Χρυσόβουλο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Χρυσόβουλο του Αλέξιου Γ' προς τη Μονή Διονυσίου του Αγ. Όρους

Το Χρυσόβουλο, ή χρυσόβουλλο, ήταν επίσημο δημόσιο έγγραφο - διάταγμα που έφερε χρυσή σφραγίδα στη μεταξωτή ταινία που το συνόδευε, με την οποία βεβαιωνόταν η αυθεντικότητα του διατάγματος.

Γενικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Χρυσόβουλα ονομάζονταν τα διατάγματα των Αυτοκρατόρων του Βυζαντίου, τα οποία γράφονταν σε περγαμηνή, στην οποία φέρονταν εξαρτημένη χρυσή σφραγίδα. Τα χρυσόβουλα αφορούσαν κυρίως δωρεές προς μοναστήρια, ναούς κ.λπ. καθώς και όποτε τύχαινε ανάγκη πρόσθετων διατάξεων με προσθήκη νέων τεμαχίων περγαμηνής που αναλάμβανε ο Μέγας λογοθέτης ή ο λεγόμενος λογοθέτης του δρόμου με ειδικές σημειώσεις τη συγκόλληση των νέων τεμαχίων, βεβαιώνοντας έτσι το αλληλένδετο και τη φυσική συνέχεια του κειμένου.

Στο χρυσόβουλο υπέγραφε ο Αυτοκράτορας με κιννάβαρη, ειδικό ερυθρό μελάνι, δια της λέξεως «λόγος» (της Βασιλείας μου). Η γραφή σε αυτό ήταν τυποποιημένη, ιδιαίτερα καλλιγραφική, με περίλαμπρη διακόσμηση, που φρόντιζε ιδιαίτερα η γραμματεία του παλατιού. Το πρωτόκολλο του εγγράφου είχε ιδιαίτερη διακόσμηση και έφερε πλήρη χρονολόγηση: το όνομα του μήνα, τον αριθμό του έτους της Ινδικτιώνας και τον αριθμό της χρονολογίας από κτίσεως κόσμου.
Χρυσόβουλα διασώθηκαν στα αρχεία των Μονών του Αγίου Όρους καθώς και σε αρχεία παλαιών ιστορικών Μονών εντός και εκτός του ελλαδικού χώρου.

Παραδείγματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραδείγματα χρυσόβουλων λόγων είναι:

  • του Ιωάννη Α΄ Τσιμισκή που παραχωρεί το Άγιο Όρος στις Μονές των μοναχών, γραμμένο σε δέρμα τράγου.
  • του Αλεξίου Α΄ Κομνηνού (1082) που, έπειτα από τη νίκη του Βενετικού στόλου εναντίον των Νορμανδών της Σικελίας, που ήταν έτοιμοι να επιτεθούν στην Αυτοκρατορία, παραχώρησε προνόμια (βλέπε κατωτέρω).
  • του Αλεξίου Α΄ Κομνηνού (1088) που δωρίζει το νησί της Πάτμου στον μοναχό Χριστόδουλο για την ίδρυση της Μονής Πάτμου.
  • του Αλεξίου Α΄ Κομνηνού (1111) προς τους εμπόρους της Πίζας προνόμια και το δικαίωμα σύστασης ξεχωριστής συνοικίας, που συνόρευε με τη Βενετική.
  • του Αλεξίου Α΄ Κομνηνού (1114) που ονομάζει το όρος Άθω "Άγιο Όρος" και υποχρεώνει τις οικογένειες λαϊκών που ζουν εκεί να μεταναστεύσουν στην Πελοπόννησο.
  • του Ιωάννη Β΄ Κομνηνού (1126) που επικυρώνει τα ήδη παραχωρηθέντα προνόμια της Βενετίας.
  • του Μανουήλ Α΄ Κομνηνού (1148), που επεκτείνει τα όρια της Βενετικής συνοικίας με την προσθήκη άλλης μίας σκάλας, τη scala maior / sancti Marciani.
  • του Ανδρόνικου Β΄ Κομνηνού (1301) προς τον επίσκοπο Κυθήρων. Αποτελείται από τέσσερα περγαμηνά φύλλα επικολλημένα μεταξύ τους. Το έγγραφο, το πρωιμότερο σωζόμενο του είδους με μικρογραφική παράσταση του εκδότη Αυτοκράτορα, κοσμείται από μικρογραφία, όπου σε χρυσό βάθος παριστάνεται ο Ανδρόνικος Β' ενδεδυμένος με την αυτοκρατορική στολή, πατώντας σε ερυθρό μαξιλάρι κοσμημένο με δύο αετούς, έμβλημα των Παλαιολόγων, να παραδίδει το χρυσόβουλο στον Χριστό. Η παράσταση λειτουργεί ως μέσο επικύρωσης και εγκυρότητας του εγγράφου. Ο Χριστός εικονίζεται ως παραλήπτης, καθώς επέχει τη θέση του προστάτη της μητρόπολης της Μονεμβασίας, που ήταν αφιερωμένη σε αυτόν. Το χειρόγραφο διατηρείται σε αρκετά καλή κατάσταση, δεν σώζεται όμως η χρυσή σφραγίδα που θα το συνόδευε. Μεταφέρθηκε τον 18ο αιώνα στα Κύθηρα, απ' όπου το 1903 δωρήθηκε από τον επίσκοπο Κυθήρων Ευθύμιο Καβαθά στη Χριστιανική Αρχαιολογική Εταιρεία και αργότερα ενσωματώθηκε στη συλλογή του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου Αθηνών.
  • του Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγου (1362) που παραχωρεί την περιοχή του Μούδρου Λήμνου (1800 στρέμματα) στη Μονή Βατοπαιδίου. Επίσης (1380) επικυρώνει τα ανωτέρω, όταν ο Μούδρος αναπτύχθηκε σε κώμη.

Το Χρυσόβουλο του Αλέξιου Α΄[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1082, για να ανταμείψει τους συμμάχους του (δηλαδή τους Βενετούς), ο Αλέξιος ο Α' τους έδωσε με το χρυσόβουλο κάποια προνόμια:

  • Παραχώρησε τίτλους καθώς και χρηματικές χορηγίες στους άρχοντες της Βενετίας.
  • Παραχώρησε στους εμπόρους της Βενετίας σκάλες (αποβάθρες) και εμπορικά καταστήματα στην προκυμαία της Κωνσταντινούπολης.
  • Επέτρεψε στους Βενετούς να εμπορεύονται ελεύθερα, χωρίς να χρειάζεται να πληρώνουν δασμούς σε όλα τα λιμάνια της αυτοκρατορίας.

"Επιπροσθέτως παραχωρούμε στους Βενετούς τα εργαστήρια μαζί με τους επάνω ορόφους, που βρίσκονται στη συνοικία του Περάματος (σημείο επιβίβασης για τη συνοικία του Γαλατά), η οποία εκτείνεται από την Εβραϊκή Πύλη (Τσιφούτ-Καπού) ως την Πύλη της Βίγλας (Οντούν-Καπί), όπου ζουν Βενετοί και Έλληνες· και [τους παραχωρούμε] τρεις σκάλες που καταλήγουν σε αυτή την περιοχή [...]. Δίνεται επίσης στους Βενετούς το δικαίωμα να κάνουν εμπόριο με κάθε λογής εμπορεύματα σε όλα τα μέρη της Ρωμανίας, γύρω από τη μεγάλη Λαοδικεία, την Αντιόχεια, τη Μάμιστρα, τα Άδανα, την Ταρσό, την Αττάλεια, τη Στρόβιλο, τη Χίο, τον Θεολόγο (= Έφεσο), τη Φώκαια, το Δυρράχιο, την Αυλώνα, την Κορυφώ (=Κέρκυρα), τη Βόνδιτσα (=Βόνιτσα), τη Μεθώνη, την Κορώνη, τη Ναυπλία (=Ναύπλιο), την Κόρινθο, τις Θήβες, την Αθήνα, τον Εύριπο (=Χαλκίδα), τη Δημητριάδα, τη Θεσσαλονίκη, τη Χρυσόπολη, το Περιθεώριον (=ανατολικά της Ξάνθης), την Άβυδο, τη Ραιδεστό, την Αδριανούπολη, την Άπρο, την Ηράκλεια, τη Σηλυμβρία, και την ίδια τη Μεγαλόπολη Κωνσταντινούπολη) και γενικά όλα τα μέρη που είναι κάτω από την εξουσία της ευσεβούς και ελεήμονος Εξοχότητάς μας, χωρίς να πληρώνουν εντελώς τίποτε για τις δραστηριότητές τους, δηλ. το κομμέρκιον και τους άλλους δασμούς που μπαίνουν στο δημόσιο ταμείο, το ξυλοκάλαμον, το λιμεν(ι)ατικόν, το ποριατικόν, το κανίσκιον, τις εξαφόλλεις, το αρχοντίκιον και τους άλλους εμπορικούς δασμούς. Σε όλους αυτούς τους τόπους η αυτοκρατορική μου εξουσία τους δίνει το δικαίωμα να μη δέχονται οποιοδήποτε έλεγχο.

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • "Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Larousse Britannica" τομ.61ος, σελ.361.
  • Franz Dölger, Johannes Karayannopulos: Die Kaiserurkunden (= Handbuch der Altertumswissenschaft. Abteilung 12: Byzantinisches Handbuch. Teil 3, τομ. 1: Byzantinische Urkundenlehre. Abschnitt 1). Beck, München 1968, σελ. 117–128.