόλεμο του 1870, υπό την ηγεσία του Βίλχελμ Στίμπερ (Wilhelm Stieber). Πράκτορες της Άμπβερ κατάφεραν να διεισδύσουν σε γαλλικές στρατιωτικές υπηρεσίες και από εκεί μετέδιδαν πληροφορίες σχετικά με τις γαλλικές αμυντικές θέσεις και τα επιτελικά σχέδια. Η Πρωσία κέρδισε τον πόλεμο, γεγονός στο οποίο η Άμπβερ είχε σημαντική συμβολή. Το 1871 η Πρωσία ενώθηκε με τα άλλα Γερμανικά κρατίδια, σχηματίζοντας το Γερμανικό κράτος, το οποίο υιοθέτησε πολλές κυβερνητικές και στρατιωτικές δομές, που είχαν δημιουργήσει οι Πρώσοι και, ανάμεσα σε αυτές, και την Άμπβερ.

Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και Μεσοπόλεμος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Άμπβερ δοκιμάστηκε για μια ακόμη φορά, όταν ξέσπασε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, το 1914. Αυτή τη φορά ηγέτης της Υπηρεσίας ήταν ο Βάλτερ Νικολάι (Walther Nicolai), του οποίου το σχέδιο για τις δραστηριότητες της Άμπβερ ήταν πολύ απλό, αλλά, όπως αποδείχθηκε, ιδιαίτερα αποτελεσματικό: Κατάφερε να δημιουργήσει ένα συμπαγές δίκτυο πρακτόρων σε όλες τις Συμμαχικές χώρες. Η επιτυχία αυτή οφειλόταν, εν μέρει, στη δημιουργία μιας "Σχολής Κατασκόπων", στην οποία οι υπό ένταξη πράκτορες εκπαιδεύονταν στις τεχνικές της κατασκοπείας. Η καλή εκπαίδευση του προσωπικού της Άμπβερ στις νέες τεχνολογίες οδήγησε στον σχηματισμό μιας εκσυγχρονισμένης υπηρεσίας, που μπορούσε να εκμεταλλευτεί τα νέα επιτεύγματα της τεχνολογίας, όπως τις τηλεφωνικές υποκλοπές, τη διείσδυση σε βιομηχανίες κατασκευής όπλων και πυρομαχικών, στις υπηρεσίες μεταφορών και στην κρυπτογραφία. Έτσι, κατάφεραν να υποκλέπτουν τα συμμαχικά μηνύματα και να τα αποκρυπτογραφούν. Παράλληλα, πράκτορες της Άμπβερ κατάφεραν να διεισδύσουν σε καίριες θέσεις και να μεταδίδουν πληροφορίες για τις αποστολές πολεμικού υλικού από τη Βρετανία και τις ΗΠΑ. Μετέδιδαν, επίσης, πληροφορίες για την κατασκευή δηλητηριωδών αερίων στη Γαλλία. Μια επιπλέον δραστηριότητα της Υπηρεσίας ήταν η δημιουργία ομάδων δολιοφθορών (σαμποτάζ), κυρίως σε σκάφη που υπήρχε υποψία ότι μετέφεραν όπλα καθώς και σε εργοστάσια παραγωγής πολεμικού υλικού στις ΗΠΑ. Η αποτελεσματικότητα της Υπηρεσίας στον Πόλεμο ήταν αδιαμφισβήτητη, ωστόσο η κλοπή των μυστικών γερμανικών κωδίκων από τη βρετανική αντικατασκοπεία επισκίασε το έργο της.

Οι δραστηριότητές της υπηρεσίας τερματίσθηκαν με τη λήξη του Πολέμου, καθώς η Συνθήκη των Βερσαλλιών απαγόρευε τη συνέχιση της ύπαρξής της - ένα ακόμη σημάδι για τον σημαντικό της ρόλο στον Πόλεμο. Η Υπηρεσία, ωστόσο, ανασυστάθηκε το 1921, παράλληλα με τον Γερμανικό στρατό των 100.000 ανδρών που επέτρεπε η Συνθήκη και συνέχισε να λειτουργεί κρυφίως, ως ένα μικρό τμήμα στο Υπουργείο Εθνικής Άμυνας, και να οργανώνεται. Επικεφαλής ανέλαβε ο Συνταγματάρχης Έριχ Φριτς Γκεμπ (Erich Fritz Gempp), του οποίου κυριότερο μέλημα ήταν να συλλέγει πληροφορίες για την τεχνολογία κατασκευής αεροσκαφών. Μέχρι το 1928 η Άμπβερ είχε αποκτήσει σημαντική ισχύ και είχε ως τομείς δράσης τόσο τον Στρατό όσο και το Ναυτικό και την Αεροπορία.

Όταν οι ναζί ανέλαβαν την εξουσία, το 1933, ορισμένα στελέχη της Άμπβερ επιδόθηκαν στην κατασκοπεία μελών της ίδιας της κυβέρνησής τους. Οι ναζί δημιούργησαν μια νέα υπηρεσία κατασκοπείας, την υπηρεσία ασφαλείας SD (Sicherheitsdienst), της οποίας ηγέτης ήταν ο Ράινχαρντ Χάιντριχ. Ο Γκεμπ αποπέμφθηκε και τον αντικατέστησε ο αξιωματικός του Ναυτικού Κόνραντ Πάτσιγκ (Konrad Patzig), ο οποίος βρέθηκε ανάμεσα στα "πυρά" των Χάινριχ Χίμλερ, επικεφαλής της Εθνικής Υπηρεσίας Ασφαλείας (RSHA) και Ράινχαρντ, επικεφαλής της SD, οι οποίοι ήθελαν να αποκτήσουν τον πλήρη έλεγχο της Άμπβερ. Ο Πάτσιγκ αντέδρασε και, επί δύο χρόνια, αντιστάθηκε με επιτυχία στα σχέδια αυτά. Τον αντικατέστησε ο Βίλελμ φον Κανάρις, επίσης αξιωματικός του Ναυτικού. Οι υπηρεσίες συνέχισαν να δρουν ανταγωνιστικά μέχρι το 1935, οπότε ο Χάιντριχ και ο Κανάρις συμφώνησαν, ώστε κάθε υπηρεσία να έχει διακριτούς ρόλους. Ωστόσο, και οι δύο υπηρεσίες διατηρούσαν τις δικές τους δυνάμεις, τις οποίες και εκπαίδευαν χωριστά. Ο Κανάρις αναδιοργάνωσε την Άμπβερ δημιουργώντας τρία τμήματα: Κατασκοπείας, Αντικατασκοπείας και Δολιοφθορών. Όρισε επικεφαλής κάθε τμήματος δοκιμασμένα στελέχη της Υπηρεσίας του, φρόντισε, όμως, κανείς να μην είναι μέλος του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος ή ένθερμος υποστηρικτής του, καθώς ο ίδιος ήταν κρυφός αντιναζιστής. Αυτές οι ενέργειες, όπως ήταν φυσικό, προκάλεσαν τις υποψίες της αντίπαλης SD και, καθώς ο Χάιντριχ ενίσχυε όλο και περισσότερο τη θέση του, έπεισε την Κυβέρνηση να επιτρέψει στην SD να συλλάβει ορισμένα μέλη της Άμπβερ για ανάκριση, κατηγορώντας τους για κατασκοπεία εις βάρος της χώρας και έσχατη προδοσία. Αυτό πράγματι έγινε το 1939 αλλά οι ανακρίσεις δεν κατέληξαν σε ασφαλή συμπεράσματα. Η Υπηρεσία συνέχισε να λειτουργεί, χωρίς σοβαρά προσκόμματα.

Δράση στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Με το ξέσπασμα του Πολέμου η Άμπβερ άρχισε να δρα ακολουθώντας την παλιά, δοκιμασμένη από τον Πρώτο Πόλεμο πρακτική στόχων και αποστολών. Έτσι, εντόπιζε τις μεταφορές στρατευμάτων και εφοδίων, υπέκλεπτε ραδιομηνύματα και έστελνε πράκτορες να διεισδύσουν σε στρατιωτικές υπηρεσίες αλλά και στις αντίπαλες κατασκοπευτικές οργανώσεις. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση δύο πρακτόρων που είχαν καταφέρει να διεισδύσουν στη βρετανική αντικατασκοπεία επί διετία. Κάνοντας χρήση των νέων τεχνολογιών, χρησιμοποίησε τη συσκευή Enigma για την κρυπτογράφηση / αποκρυπτογράφηση μηνυμάτων με πολύ μεγάλη επιτυχία. Πράκτορές της, επίσης, είχαν διεισδύσει σε αντιστασιακά κινήματα σε ολόκληρη την Ευρώπη, ενώ η υπηρεσία δολιοφθορών κατάφερε να προκαλέσει καταστροφές σε εγκαταστάσεις των συμμαχικών μετόπισθεν.

Για τον Κανάρις σημαντικό στόχο αποτελούσαν οι ΗΠΑ, πολύ πριν αυτές εμπλακούν στη σύρραξη. Μέχρι το 1942 πράκτορές του δρούσαν σχεδόν σε όλες τις αμερικανικές βιομηχανίες στρατιωτικού υλικού, σημειώνοντας μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες στον τομέα της βιομηχανικής κατασκοπείας: Είχαν καταφέρει να υποκλέψουν σχεδόν όλα τα σχέδια κατασκευής των αεροσκαφών που ετοίμαζαν οι ΗΠΑ στα πλαίσια της πολεμικής τους προσπάθειας. Πράκτορες δρούσαν, επίσης, σε ολόκληρη την αμερικανική ήπειρο και είχαν επιφορτιστεί τόσο με τη συλλογή πληροφοριών όσο και με την άσκηση φιλογερμανικής προπαγάνδας.

Σημαντική, επίσης, αποστολή, που αφορούσε σε όλα τα πολεμικά μέτωπα, ήταν η απόσπαση πληροφοριών από αιχμαλώτους πολέμου, με την οποία είχε επιφορτιστεί η Άμπβερ. Ο επικεφαλής της, όμως, διαφωνούσε ριζικά με την πολιτική των ναζί, δηλ. τη δημιουργία στρατοπέδων συγκέντρωσης, την απόσπαση πληροφοριών μέσω βασανιστηρίων κτλ., καθώς πίστευε ότι η πρακτική αυτή υπονόμευε τόσο το κύρος όσο και την αποτελεσματικότητα της Υπηρεσίας του και της γερμανικής πολεμικής προσπάθειας γενικότερα. Οι πράκτορες της Άμπβερ κατάφερναν, ωστόσο, να αποσπούν σημαντικές πληροφορίες, κυρίως σχετικά με το ανατολικό μέτωπο[1]. Ο Χίτλερ, όμως, έχοντας πλέον χάσει κάθε ευθυκρισία, ύστερα από τις ήττες στο ανατολικό μέτωπο, αγνοούσε τις πληροφορίες αυτές, έφθασε μάλιστα στο σημείο να πει ότι η Άμπβερ και τα στελέχη της είχαν πέσει "θύμα της πιο κολοσσιαίας μπλόφας από την εποχή του Τζένγκις Χαν"[2].

Εκεί που η Άμπβερ σημείωσε τη μεγαλύτερη αποτυχία της ήταν το Δυτικό μέτωπο: Δεν κατάφερε να εντοπίσει το σημείο στο οποίο πραγματοποιήθηκε η Απόβαση στη Νορμανδία, με αποτέλεσμα τη σημαντική διασπορά των γερμανικών δυνάμεων κατά μήκος των ακτών του Ατλαντικού και της Μάγχης. Ωστόσο, λίγους μήνες μετά, η Άμπβερ πέτυχε να οδηγήσει σε αποτυχία τη συμμαχική επιχείρηση "Κομήτης", που κατέληξε στη Μάχη του Άρνεμ.

Το 1944 ο Κανάρις μπήκε στη λίστα των υπόπτων για την απόπειρα κατά του Χίτλερ από τον συνταγματάρχη Κλάους φον Στάουφενμπεργκ (20 Ιουλίου 1944). Ο Κανάρις συνελήφθη, μαζί με τον βοηθό του Χανς Όστερ (Hans Oster) και άλλους αξιωματικούς της υπηρεσίας και εκτελέσθηκαν. Ύστερα από αυτό η Άμπβερ, τυπικά και ουσιαστικά, διαλύθηκε.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Στο ανατολικό μέτωπο επικεφαλής της Διεύθυνσης Fremde Heere Ost ήταν ο Ράινχαρντ Γκέλεν (Reinhardt Gehlen)
  2. Ρεϊμόν Καρτιέ, Ιστορία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, Πάπυρος, Αθήνα, 1966

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • David Allen, Abwehr, Περιοδικό Suite101