Χλαμύδια

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Χλαμύδιες λέγονται με την ευρύτερη έννοια τα βακτήρια που είναι μέλη της οικογένειας Chlamydiaceae (Χλαμυδιοειδή). Είναι μικροί, μη κινητοί, αρνητικοί κατά Γκραμ, υποχρεωτικά ενδοκυττάριοι οργανισμοί που αναπτύσσονται στο κυτταρόπλασμα των κυττάρων-ξενιστών. Η οικογένεια των Χλαμυδιοειδών αποτελείται από δύο γένη που έχουν κλινική σημασία για τον άνθρωπο, το γένος Chlamydia (Χλαμύδια) το οποίο περιλαμβάνει το είδος Chlamydia trachomatis («Χλαμύδια του τραχώματος»), και το γένος Chlamydophila (Χλαμυδόφιλος) το οποίο περιλαμβάνει τα είδη Chlamydophila pneumoniae («Χλαμυδόφιλος της πνευμονίας»), Chlamydophila psittaci («Χλαμυδόφιλος του ψιττακού») και Chlamydophila abortus («Χλαμυδόφιλος της εκτρώσεως»).

Κύκλος ζωής[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αυτοί οι οργανισμοί έχουν πολλά κοινά χαρακτηριστικά με τα μικρόβια και είναι ευαίσθητα σε θεραπεία με αντιβιοτικά ενώ μοιάζουν και με τους ιούς, απαιτώντας ζωντανά κύτταρα για τον πολλαπλασιασμό τους. Ο κύκλος ζωής των χλαμυδιών μπορεί να διαιρεθεί σε δυο ξεχωριστές φάσεις: μια εξωκυτταρική φάση, κατά την οποία δεν πολλαπλασιάζονται και είναι μολυσματικά και μια υποχρεωτικά ενδοκυττάρια φάση, κατά την οποία πολλαπλασιάζονται και είναι μη μολυσματικά. Η μολυσματική μορφή ή «στοιχειώδες σωμάτιο», προσκολλάται στην κυτταρική μεμβράνη και εισέρχεται στο κύτταρο μέσω ενός φαγοσώματος. Μετά την είσοδο τους στα κύτταρα, το Στοιχειώδες Σωμάτιο αναδιοργανώνεται σε Δικτυωτά Σωμάτια (σχηματίζοντας έγκλειστα) και αρχίζει ο πολλαπλασιασμός τους. Μετά από 18 έως 24 ώρες, τα Δικτυωτά Σωμάτια συμπυκνώνονται για να σχηματίσουν τα Στοιχειώδη Σωμάτια. Αυτά τα νέα Στοιχειώδη Σωμάτια απελευθερώνονται, ξεκινώντας ένα νέο κύκλο μόλυνσης. Η Χλαμύδια του τραχώματος (Chlamydia trachomatis) είναι παθογόνος μικροοργανισμός που προσβάλλει αποκλειστικά τους ανθρώπους.[1][2]

Εξέλιξη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πρόσφατες φυλογενετικές μελέτες έχουν αποκαλύψει ότι πιθανόν οι χλαμύδιες έχουν κοινό πρόγονο με τα κυανοβακτήρια[εκκρεμεί παραπομπή], μια ομάδα που περιέχει τον πρόγονο ενδοπαρασίτου στους χλωροπλάστες των σύγχρονων φυτών, γι’ αυτό, οι χλαμύδιες διατηρούν χαρακτηριστικά όπως ενός φυτού, τόσο από γενετικής όσο και από φυσιολογικής άποψης[εκκρεμεί παραπομπή]. Ειδικότερα, το ένζυμο L,L-διαμινοπιμελική αμινοτρανσφεράση, που σχετίζεται με την παραγωγή της λυσίνης στα φυτά, συνδέεται και με την κατασκευή του χλαμυδιακού κυτταρικού τοιχώματος. Η γενετική κωδικοποίηση για τα ένζυμα είναι εντυπωσιακά παρόμοια σε φυτά, κυανοβακτήρια και χλαμύδιες, επιδεικνύοντας μια στενή κοινή καταγωγή. Αυτή η ανακάλυψη μπορεί να βοηθήσει τους επιστήμονες να αναπτύξουν νέες θεραπευτικές οδούς: εάν οι επιστήμονες μπορούσαν να βρουν ένα ασφαλή και αποτελεσματικό αναστολέα της L,L- διαμινοπιμεταλικής αμινοτρανσφεράσης, τότε είναι πιθανόν να έχουν ένα υψηλό αποτελεσματικό και πολύ συγκεκριμένο αντιβιοτικό ενάντια στις χλαμύδιες.

Χλαμυδίωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ενδείξεις και συμπτώματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η χλαμυδίωση αποτελεί γενικά μια «σιωπηρή νόσο» επειδή το 75% των γυναικών και το 50% των ανδρών που έχουν μολυνθεί δεν εμφανίζουν συμπτώματα. Αν όμως υπάρξουν συμπτώματα, εμφανίζονται 1-3 εβδομάδες μετά την πιθανή επαφή με το μικρόβιο.

Στις γυναίκες, τα βακτήρια αρχικά προσβάλουν το τράχηλο ή/και την ουρήθρα. Στο στάδιο αυτό η γυναίκα μπορεί να έχει κάποιας μορφής κολπικές εκκρίσεις ή ένα δυσάρεστο αίσθημα πόνου ή/και καψίματος κατά την ούρηση. Από εκεί, και αν η γυναίκα δεν πάρει θεραπεία, τα χλαμύδια «προχωρούν» σιγά σιγά και προς τη μήτρα και από εκεί στις σάλπιγγες, προκαλώντας τελικά πυελική φλεγμονώδη νόσο. Η πυελική φλεγμονώδης νόσος μπορεί να είναι και αυτή «σιωπηλή» ή η γυναίκα να παρουσιάζει πυελικό ή κοιλιακό άλγος. Τελικά, μερικές γυναίκες αναπτύσσουν στειρότητα ή έκτοπη κύηση ως αποτέλεσμα της μόλυνσης.

Στους άνδρες, τα χλαμύδια προκαλούν συμπτώματα παρόμοια με αυτά της γονόρροιας. Ορισμένες φορές μπορεί να υπάρχει κάποια «περίεργη» έκκριση από το πέος ή ένα αίσθημα καψίματος κατά την ούρηση. Σπανιότερα, μπορεί να παρουσιαστεί πόνος ή και πρήξιμο στον ένα ή και τους δύο όρχεις.

Στα νεογέννητα, το πιο συνηθισμένο σύμπτωμα των χλαμυδιών είναι η επιπεφυκίτιδα, αλλά μπορεί να προκληθεί και πνευμονία. Συνοπτικά τα συμπτώματα στις γυναίκες είναι:

  • Κολπικές εκκρίσεις ασυνήθιστες
  • Αίσθημα πόνου ή καψίματος στην ουρήθρα
  • Λίγες σταγόνες αίμα εκτός περιόδου
  • Πόνος χαμηλά στην κοιλιά ή στη μέση, ναυτία ή και πυρετό.

Στους άνδρες τα συμπτώματα είναι:

  • Αίσθημα επώδυνου καψίματος στην ουρήθρα.
  • Γαλακτώδες άσπρο ή κίτρινο υγρό από το πέος
  • Πόνος ή διόγκωση των όρχεων
  • Ερυθρότητα και πρήξιμο γύρο από το πέος.[3]

Κλινικές εκδηλώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τράχωμα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το τράχωμα είναι μια χρόνια κερατοεπιπεφυκίτιδα που χαρακτηρίζεται από θυλακιώδη υπερτροφία και εξελκώσεις του άνω βλεφάρου, θηλωματώδη υπερπλασία και εισβολή αγγείων στον κερατοειδή. Τα αρχικά συμπτώματα είναι δακρύρροια και βλεννοπυώδης έκκριση, ενώ το πρώτο σημείο η υπεραιμία του επιπεφυκότα. Αυτοϊάται μετά από μερικές εβδομάδες αλλά υποτροπιάζει λόγω υπερευαισθησίας. Προκαλείται εξέλκωση και του κερατοειδούς. Επακολουθεί ουλοποίηση των εξελκώσεων με αποτέλεσμα την παραμόρφωση του βλεφάρου και είναι δυνατόν να καταλήξει σε τύφλωση από βλάβη του κερατοειδούς χιτώνος του οφθαλμού. Ο μικροοργανισμός μεταδίδεται από τον πάσχοντα με άμεση η έμμεση επαφή και με αντικείμενα καθημερινής ατομικής ή κοινής χρήσης.

Επιπεφυκίτιδα μετ’ εγκλείστων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πρόκειται για φυσαλιδώδη επιπεφυκίτιδα (inclusion conjunctivitis) με έκκριμα που οφείλεται στο Chlamydia trachomatis ορότυπου Ο-Κ. συνήθως συνυπάρχει και χλαμυδιακή λοίμωξη του ουρογεννητικού (μη γονοκοκκική ουρηθρίτιδα, πρωκτίτιδα). Η λοίμωξη συνήθως αυτοϊάται ενώ ορισμένες φορές εξελίσσεται σε πραγματικό τράχωμα. Συχνότερα παρατηρείται νεογνική επιπεφυκίτιδα μετ’ εγκλείστων που εκδηλώνεται στο 1/3 των νεογνών που γεννιούνται από μητέρες με χλαμυδιακή τραχηλίτιδα. Εμφανίζεται μεταξύ της 5ης και 14ης ημέρας από τον τοκετό με διόγκωση κυρίως του κάτω βλεφάρου με πυώδες έκκριμα.

Λοιμώξεις του ουροποιογεννητικού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μη γονοκοκκική ουρηθρίτιδα. Πρόκειται για ένα σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα που οφείλεται στο χλαμύδιο του τραχώματος και συνυπάρχει συνήθως με λοίμωξη από γονόκοκκο, τριχομονάδες ή μυκοπλάσματα και ερπητοϊούς. Το χλαμύδιο αναπτύσσεται στα επιθηλιακά κύτταρα της ουρήθρας του άνδρα από τα οποία μολύνονται τα επιθηλιακά κύτταρα του τράχηλου των γυναικών. Στον άνδρα παρατηρείται δυσουρία και λεπτόρρευστο έκκριμα.

Χλαμυδιακή τραχηλίτιδα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πρόκειται για μεικτή λοίμωξη. Στο έκκριμα του τράχηλου με τα χλαμύδια υπάρχουν μύκητες, τριχομονάδες και ιός του έρπητα. Χλαμύδια βρέθηκαν και σε γυναίκες που δεν εμφάνιζαν συμπτώματα τραχηλίτιδας.

Αφροδίσιο λεμφοκοκκίωμα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το αφροδίσιο λεμφοκοκκίωμα είναι ένα σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα που χαρακτηρίζεται από διαπυητική βουβωνική λεμφαδενίτιδα. Φέρει και τα ονόματα βουβωνικό λεμφοκοκκίωμα, κλιματικός ή τροπικός βουβώνας και νόσος Nicolas-Favre. Εμφανίζεται αρχικά μια μικρή ανώδυνη φυσαλιδώδης ή βλαπτιδοφυσαλιδώδης βλάβη στα εξωγεννητικά όργανα ή στην περινεϊκή χώρα που μπορεί να εξελιχτεί σε έλκος ή να περάσει απαρατήρητη και να επουλωθεί. Ύστερα έπεται η βουβωνική λεμφαδενοπάθεια όπου παρατηρείται πυρετός με ρίγος, κεφαλαλγία, ναυτία, εμετοί, δερματικό εξάνθημα. Σπάνια μηνιγγίτιδα, μηνιγγοεγκεφαλίτιδα και πολυαρθρίτιδα.

Ψιττάκωση-Ορνίθωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ψιττάκωση ποικίλλει από πολύ ήπια μορφή έως πολύ σοβαρή με οξεία έναρξη, υψηλό πυρετό με ρίγος, κακουχία, φωτοφοβία, μυαλγίες, αρθραλγίες, ισχυρούς πονοκεφάλους και ξηρό επίμονο βήχα που μπορεί να προκαλέσει κυάνωση κα αναπνευστική ανεπάρκεια. Η νόσος μπορεί να εξελιχτεί σε βαριά πνευμονία και να εμφανιστεί λήθαργος και ταχυκαρδία. Ακόμη παρατηρείται περικαρδίτιδα και μυοκαρδίτιδα και σε σπανιότερες περιπτώσεις εγκεφαλίτιδα, ηπατίτιδα, παγκρεατίτιδα, σπληνομεγαλία και προσβολή των νεφρών. Η νόσος διαρκεί περίπου 2-3 εβδομάδες και η θνητότητα σε ηλικιωμένα άτομα ή χωρίς θεραπεία φτάνει το 20% ενώ μετά τη χρήση αντιβιοτικών η θνητότητα μειώθηκε στο 2-5 %.[4]

Επιπλοκές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις γυναίκες οι χλαμύδιες μπορούν να προκαλέσουν:

  • σαλπιγγίτιδα με κίνδυνο στείρωσης, φλεγμονώδη νόσο της πυέλου, πρωκτίτιδα,
  • εξωμήτρια κύηση.
  • μπορεί να προκαλέσει επιπεφυκίτιδα ή πνευμονία στο νεογέννητο βρέφος.
  • υπογονιμότητα.

Στους άνδρες μπορούν να προκαλέσουν:

  • ουρηθρίτιδα.
  • μόλυνση στην επιδιδυμίδα με φλεγμονή και πόνο κοντά στους όρχεις.
  • στειρότητα.

Μετάδοση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η χλαμύδια μεταδίδεται κυρίως με το κολπικό ή πρωκτικό σεξ. Υπάρχουν όμως και άλλοι τρόποι μετάδοσης. Η μετάδοση μπορεί να γίνει και μέσω των χεριών, για σύντομο χρονικό διάστημα μετά την επαφή τους με τα γεννητικά όργανα, προκαλώντας έτσι συνήθως επιπεφυκίτιδα. Ένας άλλος τρόπος μετάδοσης είναι από τη μητέρα στο παιδί κατά τη γέννηση του. Τα μικρόβια προσβάλλουν το νεογνό κατά τη διέλευση του από το γεννητικό σωλήνα.

Εξετάσεις και διάγνωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι χλαμύδιες δεν καλλιεργούνται σε θρεπτικά υλικά. Αναπτύσσονται σε κυτταροκαλλιέργειες, όπου η μεν «χλαμύδια του τραχώματος» σχηματίζει έγκλειστα τα οποία περιέχουν γλυκογόνο και γίνονται ορατά όταν βάφονται με ιώδιο, ενώ η χλαμύδια της ψιττάκωσης και η χλαμύδια της πνευμονίας σχηματίζουν έγκλειστα τα οποία δεν περιέχουν γλυκογόνο. Οι χλαμύδιες σχηματίζουν ενδοκυττάρια έγκλειστα τα οποία γίνονται ορατά με ανοσοφθορισμό ή με ειδικές χρώσεις όπως την Giemsa. Η χρώση κατά Gram δεν ενδείκνυται. Στον ανοσοφθορισμό χρησιμοποιούμε ειδικά αντισώματα σεσημασμένα με φθορίζουσα ουσία. Η ανίχνευση χλαμυδιακών αντιγόνων σε εκκρίσεις ή ούρα μπορεί να γίνει με ανοσοενζυμικές μεθόδους (ELISA). Στη μη γονοκοκκική ουρηθρίτιδα μακροσκοπικά, το έκκριμα δεν είναι πυώδες όπως στη γονοκοκκική ουρηθρίτιδα, ούτε τόσο άφθονο. Στη μικροσκοπική εξέταση βαμμένων κατά Gram παρασκευασμάτων, στη μεν γονοκοκκική ουρηθρίτιδα συνυπάρχουν πυοσφαίρια με ενδοκυττάριους ή ενδοκυττάριους Gram (-) διπλόκοκκους, αντιθέτως στη μη γονοκοκκική ουρηθρίτιδα χλαμυδιακής αιτιολογίας υπάρχουν μόνο πυοσφαίρια χωρίς βακτήρια. Η ανίχνευση των χλαμυδίων θα γίνει με ανοσοενζυμικές μεθόδους ή άμεσο ανοσοφθορισμό. Η PCR μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ούρα για διάγνωση της σεξουαλικής μεταδιδόμενης χλαμυδιακής λοίμωξης.

Τιμές αναφοράς[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αντισώματα έναντι της Χλαμύδιας του τραχώματος (Chlamydia trachomatis), τάξεως αντισωμάτων IgG

  • Αρνητικό (Index < 0,90) Μη ανιχνεύσιμα επίπεδα IgG αντισωμάτων έναντι του Chlamydia trachomatis
  • Οριακό (Index 0,90 – 1,10) Συνιστάται επανάληψη της δοκιμασίας μετά από 2 - 4 εβδομάδες.
  • Θετικό (Index ≥ 1,11) Ανιχνεύσιμα επίπεδα αντισωμάτων IgG έναντι του Chlamydia trachomatis. Μπορεί να υποδηλώνει παρούσα ή προηγούμενη λοίμωξη από τον μικροοργανισμό.

Αντισώματα έναντι της Χλαμύδιας του τραχώματος (Chlamydia trachomatis), τάξη αντισωμάτων IgM

  • Αρνητικό (Index < 0,90) Μη ανιχνεύσιμα επίπεδα IgM αντισωμάτων έναντι του Chlamydia trachomatis.
  • Οριακό (Index 0,90 – 1,10) Συνιστάται επανάληψη της δοκιμασίας μετά από 2 - 4 εβδομάδες.
  • Θετικό (Index ≥ 1,11) Ανιχνεύσιμα επίπεδα αντισωμάτων IgM έναντι του Chlamydia trachomatis. Μπορεί να υποδηλώνει παρούσα ή πρόσφατη λοίμωξη από τον μικροοργανισμό.

Αντισώματα έναντι της Χλαμύδιας του τραχώματος (Chlamydia trachomatis), τάξη αντισωμάτων IgA

  • Αρνητικό (Index < 0,90) Μη ανιχνεύσιμα επίπεδα IgA αντισωμάτων έναντι του Chlamydia trachomatis.
  • Οριακό (Index 0,90 – 1,10) Συνιστάται επανάληψη της δοκιμασίας μετά από 2 - 4 εβδομάδες.
  • Θετικό (Index ≥ 1,11) Ανιχνεύσιμα επίπεδα αντισωμάτων IgA έναντι του Chlamydia trachomatis. Τα IgA βρίσκονται τυπικά σε χαμηλούς τίτλους κατά την πρωτοπαθή μόλυνση, αλλά μπορεί να αυξάνονται σε υποτροπιάζουσες ή σε χρόνιες λοιμώξεις.[5]

Θεραπεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα χλαμύδια είναι ευαίσθητα στις τετρακυκλίνες όπως την δοξυκυκλίνη και τις μακρολίδες όπως την ερυθρομυκίνη και την αζιθρομυκίνη. Στις έγκυες και στα νεογνά χορηγείται ερυθρομυκίνη. Στα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα χλαμύδια φάρμακο εκλογής είναι η αζιθρομυκίνη.

Πρόληψη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Δεν υπάρχει εμβόλιο εναντίον των χλαμυδιακών λοιμώξεων.

Επιδημιολογικά στοιχεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα στοιχεία προέρχονται από το ΚΕΕΛΠΝΟ και αφορούν μόνο την Ελλάδα.

Έτος Δήλωσης Νοσοκομείο Ανδρέας Συγγρός Μαιευτήριο Έλενα Βενιζέλου Άλλες μονάδες υγείας Σύνολο δηλωθέντων περιστατικών
2008 71 71
2009 35 211 32764
2010 72 44 541 657
Σύνολο 148 734234342

9 || 752 || 984

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Πόγγας Ν., Χαρβάλου Α., Ιατρική Μικροβιολογία, Οδυσσέας, 2011, Αθήνα, ISBN 978-960-210-577-1
  2. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 5 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 24 Μαΐου 2014. 
  3. http://www.healthyliving.gr/2013/05/14/xlamydia-symptomata-diagnosh-uerapeia/
  4. Χαριζάνη Φ., Λοιμώξεις & Προληπτικά Μέτρα, Εκδόσεις Παπαζήση 2004, Αθήνα, ISBN 960-02-1804-8
  5. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 5 Απριλίου 2019. Ανακτήθηκε στις 5 Οκτωβρίου 2019.