Φιλιππούπολη

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Συντεταγμένες: 42°09′N 24°45′E / 42.15°N 24.75°E / 42.15; 24.75

Φιλιππούπολη

Σημαία

Έμβλημα
Τοποθεσία στο χάρτη
Τοποθεσία στο χάρτη
Φιλιππούπολη
42°8′32″N 24°44′29″E
ΧώραΒουλγαρία[1]
Διοικητική υπαγωγήΔήμος Φιλιππούπολης
Διοίκηση
 • ΔήμαρχοςΖντράβκο Δημητρόβ (από το 2019)
Έκταση101,98 km²
Υψόμετρο164 μέτρα
Πληθυσμός367 214 (Ιούνιος 2022)
Ταχ. κωδ.4000
Τηλ. κωδ.032
Ζώνη ώραςUTC+02:00 (επίσημη ώρα)
UTC+03:00 (θερινή ώρα)
ΙστότοποςΕπίσημος ιστότοπος
Commons page Σχετικά πολυμέσα
Το Δημαρχείο της Πόλης

Η Φιλιππούπολη (βουλγαρικά: Пловдив, προφέρεται: [ˈpɫɔvdif] Πλόβντιβ, η οποία ειναι και η επίσημη ονομασία της), είναι η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Βουλγαρίας με πληθυσμό 341.567 κατοίκων το 2015, ενώ 544.628 ζουν στην αστική της περιοχή. Είναι σημαντικό οικονομικό, συγκοινωνιακό, πολιτιστικό και εκπαιδευτικό κέντρο.

Η Φιλιππούπολη έχει ενδείξεις κατοίκησης από την 6η χιλιετία π.Χ., με ίχνη Νεολιθικού από τα τέλη της 4ης χιλιετίας π.Χ. Τον 12ο αιώνα π.Χ. το χωριό εξελίχθηκε σε πραγματική πόλη κατοικούμενη από Θράκες, κατατασσόμενη μεταξύ των αρχαιότερων πόλεων του κόσμου. Η πόλη ήταν γνωστή στη Δύση για το μεγαλύτερο μέρος της καταγεγραμμένης ιστορίας με το Ελληνικό της όνομα (Φιλιππούπολις). Η πόλη ήταν αρχικά Θρακικός οικισμός, που δέχθηκε αργότερα εισβολές Περσών, Κελτών, Ρωμαίων, Γότθων, Ούννων, Βουλγάρων, Ρώσων, Σταυροφόρων και Τούρκων. Στις 4 Ιανουαρίου 1878 η Φιλιππούπολη απελευθερώθηκε από την Οθωμανική κυριαρχία από τον Ρωσικό στρατό. Παρέμεινε εντός των συνόρων της Βουλγαρίας μέχρι τον Ιούλιο του ίδιου χρόνου, οπότε έγινε πρωτεύουσα της αυτόνομης Οθωμανικής περιοχής της Ανατολικής Ρωμυλίας. Το 1885 η Φιλιππούπολη και η ίδια η Ανατολική Ρωμυλία έγιναν τμήμα της Βουλγαρίας.

Η Φιλιππούπολη βρίσκεται στη νοτιοκεντρική Βουλγαρία στις δύο όχθες του Ποταμού Έβρου. Η πόλη έχει αναπτυχθεί ιστορικά σε επτά λόφους, μερικοί από τους οποίους έχουν ύψος 250 μέτρα. Λόγω των λόφων αυτών η Φιλιππούπολη συχνά αναφέρεται στη Βουλγαρία ως «Επτάλοφος».

Η Φιλιππούπολη φιλοξενεί πολιτιστικές εκδηλώσεις όπως η Διεθνής Έκθεση, το διεθνές θεατρικό φεστιβάλ "Σκηνή στο σταυροδρόμι" και το τηλεοπτικό φεστιβάλ "Το χρυσό στήθος". Υπάρχουν πολλά μνημεία διατηρούμενα από την αρχαιότητα, όπως το αρχαίο Ρωμαϊκό θέατρο, το Ρωμαϊκό ωδείο, το Ρωμαϊκό υδραγωγείο, το Ρωμαϊκό Στάδιο, το αρχαιολογικό σύνολο «Ειρήνη» και άλλα.

Το παλαιότερο Αμερικανικό εκπαιδευτικό ίδρυμα εκτός των Ηνωμένων Πολιτειών ιδρύθηκε στη Φιλιππούπολη το 1860 και αργότερα μεταφέρθηκε στη Σόφια - το σημερινό Αμερικανικό Κολλέγιο της Σόφιας.

Στις 5 Σεπτεμβρίου 2014 επελέγη ως Πολιτιστική πρωτεύουσα της Ευρώπης για το 2019.

Συνδέεται με αυτοκινητόδρομο ταχείας κυκλοφορίας (127 χιλιομέτρων) με τη Σόφια. Ο πληθυσμός της είναι κατεξοχήν Βουλγαρικός αλλά ζουν και μειονοτικοί πληθυσμοί Τσιγγάνων, Ελλήνων, Τούρκων, Εβραίων και Αρμενίων.

Η Φιλιππούπολη έχει αδελφοποιηθεί με τη Θεσσαλονίκη καθώς και με άλλες ευρωπαϊκές πόλεις.

Όνομα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Φιλιππούπολη, όπως φαίνεται από το διάστημα
Αρχαίοι οικσμοί με ονόματα σχετικά με το "δέβα". Το Πουλπουδέβα υποδηλώνει το Πλόβντιβ, του οποίου αποτελεί ρίζα.
Χάρτης που περιγράφει την πόλη ως "Φιλιππούπολις και Πονηρόπολις, Δουλούπολις, Ευμολπιάδα, Τριμόντιουμ και Πουλπουδένα"

Η Φιλιππούπολη απέκτησε διάφορα ονόματα κατά τη μακρά της ιστορία. Μερικά από αυτά είναι αμφιλεγόμενα. Ηταν αρχικά Θρακικός οικισμός με το όνομα Ευμολπιάς, από τον μυθικό βασιλιά των Θρακών Εύμολπο, γιό του Ποσειδώνα. Θεωρείται γενάρχης των Ευμολπιδών, ενός από τα δύο ιερατικά γένη, που κατείχαν το μυστικό του Κυκεώνα των Ελευσίνιων Μυστηρίων. Η πρωτεύουσα των Οδρυσών Οδρύσσα θεωρείται ότι ήταν από νομισματικές έρευνες η σύγχρονη Φιλιππούπολη ή η Αδριανούπολη. Ο Θεόπομπος ανέφερε τον 4ο αιώνα π.Χ. μια πόλη με το όνομα Πονηρόπολις, ως υποτιμητική αναφορά στην κατάκτησή της από τον Φίλιππο Β΄ της Μακεδονίας, που λέγεται ότι είχε εγκαταστήσει 2000 άνδρες, συκοφάντες, ψευδομάρτυρες, δικηγόρους και άλλους παλιανθρώπους. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο η πόλη άρχισε να ονομάζεται έτσι από αυτό τον βασιλιά, αφού την είχε εποικήσει με ένα σώμα απατεώνων και τυχοδιωκτών, αλλά αυτό είναι πιθανόν ένα ημιμυθικό όνομα που δεν υπήρχε στην πραγματικότητα, όπως και τα ονόματα Δούλων Πόλις και ίσως Μοιχόπολις. Η πόλη ονομάστηκε Φιλιππόπολις, το πιθανότερο προς τιμή του Φίλιππου Β΄ της Μακεδονίας, ίσως μετά τον θάνατό του ή προς τιμή του Φίλιππου Ε΄, όπως το πρώτον μαρτυρείται από τον Πολύβιο σε συνδυασμό με την εκστρατεία του. Η Φιλιππόπολις ταυτοποιήθηκε αργότερα από τον Πλούταρχο και τον Πλίνιο ως η πρώην Πονηρόπολις. Ο Στράβων ταύτιζε τον οικισμό του Φιλίππου Β΄ των "πονηροτάτων" με την πόλη Καβύλη, ενώ ο Πτολεμαίος θεωρούσε της θέση της Πονηρόπολης διαφορετική από τους άλλους.

Παλιό όνομα της πόλης ήταν το Κενδρίσια. Μαρτυρείται παλιότερα σε ένα τεχνούργημα, όπου αναφέρεται ότι ο βασιλιάς Βείθυς, ιερέας Σύριας θεάς, προσφέρει δώρα στον Κενδρίσιο Απόλλωνα, με τη θεότητα να έχει καταγραφεί με πολλά διαφορετικά ονόματα από αντίστοιχες πόλεις. Το όνομα αναφέρεται σε μεταγενέστερα Ρωμαϊκά νομίσματα, πιθανόν προερχόμενο από τον θρακικό θεό Κενδρίσιο, αντίστοιχο του Απόλλωνα, τα δάση κέδρων που ανέφεραν αρχαίοι συγγραφείς ή από αρχαία Θρακική φυλή από τα τεχνουργήματα - κεντρίσι. Ονομα του 1ου αιώνα μ.Χ. είναι το Τιβεριάς, προς τιμή του Ρωμαίου αυτοκράτορα Τιβέριου, επί του οποίου το Βασίλειο των Οδρυσών ήταν εξαρτώμενο από τη Ρώμη. Οταν οι Ρωμαίοι απέκτησαν τον έλεγχο της περιοχής η πόλη ονομάστηκε στα Λατινικά Τριμόντιουμ, που σημαίνει "Τρεις Λόφοι", όπως αναφέρεται από τον Πλίνιο. Κατά καιρούς το όνομα ήταν Ουλπία, Φλαβία, Ιουλία, από αντίστοιχες Ρωμαϊκές οικογένειες.

Ο Αμμιανός Μαρκελλίνος έγραψε τον 4ο αιώνα ότι η τότε πόλη ήταν η αρχαία Ευμολπιάς, που είναι το παλαιότερο χρονικά όνομα, από τον μυθικό βασιλιά των Θρακών Εύμολπο, γιό του Ποσειδώνα ή του Δία, που είχε πιθανόν ιδρύσει την πόλη περί το 1200 ή 1350 π.Χ. ή από τις Εστιάδες Παρθένες στους ναούς - ευμόλπεια. Τον 6ο αιώνα ο Ιορδάνης έγραψε ότι το πρώην όνομα της πόλης ήταν Πουλπουδέβα και ότι ο Φίλιππος ο Άραβας ονόμασε την πόλη προς τιμή του. Το Πουλπουδέβα ήταν πιθανότατα Θρακική προφορική μετάφραση του άλλου, καθώς διατήρησε όλα τα σύμφωνα του ονόματος Φίλιππος + δέβα(πόλη). Αν και τα δύο ονόματα ηχούν παρόμοια, ίσως δεν έχουν κοινή προέλευση αλλά το Πουλπουδέβα να προϋπήρχε, σημαίνοντας "λιμνούπολη" στα Θρακικά. Τον 9ο αιώνα το Βουλγαρικό όνομα άρχισε να εμφανίζεται ως Παπάλντιβ/ν, Πλό(β)ντιβ, Πλάντιβ, Πλάντιν, Πλάπντιβ, Πλόβντιν, που εξελίχθηκαν από το Θρακικό Πουλπουδέβα, ενώ η σύγχρονη παραλλαγή Πλόβντιβ τεκμηριώθηκε ως Пло(в)дївь για πρώτη φορά σε Βουλγαρικό απόκρυφο χρονικό του 11ου αιώνα. Η πόλη ήταν γνωστή ως Φιλιππούπολις στη Δυτική Ευρώπη μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα. Επί της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας η πόλη ήταν γνωστή στα Τουρκικά ως Φιλιμπέ (Filibe), παραφθορά του Φίλιππος, που πρωτοαναφέρεται σε έγγραφο του 1448.

Γεωγραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αποψη της Φιλιππούπολης με τον Αίμο στο βάθος.

Η Φιλιππούπολη είναι στις όχθες του Ποταμού Έβρου, νοτιοανατολικά της Βουλγαρικής πρωτεύουσας Σόφιας. Η πόλη είναι στο νότιο τμήμα της ομώνυμης πεδιάδας, μιας αλλουβιακής πεδιάδας, που αποτελεί το δυτικό τμήμα της Άνω Θρακικής Πεδιάδας. Στα βορειοδυτικά υψώνεται η Σρέντνα Γκόρα, στα ανατολικά τα Υψώματα Τσίρπαν, ενώ τα Ορη της Ροδόπης περιβάλλουν την πεδιάδα από τα νότια. Η πόλη είχε αρχικά αναπτυχθεί στα νότια του Εβρου και επεκτάθηκε εκατέρωθεν του ποταμού μόνο τα τελευταία 100 χρόνια. Η σύγχρονη Φιλιππούπολη καταλαμβάνει μια έκταση 101 τ.χ., λιγότερο από το 0,1 % της συνολικής έκτασης της Βουλγαρίας. Αυτό την καθιστά την πιο πυκνοκατοικημένη πόλη της χώρας με 3.769 κατοίκους ανά τ.χ.

Μέσα στην κυρίως πόλη υπάρχουν έξι λόφοι. Στην αρχή του 20ού αιώνα υπήρχαν επτά, αλλά ο ένας (Μάρκοβο Τεπέ) ισοπεδώθηκε. Τρεις από αυτούς ονομάζονται Τρίλοφος (Βουλγαρικά : Трихълмие, Τριχάλμιε), οι άλλοι ονομάζονται Λόφος της Νεολαίας (Βουλγαρικά : Младежки хълм, Μλαντέτσκι χαλμ), Λόφος των Απελευθερωτών (βουλγαρικά: Хълм на освободителите, Χαλμ να οσβομποντιτελίτε) και Λόφος του Ντάνοφ (βουλγαρικά: Данов хълм, Ντάνοφ χαλμ).

Κλίμα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Φιλιππούπολη έχει υγρό υποτροπικό κλίμα (Κλιματική ταξινόμηση Κέππεν: Cfa) με σημαντική επίδραση υγρού ηπειρωτικού. Υπάρχουν τέσσερις διακριτές εποχές με συνηθισμένες τις μεγάλες θερμοκρασιακές διαφορές μεταξύ των εποχών.

Το καλοκαίρι (μέσα Μαίου με τέλη Σεπτεμβρίου) είναι πολύ ζεστό, σχετικά ξηρό και ηλιόλουστο με μέσο μέγιστο Ιουλίου και Αυγούστου 31 °C. Η πόλη βιώνει συχνά πολύ ζεστές μέρες, χαρακτηριστικές του εσωτερικού της χώρας. Οι καλοκαιρινές νύχτες είναι ήπιες.

Το φθινόπωρο αρχίζει στα τέλη Σεπτεμβρίου, οπότε οι μέρες είναι σχετικά ζεστές και οι νύχτες γίνονται ψυχρές. Οι πρώτες ομίχλες εμφανίζονται συνήθως τον Νοέμβριο.

Ο χειμώνας είναι κατά κανόνα κρύος και το χιόνι σύνηθες. Ο μέσος αριθμός ημερών με χιονοκάλυψη στη Φιλιππούπολη είναι 33. Το μέσο βάθος χιονοκάλυψης είναι 2 ως 4 εκ. και το μέγιστο είναι συνήθως 6 ως 13 εκ. αλλά μερικούς χειμώνες μπορει να φθάσει τα 70 εκ. ή και περισσότερο. Η μέση θερμοκρασία του Ιανουαρίου είναι −0.4 °C.

Η άνοιξη αρχίζει τον Μάρτιο και είναι πιο δροσερή από το φθινόπωρο. Η περίοδος παγετού τελειώνει τον Μάρτιο ή το αργότερο τον Απρίλιο. Οι ημέρες είναι ήπιες και σχετικά ζεστές στα μέσα της άνοιξης.

Η μέση σχετική υγρασία είναι 73%, με μέγιστο τον Δεκέμβριο 86% και ελάχιστο τον Αύγουστο 62%. Η μέση υδατόπτωση είναι 540 χιλ. και είναι αρκετά ομοιόμορφα κατανεμημένη σε όλο τον χρόνο. Οι πιο υγροί μήνες είναι ο Μάιος και ο Ιούνιος, με μέση υδατόπτωση 66,2 χιλ. ενώ ο πιο ξηρός ο Αύγουστος με μέση υδατόπτωση 31.0 χιλ.

Στην πόλη επικρατούν μέτριοι άνεμοι (ο έως 5 μ./δ.) με ταχύτητες ανέμου μέχρι 1 μ./δ. για το 95% των ανέμων. Η καταχνιά είναι συχνή τους πιο δροσερούς μήνες, ιδίως κατά μήκος των οχθών του Εβρου. Κατά μέσο όρο στη διάρκεια του χρόνου υπάρχουν 33 μέρες με καταχνιά.

Κλιματικός πίνακας:

Κλιματικά δεδομένα Φιλιππούπολη (1952-2000)
Μήνας Ιαν Φεβ Μάρ Απρ Μάι Ιούν Ιούλ Αύγ Σεπ Οκτ Νοε Δεκ Έτος
Υψηλότερη Μέγιστη °C (°F) 23.0 24.0 30.0 34.2 36.0 40.0 43.0 41.0 37.6 36.8 27.0 22.9 43,0
Μέση Μέγιστη °C (°F) 5.4 8.3 13.0 18.4 23.7 28.0 30.6 30.2 26.0 19.4 11.9 6.6 18,5
Μέση Μηνιαία °C (°F) 0.9 3.2 7.2 12.3 17.3 21.5 23.9 23.2 19.0 13.1 6.9 2.3 12,7
Μέση Ελάχιστη °C (°F) −3 −1.4 1.8 6.2 11.0 15.0 17.0 16.5 12.6 7.6 2.6 −1.3 7,1
Χαμηλότερη Ελάχιστη °C (°F) −23 −16.4 −14.4 −4.7 0.0 4.0 5.0 8.0 1.0 −10.2 −9.8 −19 −23
Υετός mm (ίντσες) 27 34 37 41 77 57 39 43 35 37 36 39 502
υγρασίας 76 67 60 53 53 50 45 46 48 59 69 76 59
Μέσες ημέρες κατακρημνίσεων 4.8 5.1 5.8 4.7 6.5 6.2 3.8 3.1 3.1 3.9 5.8 6.2 60,7
Μέσες μηνιαίες ώρες ηλιοφάνειας 94 110 170 200 252 281 328 315 230 162 120 77 2.339
Πηγή #1: Climatebase.ru
Πηγή #2: Danish Meteorological Institute (sun and relative humidity),[2]

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αρχαιότητα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το αρχαίο Ρωμαϊκό θέατρο
Σχέδιο των γνωστών τμημάτων της Ρωμαϊκής πόλης πάνω σε σχέδιο της σύγχρονης Φιλιππούπολης.

Η Φιλιππούπολη έχει ίχνη κατοίκησης, που χρονολογούνται από τη Νεολιθική εποχή, περί το 6.000 π.Χ. Οι αρχαιολόγοι έχουν ανακαλύψει ωραία αγγεία και άλλα αντικείμενα της καθημερινής ζωής, μέχρι και από τη Νεολιθική εποχή, που φανερώνουν ότι στο τέλος της 4ης χιλιετίας π.Χ. υπήρχε εκεί εγκαταστημένος οικισμός, έχουν ανακαλυφθεί Θρακικές νεκροπόλεις που ανάγονται στη 2η και 3η χιλετία π.Χ., ενώ η Θρακική πόλη ιδρύθηκε μεταξύ της 2ης και της 1ης χιλετίας π.Χ.

Η πόλη ήταν φρούριο της ανεξάρτητης τοπικής Θρακικής φυλής των Βήσσων. Το 516 π.Χ., επί της βασιλείας του Δαρείου του Μεγάλου, η Θράκη περιελήφθη στην Περσική Αυτοκρατορία. Το 492 π.Χ. ο Πέρσης στρατηγός Μαρδόνιος ξαναϋπέταξε πάλι τη Θράκη, που ονομάστηκε υποτελής της Περσίας μέχρι το 479 π.Χ. και την αρχή της βασιλείας του Ξέρξη Α΄. Στο μεγαλύτερο διάστημα ύπαρξης του Βασιλείου των Οδρυσών (460 π.Χ.-46 μ.Χ.), Θρακικής ένωσης φυλών, η ανεξάρτητη τοπική Θρακική φυλή των Βήσσων μαζί με την πόλη αποτελούσε τμήμα του. Τον 4ο αιώνα π.Χ. η πόλη ήταν κέντρο εμποροπανήγυρης.

Το βασίλειο εξαναγκάσθηκε σε καθεστώς υποτέλειας στους Μακεδόνες το 352 π.Χ. μέχρι που το 342 π.Χ. καταλήφθηκε από τον Φίλιππο Β΄ της Μακεδονίας και το βασίλειο των Οδρυσών καταλύθηκε. Δέκα χρόνια μετά τη Μακεδονική εισβολή οι Θράκες βασιλείς άρχισαν να ασκούν πάλι την εξουσία, αφότου ο Οδρύσης Σεύθης Γ΄ είχε παλινορθώσει το βασίλειό τους υπό τη Μακεδονική επικυριαρχία, ως αποτέλεσμα μιας σχετικά επιτυχούς εξέγερσης κατά της εξουσίας του Μεγάλου Αλεξάνδρου, με έκβαση ούτε νίκη ούτε ήττα. Το βασίλειο των Οδρυσών σταδιακά υπερίσχυσε της Μακεδονικής κυριαρχίας, ενώ η πόλη καταστράφηκε από τους Κέλτες, στο πλαίσιο του Κελτικού εποικισμού της Ανατολικής Ευρώπης, πιθανότατα τη δεκαετία του 270 π.Χ. Το 183 π.Χ. ο Φίλιππος Ε΄ της Μακεδονίας κατέλαβε την πόλη αλλά λίγο αργότερα οι Θράκες την ανακατέλαβαν.

To 72 π.Χ. καταλήφθηκε από τον Ρωμαίο στρατηγό Μάρκο Λούκουλο, αλλά γρήγορα επέστρεψε στον έλεγχο των Θρακών. Το 46 μ.Χ. η πόλη ενσωματώθηκε τελικά στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία από τον αυτοκράτορα Κλαύδιο, κατέστη μητρόπολις (πρωτεύουσα) της επαρχίας της Θράκης και απέκτησε καθεστώς πόλης στα τέλη του 1ου αιώνα. Οι Θράκες ονόμαζαν τότε την πόλη Πουλπουδέβα, όπως αναφέρεται για πρώτη φορά από τον Ιορδάνη το 551 μ.Χ., που μπορεί να σήμαινε "Λιμνούπολη" στα Θρακικά ή να ήταν μετάφραση του "Φιλιππόπολις". Η πόλη ανέπτυξε το δουλεμπόριο στον βαθμό που να επονομαστεί από τους Έλληνες "Δούλων πόλις". Απέκτησε καθεστώς πόλης στα τέλη του 1ου αιώνα μ.Χ. Το Τριμόντιον ήταν σημαντικό σταυροδρόμι για τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και ονομαζόταν η μεγαλύτερη και ομορφότερη των πόλεων από τον Λουκιανό. Αν και δεν ήταν η πρωτεύουσα της Επαρχίας της Θράκης ήταν το μεγαλύτερο και σημαντικότερο κέντρο της και ως τέτοια ήταν η έδρα της Ένωσης των Θρακών. Την εποχή αυτή περνούσε από την πόλη η Βία Μιλιτάρις (ή Βία Ντιαγκονάλις), ο σημαντικότερος στρατιωτικός δρόμος στα Βαλκάνια. Η Ρωμαϊκή εποχή ήταν περίοδος ανάπτυξης και πολιτιστικής υπεροχής. Τα αρχαία μνημεία διηγούνται την ιστορία μιας σφύζουσας αναπτυσσόμενης πόλης, με πολυάριθμα δημόσια κτίρια, ιερά, λουτρά, θέατρα, στάδιο και το μόνο ανεπτυγμένο αρχαίο σύστημα υδροδότησης στη Βουλγαρία. Η πόλη είχε προηγμένα δίκτυα ύδρευσης και αποχέτευσης. Την υπεράσπιζαν διπλά τείχη, πολλά από τα οποία διατηρούνται ακόμη και είναι ορατά από τους τουρίστες. Σήμερα μόνο να μικρό μέρος της αρχαίας πόλης έχει ανασκαφεί.

"Αυτή η Φιλιππόπολις είναι η μεγαλύτερη και ομορφότερη από όλες τις πόλεις. Η ομορφιά της λάμπει από μακριά..."

Ρωμαίος συγγραφέας Λουκιανός.

To 250 μ.Χ. όλη η πόλη κάηκε ολοσχερώς από τους Γότθους υπό τον ηγέτη τους Κνίβα και οι περισσότεροι πολιτες της, 100.000 σύμφωνα με υπολογισμό του Αμμιανού Μαρκελλίνου, σκοτώθηκαν. Χρειάστηκε ένας αιώνας και σκληρή δουλειά για να συνέλθει η πόλη. Ομως καταστράφηκε πάλι από τους Ούννους του Αττίλα το 441-442 και από τους Γότθους του Θεοδώριχου Στράβωνα το 471.

Μεσαίωνας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι Σλάβοι είχαν εγκατασταθεί πλήρως στην περιοχή, ονομάζοντας την πόλη Πουλντίν (φωνητική παράφραση του Πουλπουντέβα), από τα μέσα του 6ου αιώνα, ειρηνικά, καθώς δεν υπάρχουν μαρτυρίες για επιθέσεις τους. Με την ίδρυση της Βουλγαρίας το 681, η Φιλιππούπολη έγινε σημαντικό μεθοριακό φρούριο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Καταλήφθηκε από τον Χαν Κρούμο το 812, αλλά η περιοχή ενσωματώθηκε πλήρως στη Βουλγαρική Αυτοκρατορία το 834, επί της βασιλείας του Χαν Μάλαμιρ. Ανακαταλήφθηκε από τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία το 855 - 856 για λίγο, μέχρις ότου επεστράφη στον Βόρι Α΄ της Βουλγαρίας. Από τη Φιλιππούπολη η επιρροή των δυιστικών δογμάτων διαδόθηκε στη Βουλγαρία, διαμορφώνοντας τη βάση για την αίρεση των Βογομίλων. Υπό τον τσάρο Συμεών τον Μεγάλο (893 - 927) η πόλη και οι περισσότερες Βυζαντινές κτήσεις στα Βαλκάνια καταλήφθηκαν από τη Βουλγαρική Αυτοκρατορία. Η πόλη παρέμεινε σε Βουλγαρικά χέρια υπό τον γιο του Συμεών Πέτρο (927 - 969). Εντούτοις η πόλη αναφέρεται την εποχή του Κωνσταντίνου Ζ΄ τον 10ο αιώνα να ανήκει σε Βυζαντινή επαρχία (θέμα της Μακεδονίας). Ο ιστορικός Τζον Φάιν περιγράφει τη Φιλιππούπολη ως Βυζαντινή κτήση την εποχή που λεηλατήθηκε από τον ηγέτη των Ρως Σβιατοσλάβ Α΄ του Κιέβου το 969. Μετά το 970 η πόλη έγινε ξανά γνωστή ως Φιλιππούπολη και απέκτησε Βυζαντινό χαρακτήρα. Πριν και μετά τη λεηλασία των Ρως η πόλη εποικίσθηκε από Παυλικιανούς αιρετικούς, που μεταφέρθηκαν από τη Συρία και την Αρμενία, για να υπηρετήσουν ως στρατιώτες-έποικοι στην Ευρωπαϊκή μεθόριο με τη Βουλγαρία. Ο Αιμ ντε Βαρέν το 1180 αναφέρει το τραγούδημα στην πόλη Βυζαντινών τραγουδιών, που εξιστορούν τα κατορθώματα του Μεγάλου Αλεξάνδρου και των προκατόχων του, πριν από 1300 και πλέον χρόνια.

Μνημείο στη Φιλιππούπολη του Κρούμου, που ήταν ο πρώτος Βούλγαρος ηγέτης που κατέλαβε την πόλη.

Η Βυζαντινή κυριαρχία διακόπηκε από την Γ΄ Σταυροφορία (1189-1192), οπότε ο στρατός του αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας Φρειδερίκου Βαρβαρόσσα κατέλαβε τη Φιλιππούπολη. Τη Βυζαντινή εξουσία διαδέχθηκε εκείνη του Ιβάνκο, που διορίστηκε διοικητής του Βυζαντινού Θέματος της Φιλιππούπολης το 1196, αλλά μεταξύ 1198 και 1200 αποχωρίσθηκε από το Βυζάντιο και ενώθηκε με τη Βουλγαρία. Η Λατινική Αυτοκρατορία κατέλαβε τη Φιλιππούπολητο 1204 και υπήρξαν δύο σύντομοι περίοδοι μεσοβασιλείας, καθώς η πόλη καταλήφθηκε δύο φορές από τον Καλογιάν της Βουλγαρίας, πριν τον θάνατό του το 1207. Το 1208 ο διάδοχος του Καλογιάν Βόριλ ηττήθηκε από τους Λατίνους στη Μάχη της Φιλιππούπολης. Υπό τη Λατινική διοίκηση η πόλη ήταν πρωτεύουσα του Δουκάτου της Φιλιππούπολης, υπό την κυβέρνηση του Ρενιέ ντε Τρι και αργότερα του Ζεράρ ντε Στρεμ, και ήταν πιθανόν κατά καιρούς υποτελής στη Βουλγαρία ή στη Βενετία. Η Βουλγαρική εξουσία αποκαταστάθηκε επί της βασιλείας του Ιβάν Ασέν Β΄ μεταξύ 1225 και 1229. Το 1263 η πόλη καταλήφθηκε από την παλινορθωμένη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και παρέμεινε στα χέρια των Βυζαντινών, μέχρι να ανακαταληφθεί από τον Γεώργιο Τέρτερ Β΄ της Βουλγαρίας το 1322. Ο Ανδρόνικος Γ΄ Παλαιολόγος πολιόρκησε ανεπιτυχώς την πόλη αλλά μια συνθήκη αποκατέστησε και πάλι μια ακόμη φορά τη Βυζαντινή εξουσία το 1323. Το 1344 η πόλη, με οκτώ άλλες ακόμη, παραδόθηκαν στη Βουλγαρία από την αντιβασιλεία του Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγου, ως αντάλλαγμα για την υποστήριξη του Ιβάν Αλεξάνταρ της Βουλγαρίας στον Βυζαντινό εμφύλιο πόλεμο του 1341–47.

Οθωμανική κυριαρχία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1364 την πόλη κατέλαβαν οι Οθωμανοί Τούρκοι υπό τον Λαλά Σακίν Πασά. Σύμφωνα με άλλες πηγές η Φιλιππούπολη έγινε Οθωμανική με τη Μάχη του Έβρου το 1371, μετά την οποία οι πολίτες και ο Βουλγαρικός στρατός διέφυγαν, αφήνοντας την πόλη ανυπεράσπιστη. Οι πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν στη Στενήμαχο. Κατά την Οθωμανική Μεσοβασιλεία το 1410 ο Μουσά Τσελεμπή κατέλαβε την πόλη, θανατώνοντας και εκτοπίζοντας τους κατοίκους. Οι Τούρκοι ονόμασαν την πόλη Φιλίμπε, παραφθορά του "Φίλιππος". Κατά την Οθωμανική κυριαρχία τα ονόματα Πλόβντιν, Πλόβντιβ αναφέρονται σε Βουλγαρικό βιβλίο του 16ου αιώνα, επηρεασμένα πιθανώς από τον παλαιότερο Θρακικό τύπο Πουλπουδέβα.. Ήταν πρωτεύουσα του Βιλαετίου της Ρούμελης μεταξύ 1364–1443, κέντρο σαντζακίου του μεταξύ 1443-1867 και κέντρο σαντζακίου του Βιλαετίου της Αδριανούπολης μεταξύ 1867-1878. Την περίοδο αυτή η Φιλιππούπολη ήταν μεγάλο οικονομικό κέντρο μαζί με την Κωνσταντινούπολη, την Αδριανούπολη και τη Θεσσαλονίκη. Οι πλουσιότεροι πολίτες κατασκεύαζαν ωραίες κατοικίες που μπορούμε ακόμη να δούμε στην αρχιτεκτονικά διατηρητέα Παλιά Φιλιππούπολη.

Εθνική Αναγέννηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εκκλησία της Παναγίας

Υπό την εξουσία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το Φιλίμπε, όπως ονομαζόταν τότε η πόλη, ήταν κομβικό σημείο του Βουλγαρικού εθνικού κινήματος και ένα από τα μεγάλα πολιτιστικά κέτρα του Βουλγαρικού πολιτισμού και της παράδοσης.

Η Φιλιππούπολη περιγραφόταν ως αποτελούμενη από Τούρκους, Βούλγαρους, εξελληνισμένους Βούλγαρους, Αρμένιους, Εβραίους, Βλάχους, Αρβανίτες, Έλληνες και Γύφτους. To 16o-17o αιώνα εγκαταστάθηκε σημαντικός αριθμός Σεφαρδιτών Εβραίων, μαζί με μικρότερη Αρμενική κοινότητα από τη Γαλικία. Οι Παυλικιανοί υιοθέτησαν τον Καθολικισμό ή έχασαν την ταυτότητά τους. Με την κατάργηση της Σλαβονικής ως γλώσσας της Βουλγαρικής Εκκλησίας και την πλήρη κατάργηση της εκκλησίας το 1767 με την εισαγωγή του θεσμού του Μιλλέτ, δόγματος εθνικής διαίρεσης σύμφωνα με τη θρησκεία, οι Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι Βούλγαροι υποβλήθηκαν σε εξελληνισμό και εκτουρκισμό αντίστοιχα. Μεγάλο μέρος του πληθυσμού ήταν εξελληνισμένοι και είχαν Ελληνική ταυτότητα μάλλον με την έννοια των Ρωμηών παρά των Ελλήνων, υπό πολιτιστική μάλλον παρά εθνική έννοια, αλλά αυτό δεν είναι βέβαιο. Αυτή η διαδικασία εξελληνισμού άκμασε μέχρι τη δεκαετία του 1830 και παράκμασε με το Τανζιμάτ, την ιδέα του Ελληνικού έθνους αντί του Ρωμέικου μιλλέτ, καθώς "Έλληνες" για τους Χριστιανούς σήμαινε ειδωλολάτρες, και τελικά με την επανίδρυση της Βουλγαρικής Εκκλησίας το 1870.

Η πόλη είχε σημαντικό ρόλο στον αγώνα για την Εκκλησιαστική ανεξαρτησία, που σύμφωνα με ορισμένους ιστορικούς ήταν μια ειρηνική αστική επανάσταση. Η πόλη έγινε το κέντρο αυτού του αγώνα με ηγέτες όπως ο Νάιντεν Γκέροφ, ο Δρ Βάλκοβιτς, ο Γιόακιμ Γκρούεφ και ολόκληρες οικογένειες. To 1836 εγκαινιάσθηκε το πρώτο Βουλγαρικό σχολείο και το 1850 ξεκίνησε η σύγχρονη κοσμική εκπαίδευση, όταν άνοιξε το σχολείο Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου. Στις 11 Μαΐου 1858 γιορτάστηκε για πρώτη φορά η ημέρα των Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου, που αργότερα έγινε Εθνική γιορτή, που εορτάζεται ακόμη και σήμερα. Το 1858 στην Εκκλησία της Παναγίας η λειτουργία των Χριστουγέννων έγινε στη Βουλγαρική γλώσσα, για πρώτη φορά από την αρχή της Οθωμανικής κατοχής. Το 1868 το σχολείο αναβαθμίστηκε στο πρώτο γυμνάσιο. Μερικοί από τους διανοούμενους, πολιτικούς και πνευματικούς ηγέτες της χώρας αποφοίτησαν από αυτό το σχολείο.

Η πόλη καταλήφθηκε από τους Ρώσους υπό τον Αλεξάντρ Μπουράγκο για αρκετές ώρες κατά τη Μάχη της Φιλιππούπολης στις 17 Ιανουαρίου 1878. Ηταν πρωτεύουσα της Προσωρινής Ρωσικής Διοίκησης της Βουλγαρίας μεταξύ Μαΐου και Οκτωβρίου. Σύμφωνα με τη Ρωσική απογραφή της ίδιας χρονιάς η Φιλιππούπολη είχε πληθυσμό 24.000 κατοίκων, από τους οποίους οι Βούλγαροι αποτελούσαν το 45,4%, οι Τούρκοι το 23.1% και οι Έλληνες το 19,9%. Έως την οριστική προσάρτησή της στη Βουλγαρία (1885), στη Φιλιππούπολη υπήρχε ακμαία ελληνική κοινότητα με αξιόλογη οικονομική και πνευματική ζωή[3] και από το 1804 έως το 1906 εκδιδόταν ελληνόφωνη εφημερίδα, διαθέτοντας και στήλες στα γαλλικά[4]. Mέχρι το 1906 υπήρχαν στην πόλη Βούλγαρος και Ελληνας επίσκοπος.

Καθηγητές κατά τον πρώτο χρόνο λειτουργίας των Ζαρίφειων Διδασκαλείων(1874-75). Ο Γρηγόριος Βερναρδάκης δίδαξε από το 1895 έως το 1898, όπου φοίτησε και ο Κώστας Βάρναλης.

Ανατολική Ρωμυλία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ταάτ Τεπέ, με το κυβερνητικό μέγαρο και τον ποταμό Εβρο στο βάθος, σχέδιο από εφημερίδα - Λονδίνο, 1885
Η Μαράσλειος Σχολή στη Φιλιππούπολη, που κτίσθηκε με πρωτοβουλία της ελληνικής κοινότητας το 1900 για τη στέγαση του Γυμνασίου και της Αστικής Σχολής των Αρρένων. Το ιστορικό κτίριο διατηρείται μέχρι σήμερα.
Το κτίριο της ελληνικής Ζαρίφειου Σχολής Φιλιππουπόλεως (1875-1906).

Η πόλη καταλήφθηκε από τους Ρώσους υπό τον Αλεξάντρ Μπουράγκο για αρκετές ώρες κατά τη Μάχη της Φιλιππούπολης στις 17 Ιανουαρίου 1878. Σύμφωνα με τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου στις 3 Μαρτίου 1878 το Πριγκιπάτο της Βουλγαρίας περιέλαβε τα εδάφη με πλειοψηφία Βουλγαρικού πληθυσμού. Η Φιλιππούπολη, που ήταν η μεγαλύτερη και ζωντανότερη Βουλγαρική πόλη, επελέγη ως πρωτεύουσα της επανιδρυμένης χώρας και έδρα της Προσωρινής Ρωσικής Κυβέρνησης. Η Μεγάλη Βρετανία όμως και η Αυστροουγγαρία δεν ενέκριναν τη συνθήκη αυτή και το τελικό αποτέλεσμα του πολέμου ολοκληρώθηκε στο Συνέδριο του Βερολίνου, που διαίρεσε τη νεοαπελευθερωμένη χώρα σε διάφορα τμήματα. Διαχώρισε την αυτόνομη περιοχή της Ανατολικής Ρωμυλίας από τη Βουλγαρία και η Φιλιππούπολη έγινε πρωτεύουσά της. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία εκπόνησε σύνταγμα και διόρισε κυβερνήτη.

Σύμφωνα με τη Ρωσική απογραφή το 1878 η Φιλιππούπολη είχε πληθυσμό 24.000 κατοίκων, από τους οποίους οι Βούλγαροι αποτελούσαν το 45,4%, οι Τούρκοι το 23.1% και οι Έλληνες το 19,9%. Έως την οριστική προσάρτησή της στη Βουλγαρία (1885), στη Φιλιππούπολη υπήρχε ακμαία ελληνική κοινότητα με αξιόλογη οικονομική και πνευματική ζωή[5] και από το 1804 έως το 1906 εκδιδόταν ελληνόφωνη εφημερίδα, διαθέτοντας και στήλες στα γαλλικά.[6]. Mέχρι το 1906 υπήρχαν στην πόλη Βούλγαρος και Ελληνας επίσκοπος. Στα τέλη του 19ου αιώνα λειτουργούσαν στην πόλη 8 ελληνικά σχολεία, ανάμεσα σε αυτά ήταν η Ζαρίφειος σχολή, η οποία αποτέλεσε το πιο ονομαστό ελληνικό εκπαιδευτικό ίδρυμα στην ευρύτερη περιοχή. Την άνοιξη του 1885, ο Ζαχάρι Στογιάνωβ ίδρυσε τη Μυστική Βουλγαρική Κεντρική Επαναστατική Επιτροπή με δράση που αποσκοπούσε στην ενοποίηση της Α.Ρωμυλίας και της Βουλγαρίας. Στις 5 Σεπτεμβρίου αρκετές εκατοντάδες ένοπλων επαναστατών από το χωριό Γκολιάμο Κονάρε (η νυν πόλη Σαεντινένιε) βάδισαν προς τη Φιλιπούπολη. Τη νύχτα της 5ης προς 6η Σεπτεμβρίου με αρχηγό τον Δαναήλ Νικολάεβ έθεσαν την πόλη υπό τον έλεγχό τους και απομάκρυναν από τη θέση του τον Γενικό Κυβερνήτη Γαβριήλ Κράστεβιτς. Σχηματίστηκε προσωρινή κυβέρνηση υπό τον Γκεόργκι Στράνσκι και κηρύχθηκε γενική επιστράτευση. Μετά την ήττα των Σέρβων στον Σερβο-Βουλγαρικό Πόλεμο (14-28 Νοεμβρίου 1885) Βουλγαρία και Τουρκία υπέγραψαν την τελική συμφωνία, σύμφωνα με την οποία το Πριγκιπάτο της Βουλγαρίας και η Ανατολική Ρωμυλία είχαν κοινή κυβέρνηση, κοινοβούλιο, διοίκηση και στρατό. Σήμερα, η 6η Σεπτεμβρίου, εορτάζεται στη Βουλγαρία ως "Ημέρα της Ενοποίησης" και "Ημέρα της Φιλιππούπολης". Κατά την πρώτη απογραφή στην πόλη μετά την απελευθέρωση από την Οθωμανική κυριαρχία, το 1885, καταγράφηκε πληθυσμός 33.442 κατοίκων, εκ των οποίων η πλειονότητα ήταν Βούλγαροι, 16.752 στον αριθμό (50%), ακολουθούμενοι από 7.144 Τούρκους (21%), 5.497 Έλληνες (16%), 2.168 Εβραίους (6%) και 1.061 Αρμένιοι (3%). Υπήρχαν επίσης μικρές ομάδες Ιταλών (151), Γερμανών (112), Ρομά (112), Γάλλων (80) και Ρώσων (61) και 304 άτομα άλλων εθνοτήτων.

Νεότερη ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Πλατεία του Σοβιετικού Στρατιώτη

Μετά την ενοποίηση η Φιλιππούπολη παρέμεινε η δεύτερη πόλη της Βουλγαρίας σε πληθυσμό και σημασία μετά την πρωτεύουσα Σόφια. Η πρώτη σιδηροδρομική γραμμή στην πόλη κατασκευάσθηκε το 1874 και το 1888 η πόλη συνδέθηκε με τη Σόφια. Το 1892 η πόλη φιλοξένησε την Πρώτη Βουλγαρική Έκθεση με διεθνή συμμετοχή, που τη διαδέχθηκε η Διεθνής Έκθεση Φιλιππούπολης. Μετά την απελευθέρωση εγκαινιάσθηκε στην πόλη η πρώτη ζυθοποιία.

Στις αρχές του 20ού αιώνα η πόλη αναπτύχθηκε ως σημαντικό βιομηχανικό και εμπορικό κέντρο με ανεπτυγμένη ελαφρά βιομηχανία, κυρίως τροφίμων. Στην πόλη επενδύθηκαν γερμανικά, γαλλικά και βελγικά κεφάλαια στην ανάπτυξη του σύγχρονου εμπορίου, των τραπεζών και της βιομηχανίας. To 1939 υπήρχαν 16.000 τεχνίτες και 17.000 εργάτες σε βιομηχανίες, κυρίως επεξεργασίας τροφίμων και καπνού. Κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο επεκτάθηκε η καπνοβιομηχανία, καθώς και η εξαγωγή φρούτων και λαχανικών. Το 1943 1.500 Εβραίοι διασώθηκαν από την εκτόπιση σε στρατόπεδα συγκέντρωσης από τον αρχιεπίσκοπο της Φιλιππούπολης Κύριλλο, που αργότερα έγινε Βούλγαρος Πατριάρχης. Το 1944 η πόλη βομβαρδίσθηκε από τους Συμμάχους (Βρετανόυς-Αμερικανούς).

Οι εργάτες των Καπναποθηκών απήργησαν στις 4 Μαΐου 1953. Στις 6 Απριλίου 1956 ανοίχθηκε η πρώτη γραμμή τρόλεϊ και τη δεκαετία του 1950 κατασκευάστηκε το Ξενοδοχείο Τριμόντσιουμ. Τις δεκαετίες 1960 και 1970 υπήρξε μια έκρηξη ανοικοδόμησης και διαμορφώθηκαν πολλές από τις σύγχρονες συνοικίες. Το 1973 άρχισε η κατασκευή με προκατασκευασμένα τμήματα του οικιστικού συγκροτήματος Trakiya («Θράκη», βουλγαρικά: Тракия), που είναι μία από τις μεγαλύτερες συνοικίες της πόλης και ένα από τα μεγαλύτερα συγκροτήματα πολυκατοικιών στη Βουλγαρία. Εγκαινιάστηκε το 1976 και βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα της και είναι μία εκ των έξι διοικητικών περιφερειών του Δήμου Φιλιππούπολης. Έχει πληθυσμό 61,920 κατοίκων.[7]. Το 1983 η «Trakiya» έγινε ανεξάρτητη διοικητική μονάδα.

Ακόμη, τις δεκαετίες 1970 και 1980 ανασκάφτηκαν αρχαία ερείπια και έγινε αποκατάσταση της Παλιάς Πόλης. Το 1990 ολοκληρώθηκε το αθλητικό συγκρότημα "Πλόβντιβ". Περιελάμβανε τα μεγαλύτερα στάδιο και κανάλι κωπηλασίας της χώρας. Την περίοδο αυτή η πόλη έγινε η γενέτειρα του Βουλγαρικού κινήματος για δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις, που το 1989 είχε κερδίσει υποστήριξη αρκετή για να μπει στην κυβέρνηση.

Η Φιλιππούπολη έχει φιλοξενήσει εξειδικευμένες εκθέσεις της Παγκόσμιας Έκθεσης το 1981, το 1985 και το 1991.

Πληθυσμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο μόνιμος πληθυσμός του δήμου της Φιλιππούπολης το 2007 ήταν 380.682, που τον καθιστά τον δεύτερο σε πληθυσμό της χώρας. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας οι άνθρωποι που πραγματικά ζουν στη Φιλιππούπολη είναι 346.790. Σύμφωνα με την απογραφή του 2012 339.077 ζουν στα όρια της πόλης και 403.153 στο δημοτικό τρίγωνο, που περιλαμβάνει τους δήμους του Έβρου και της Ροδόπης, των οποίων η πόλη είναι το δημοτικό κέντρο. Πληθυσμός της Φιλιππούπολης:

Στην πρώτη απογραφή μετά την Απελευθέρωση της Βουλγαρίας το 1880 με 24.053 κατοίκους η Φιλιππούπολη ήταν η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη μετά το Ρούσε, που είχε τότε 26.163 κατοίκους, ενώ η πρωτεύουσα Σόφια είχε 20.501 κατοίκους. Στην απογραφή του 1887 η Φιλιππούπολη ήταν η μεγαλύτερη πόλη στη χώρα για αρκετά χρόνια με 33.032 κατοίκους έναντι 30.428 της Σόφιας. Σύμφωνα με την απογραφή του 1946 η Φιλιππούπολη ήταν η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη με 126.563 κατοίκους έναντι 487.000 της πρωτεύουσας.

Εθνικότητα και θρησκεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Απογραφή Σύνολο Βούλγαροι Τούρκοι Εβραίοι Ελληνες Αρμένιοι Ρομά Αλλοι Απροσδιόριστοι
1878 24 053[8] 10 909 (45.35%) 5558 (23.10%) 1134 (4.71%) 4781 (19.88%) 806 (3.35%) 865 (3.60%) 902 (3.75%)
1884[9] 33 442 16 752 (50,09%) 7144 (21,36%) 2168 (6,48%) 5497 (16,44%) 979 (2,93%) 112 902 (2,70%)
1887 33 032 19 542 5615 2202 3930 903 348 492
1892 36 033 20 854 6381 2696 3906 1024 237 935
1900 43 033 24 170 4708 3602 3908 1844 1934 2869
1910 47 981 32 727 2946 4436 1571 1794 3524 983
1920 64 415 46 889 5605 5144 1071 3773 1342 591
1926 84 655 63 268 4748 5612 549 5881 2746 1851
1934 99 883 77 449 6102 5574 340 5316 2728 2374
1939 105 643 (100%) 82 012 (77,63%) 6462 (6,12%) 5960 (5,64%) 200 (0,19%) 6591 (6,24%) 2982 (2,82%) 1436 (1,36%)
2001[10] 338,224 302 858 (89.5%) 22,501 (6.7%) 5,192 (1.5%) 5,764 (1.7%) 1,909
2011[11][12] 338,153 277 804 (89.9%) 16 032 (5,2%) 9,438 (3.1%) 1436 (1,36%) 31,774

Σύμφωνα με την απογραφή του 2001 από ένα πληθυσμό 338.224 κατοίκων, οι Βούλγαροι ήταν 302.858 (90%). Το Στολιπίνοβο της Φιλιππούπολης είναι η μεγαλύτερη συνοικία Ρομά στα Βαλκάνια με πληθυσμό μόνη της γύρω στις 20.000, ενώ άλλα γκέτο Ρομά είναι τα Χατζή Χασάν Μαχαλά και Σεκέρ Μαχαλά. Συνεπώς οι αριθμοί της απογραφής αποτελούν υποεκτίμηση του αριθμού των Ρομά, που πιθανότατα είναι η δεύτερη μεγαλύτερη ομάδα μετά τους Βουλγάρους, κυρίως επειδή οι Μουσουλμάνοι Ρόμα στη Φιλιππούπολη ισχυρίζονται ότι είναι τουρκικής εθνότητας και τουρκόφωνοι στην απογραφή. Οπως και αλλού στη χώρα οι Ρομά υπόκεινται σε διακρίσεις και περιθωριοποίηση.

Μετά τους Πολέμους της Εθνικής Ολοκλήρωσης (Βαλκανικούς Πολέμους και Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η πόλη στέγασε χιλιάδες πρόσφυγες από πρώην Βουλγαρικά εδάφη της Μακεδονίας και της Δυτικής και Ανατολικής Θράκης. Πολλές από τις παλιές συνοικίες αναφέρονται ακομη ως Μπελομόρσκι (από το Μπιάλο Μορέ (=Ασπρη Θάλασσα) Αιγαίο Πέλαγος στα Βουλγαρικά) ή Βαρντάρσκι (από το Βαρντάρ=Αξιός). Οι περισσότεροι Εβραίοι έφυγαν από την πόλη μετά την ίδρυση του Ισραήλ το 1948, όπως και οι περισσότεροι Ελληνες και Τούρκοι. Πριν από την ανταλλαγή των πληθυσμών, το 1885, καταγράφηκε πληθυσμός 33.442 κατοίκων, εκ των οποίων η πλειονότητα ήταν Βούλγαροι, 16.752 στον αριθμό (50%), ακολουθούμενοι από 7.144 Τούρκους (21%), 5.497 Έλληνες (16%), 2.168 Εβραίους (6%) και 1.061 Αρμένιοι (3%). Υπήρχαν επίσης μικρές ομάδες Ιταλών (151), Γερμανών (112), Ρομά (112), Γάλλων (80) και Ρώσων (61) και 304 άτομα άλλων εθνοτήτων.

Η συντριπτική πλειοψηφία των κατοίκων είναι Χριστιανοί - κυρίως Ορθόδοξοι - και υπάρχουν Καθολικοί, Ουνίτες και Προτεστάντες (Αντβεντιστές, Βαπτιστές και άλλοι). Υπάρχουν επίσης μερικοί Μουσουλμάνοι και Εβραίοι. Στη Φιλιππούπολη υπάρχουν πολλές εκκλησίες, δύο τζαμιά και μία συναγωγή.

Οικονομία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Φιλιππούπολη, ευρισκόμενη στο κέντρο μιας πλούσιας γεωργικής περιοχής, από τις αρχές του 20ού αιώνα αναπτύχθηκε σαν σημαντικό βιομηχανικό κέντρο. Η επεξεργασία τροφίμων, ο καπνός, η ζυθοποία και η κλωστοϋφαντουργία ήταν οι βασικοί πυλώνες της βιομηχανίας. Επί του κομμουνιστικού καθεστώτος η οικονομία της πόλης επεκτάθηκε σημαντικά και επικράτησε η βαριά βιομηχανία. Παράγει ακόμη μόλυβδο και ψευδάργυρο, μηχανήματα, ηλεκτρονικά, φορτηγά, χημικά και καλλυντικά. Μετά την πτώση του Κομμουνισμού το 1987 και την κατάρρευση της σχεδιασμένης οικονομίας της Βουλγαρίας έκλεισαν αρκετά βιομηχανικά συγκροτήματα.

Αξιοθέατα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η πόλη έχει πάνω από 200 αρχαιολογικούς χώρους, από τους οποίους 30 είναι εθνικής σημασίας. Υπάρχουν πολλά απομεινάρια από την αρχαιότητα - η πόλη είναι μεταξύ των λίγων, που έχουν δύο αρχαία θέατρα -, τμήματα μεσαιωνικών τειχών και πύργων, Οθωμανικά λουτρά και τζαμιά, μια καλοδιατηρημένη παλιά συνοικία από την περίοδο της Εθνικής Αναγέννησης με ωραίες κατοικίες, εκκλησίες και λιθόστρωτα δρομάκια. Υπάρχουν πολλά μουσεία, πινακοθήκες και πολιτιστικά ιδρύματα. Η πόλη φιλοξενεί μουσικές, θεατρικές και καλλιτεχνικές εκδηλώσεις. Θεωρείται αφετηρία για εκδρομές σε μέρη της περιοχής, όπως το Μοναστήρι Μπάτσκοβο, 30 χλμ. προς νότον, το χιονοδρομικό κέντρο Παμπόροβο, 90 χλμ. προς νότον ή τα κέντρα ιαματικών πηγών προς βορράν Χισάρια, Μπάνυα, Κράσνοβο και Στρέλτσα.

Ρωμαϊκή πόλη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Αρχαίο θέατρο (Αντικεν τεάτουρ) είναι πιθανόν το γνωστότερο μνημείο από την αρχαιότητα στη Βουλγαρία. Κατασκευάσθηκε στις αρχές του 2ου αιώνα επί της βασιλείας του Ρωμαίου Αυτοκράτορα Τραιανού. Βρίσκεται στον αυχένα μεταξύ των λόφων Τζαμπάζ Τεπέ και Ταξίμ Τεπέ. Χωρίζεται σε δύο διαζώματα με 14 σειρές το καθένα. Το θέατρο μπορούσε να χωρέσει 7.000 άτομα. Η τριώροφη σκηνή είναι στο νότιο τμήμα και είναι διακοσμημένη με --- και αγάλματα. Το θέατρο μελετήθηκε, συντηρήθηκε και αποκαταστάθηκε μεταξύ 1968 και 1984. Πολλές εκδηλώσεις γίνονται ακόμη στη σκηνή του, όπως το Φεστιβάλ Βέρντι και το Διεθνές Φολκλορικό φεστιβάλ. Το Ρωμαϊκό Ωδείο αναστηλώθηκε το 2004. Κατασκευάσθηκε μεταξύ 2ου και 5ου αιώνα και είναι το δεύτερο (και μικρότερο) αρχαίο θέατρο της Φιλιππούπολης με 350 θέσεις. Κτίστηκε αρχικά ως βουλευτήριο και αργότερα ανακατασκευάστηκε ως θέατρο.

Το Αρχαίο Στάδιο είναι ένα άλλο σημαντικό μνημείο της αρχαίας πόλης. Χτίστηκε τον 2ο αιώνα επί της βασιλείας του Ρωμαίου Αυτοκράτορα Αδριανού. Βρίσκεται μεταξύ των λόφων Σαχάτ Τεπέ και Ταξίμ Τεπέ, σήμερα κάτω από τον κεντρικό δρόμο από την Πλατεία Τζουμαγιά στην Πλατεία Καμένιτσα. Έγινε με πρότυπο το στάδιο των Δελφών. Είχε περίπου μήκος 240 μέτρων και πλάτος 50 και μπορούσε να χωρέσει 30.000 θεατές. Οι αγώνες στο Στάδιο οργανώνονταν από τη Γενική Συνέλευση της επαρχίας της Θράκης. Προς τιμήν τους το βασιλικό νομισματοκοπείο της Φιλιππούπολης έκοβε νομίσματα που έφεραν την όψη του εκάστοτε αυτοκράτορα, καθώς και τα είδη αγωνισμάτων που διεξάγονταν στο στάδιο. Μονό μικρό μέρος του βόρειου τμήματος με 14 σειρές καθισμάτων μπορούμε να δούμε σήμερα, ενώ το μεγαλύτερο μέρος του βρίσκεται κάτω από τον κεντρικό δρόμο και πολλά κτίρια.

Η Ρωμαϊκή αγορά χρονολογείται από τη βασιλεία του Βεσπασιανού τον 1ο αιώνα και ολοκληρώθηκε τον 2ο αιώνα. Βρίσκεται κοντά στο σημερινό ταχυδρομείο μετά το Οντεόν. Έχει έκταση 110 στρεμμάτων και πλαισιωνόταν από καταστήματα και δημόσια κτίρια. Η αγορά ήταν κομβικό σημείο των δρόμων της αρχαίας πόλης.

Το Αρχαιολογικό σύνολο Ειρήνης είναι στο νότιο τμήμα των Τριών Λόφων στο βόρειο τμήμα ενός αρχαίου δρόμου, στην υπόγεια διάβαση Αρκεολογκίκεσκι. Περιλαμβάνει υπολείμματα ενός δημοσίου κτιρίου του 2ου και 3ου αιώνα, που ανήκε σε ευγενή της πόλης. Ειρήνη είναι το Χριστιανικό όνομα της Πηνελόπης - μιας κοπέλας, που προσηλυτίσθηκε στον Χριστιανισμό τον 2ο αιώνα. Υπάρχουν πολύχρωμα ψηφιδωτά που έχουν γεωμετρικά σχήματα και πρόσωπα.

Στο Νεμπέτ Τεπέ υπάρχουν υπολείμματα του πρώτοι οικισμού στους Τρεις Λόφους, που τον 12ο αιώνα π.Χ. εξελίχθηκε στη Θρακική πόλη Ευμολπιάδα, μία από τις πρώτες πόλεις στη Νοτιοανατολική Ευρώπη. Έχουν ανασκαφεί πελώρια τείχη που περιβάλλουν ένα ναό και ένα ανάκτορο. Το αρχαιότερο τμήμα του φρουρίου κατασκευάσθηκε από τεράστιους ογκόλιθους (κυκλώπεια τείχη).

Moυσεία και προστατευόμενες περιοχές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Εθνογραφικό Μουσείο

Το Αρχαιολογικό Μουσείο ιδρύθηκε το 1882 ως Λαϊκό Μουσείο της Ανατολικής Ρωμυλίας. Το 1928 το μουσείο μεταφέρθηκε σε ένα κτίριο του 19ου αιώνα στην Πλατεία Σαεντινένιε, έργο του Φιλιππουπολίτη αρχιτέκτονα Γιόζεφ Σνίτερ. Το μουσείο περιέχει πλούσια συλλογή Θρακικής τέχνης. Τα τρία τμήματα Προϊστορία, Αρχαιότητα και Μεσαίωνας περιέχουν πολύτιμα τεχνουργήματα από την Παλαιολιθική μέχρι την πρώιμη Οθωμανική περίοδο (15ος – 16ος αιώνας). Μέρος της συλλογής του μουσείου είναι ο περίφημος θησαυρός του Παναγκιουρίστε.

Το Ιστορικό Μουσείο ιδρύθηκε το 1951 ως επιστημονικό και πολιτιστικό ίδρυμα για τη συλλογή, διάσωση και έρευνα ιστορικών μαρτυριών για την πόλη και την περιοχή της από τον 16ο έως τον 20ό αιώνα. Η έκθεση στεγάζεται σε τρία κτίρια.

Το Εθνογραφικό Μουσείο εγκαινιάσθηκε το 1917. Στις 14 Οκτωβρίου 1943 μεταφέρθηκε σε μια κατοικία στην Παλιά Πόλη. Το 1949 το Μουσείο του Δημαρχείου αναδιοργανώθηκε ως Λαϊκό Εθνογραφικό Μουσείο και το 1962 ανακαινίσθηκε. Υπάρχουν πάνω από 40.000 αντικείμενα.

Το Μουσείο των Φυσικών Επιστημών εγκαινιάστηκε το 1955 στο παλιό κτίριο του Δημαρχείου, που είχε κτισθεί το 1880. Είναι από τα σημαντικότερα μουσεία της χώρας με πλούσιες συλλογές στα τμήματά του Παλαιοντολογίας, Ορυκτολογίας και Βοτανικής. Υπάρχουν αρκετές αίθουσες για την άγρια ζωή και περιέχει το μεγαλύτερο ενυδρείο γλυκού νερού της Βουλγαρίας με 40 είδη ψαριών. Διαθέτει και συλλογή ορυκτών από τη Ροδόπη.

Το Μουσείο Αεροπορίας ιδρύθηκε στις 21 Σεπτεμβρίου 1991 στην περιοχή της αεροπορικής βάσης Κρούμοβο, 12 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά της πόλης. Το μουσείο διαθέτει 59 αεροσκάφη και εσωτερικές και υπαίθριες εκθέσεις.

Η Παλιά πόλη της Φιλιππούπολης είναι ιστορική διατηρητέα περιοχή, γνωστή για το αρχιτεκτονικό της ύφος της Βουλγαρικής Αναγέννησης. Η Παλιά Πόλη καλύπτει την περιοχή των Τριών Λόφων Νεμπέτ Τεπέ, Τζαμπάζ Τεπέ και Ταξίμ Τεπέ. Σχεδόν κάθε σπίτι στην Παλιά Πόλη έχει τη χαρακτηριστική εξωτερική και εσωτερική του διακόσμηση.

Εκκλησίες, τζαμιά και ναοί[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Υπάρχουν αρκετές εκκλησίες του 19ου αιώνα, που οι περισσότερες ακολουθούν τον χαρακτηριστικό Ανατολικό Ορθόδοξο αρχιτεκτονικό ρυθμό. Είναι οι Εκκλησίες Αγ. Κωνσταντίνου και Ελένης, Αγ. Μαρίνας, Αγ. Νεντέλια, Αγ. Πέτκα και της Αγίας Θεομήτορος. Υπάρχουν στην πόλη Ρωμαιοκαθολικές εκκλησίες, με μεγαλύτερο τον Καθεδρικό του Αγίου Λουδοβίκου. Υπάρχουν ακόμη αρκετές σύγχρονες εκκλησίες Βαπτιστών, Μεθοδιστών, Πρεσβυτεριανών και άλλων Προτεσταντών, καθώς και παλαιότερου ρυθμού Αποστολικές εκκλησίες. Στην πόλη διατηρούνται δύο τζαμιά από την Οθωμανική εποχή. Το Τζαμί Τζουμαγιά θεωρείται το αρχαιότερο Ευρωπαϊκό εκτός της Μαυριτανικής Ισπανίας.

Η Σεφαρδίτικη Συναγωγή της πόλης βρίσκεται στην Οδό Τσαρ Καλογιάν 13, στα απομεινάρια μιας μικρής αυλής, εκεί όπου κάποτε υπήρχε μια μεγάλη Εβραϊκή συνοικία. Χρονολογούμενη από τον 19ο αιώνα, είναι ένα από τα καλύτερα διατηρημένα δείγματα των ονομαζόμενων ΄΄Οθωμανικών΄΄ συναγωγών στα Βαλκάνια. Σύμφωνα με τη συγγραφέα Ρουθ Γκρούμπερ το εσωτερικό της Συναγωγής αυτής είναι ΄΄ένας κρυμμένος θησαυρός ... μία λαμπρή, αν και υποβαθμισμένη, έκρηξη χρωμάτων΄΄. Ένας εξαίσιος Βενετσιάνικος γυάλινος πολυέλαιος κρέμεται από το κέντρο της οροφής, που έχει έναν πλούσια ζωγραφισμένο τρούλο. Όλες οι επιφάνειες είναι καλυμμένες με περίτεχνα Μαυριτανικού ρυθμού γεωμετρικά σχέδια, κάποτε λαμπερά πράσινα και μπλε. Πάπυροι με την Τορά φυλάσσονται σε επιχρυσωμένο ντουλάπι.

Επιφανείς πολίτες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το ραδιομέγαρο
  • Γεώργιος Κλεόβουλος (1785–1828), Έλληνας λόγιος και παιδαγωγός
  • Ιβάν Βάζοφ, συγγραφέας
  • Ζαν Βιντένοφ, πρωθυπουργός της Βουλγαρίας (1995-1997)
  • Γιορντάν Γιόβκοφ (1880–1937), συγγραφέας
  • Γιόρνταν Γιόβτσεφ (γ. 1973), γυμναστής
  • Ιβάν Γκέσωφ, πρωθυπουργός της Βουλγαρίας (1911-1913)
  • Ντίμτσο Ντεμπελιάνοφ, (1887 - 1916), συγγραφέας
  • Γκεόργκι Ιβάνοφ (γ. 1940), κοσμοναύτης
  • Πέτκο Καραβέλοφ, επαναστάτης και πρωθυπουργός της Βουλγαρίας (1880-1881, 1884-1886 και 1901-1902)
  • Στέφκα Κοσταντίνοβα - κάτοχος του παγκοσμίου ρεκόρ στο άλμα σε ύψος γυναικών
  • Αντρέι Λιάπτσεφ, πρωθυπουργός της Βουλγαρίας (1926-1931)
  • Αλεξάντρ Μαλίνοφ, πρωθυπουργός της Βουλγαρίας (1908-1911, 1918 και 1931)
  • Μίροσλαβ Μπαρνιασέβ
  • Ζλάτιου Μπογιατζίεφ (1903 – 1976), ζωγράφος
  • Αντώνιος Κομιζόπουλος, έμπορος και μέλος της Φιλικής Εταιρείας.
  • Απόστολος Νικολαΐδης (1896 - 1980) - αθλητής και πρόεδρος του Παναθηναϊκού
  • Τσβετάνα Πιρόνκοβα (γ. 1987), τενίστρια
  • Πέντσο Σλαβέικοφ, συγγραφέας
  • Πέταρ Στογιάνοφ, πρόεδρος της Βουλγαρίας (1997-2002)
  • Κονσταντίν Στόιλοφ, πρωθυπουργός της Βουλγαρίας (1887 και 1894-1899)
  • Χρίστο Στόιτσκοφ, ποδοσφαιριστής
  • Χρίστος Τσιγγιρίδης (1877 - 1947) - ηλεκτρολόγος μηχανικός και πρωτοπόρος στην τεχνολογία.
  • Μπόρις Χρίστοφ, τραγουδιστής όπερας

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. (Γερμανικά, Αγγλικά, Γαλλικά, Ισπανικά, Ιταλικά) archINFORM. 5840. Ανακτήθηκε στις 27  Ιανουαρίου 2024.
  2. Cappelen, John· Jensen, Jens. «Bulgarien - Plovdiv» (PDF). Climate Data for Selected Stations (1931-1960) (στα Δανικά). Danish Meteorological Institute. σελ. 42. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 16 Ιανουαρίου 2013. Ανακτήθηκε στις 16 Απριλίου 2013. 
  3. Εγκυκλοπαίδεια Δομή, τομ. 24, σ. 176, ISBN 960-8177-74-X
  4. Εγκυκλοπαίδεια Δομή, τόμ. 30, σ. 53 ISBN 960-8177-82-0
  5. Εγκυκλοπαίδεια Δομή, τομ. 24, σ. 176, ISBN 960-8177-74-X
  6. Εγκυκλοπαίδεια Δομή, τόμ. 30, σ. 53 ISBN 960-8177-82-0
  7. Επίσημο web-site της διοικητικής περιφέρειας της Trakiya
  8. «ИЗТОЧНА РУМЕЛИЯ МЕЖДУ ЕВРОПА И ОРИЕНТА». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 11 Ιουλίου 2011. Ανακτήθηκε στις 17 Ιανουαρίου 2008. 
  9. «Източна Румелия между Европа и Ориента» (στα Βουλγαρικά). Регионален исторически музей Пловдив. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 11 Ιουλίου 2011. Ανακτήθηκε στις 11 Ιανουαρίου 2010. 
  10. «Municipal development plan of Plovdiv (incl. 2001 census data)» (PDF). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 14 Φεβρουαρίου 2012. Ανακτήθηκε στις 10 Αυγούστου 2011. 
  11. (Βουλγαρικά) Population on 01.02.2011 by provinces, municipalities, settlements and age; National Statistical Institute Αρχειοθετήθηκε 2012-04-22 στο Wayback Machine.
  12. Population by province, municipality, settlement and ethnic identification, by 01.02.2011; Bulgarian National Statistical Institute Αρχειοθετήθηκε 2012-04-22 στο Wayback Machine. (Βουλγαρικά)

Πηγές για την ιστορία της Φιλιππούπολης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Ιάκωβος Μιχαηλίδης, «Ο ελληνισμός της περιοχής Φιλιππούπολης (1919-1930)», Θεσσαλονίκη και Φιλιππούπολη σε παράλληλους δρόμους 18ος-20ός αιώνας (Θεσσαλονίκη, 2000), 179-194.
  • Μαρία Τσικαλουδάκη, Μορφές διοίκησης και διαχείρισης του αστικού χώρου στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Το παράδειγμα της χριστιανικής κοινότητας της Φιλιππούπολης (18ος – αρχές 19ου αι.), Μνήμων, 22 (2000),σελ. 9-30

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]