Φαρισαίοι

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Φαρισαίοι
פְּרוּשִׁים
Ιστορικοί ηγέτες
Ίδρυση167 π.Χ.
Διάλυση73 μ.Χ.
ΈδραΙερουσαλήμ
Ιδεολογία
ΘρησκείαΡαβινικός Ιουδαϊσμός

Οι Φαρισαίοι (εβραϊκά: פְּרוּשִׁים‎‎) ήταν κατά διαφορετικούς καιρούς πολιτικό κόμμα, κοινωνικό κίνημα, και σχολή (ρεύμα) σκέψης στους Αγίους Τόπους κατά την περίοδο περίπου 515 π.Χ. έως 70 μ.Χ. Μετά την καταστροφή του δεύτερου Ναού το 70 μ.Χ., τα Φαρισαϊκά είχαν γίνει η ιδρυτική, λειτουργική, και τελετουργική βάση του Ραβινικού Ιουδαϊσμού (ο όρος 'Ιουδαϊσμός' σήμερα αναφέρεται σχεδόν πάντα στον Ραβινικό Ιουδαϊσμό).

Συγκρούσεις μεταξύ των Φαρισαίων και των Σαδδουκαίων υπήρξαν στο πλαίσιο μιας πιο ευρείας και μακροχρόνιας κοινωνικής και θρησκευτικής αντιπαράθεσης και συγκρούσεων μεταξύ των Εβραίων, που επιδείνωνε η Ρωμαϊκή κατάκτηση[2]. Μία άλλη διαμάχη ήταν πολιτιστική, μεταξύ αυτών που υποστήριζαν τον εξελληνισμό (Σαδδουκαίοι) και εκείνων που αντιστέκονταν σ’ αυτόν (Φαρισαίοι). Μια τρίτη διαμάχη ήταν δικαιοδοσίας-θρησκευτική μεταξύ αυτών που υποστήριζαν τη σημασία του Δεύτερου Ναού με τα τυπολογικά λατρευτικά στοιχεία του, και εκείνων που υποστήριζαν τη σημασία άλλων Μωσαϊκών Νόμων. Ένα τέταρτο σημείο σύγκρουσης, πιο συγκεκριμένο όσον αφορά τη θρησκεία, αφορούσε τις διαφορετικές ερμηνείες της Τορά και πώς μπορεί να εφαρμοστεί στην καθημερινή Εβραϊκή ζωή, με τους Σαδδουκαίους να αναγνωρίζουν μόνο τη γραπτή Τορά (με Ελληνική φιλοσοφία), και απορρίπτοντας δόγματα όπως η Προφορική Τορά, τα Βιβλία Προφήτες (Νεβιίμ) (π.χ. Κριτές, Α΄ Χρονικών), τα Βιβλία Γραφές (Κετουβίμ) (π.χ. Ψαλμοί, Παροιμίες), και την ανάσταση των νεκρών.

Ο Ιώσηπος (37 – περ. 100 μ.Χ.), ένας Φαρισαίος, εκτιμούσε το συνολικό πληθυσμό των Φαρισαίων πριν την πτώση του Δεύτερου Ναού στις περίπου 6.000[3]. Ο Ιώσηπος ισχυριζόταν ότι οι Φαρισαίοι είχαν την πλήρη υποστήριξη και καλή θέληση των κοινών ανθρώπων, προφανώς σε αντίθεση με τους πιο ελιτιστικούς Σαδδουκαίους, οι οποίοι αποτελούσαν την ανώτερη τάξη. Οι Φαρισαίοι επικαλούνταν τη Μωσαϊκή αυθεντία για τις ερμηνείες τους[4] των Εβραϊκών Νόμων, ενώ οι Σαδδουκαίοι αντιπροσώπευαν το κύρος των ιερατικών προνομίων και δικαιωμάτων που είχαν εγκαθιδρυθεί από την εποχή του Σολομόντα, όταν ο Σαδώκ, ο πρόγονός τους, τοποθετήθηκε Αρχιερέας του Ισραήλ. Στα γραπτά του Ιώσηπου η φράση "κοινοί άνθρωποι" υπονοεί ότι η περισσότεροι Εβραίοι ήταν "απλά Εβραίοι", διαχωρίζοντάς τους από τις ιερατικές ομάδες.

Έξω από την Εβραϊκή ιστορία και λογοτεχνία η προσοχή στους Φαρισαίους υπάρχει από αναφορές στην Καινή Διαθήκη από τις διενέξεις τους με τον Ιωάννη τον Πρόδρομο[5] και τον Ιησού. Υπάρχουν ακόμα πολλές αναφορές στην Καινή Διαθήκη για τον Απόστολο Παύλο ως Φαρισαίο[6]. Οι σχέσεις όμως μεταξύ του Πρώιμου Χριστιανισμού και των Φαρισαίων δεν ήταν πάντα εχθρική: π.χ. ο Γαμαλιήλ μνημονεύεται συχνά σαν Φαρισαίος ηγέτης που ήταν συμπαθών προς τους Χριστιανούς[7].

Ετυμολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η αρχαία ελληνική λέξη Φαρισαῖος προέρχεται από την αραμαϊκή Pərīšā (περίσα, פְּרִישָׁא), πληθυντικός Pərīšayyā (περίσαγια, פְּרִישַׁיָּא), που σημαίνει "διαχωρίζω", και την εβραϊκή pārûš (πάρους, פָּרוּשׁ), πληθυντικός pārûš (περουσέιμ, פְּרוּשִׁים), η απλή μορφή της παθητικής μετοχής του ρήματος pāraš (πάρας, פָּרַשׁ)[8][9].

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η πρώτη ιστορική αναφορά των Φαρισαίων και των πιστεύω τους έρχεται από τα ευαγγέλια και τις Πράξεις των Αποστόλων, στα οποία περιγράφεται η λεπτομερής προσκόλληση τους στην ερμηνεία τους της Τορά, όπως και οι εσχατολογικές τους απόψεις. Μια μετέπειτα αναφορά στους Φαρισαίους έρχεται από τον Εβραίο-Ρωμαίο ιστορικό Ιώσηπο (37–100 μ.Χ.) σε μια περιγραφή του για τις "τέσσερεις σχολές σκέψεις", ή "τέσσερεις σέχτες", στις οποίες διαχώρισε τους Εβραίους τον 1ο αιώνα μ.Χ. (οι άλλες ήταν οι Εσσαίοι, οι οποίοι ήταν γενικά απολιτικοί και μπορεί να αναδείχτηκαν ως διαφωνούντες ιερείς που απέρριπταν τους διορισμένους από τους Σελευκίδες ή τους Ασμοναίους αρχιερείς, οι Σαδδουκαίοι, οι κύριοι ανταγωνιστές των Φαρισαίων, και η "τέταρτη φιλοσοφία" [10]). Εκεί την περίοδο αναδείχτηκαν και άλλες σέχτες, όπως οι πρώτοι Χριστιανοί στην Ιερουσαλήμ, και οι Θεραπευτές στην Αίγυπτο.

Το Β΄ Μακκαβαίων, ένα δευτεροκανονικό Βιβλίο της Βίβλου, επικεντρώνεται στην εβραϊκή εξέγερση εναντίον του βασιλιά των Σελευκιδών Αντίοχου Δ΄ και ολοκληρώνεται με την ήττα του στρατηγού του, Νικάνωρα, το 161 μ.Χ. από τον Ιούδα τον Μακκαβαίο, τον ήρωα του έργου. Πιθανόν έχει γραφεί από Φαρισαίο, ή συμπαθών των Φαρισαίων, καθώς περιλαμβάνει πολλές θεολογικές καινοτομίες: εξευμενιστικές προσευχές για τους νεκρούς, Ημέρα της κρίσης, παρέμβαση των Αγίων, και την αξία των Μαρτύρων.

Ο ραβίνος Γεουντά Ανασί (Ιούδας ο Πρίγκιπας) ανασκεύασε το Μισνά, μια επίσημη θεσμοθετημένη κωδικοποίηση των Φαρισαϊκών ερμηνειών, γύρω στο 200 μ.Χ. Οι περισσότεροι από τους θεσμούς που αναφέρονται στο Μισνά επιβίωσαν μετά την καταστροφή του Ναού το 70 μ.Χ., και έτσι αυτό σηματοδοτεί τη μετάβαση από τον Φαρισαϊκό στον Ραβινικό Ιουδαϊσμό. Το Μισνά ήταν πάρα πολύ σημαντικό γιατί συγκέντρωνε τις προφορικές ερμηνείες και παραδόσεις των Φαρισαίων και αργότερα των Ραβίνων, σε ένα και μόνο επίσημο και θεσμοθετημένο κείμενο, επιτρέποντας την επιβίωση της προφορικής παράδοσης στον Ιουδαϊσμό μετά την καταστροφή του Δεύτερου Ναού

Ιστορία (περ. 600 – περ. 160 π.Χ.)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η απέλαση και εξορία άγνωστου αριθμού Εβραίων από το Βασίλειο του Ιούδα στη Βαβυλώνα, αρχίζοντας από την πρώτη απέλαση το 597 π.Χ.[11] και συνεχίζοντας μετά την πτώση της Ιερουσαλήμ και την καταστροφή του Ναού το 587 π.Χ.[12], είχε ως αποτέλεσμα δραματικές αλλαγές στην Εβραϊκή κουλτούρα και θρησκεία. Κατά την 70ετή εξορία στη Βαβυλώνα, Εβραϊκά σπίτια συγκέντρωσης (γνωστά στα Εβραϊκά ως beit knesset ή στα Ελληνικά ως συναγωγές) και σπίτια προσευχής (Εβραϊκά Beit Tefilah, στα Ελληνικά προσευχαί), ήταν τα κυριότερα μέρη συγκέντρωσης για προσευχή, και ο οίκος της μελέτης (beth midrash) ήταν το αντίστοιχο της (σημερινής) συναγωγής.

Το 539 π.Χ. οι Πέρσες κατέκτησαν τη Βαβυλώνα, και το 537 ο Κύρος ο Μέγας επέτρεψε στους Εβραίους να επιστρέψουν στην Ιουδαία και να ξανακτίσουν τον Ναό. Όμως, δεν επέτρεψε να συνεχιστεί η Μοναρχία του Ιούδα, κάτι που άφησε τους Ιουδαίους Ιερείς ως την κυρίαρχη εξουσία. Χωρίς την περιοριστική δύναμη της μοναρχίας, η εξουσία του Ναού στης καθημερινή ζωή επεκτάθηκε. Ήταν περίπου αυτή η περίοδος κατά την οποία ανήρθε το κόμμα των Σαδδουκαίων, ως κόμμα ιερέων και άλλων ελιτιστικών συμμάχων. Όμως, ο Δεύτερος Ναός, ο οποίος ολοκληρώθηκε το 515 π.Χ., είχε κατασκευαστεί υπό την αιγίδα μιας ξένης δύναμης, και υπήρχαν ερωτηματικά για τη νομιμότητά του. Αυτό παρείχε τις συνθήκες για την ανάπτυξη διαφόρων σεχτών, ή "σχολών (ρευμάτων) σκέψης", καθεμία από τις οποίες επικαλούνταν για τον εαυτό τους την αποκλειστική νομιμοποίηση της αντιπροσώπευσης του "Ιουδαϊσμού", και που συνήθως απέφευγαν την κοινωνική αλληλεπίδραση μεταξύ τους, και ειδικά τις επιγαμίες με μέλη άλλων σεχτών. Κατά την ίδια περίοδο, το συμβούλιο των σοφών γνωστό ως Σανχεντρίν μπορεί να κωδικοποίησε να κανονικοποίησε την Εβραϊκή Βίβλο (Τανάκ), από την οποία, μετά την επιστροφή από τη Βαβυλώνα, γινόταν η δημόσια ανάγνωση της Τορά τις καθημερινές μέρες.

Ο Ναός δεν ήταν πλέον ο μόνος θεσμός στην Εβραϊκή θρησκευτική ζωή. Μετά το κτίσιμο του Δεύτερου Ναού την εποχή του Εζρά, ο οίκος της μελέτης και της προσευχής παρέμεινε σημαντικοί δευτερεύοντες θεσμοί στην Ιουδαϊκή ζωή. Έξω από την Ιουδαία, η συναγωγή συνήθως ονομαζόταν οίκος προσευχής. Ενώ οι περισσότεροι Εβραίοι δεν μπορούσαν να παραστούν στη λειτουργία του Ναού συχνά, μπορούσαν να συναντιούνται στη συναγωγή για τις πρωινές, μεσημεριανές, και απογευματινές προσευχές. Τις Δευτέρες, Πέμπτες και τα Σάββατα, γινόταν μια δημόσια ανάγνωση ενός εβδομαδιαίου κομματιού στις συναγωγές, ακολουθώντας την παράδοση της δημόσιας ανάγνωσης της Τορά που ξεκίνησε ο Εζρά [13].

Αν και οι ιερείς έλεγχαν τα τελετουργικά στον Ναό, οι γραμματείς και οι σοφοί, που αργότερα αποκαλέστηκαν ραβίνοι (Εβρ.: "δάσκαλος/ κύριος"), κυριαρχούσαν στη μελέτη της Τορά. Αυτοί οι σοφοί, διατηρούσαν μια προφορική παράδοση η οποία πίστευαν ότι είχε τις απαρχές της στο Όρος Σινά μαζί με την Τορά του Μωυσή: μια ερμηνεία της Τορά παραδομένη από τον Θεό.

Η Ελληνιστική περίοδος της Εβραϊκής ιστορίας άρχισε όταν ο Αλέξανδρος ο Μέγας κατέκτησε την Περσία το 332 π.Χ. Το ρήγμα μεταξύ των ιερέων και των σοφών αναπτύχθηκε σ’ αυτήν την περίοδο, όταν οι Εβραίοι αντιμετώπιζαν καινούργιους πολιτικούς και πολιτιστικούς αγώνες. Μετά τον θάνατο του Αλέξανδρου το 323 π.Χ., η Ιουδαία κυβερνιόταν από τους Πτολεμαίους μέχρι το 198 π.Χ., όταν τον έλεγχο πήρε η Αυτοκρατορία των Σελευκιδών με τον Αντίοχο Γ΄. Τότε, το 167 π.Χ. ο Αντίοχος Δ΄ εισέβαλε στην Ιουδαία, μπήκε στον Ναό, και τον άδειασε από λεφτά και τελετουργικά αντικείμενα. Επέβαλε πρόγραμμα υποχρεωτικού εξελληνισμού, που απαιτούσε από τους Εβραίους να εγκαταλείψουν τους νόμους και τα έθιμά τους, επισπεύδοντας έτσι την Επανάσταση των Μακκαβαίων. Η Ιερουσαλήμ απελευθερώθηκε το 165 π.Χ. και ο Ναός αποκαταστάθηκε. Το 141 π.Χ. συμβούλιο ιερέων και άλλων, επικύρωσαν τον Σίμωνα τον Μακκαβαίο ως αρχιερέα και ηγέτη, ιδρύοντας ουσιαστικά την Ασμοναϊκή δυναστεία.

Εμφάνιση των Φαρισαίων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά την ήττα των δυνάμεων των Σελευκιδών, ο ανιψιός του Ιούδα του Μακκαβαίου Ιωάννης Υρκανός εγκαθίδρυσε το 152 π.Χ. μια νέα μοναρχία με τη μορφή της ιερατικής Ασμοναϊκής δυναστείας, καθιστώντας έτσι τους ιερείς εκτός από τη θρησκευτική και πολιτική εξουσία. Αν και Ασμοναίοι ήταν ήρωες λόγω της αντίστασής τους στους Σελευκίδες, δεν είχαν τη νομιμοποίηση που παρείχε η καταγωγή από τη Δαβιδική Δυναστεία της εποχής του Πρώτου Ναού.

Το Φαρισαϊκό ("σχισματικό") κόμμα αναδείχθηκε κυρίως από την ομάδα των γραμματέων και τον σοφών. Το όνομά τους από το εβραϊκό και αραμαϊκό parush ή parushi, σημαίνει "αυτός που έχει χωριστεί". Μπορεί να αναφέρεται στον διαχωρισμό τους από τους μη Εβραίους, τις πηγές τελετουργικής ανηθικότητας ή από άπιστους Εβραίους[14]. Οι Φαρισαίοι, μεταξύ άλλων σεχτών, ήταν ενεργοί από τα μέσα του 2ου αιώνα π.Χ. μέχρι την καταστροφή του Ναού το 70 μ.Χ.[15]. Ο Ιώσηπος τους αναφέρει πρώτη φορά σε σχέση με τον Ιωνάθαν, τον διάδοχο του Ιούδα του Μακκαβαίου ("Αρχ." xiii. 5, § 9). Ένας παράγοντας που ξεχώριζε τους Φαρισαίους από τις άλλες ομάδες πριν την καταστροφή του Ναού ήταν η πεποίθησή τους ότι όλοι οι Εβραίοι έπρεπε να τηρούν τους νόμους της καθαρότητας (που ίσχυαν στον Ναό) έξω από τον Ναό. Η μεγαλύτερη διαφορά όμως ήταν η συνεχής τήρηση από τους Φαρισαίους των νόμων και των παραδόσεων του Εβραϊκού λαού μπροστά στην προοπτική της αφομοίωσης. Όπως σημειώνει ο Ιώσηπος, οι Φαρισαίοι θεωρούνταν οι πιο ειδήμονες και ακριβείς ερμηνευτές του Εβραϊκού νόμου.

Ο Ιώσηπος σημειώνει επίσης ότι οι Φαρισαίοι είχαν την υποστήριξη και την καλή θέληση των κοινών ανθρώπων, προφανώς σε αντίθεση στους πιο ελιτιστικούς Σαδδουκαίους που σχετίζονταν με τις άρχουσες τάξεις. Γενικά, ενώ οι τελευταίοι ήταν αριστοκρατική μοναρχικοί, οι Φαρισαίοι ήταν ετερόκλητοι, δημοφιλείς, και πιο δημοκρατικοί (Roth 1970: 84). Παράδειγμα των Φαρισαϊκών απόψεων είναι η ρήση ότι "Ένας πολυμαθής mamzer προηγείται από έναν αδαή Αρχιερέα" (Σύμφωνα με τον Φαρισαϊκό ορισμό, ένας mamzer, είναι απόκληρο παιδί παράνομης σχέσης, όπως μοιχείας ή αιμομιξίας, ο γάμος των γονέων του οποίου δεν μπορούσε να γίνει νόμιμα. Η λέξη μεταφράζεται συχνά, αλλά λανθασμένα, ως "νόθος")[16].

Οι Σαδδουκαίοι απέρριπταν το Φαρισαϊκό αξίωμα της Προφορικής Τορά. Στην προσωπική τους ζωή αυτό συχνά σήμαινε μία ιδιαίτερα αυστηρή καθημερινή ζωή από εβραϊκή προοπτική, καθώς απέρριπταν την προφορική Τορά, και συνεπώς την κατανόηση των Φαρισαίων της Τορά, δημιουργώντας έτσι δύο τρόπους με τους οποίους οι Εβραίοι αντιλαμβάνονταν την Τορά. Ένα παράδειγμα αυτής της διαφορετικής προσέγγισης είναι η ερμηνεία του "οφθαλμόν αντί οφθαλμού". Η κατανόηση των Φαρισαίων ήταν ότι έπρεπε να πληρωθεί από τον δράστη η αξία του ματιού[17]. Από την άποψη των Σαδδουκαίων, οι λέξεις είχαν πιο κυριολεκτική ερμηνεία, κατά την οποία το μάτι του δράστη έπρεπε να βγει[18]. Όπως το βλέπανε οι Φαρισαίοι, οι Σαδδουκαίοι ήθελαν να αλλάξουν την εβραϊκή κατανόηση της Τορά σε ελληνική κατανόηση της Τορά. Οι Φαρισαίοι διατήρησαν το Φαρισαϊκό προφορικό νόμο με τη μορφή του Ταλμούδ.

Οι σοφοί του Ταλμούδ είδαν άμεση σύνδεση μεταξύ αυτών και των Φαρισαίων, και οι ιστορικοί γενικά θεωρούν τον Φαρισαϊκό Ιουδαϊσμό πρόδρομο του Ραβινικού Ιουδαϊσμού, δηλαδή η θεσμοθετημένη επικρατούσα τάση του Ιουδαϊσμού μετά την καταστροφη του Δεύτερου Ναού. Όλες οι συμβατικές μορφές του Ιουδαϊσμού σήμερα θεωρούν τον εαυτό τους διαδόχους του Ραβινικού Ιουδαϊσμού, και τελικά των Φαρισαίων.

Η Ασμοναϊκή περίοδος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αν και οι Φαρισαίοι δεν υποστήριζαν τους επεκτατικούς πολέμους των Ασμοναίων και τον επιβαλλόμενο προσηλυτισμό των Ιδουμαίων, το πολιτικό χάσμα μεταξύ τους έγινε μεγαλύτερο όταν ένας Φαρισαίος ονόματι Ελεάζαρ προσέβαλε τον Ασμοναίο εθνάρχη Ιωάννη Υρκανό στο ίδιο του το τραπέζι, λέγοντας ότι έπρεπε να εγκαταλείψει τη θέση του ως Αρχιερέα εξαιτίας μιας φήμης, μάλλον αναληθούς, ότι ή σύλληψή του είχε γίνει όταν η μητέρα του ήταν αιχμάλωτος πολέμου. Σε αντίδραση, πήρε τις αποστάσεις του από τους Φαρισαίους[19][20].

Μετά τον θάνατο του Ιωάννη Υρκανού ο νεότερος γιος του Αλέξανδρος Ιανναίος έγινε βασιλιάς και πήρε ανοιχτά το μέρος των Σαδδουκαίων, υιοθετώντας τα τελετουργικά τους στον Ναό. Οι πράξεις του προκάλεσαν αναταραχή στον Ναό που οδήγησε σε σύντομο εμφύλιο πόλεμο που τελείωσε με την αιματηρή καταστολή των Φαρισαίων. Όμως, στο νεκροκρέβατό του ο Ιανναίος συμβούλεψε τη γυναίκα του Σαλώμη Αλεξάνδρα, να συμφιλιωθεί με τους Φαρισαίους. Ο αδελφός της ήταν ο Σίμων μπεν Σετάχ, ηγετική μορφή των Φαρισαίων. Ο Ιώσηπος καταθέτει ότι η Σαλώμη έκλινε ευνοϊκά προς τους Φαρισαίους, και η πολιτική τους επιρροή μεγάλωσε τρομερά κατά τη βασιλεία της, ειδικά μέσα στο Σανχεντρίν, το οποίο έγινε κυρίαρχο.

Μετά τον θάνατό της, ο μεγαλύτερος γιος της, Υρκανός Β΄, είχε την υποστήριξη σε γενικές γραμμές των Σαδδουκαίων. Ο μικρότερος γιος της, Αριστόβουλος Β΄, ήταν σε σύγκρουση με τον Υρκανό, και προσπάθησε να καταλάβει την εξουσία. Φαινόταν ότι Φαρισαίοι ήταν σε μειονεκτική θέση εκείνο τον καιρό[21].

Οι σύγκρουση μεταξύ των δύο γιων κατέληξε σε εμφύλιο πόλεμο που τελείωσε όταν ο Ρωμαίος στρατηγός Πομπήιος παρενέβη και καταλαμβάνοντας την Ιερουσαλήμ το 63 π.Χ.

Υπάρχουν λόγοι να πιστεύουμε ότι ο Ιώσηπος υπερβάλει τον ρόλο των Φαρισαίων. Σε άλλο σημείο αναφέρει ότι η Φαρισαίοι δεν ανήρθαν στην εξουσία μέχρι τη βασιλεία της Σαλώμης Αλεξάνδρας (JW.1.110). Καθώς ο ίδιος ο Ιώσηπος ήταν Φαρισαίος, η αφήγησή του μπορεί να αποτελεί ιστορικό κατασκεύασμα που είχε σκοπό να αναδείξει το στάτους των Φαρισαίων κατά την περίοδο της ακμής της Ασμοναϊκής Δυναστείας ως ανυψωμένο[22].

Κατοπινά κείμενα όπως το Μισνά και το Ταλμούδ καταγράφουν μια πλειάδα γνωμοδοτήσεων από ραβίνους, κάποιοι από τους οποίους πιστεύεται ότι ήταν Φαρισαίοι, και που αφορούν σε θυσίες και άλλες τελετουργικές πρακτικές στον Ναό, αδικοπραξίες, ποινικό δίκαιο, και διακυβέρνηση. Στον καιρό τους, η επιρροή των Φαρισαίων στις ζωές των κοινών ανθρώπων ήταν μεγάλη, και η γνωμοδοτήσεις τους για τον Εβραϊκό νόμο θεωρούνταν από πολλούς ως αυθεντία.

Ρωμαϊκή περίοδος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Πομπήιος στον Ναό της Ιερουσαλήμ, του Ζαν Φουκέ.

Σύμφωνα με τον Ιώσηπο, οι Φαρισαίοι παρουσιάστηκαν μπροστά στον Πομπήιο ζητώντας του να παρέμβει και να αποκαταστήσει στο παλιό ιεραρχείο καταργώντας εντελώς την Ασμοδαϊκή μοναρχία ("Αρχ." xiv. 3, § 2). Οι Φαρισαίοι επίσης άνοιξαν τις πύλες της Ιερουσαλήμ στους Ρωμαίους, και τους υποστήριξαν ενεργά εναντίον των Σαδδουκαίων[23]. Όταν τελικά οι Ρωμαίοι παραβίασαν την είσοδο του Ναού της Ιερουσαλήμ, οι Φαρισαίοι σκότωσαν τους ιερείς που τελούσαν τις τελετές του Ναού το Σάββατο[24]. Θεωρούσαν τη βεβήλωση του Ναού της Ιερουσαλήμ από τον Πομπήιο ως τη θεία τιμωρία της κακοδιοίκησης των Σαδδουκαίων. Ο Πομπήιος τερμάτισε τη μοναρχία το 63 π.Χ. και ονόμασε τον Υρκανό Β΄ αρχιερέα και εθνάρχη (μικρότερος τίτλος από αυτόν του "βασιλιάς")[25]. Έξι χρόνια αργότερα ο Υρκανός στερήθηκε κάθε εναπομείνασα πολιτική εξουσία, και η τελική δικαιοδοσία πέρασε στον Προκουράτορα της Συρίας, ο οποίος διοικούσε μέσω του Ιδουμαίου συνεργάτη του Υρκανού Αντίπατρου, και αργότερα των δύο γιων του Αντίπατρου Φασάηλου (στρατιωτικού κυβερνήτη της Ιουδαίας) και Ηρώδη (στρατιωτικού κυβερνήτη της Γαλιλαίας). Το 40 π.Χ. ο γιος του Αριστόβουλου Αντίγονος ανέτρεψε τον Υρκανό και αυτοανακηρύχθηκε βασιλιάς και αρχιερέας, και ο Ηρώδης κατέφυγε στη Ρώμη.

Εκεί, ο Ηρώδης επεδίωξε την υποστήριξη του Μάρκου Αντώνιου και του Οκταβιανού, και διασφάλισε την αναγνώριση ως βασιλιά από τη Ρωμαϊκής Συγκλήτου, επιβεβαιώνοντας το τέλος της Ασμοδαϊκής Δυναστείας. Σύμφωνα με τον Ιώσηπο, η αντίθεση των Σαδδουκαίων προς Ηρώδη τον οδήγησαν να μεταχειριστεί τους Φαρισαίους ευνοϊκά ("Αρχ." xiv. 9, § 4; xv. 1, § 1; 10, § 4; 11, §§ 5–6). Ο Ηρώδης ήταν ένας μη δημοφιλής ηγέτης, που θεωρούνταν μαριονέτα των Ρωμαίων. Παρά την αποκατάσταση και επέκταση του Δεύτερου Ναού από τον Ηρώδη, η διαβόητη μεταχείρισή του της ίδιας του της οικογένειας και των τελευταίων των Ασμοδαίων, χειροτέρευσαν τη δημοτικότητά του. Σύμφωνα με τον Ιώσηπο, οι Φαρισαίοι τελικά ήρθαν σε αντίθεση μαζί του και έτσι έπεσαν θύματα (4 π.Χ.) της αιμοδιψίας του ("Αρχ" xvii. 2, § 4; 6, §§ 2–4). Ο Βόηθος, τον οποίον ο Ηρώδης είχε ανεβάσει ως αρχιερέα, αναβίωσε το πνεύμα τον Σαδδουκαίων, και έτσι οι Φαρισαίοι τους είχαν από κει και πέρα και πάλι ως ανταγωνιστές ("Αρχ." xviii. 1, § 4).

Όσο υπήρχε, ο Δεύτερος Ναός παρέμενε το κέντρο της Εβραϊκής πνευματικής ζωής. Σύμφωνα με την Τορά, Οι Εβραίοι έπρεπε να πηγαίνουν στην Ιερουσαλήμ και προσφέρουν θυσίες στον Ναό τρεις φορές τον χρόνο: το Πάσχα, την Πεντηκοστή, και τη Σκηνοπηγία. Οι Φαρισαίοι, όπως οι Σαδδουκαίοι, ήταν πολιτικά ήσυχοι, και μελετούσαν, δίδασκαν και λάτρευαν ο καθένας με τον τρόπο του. Αυτόν τον καιρό προέκυψαν μεταξύ τους σοβαρές θεολογικές διαφορές. Η έννοια ότι το ιερό μπορούσε να υπάρξει έξω από τον Ναό, κεντρική ιδέα στους Εσσαίους, συμμεριζόταν και γινόταν σημαντική από τους Φαρισαίους.

Η κληρονομιά των Φαρισαίων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην αρχή οι αξίες των Φαρισαίων αναπτύχθηκαν μέσα από τις διαμάχες μεταξύ των σεχτών με τους Σαδδουκαίους. Κατόπιν μέσω εσωτερικών διαμαχών για τον νόμο προσαρμοσμένο στη ζωή χωρίς τον Ναό, και τη ζωή στην εξορία, και τελικά, σε μικρότερο βαθμό, τη ζωή σε αντίθεση και σύγκρουση με τον Χριστιανισμό. Αυτές οι αλλαγές εστίασης των θέσεων σηματοδοτούν τη μεταμόρφωση του Φαρισαϊκού στον Ραβινικό Ιουδαϊσμό.

Πιστεύω[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ούτε το παραμικρό ίχνος από τα κύρια Ραβινικά κείμενα, το Μισνά και το Ταλμούδ δεν είναι αφιερωμένο σε θεολογικά ζητήματα. Αυτά τα κείμενα έχουν να κάνουν κυρίως με τις ερμηνείες του Εβραϊκού νόμου, και ανέκδοτο υλικό για τους σοφούς και τις αξίες τους. Μόνο ένα κεφάλαιο του Μισνά ασχολείται με θεολογικά ζητήματα. Αναφέρει ότι τριών ειδών άνθρωποι δεν θα έχουν καμία θέση στον "κόσμο που θα έρθει": αυτοί που αρνούνται την ανάσταση των νεκρών, αυτοί που αρνούνται τη θεοπνευστία της Τορά, και οι Επικουριστές (οι οποίοι αρνούνται την ύπαρξη θείας παρέμβασης στα ανθρώπινα). Άλλο απόσπασμα υποδηλώνει μια διαφορετικέ σειρά κεντρικών αξιών: κανονικά, ένας Εβραίος μπορεί να παραβιάσει οποιοδήποτε νόμο για να σώσει μια ζωή, αλλά στο Σανχεντρίν 74a, μια γνωμοδότηση διατάσει τους Εβραίους να αποδεχτούν το μαρτύριο παρά να παραβιάσουν τους νόμους εναντίον της ειδωλολατρίας, του φόνου και της μοιχείας (ο Γεουντά Ανασί όμως είπε ότι οι Εβραίοι πρέπει "να είναι επιμελείς και προσεκτικοί σε μικρά θρησκευτικά καθήκοντα όσο και σε μεγάλα, γιατί δεν ξέρουμε την ανταπόδοση θα έχουμε για οποιοδήποτε θρησκευτικό καθήκον", υπονοώντας ότι όλοι οι νόμοι είναι το ίδιοι σημαντικοί). Σε σύγκριση με τον Χριστιανισμό τους Ραβίνους δεν τους απασχολούσε ιδιαίτερα ο Μεσσίας, ή τους ισχυρισμούς για τον Μεσσία, ή για την κατάταξη των νόμων ανάλογα με τη σημαντικότητά τους.

Μονοθεϊσμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ένα πιστεύω κεντρικό για τους Φαρισαίους το οποίο συμμερίζονταν όλοι οι Εβραίοι της εποχής ήταν ο μονοθεϊσμός. Αυτό είναι εμφανές από την πρακτική της απαγγελίας του Shema, μιας προσευχής από επιλεγμένους στίχους της Τορά, στον Ναό και στις συναγωγές. Το Shema αρχίζει με τους στίχους, "Άκου ω Ισραήλ, ο Κύριος είναι ο Θεός μας. Ο Κύριος είναι ένας". Σύμφωνα με το Μισνά, τα αποσπάσματα αυτά απαγγέλλονταν στον Ναό μαζί με την προσφορά Tamid (ταμίντ), η οποία προσφερόταν δύο φορές την ημέρα. Η Εβραίοι της διασποράς που δεν μπορούσαν να πάνε στον ναό, απήγγειλαν τα αποσπάσματα αυτά στα σπίτια συγκέντρωσης. Σύμφωνα με το Μισνά και το Ταλμούδ, Οι Άνθρωποι της Μεγάλης Συναγωγής θεσμοθέτησαν την υποχρέωση κάθε Εβραίου και στην Ιουδαία και στη διασπορά να προσεύχεται τρεις φορές την ημέρα, και να περιλαμβάνει στις προσευχές την απαγγελία αυτών των αποσπασμάτων στην πρωινή ("Shacharit", σαχαρίτ) και την απογευματινή ("Ma'ariv", μααρίβ) προσευχή.

Σοφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι Φαρισαϊκή σοφία είχε συγκεντρωθεί σε ένα βιβλίο το Μισνά, το Pirkei Avot (Πιρκέι Αβότ, Γνωμικά (ή Λόγοι) των Πατέρων). Η Φαρισαϊκή νοοτροπία μπορεί ίσως να καταδειχτεί καλύτερα με μια ιστορία με τους σοφούς Χιλέλ και Σαμάι, οι οποίοι έζησαν στο δεύτερο μισό του 1ου αιώνα π.Χ. Ένας εθνικός μια φορά προκάλεσε τον Σαμάι να του μάθει τη σοφία της Τορά ενώ στεκόταν σε ένα πόδι. Ο Σαμάι τον έδιωξε. Ο ίδιος εθνικός πήγε στον Χιλέλ και το ζήτησε το ίδιο πράγμα. Εκείνος τον επιτίμησε όχι αυστηρά λέγοντας του "Αυτό που εσύ απεχθάνεσαι, μην το κάνεις στον συνάνθρωπό σου. Αυτή είναι όλη η Τορά. Τα υπόλοιπα είναι εξηγήσεις– τώρα, πήγαινε να μελετήσεις"[26][27][28][29][30][31][32][33][34][35][36][37].

Ελεύθερη βούληση και πεπρωμένο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σύμφωνα με τον Ιώσηπο, ενώ οι Σαδδουκαίοι πίστευαν ότι οι άνθρωποι έχουν πλήρη ελεύθερη βούληση και οι Εσσαίοι ότι όλη η ζωή κάποιου είναι προκαθορισμένη, οι Φαρισαίοι πίστευαν ότι οι άνθρωποι έχουν ελεύθερη βούληση, αλλά και ότι ο Θεός έχει γνώση εκ των προτέρων για το πεπρωμένο των ανθρώπων. Αυτό είναι επίσης σε συμφωνία με τη θέση στο Πιρκέι Αβότ 3:19, "Ο Ραβίνος Ακίβα είπε: Όλα είναι προ-εγνωσμένα, αλλά έχει δωθεί ελευθερία της επιλογής".

Η μετά θάνατον ζωή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αντίθετα με τους Σαδδουκαίους, οι οποίοι γενικά θεωρούνταν ότι απέρριπταν κάθε ύπαρξη μετά τον θάνατο, οι πηγές ποικίλουν ως προς τις απόψεις των Φαρισαίων για τη μετά θάνατον ζωή. Σύμφωνα με την Καινή Διαθήκη οι Φαρισαίοι πίστευαν στην ανάσταση των νεκρών, αλλά δεν διευκρινίζει αν αυτή η ανάσταση περιλαμβάνει ή όχι το σώμα [38]. Σύμφωνα με των Ιώσηπο, που ήταν ο ίδιος Φαρισαίος, οι Φαρισαίοι πίστευαν ότι μόνο η ψυχή είναι αθάνατη, και οι ψυχές των καλών ανθρώπων θα μετενσαρκώνονταν και "θα περνούσαν σε άλλα σώματα", ενώ "οι ψυχές των αμαρτωλών θα υπέμεναν αιώνια τιμωρία."[39]. Ο Παύλος, που έλεγε ότι ήταν Φαρισαίος πριν τη μεταστροφή του στον Χριστιανισμό[40], μπορεί να πίστευε στην ανάσταση μόνο του πνευματικού σώματος, αρνούμενος ότι η ανάσταση περιλαμβάνει αίμα και σώμα[41].

Πρακτικές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ένα βασίλειο ιερέων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βασικά, οι Φαρισαίοι συνέχισαν μια μορφή του Ιουδαϊσμού η οποία εκτεινόταν έξω από τον Ναό, εφαρμόζοντας τον Εβραϊκό νόμο στα τετριμμένα καθημερινά ζητήματα, προκειμένου να εξαγνιστεί ο καθημερινός κόσμος. Αυτή είναι μια πιο συμμετοχική (ή "δημοκρατική") μορφή του Ιουδαϊσμού, στην οποία το μονοπώλιο των τελετουργικών δεν το είχε μόνο το κληρονομικό ιερατείο, αλλά αντίθετα, μπορούσε να τα εφαρμόσουν όλοι οι ενήλικες Ιουδαίοι ατομικά ή συλλογικά, και που οι ηγέτες των οποίων δεν καθορίζονταν από τη γέννηση (καταγωγή, κληρονομικότητα της ιδιότητας), αλλά από τα επιτεύγματα στη φιλομάθεια και τη μελέτη.

Πολλοί, μεταξύ των οποίων μελετητές, έχουν χαρακτηρίσει τους Σαδδουκαίους ως σέχτα η οποία ερμήνευε την Τορά κυριολεκτικά, και τους Φαρισαίους ως μία που την ερμήνευε ελευθέρα. Ο ραβίνος και ιστορικός Yitzhak Isaac Halevi πιστεύει ότι στην πραγματικότητα αυτόν δεν ήταν θρησκευτικό θέμα. Ισχυρίζεται ότι η πλήρης απόρριψη του Ιουδαϊσμού δεν θα μπορούσε να ήταν ανεκτή υπό την Ασμοναϊκή εξουσία, και συνεπώς οι Ελληνιστές θεωρούσαν ότι απέρριπταν όχι τον Ιουδαϊσμό, αλλά τον Φαρισαϊκό νόμο. Έτσι, οι Σαδδουκαίοι ήταν στην πραγματικότητα πολιτική και όχι θρησκευτική σέχτα[42]. Όμως, σύμφωνα με τον Jacob Neusner, αυτή η άποψη αποτελεί λάθος ερμηνεία. Υποστηρίζει ότι δύο πράγματα διαχώριζαν θεμελιωδώς την προσέγγιση της Τορά των Φαρισαίων από αυτή των Σαδδουκαίων. Το πρώτο, οι Φαρισαίοι πίστευαν σε μια ευρύτερη και κυριολεκτική ερμηνεία της Εξόδου (19:3–6), " θα είσθε για μένα λαός εκλεκτός μεταξύ όλων των άλλων εθνών, διότι δική μου είναι όλη η γη, … εσείς όμως θα είσθε δικό μου βασίλειο ιερέων και έθνος άγιων"[43], και τα λόγια στο Μακκαβαίων Β΄ (2:17) "Ο δε Θεός, ο οποίος έσωσε όλον τον λαό του και απέδωσε εις όλους την ιερά κληρονομία της χώρας μας, το βασίλειό μας, την Ιεροσύνη και τον ναό."

Οι Φαρισαίοι πίστευαν ότι η ιδέα πως όλα τα Παιδιά του Ισραήλ έπρεπε να είναι σαν τους ιερείς εκφραζόταν και αλλού στην Τορά, για παράδειγμα, ότι ο ίδιος ο Νόμος μεταφερόταν από τη σφαίρα των ιερέων σε κάθε έναν στο Ισραήλ (Βιβλίου της Εξόδου 19: 29–24, Δευτερονόμιο 6: 7, 11: 19, σε συνδυασμό με 31: 9, Ιερεμίας 2: 8, 18:18). Παραπέρα, η Τορά παρείχε κάποιους τρόπους για όλους τους Εβραίους να διάγουν ζωή ιερέων: οι κανόνες για το ακάθαρτο φαγητό στην αρχή ίσως προοριζόταν για ιερείς αλλά επεκτάθηκαν σε όλους (Λευϊτικό 11, Δευτερονόμιο 14:3–21). Η απαγόρευση του κοψίματος του κρέατος για πένθος για τους νεκρούς (Δευτερονόμιο 14: 1–2, Λευϊτικό 19: 28 σε συνδυασμό με Λεβ. 21: 5). Οι Φαρισαίοι πίστευαν ότι όλοι οι Εβραίοι στην καθημερινή τους ζωή, και όχι μόνο το ιερατείο ή οι Εβραίοι που επισκέπτονταν τον Ναό, μπορούσαν να τηρούν τους κανόνες και τα τελετουργικά που αφορούν στον εξαγνισμό.

Η Προφορική Τορά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κύριο λήμμα: Προφορική Τορά

Οι Φαρισαίοι πίστευαν ότι εκτός από τη Γραπτή Τορά την οποία αναγνώριζαν και οι δύο (αυτοί και οι Σαδδουκαίοι) και η οποία είχε γραφεί από τον Θεό μέσω του Μωυσή, υπάρχει και η Προφορική Τορά, που την αποτελούν από ένα σώμα προφορικών νόμων, ερμηνειών, και παραδόσεων, οι οποίες μεταδόθηκαν από τον Θεό στον Μωυσή προφορικά, και μετά απομνημονεύτηκαν και μεταδόθηκαν από τον Μωυσή στους απογόνους του και στις επόμενες γενεές. Η Προφορική Τορά εξυπηρετούσε στο να αναλύει και να εξηγεί αυτό που ήταν γραπτό, και οι Φαρισαίοι πίστευαν ότι οι αγίες γραφές δεν ήταν από μόνες τους ολοκληρωμένες και συνεπώς δεν μπορούσαν να γίνουν κατανοητές, καθώς η Φαρισαϊκή αντίληψη ισχυρίζεται ότι η Γραπτή και η Προφορική Τορά δεν ήταν δύο διαφορετικά πράγματα, αλλά μία και μοναδική οντότητα.

Η σοφοί του Ταλμούδ πίστευαν ότι η Προφορική Τορά αποκαλύφθηκε ταυτόχρονα στον Μωυσή στο Σινά, και το αποτέλεσμα των διαμαχών μεταξύ των ραβίνων. Έτσι, μπορούμε να αντιληφθούμε την "Προφορική Τορά" όχι ως καθορισμένο κείμενο, αλλά μια συνεχής διαδικασία ανάλυσης και επιχειρημάτων, στην οποία ο Θεός εμπλέκεται ενεργά. Ήταν αυτή η συνεχόμενη διαδικασία η οποία αποκαλύφθηκε στο Σινά, και συμμετέχοντας σ’ αυτήν οι ραβίνοι και οι μαθητές τους, συμμετέχουν ενεργά στη συνεχόμενη στην πράξη της αποκάλυψης του Θεού.

Όπως έχει εξηγήσει ο Jacob Neusner, οι σχολές σκέψεις των Φαρισαίων και των ραβίνων ήταν και είναι ιερές

"γιατί εκεί οι άνθρωποι επιτυγχάνουν την αγιότητα μέσω της μελέτης της Τορά και τη μίμηση της συμπεριφοράς των δασκάλων. Κάνοντας αυτό, συμμορφώνονται με το θείο παράδειγμα, καθώς η Τορά πιστεύεται ότι δημιουργήθηκε από τον Θεό "κατ’ εικόνα του," αποκαλύφθηκε στο Σινά, και πέρασε στους δασκάλους τους… Αν οι δάσκαλοι και οι μαθητές τους υπακούνε στα θεία διδάγματα του Μωυσή, "του δασκάλου μας", τότε η κοινωνία, η σχολή, αντιγράφει στη Γη την ουράνια Ακαδημία, όπως ο μαθητής ενσαρκώνει το θεϊκό πρότυπο του Μωυσή, "του δασκάλου μας". Οι ραβίνοι πιστεύουν ότι ο Μωυσής ήταν (και ο Μεσσίας θα είναι) ραβίνος, ο Θεός φοράει φυλακτήρια, και ότι η επουράνια μελετούν την Τορά ακριβώς όπως τα επίγεια, επιχειρηματολογώντας μάλιστα ακόμα για τα ίδια ερωτήματα. Τα πιστεύω αυτά μπορεί σήμερα να φαίνονται ως προβολές των ραβινικών αξιών στα επουράνια, αλλά οι ραβίνοι πιστεύουν ότι αυτοί οι ίδιοι είναι προβολές των επουρανίων αξιών στη Γη. Οι ραβίνοι έτσι πιστεύουν ότι μελετούν την Τορά στη γη όπως ο Θεός, οι άγγελοι και ο Μωυσής, "ο δάσκαλός μας", στον ουρανό. Οι θείοι μελετητές γνωρίζουν ακόμα και της Βαβυλωνιακές συζητήσεις των μελετητών, που ζητάνε τις πληροφορίες ενός ραβίνου για μια πλευρά των ταμπού για την καθαρότητα [44].

Η δέσμευση της συσχέτισης της θρησκείας με την καθημερινή ζωή έχουν οδηγήσει κάποιους (κυρίως ο Απόστολος Παύλος και ο Λούθηρος) να υπονοήσουν ότι οι Φαρισαίοι ήταν πιο νομικίστικη σέχτα από άλλες την περίοδο του Δεύτερου Ναού. Οι συγγραφείς των Ευαγγελίων παρουσιάζουν τον Ιησού να μιλάει σκληρά εναντίον κάποιων Φαρισαίων για αυτό το θέμα[45] (ο Ιώσηπος όντως ισχυρίζεται ότι οι Φαρισαίοι ήταν οι "αυστηρότεροι" τηρητές του νόμου, αλλά μάλλον είναι πιθανότερο να εννοεί "ιδιαίτερα ακριβής"[46]). Είναι πιο ακριβές ίσως να πούμε ότι ήταν νομικίστικοι με διαφορετικό τρόπο.

Σε κάποιες περιπτώσεις οι Φαρισαϊκές αξίες οδήγησαν σε επέκταση του νόμου — για παράδειγμα, η Τορά απαιτεί η ιερείς να κάνουν μπάνιο πριν μπούνε στον Ναό. Οι Φαρισαίοι πλένονταν πριν το Σάββατο και τα ευχαριστιακά γεύματα (στην ουσία κάνοντας αυτές τις γιορτές "προσωρινούς Ναούς"), και, τελικά, πριν από κάθε γεύμα. Αν και αυτό μπορεί να φαίνεται επίπονο σε σχέση με τις πρακτικές των Σαδδουκαίων, σε άλλες περιπτώσεις ο Φαρισαϊκός νόμος σε άλλες περιπτώσεις ήταν λιγότερο αυστηρός. Για παράδειγμα, ο Εβραϊκός νόμος απαγορεύει στους Εβραίους να μετακινούν αντικείμενα από προσωπικό χώρο ("reshut ha-yachid") σε δημόσιο χώρο ("reshut ha-rabim") το Σάββατο. Ο νόμος αυτός θα απέτρεπε στους Εβραίους να μεταφέρουν μαγειρευμένα γεύματα στα σπίτια φίλων τους το Σάββατο. Οι Φαρισαίοι αποφάσισαν ότι γειτονικά σπίτια τα οποία ενωνόταν με υπέρυθρα (ανώφλια) ή φράχτες μπορούσαν να συνδεθούν με νομική διαδικασία που δημιουργούσε ένα σύμφωνο μεταξύ των ιδιοκτητών, καθιστώντας έτσι κοινούς αυτούς τους χώρους και ως ιδιωτικούς όσον αφορούσε τα μέλη του συμφώνου. Με αυτόν τον τρόπο μπορούσε ο κόσμος να μεταφέρει αντικείμενα από σπίτι σε σπίτι.

Καινοτόμοι και τηρητές της παράδοσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Μισνά στην αρχή του Αβότ και (σε πιο λεπτομερώς) ο Μαϊμωνίδης στην Εισαγωγή του στη Μίσνε Τόρα αναφέρει μια αλυσίδα της παράδοσης (μεσόρα), από τον Μωυσή στο Όρος Σινά ως τον R' Ashi, επιμελητή του Ταλμούδ και τελευταίο των Αμοραίων. Η αλυσίδα αυτή περιλαμβάνει την ερμηνεία ασαφών διατυπώσεων της Βίβλου (π.χ. ότι ο "καρπός ενός όμορφου δέντρου" αναφέρεται σε ένα κίτρο σε αντίθεση με κάθε άλλο καρπό), τις μεθόδους της εξήγησης (ερμηνείας) του κειμένου (οι διαφωνίες που καταγράφονται στο Μισνά και στο Ταλμούδ γενικά επικεντρώνονται σε μεθόδους εξήγησης), και σε Νόμους με Μωσαϊκή αυθεντία οι οποίοι δεν μπορούν να προκύψουν από το Βιβλικό κείμενο (π.χ. την ποσότητα μη κόσερ φαγητού πρέπει να φάει κανείς για να είναι υπόλογος), ο αριθμός και οι σειρά των γραφών που πρέπει να τοποθετηθούν στα φυλακτήρια, κ.τ.λ.).

Οι Φαρισαίοι ήταν επίσης καινοτόμοι στο ότι εφάρμοσαν συγκεκριμένους νόμους όπως είδαν απαραίτητο σύμφωνα με τις ανάγκες του καιρού. Αυτοί περιελάμβαναν απαγορεύσεις για να προληφθεί η παραβίαση κάποιας βιβλικής απαγορεύσεως κατά λάθος (π.χ. κάποιος δεν μπορεί να πάρει ένα lulav το Σάββατο "Εκτός αν το μεταφέρει σε δημόσιο χώρο") που ονομάζονται μεταξύ άλλων gezeirot. Η εντολή να διαβάζεται η Μεγκιλά (Βιβλίο της Εσθήρ) κατά τη γιορτή του Πουρίμ και το άναμμα της Μενόρα και τη γιορτή του Χάνουκα είναι ραβινικές καινοτομίες. Το μεγαλύτερο μέρος του νομικού συστήματος βασίζεται "σε αυτό που κατασκεύασαν οι σοφοί μέσω λογικής συλλογιστικής και της καθιερωμένης πρακτικής"[47]. Επίσης, οι ευλογίες πριν τα γεύματα και οι λέξεις του Αμιντά. Τα παραπάνω είναι γνωστά ως Takanot. Οι Φαρισαίοι βάσιζαν την "εξουσιοδότηση" τους να καινοτομούν στους στίχους: "....σύμφωνα με τα λόγια που σας λένε [οι ιερείς]…σύμφωνα με όλα όσα σας δίνουν οδηγίες. Σας δίνουν οδηγίες σύμφωνα με τον νόμο και σύμφωνα με την απόφαση που θα σας αναγγείλουν, θα τα κάνετε. Δεν θα παρεκκλίνετε από τον λόγο που σας λένε, ούτε δεξιά ούτε αριστερά" (Δευτερονόμιο 17:10–11) (βλ. Encyclopedia Talmudit λήμμα "Divrei Soferim").

Σημασία της συζήτησης και της μελέτης του νόμου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξίσου όσο σημαντικός (αν όχι πιο σημαντική) ήταν κάθε νόμος, ήταν η αξία που δίνανε οι ραβίνοι στη μελέτη και τη συζήτηση για νομικό σύστημα. Οι σοφοί του Ταλμούδ πιστεύανε ότι όταν δίδασκαν την Προφορική Τορά στους μαθητές τους, μιμούνταν τον Μωυσή, ο οποίος δίδαξε τον νόμο στα παιδιά του Ισραήλ. Παραπέρα, οι ραβίνοι πίστευαν ότι "ότι τα επουράνια μελετάνε την Τορά ακριβώς όπως τα επίγεια, επιχειρηματολογώντας μάλιστα ακόμα για τα ίδια ερωτήματα."[48]. Έτσι, με τη συζήτηση και τη διαφωνία για την ερμηνεία της Τορά και πώς μπορεί καλύτερα να εφαρμοστεί, κανένας ραβίνος (ή ο αντίπαλός του) δεν πίστευε ότι απέρριπτε με κάποιο τρόπο τον Θεό ή απειλούσε τον Ιουδαϊσμό. Αντίθετα, ήταν ακριβώς μέσω τέτοιων επιχειρημάτων για την Τορά που οι ραβίνοι πίστευαν ότι μιμούνταν και τιμούσαν τον Θεό.

Μια ένδειξη της έμφασης των Φαρισαίων στη συζήτηση και τη διαφορετικότητα των απόψεων, είναι ότι το Μισνά και το Ταλμούδ σηματοδοτούν διαφορετικές γενιές λογίων όσον αφορά στις "αντίπαλες" σχολές σκέψης. Για παράδειγμα, στον πρώτο αιώνα, οι δύο μεγάλες Φαρισαϊκές σχολές ήταν αυτές του Χιλέλ και του Σαμάι. Μετά τον θάνατο του Χιλέλ το 20 μ.Χ. ο Σαμάι πήρε τη θέση του προέδρου στο Σανχεντρίν μέχρι τον θάνατό του το 30 μ.Χ. Οι υποστηριχτές των δύο αυτών σοφών κυριάρχησαν τις επόμενες δεκαετίες στην "ακαδημαϊκή" διαμάχη. Αν και το Τελμούδ καταγράφει τα επιχειρήματα και τις θέσης της σχολής του Σαμάι, τελικά έγκυρες και "επίσημες" τελικά θεωρήθηκαν οι διδαχές της σχολής του Χιλέλ.

Από τους Φαρισαίους στους ραβίνους[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά τους Ιουδαιορωμαϊκούς Πολέμους, επαναστάτες όπως οι Ζηλωτές είναι συντριβεί από τους Ρωμαίους και είχαν λίγη αξιοπιστία (ο τελευταίος Ζηλωτής πέθανε στη Μασάντα το 73). Ομοίως, οι Σαδδουκαίοι, οι διδασκαλίες των οπίων ήταν τόσο στενά συνδεδεμένες με τον Ναό, εξαφανίστηκαν με την καταστροφή του Δεύτερου Ναού το 70 μ.Χ. Οι Εσσαίοι επίσης εξαφανίστηκαν, ίσως επειδή οι διδαχές τους διέφεραν τόσο πολύ από ζητήματα των καιρών, ή ίσως επειδή λεηλατήθηκαν από τους Ρωμαίους στο Κουμράν.

Από όλες τις μεγάλες σέχτες του Δεύτερου Ναού, ουσιαστικά επιβίωσαν μόνο οι Φαρισαίοι, με διδασκαλίες προς όλους τους Εβραίους που μπορούσαν να αντικαταστήσουν τη λατρεία του Ναού. Τέτοιες διδασκαλίες επεκτείνονταν και πέρα από τελετουργικές πρακτικές. Σύμφωνα με το κλασικό μιντράς στο Avot D'Rabbi Nathan (4:5):

Ο Ναός καταστράφηκε. Ποτέ δεν είδαμε τη δόξα του. Αλλά ο Ραβίνος Τζόσουα την είδε. Και όταν είδε μια μέρα τα ερείπια του Ναού, ξέσπασε σε δάκρυα. "Αλλοίμονο σε μας! Ο τόπος που εξιλέωνε τις αμαρτίες όλου του λαού του Ισραήλ κείτεται σε ερείπια!" Τότε ο Ραβίνος Yohannan ben Zakkai του είπε αυτά τα λόγια παρηγοριάς: "Μη θλίβεσαι παιδί μου. Υπάρχει κι άλλος τρόπος για την τελετουργική εξιλέωση, παρόλο που ο Ναός καταστράφηκε. Πρέπει τώρα να κερδίσουμε τελετουργική εξιλέωση με πράξεις αγάπης και καλοσύνης".

Μετά την καταστροφή του Ναού, η Ρώμη κυβερνούσε την Ιουδαία μέσω ενός Ρωμαίου Προκουράτορα στην Καισάρεια και ενός Εβραίου Πατριάρχη, και επέβαλε συγκεκριμένη φορολογία στους Εβραίους (Fiscus Judaicus). Ο Yohanan ben Zakkai, Φαρισαίος ηγέτης, διορίστηκε ως πρώτος Πατριάρχης (η Εβραϊκή λέξη, Nasi, σημαίνει επίσης πρίγκιπας ή πρόεδρος), και επανίδρυσε το Σανχεντρίν στη Γιανβέ υπό τον έλεγχο των Φαρισαίων. Αντί της απόδοσης της δεκάτης στους ιερείς και την προσφορά θυσιών στον (τώρα κατεστραμμένο) Ναό, οι ραβίνοι συμβούλευαν να δίνουν οι Εβραίοι φιλανθρωπία. Παραπέρα, υποστήριξαν ότι όλοι οι Εβραίοι πρέπει να μελετάνε στην τοπική συναγωγή, γιατί η Τορά είναι "οι κληρονομιά του πληρώματος του Ιακώβ" (Δευτ. 33: 4)[49].

Μετά την καταστροφή του Πρώτου Ναού, οι Εβραίοι πίστευαν ότι ο Θεός θα τους συγχωρήσει και θα τους επιτρέψει να ξαναχτίσουν τον Ναό – κάτι που έγινε τελικά μέσα σε τρεις γενιές. Μετά την καταστροφή και του Δεύτερου Ναού, οι Εβραίοι αναρωτήθηκαν αν αυτό θα ξαναγινόταν. Όταν ο Αυτοκράτορας Αδριανός απείλησε να ξαναχτίσει την Ιερουσαλήμ ως παγανιστική πόλη αφιερωμένη στον Δία, το 132, την Αίλια Καπιτολίνα, κάποιοι σοφοί του Σανχεντρίν υποστήριξαν μια εξέγερση που ηγήθηκε ο Σίμον Μπαρ Κοσίμπα (αργότερα γνωστός ως Μπαρ Κόχμπα), ο οποίος ίδρυσε ένα εφήμερο ανεξάρτητο κράτος που κατέκτησαν οι Ρωμαίοι το 135. Με αυτή την ήττα, οι ελπίδες των Εβραίων ότι ο Ναός θα μπορούσε να ξαναχτιστεί συντρίφτηκαν. Όμως, η πίστη σε έναν Τρίτο Ναό παραμένει ακρογωνιαίος λίθος στην Εβραϊκή πίστη.

Οι Ρωμαίοι απαγόρευσαν στους Εβραίους την είσοδο στην Ιερουσαλήμ (εκτός από την ημέρα του Τισά Μπ΄αβ), καθώς και κάθε σχέδιο για την ανακατασκευή του Ναού. Αντίθετα, η Επαρχία της Ιουδαίας ονομάστηκε Σύρια Παλεστίνα (Syria Palestina), και η Ιερουσαλήμ Αίλια Καπιτολίνα. Οι Ρωμαίοι τελικά επανίδρυσαν το Σανχεντίν υπό την ηγεσία του Judah haNasi (που ισχυριζόταν ότι ήταν απόγονος του Βασιλιά Δαυίδ). Κατέστησαν τον τίτλο "Nasi" κληρονομικό, και οι γιοι του Ιούδα υπηρέτησαν ως Πατριάρχες και αρχηγοί του Σανχεντρίν.

Εξελίξεις μετά τον Ναό[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σύμφωνα με τον ιστορικό Shaye Cohen, μετά την πάροδο τριών γενεών μετά την καταστροφή του Δεύτερου Ναού, οι περισσότεροι Εβραίοι κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι δεν θα χτιστεί Ναός στη διάρκεια της ζωής τους, αλλά ούτε και στο εγγύς μέλλον. Τώρα οι Εβραίοι ήταν αντιμέτωποι με δύσκολα και μεγάλα ερωτήματα:

  • Πώς θα επιτύχουν εξιλέωση χωρίς τον Ναό;
  • Πώς εξηγείται η καταστροφική έκβαση της εξέγερσης;
  • Πώς να ζήσει κανείς στη μετά τον Ναό εκρωμαϊσμένου κόσμο;
  • Πώς να γίνει η σύνδεση των τωρινών με τις προηγούμενες παραδόσεις;

Παρά τη σημασία που απέδιδαν στον Ναό, και παρά την υποστήριξή τους στην εξέγερση του Μπαρ Κόχμπα, το όραμα των Φαρισαίων για τον Εβραϊκό νόμο ως τρόπο με τον οποίο οι κοινοί άνθρωποι μπορούσαν να εμπλακούν με το ιερό στις καθημερινές τους ζωές τους έδωσε μια θέση από την οποία μπορούσαν να απαντήσουν και στα τέσσερα παραπάνω ερωτήματα με ένα τρόπο που είχε σημασία για τη μεγάλη πλειοψηφία των Εβραίων[50].

Κατά την εποχή του Δεύτερου Ναού, όταν οι Εβραίοι ήταν χωρισμένοι σε σέχτες, οι Φαρισαίοι ήταν μία από αυτές ανάμεσα σε πολλές. Κάθε μία διεκδικούσε το μονοπώλιο στην αλήθεια, και αποθάρρυναν την επιγαμία με άλλες σέχτες. Τα μέλη όμως των σεχτών επιχειρηματολογούσαν το ένα με το άλλο για την ορθότητα η κάθε μία της δικιάς των δικών της ερμηνειών, αν και δεν υπάρχουν σημαντικές αξιόπιστες αναφορές για τέτοιες συζητήσεις μεταξύ των σεχτών. Μετά την καταστροφή του Δεύτερου Ναού, αυτές οι διασπάσεις σε σέχτες τελείωσαν. Οι Ραβίνοι απέφευγαν τον όρο "Φαρισαίος", ίσως γιατί ήταν ένας όρος που χρησιμοποιούνταν κυρίως από μη Φαρισαίους, αλλά και επίσης επειδή ήταν αποκλειστικά υποδηλωτικός αίρεσης, σέχτας. Οι Ραβίνοι διεκδίκησαν την ηγεσία όλων των Εβραίων, και προσέθεσαν στην προσευχή Αμιντά (Amidah) το birkat haMinim, που περιέχει το "Δοξασμένος Κύριε, που συντρίβει τους εχθρούς και νικάει τους αλαζόνες", και που θεωρείται ως απόρριψη των σχισματικών και των σχισμάτων. Αυτή η εξέλιξη σε καμία περίπτωση δεν έλυσε τις διαμάχες για την ερμηνεία της Τορά. Απλά, μετατόπισε τις διαμάχες μεταξύ των σεχτών, σε διαμάχες με τον Ραβινικό Ιουδαϊσμό. Η Φαρισαϊκή δέσμευση στην ακαδημαϊκή συζήτηση σαν αξία καθεαυτή, αντί να είναι παραπροϊόν του σεκταρισμού, ανήρθε ως καθοριστικό χαρακτηριστικό του Ραβινικού Ιουδαϊσμού.

Έτσι, ενώ οι Φαρισαίοι έλεγαν ότι όλο το Ισραήλ πρέπει να ενεργεί ως ιερείς, οι Ραβίνοι έλεγαν ότι όλο το Ισραήλ πρέπει να ενεργεί ως ραβίνοι: "Οι ραβίνοι παραπέρα, ήθελαν να μεταμορφώσουν όλη την εβραϊκή κοινότητα σε ακαδημία όπου μελετιόνταν όλη η Τορά και…η εξιλέωση να εξαρτάται από τη "ραβινοποίηση" όλου του Ισραήλ, δηλαδή, από την επίτευξη από όλους τους Εβραίους μια πλήρους ενσωμάτωσης της αποκάλυψης της Τορά, πετυχαίνοντας έτσι ένα τέλειο αντίγραφο τους ουρανού."[51].

Η Ραβινική Εποχή χωρίζεται σε δύο περιόδους. Η πρώτη είναι αυτή των Ταναΐμ (από την Αραμαϊκή λέξη για την "επανάληψη". Η Αραμαϊκή ρίζα TNY είναι η αντίστοιχη στην Εβραϊκή SNY, που είναι η βάση για τη λέξη "Μισνά". Έτσι, οι Ταναΐμ είναι "Δάσκαλοι της Μισνά"), των σοφών που επαναλάμβαναν, και έτσι μετέδωσαν στους επόμενους την Προφορική Τορ. Σε αυτήν την περίοδο οι σοφοί οριστικοποίησαν τον Βιβλικό Κανόνα της Τανάκ, και το 200 ο Judah haNasi επιμελήθηκε τους Ταναϊτικές νόμους και παραδόσεις συντάσσοντας το Μισνά, που θεωρείται από τους ραβίνους ως τη οριστική έκφραση της Προφορικής Τορά (αν και κάποιοι από τους σοφούς που αναφέρονται στο Μισνά είναι Φαρισαίοι οι οποίοι έζησαν πριν την καταστροφή του Δεύτερου Ναού ή πριν από την εξέγερση του Μπαρ Κόχμπα, οι περισσότεροι από τους σοφούς που αναφέρονται ζήσανε μετά την εξέγερση).

Η δεύτερη περίοδος είναι αυτή των Αμοραϊτών (Αμοραΐμ, από την Αραμαϊκή λέξη για τον "ομιλητή"), ραβίνων και των μαθητών τους που συνέχισαν να συζητάνε νομικά θέματα και τη σημασία των βιβλίων της Βίβλου. Στην Παλαιστίνη, οι συζητήσεις αυτές έγιναν σε σημαντικές σχολές στην Τιβεριάδα, την Καισάρεια και τη Σέπφωρις, ενώ στη Βαβυλωνία στη Νέερδα, Pumpeditha και στη Σούρα (ή Σόρα). Αυτή η παράδοση μελέτης και συζήτηση έφτασε στη μέγιστη εκδήλωσή της στην εξέλιξη των Ταλμουΐμ, επεξηγήσεις της Μισνά και καταγραφές Ραβινικών συζητήσεων, ιστοριών, κρίσεων, που συνετάχθη περίπου το 400 στην Παλαιστίνη και περίπου το 500 στη Βαβυλώνα.

Τελικά ο Ραβινικός Ιουδαϊσμός αναδείχθηκε ως ο επίσημος Ιουδαϊσμός και στην πραγματικότητα σήμερα πολλοί αναφέρονται στον Ραβινικό Ιουδαϊσμό απλά ως "Ιουδαϊσμός". Ο Jacob Neusner, όμως, πιστεύει ότι ο Αμοραϊσμός δεν είχε καμία τελική εξουσία στις κοινότητες. Έζησαν σε εποχή που οι Εβραίοι ήταν υπόδουλοι είτε των Ρωμαίων, είτε των Ιρανικών (Παρθικών ή Περσικών) αυτοκρατοριών. Αυτές οι αυτοκρατορίες άφηναν την καθημερινή διακυβέρνηση στις Εβραϊκές αρχές: στη Ρωμαϊκή Παλαιστίνη μέσω του κληρονομικού αξιώματος του Πατριάρχη (ο οποίος ήταν ταυτόχρονα και ο αρχηγός του Σανχεντρίν). Στη Βαβυλωνία μέσω του κληρονομικού αξιώματος του Reish Galuta, του "Αρχηγού της Εξορίας" (ο οποίος επικύρωνε τους διορισμούς των διευθυντών των ραβινικών σολών). Σύμφωνα με τον καθηγητή Neusner:

Ο "Ιουδαϊσμός" των ραβίνων αυτή την εποχή δεν είναι σε κανένα βαθμό ούτε κανονικός ούτε κανονιστικός, και μιλώντας περιγραφικά, οι σχολές δεν μπορούν να αποκαλεστούν "ελιτιστικές". Όποιες κι αν είναι οι βλέψεις τους για το μέλλον και οι φιλοδοξίες τους για το παρόν, οι ραβίνοι, αν και ισχυροί και με επιρροή, αποτελούν μια ομάδα μειονότητας που προσπαθεί να ασκήσει εξουσία, χωρίς να έχει ιδιαίτερη κυβερνητική υποστήριξη, να επικρατήσει χωρίς να διαθέτει βασικά μέσα εξαναγκασμού[52].

Κατά τη γνώμη του Neusner, το ραβινικό σχέδιο, όπως παρουσιάζεται στο Ταλμούδ, αντανακλά όχι μόνο τον κόσμο όπως ήταν, αλλά και τον κόσμο όπως ονειρευόταν οι ραβίνοι ότι έπρεπε να ήταν.

Όμως, σύμφωνα με τον S. Baron υπήρχε "μια γενικότερη διάθεση των ανθρώπων να ακολουθήσουν την αυτό-επιβαλλόμενη Ραβινική ηγεσία". Αν και οι Ραβίνοι δεν είχαν την εξουσία να επιβάλουν θανατική ποινή, "Η μαστίγωση και τα βαριά πρόστιμα, σε συνδυασμό με ένα εκτεταμένο σύστημα αφορισμού από την κοινότητα, ήταν παραπάνω από αρκετά για της διατήρησης της εξουσίας των δικαστηρίων". Στην πραγματικότητα, οι Ραβίνοι πήραν όλο και περισσότερη εξουσία από τον Reish Galuta ώσπου εν τέλει ο Rav Ashi πήρε τον τίτλο Rabbana, που έφερε από εκείνο το σημείο και μετά ο Αρχηγός της Εξορίας, και εμφανίστηκε μαζί με τους άλλους δύο Ραβίνους ως η επίσημη αποστολή "στην πύλη της Αυλής του Βασιλιά Ισδιγέρδη Γ΄". Ο Αμορά και ο (Ταννά) Ραβ ήταν προσωπικοί φίλοι τους βασιλιά Αρτάβενου, και ο Σαμουήλ είχε κοντινές σχέσεις με τον Βασιλιά της Περσίας Σαπώρη. Έτσι, οι ραβίνοι είχαν σημαντικά μέσα "εξαναγκασμού" και οι άνθρωποι φαίνεται να ακολούθησε τη Ραβινική διακυβέρνηση.

Φαρισαίοι και Χριστιανισμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γκιστάβ Ντορέ: Η Αντιπαράθεση του Ιησού με τους Φαρισαίους.
Ο Ιησούς στο σπίτι του Φαρισαίου, Τιντορέττο, Εσκοριάλ.

Οι Φαρισαίοι εμφανίζονται στην Καινή Διαθήκη, σε διαμάχες με τον Ιωάννη τον Πρόδρομο[5] και με τον Ιησού, και επειδή ο Νικόδημος ο Φαρισαίος (Κατά Ιωάννη 3:1) μαζί με τον Ιωσήφ ενταφίασαν τον Ιησού. Ο Γαμαλιήλ, ο πολύ σεβάσμιος ραβίνος και υπερασπιστής των Αποστόλων, ήταν επίσης Φαρισαίος, και σύμφωνα με κάποιες χριστιανικές παραδόσεις, κρυπτοχριστιανός[7]

Υπάρχουν πολλές αναφορές στην Καινή Διαθήκη ότι ο Απόστολος Παύλος ήταν Φαρισαίος πριν μεταστραφεί στον Χριστιανισμό[6], καθώς και άλλα μέλη των Φαρισαίων ήταν γνωστά ότι έγινα Χριστιανοί (Πράξεις 15:5 Αρχειοθετήθηκε 2016-09-02 στο Wayback Machine.). Ήταν μέλη της ομάδας αυτής που υποστήριζαν ότι οι εθνικοί προσήλυτοι έπρεπε να περιτμηθούν και ήταν υποχρεωμένοι να ακολουθούν τον Μωσαϊκό Νόμο, που οδήγησε στη διαμάχη για την περιτομή στους κόλπους της Πρωτοχριστιανικής Εκκλησίας, με την οποία ασχολήθηκε η Αποστολική Σύνοδος της Ιερουσαλήμ[53].

Η Καινή Διαθήκη, και ειδικά τα Συνοπτικά Ευαγγέλια, παρουσιάζουν την ηγεσία των Φαρισαίων έχοντας εμμονή με τους ανθρώπινους νόμους (ειδικά αυτούς που αφορούν την καθαρότητα και τον εξαγνισμό) ενώ τον Ιησού τον απασχολεί περισσότερο με την αγάπη του Θεού. Οι Φαρισαίοι περιφρονούν τους αμαρτωλούς, ενώ ο Ιησούς του αναζητεί (το Κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο, το οποίο είναι το μόνο που αναφέρει τον Νικόδημο, παρουσιάζει ειδικότερα τη σέχτα ως διχασμένη και διατεθειμένη να συζητήσει). Εξαιτίας της συχνής παρουσίασης στην Καινή Διαθήκη των Φαρισαίων ως αυτάρεσκων τηρητών του νόμου (βλέπε επίσης έλεγχος των Φαρισαίων και τυπολατρία), η λέξη "φαρισαίος" (και τα παράγωγά της, "φαρισαϊκός", κ.τ.λ.) έχει καταλήξει να είναι συνώνυμη του υποκριτή και αλαζόνα που βάζει το γράμμα του νόμου πάνω από την ουσία του[54][55]. Οι σημερινοί Εβραίοι που ακολουθούν τον Φαρισαϊκό Ιουδαϊσμό γενικά θεωρούν το παραπάνω προσβλητικό και μερικοί θεωρούν τη χρήση της λέξης αντισημιτική[56]

Κάποιοι έχουν διατυπώσει την άποψη ότι ο ίδιος ο Ιησούς ήταν Φαρισαίος, και ότι η διαμάχη με τους Φαρισαίους είναι σημάδι ότι ήταν ενσωματωμένους σ’ αυτούς, παρά σημάδι θεμελιώδους σύγκρουσης (όντας η διαφωνία η κύρια περιγραφική μέθοδος που εφαρμόζεται στο Ταλμούδ για την αναζήτηση της αλήθειας, και όχι απαραίτητα σημάδι αντίθεσης)[57]. Η έμφαση του Ιησού στην αγάπη για τον πλησίον για παράδειγμα, αντηχεί τα διδάγματα της σχολής του Χιλέλ, ενώ η απόψεις του για το διαζύγιο (πρβ. Κατά Ματθαίον 5:31-32 Αρχειοθετήθηκε 2016-09-16 στο Wayback Machine.), είναι πιο κοντά σε αυτά της σχολής του Σαμάι, επίσης Φαρισαίου.

Άλλοι έχουν υποστηρίξει ότι η παρουσίαση των Φαρισαίων στην Καινή Διαθήκη είναι αναχρονιστικά κατασκευασμένη. Αν και μια μειονότητα μελετητών ακολουθούν την υπόθεση του Αυγουστίνου, οι περισσότεροι χρονολογούν τα Χριστιανικά Ευαγγέλια μεταξύ του 70 και 100 μ.Χ., περίοδο μετά το σχίσμα του Χριστιανισμού από τον Ιουδαϊσμό (και μετά που ο Φαρισαϊσμός αναδείχτηκε ως η κυρίαρχη μορφή του Ιουδαϊσμού). Αντί μιας ακριβούς αναφοράς της σχέσης του Ιησού με τους Φαρισαίους και άλλους Εβραίους ηγέτες, αυτή η άποψη υποστηρίζει ότι τα Ευαγγέλια αντικατοπτρίζουν τον ανταγωνισμό και τη σύγκρουση των πρώτων Χριστιανών και των Φαρισαίων για την ηγεσία των Εβραίων, ή την προσπάθεια των Χριστιανών να αποστασιοποιηθούν από τους Εβραίους, προκειμένου να παρουσιαστούν υπό πιο ευνοϊκό πρίσμα στους Ρωμαίους και άλλους Εθνικούς — καθιστώντας τους έτσι προκατειλημμένη πηγή όσον αφορά τη συμπεριφορά των Φαρισαίων[58][59].

Τα παραδείγματα της σύγκρουσης περιλαμβάνουν την περίπτωση της θεραπείας του παραλυτικού (Μάρκος 2) τον οποίο ο Ιησούς θεράπευσε αφού πρώτα συγχώρεσε τις αμαρτίες του, πράξη που οι Φαρισαίοι αποκάλεσαν βλασφημία. Κάποιοι ιστορικοί όμως, έχουν παρατηρήσει ότι η πράξεις του Ιησού είναι παρόμοιες και σύμφωνες με τα Εβραϊκά πιστεύω και πρακτικές της εποχής, όπως αυτά είχαν καταγραφεί από τους ραβίνους, που συχνά συνέδεαν την αρρώστια με την αμαρτία και τη θεραπεία με τη συγχώρεση[60]. Οι Εβραίοι, σύμφωνα με τον E.P. Sanders, απορρίπτουν αυτό που υποδηλώνει η Καινή Διαθήκη ότι η θεραπεία ήταν κριτική προς ή την είχαν κριτικάρει οι Φαρισαίοι, καθώς δεν υπάρχει κάποια σωζόμενη Ραβινική πηγή η οποία να ασκεί κριτική σ’ αυτή την πρακτικήr[60]. Ένα άλλο επιχείρημα είναι ότι σύμφωνα με την Καινή Διαθήκη, οι Φαρισαίοι ήθελαν να τιμωρήσουν τον Ιησού για τη θεραπεία ενός χωλού κατά το Σάββατο (Κατά Μάρκον 3:1-6). Δεν υπάρχει Ραβινικός κανόνας σύμφωνα με τον οποίο ο Ιησούς είχε παραβιάσει με αυτή την πράξη το Σάββατο[61].

Κάποιοι μελετητές πιστεύουν ότι αυτά τα αποσπάσματα στην Καινή Διαθήκη τα οποία είναι τα πιο εχθρικά προς τους Φαρισαίους γράφτηκαν μετά την καταστροφή του Δεύτερου Ναού το 70 μ.Χ.[62][63]. Μετά την καταστροφή του, επιβίωσαν μόνο ο Χριστιανισμός και ο Φαρισαϊσμός, και οι δύο ανταγωνίστηκαν για λίγο μέχρι να ανέλθει ο δεύτερος ως η επικρατούσα μορφή του Ιουδαϊσμού. Όταν πολλοί Εβραίοι δεν μεταστράφηκαν σε Χριστιανοί, οι τελευταίοι αναζήτησαν νέους προσήλυτους μεταξύ των Εθνικών[64]. Οι Χριστιανοί έπρεπε να εξηγήσουν γιατί οι προσήλυτοι να ακούσουν αυτούς και όχι τους άλλους Εβραίους όσον αφορά την Εβραϊκή Βίβλο, καθώς και έπρεπε να αποστασιοποιηθούν από τους Εβραίους που επαναστατούσαν ενάντια στη Ρωμαϊκή εξουσία και στην εξουσία γενικότερα[65]. Έτσι, θεωρούνται ότι μπορεί να είχαν παρουσιάσει ότι ο Ιησούς ήταν πιο συμπαθών στους Ρωμαίους απ’ ότι στους Εβραίους.

Εμφάνιση στην Καινή Διαθήκη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην Καινή Διαθήκη το όνομα των Φαρισαίων εμφανίζεται πολλές φορές. Με μια προσεκτική καταγραφή φανερώνεται ότι πολλά περιστατικά είναι τα ίδια, ενώ πολλές φορές αναφέρονται μαζί με άλλες (Σαδδουκαίους, γραμματείς και νομοδιδάσκαλους, άρχοντες και αρχιερείς) σέχτες ή ομάδες των Εβραίων που αποτελούσαν μέλη του Σανχεντρίν[66] και κυρίαρχα στοιχεία της κοινωνίας και του Ιουδαϊσμού. Συγκεκριμένα, από τα Συνοπτικά, στο Κατά Ματθαίον αναφέρονται 15 ξεχωριστά περιστατικά, εκ των οποίων στα 7 αναφέρονται μόνο οι Φαρισαίοι και στα 8 μαζί με άλλους. Στο Κατά Μάρκον περιλαμβάνεται μόνο μία ξεχωριστή αναφορά, μόνο στους Φαρισαίους, ενώ στο Κατά Λουκά εκτός από 6 περιστατικά ίδια με των άλλων δύο, αναφέρονται άλλα 9, 6 από τα οποία αναφέρονται μόνο οι Φαρισαίοι και 3 μαζί με άλλους. Τέλος, στο Κατά Ιωάννη, δεν υπάρχει καμία ίδια αναφορά με τα Συνοπτικά, αλλά 12 άλλες αναφορές, 6 εκ των οποίων μόνο στους Φαρισαίους και 6 μαζί με άλλους. Συνολικά, οι Φαρισαίοι αναφέρονται στα Ευαγγέλια σε 37 ξεχωριστά περιστατικά, εκ των οποίων 19 μόνοι τους και 18 μαζί με άλλους. Εκτός από τα παραπάνω που αφορούν τις σχέσεις με τον Ιησού και τους μαθητές του, υπάρχουν δύο αναφορές από τον Ιωάννη τον Πρόδρομο, μία στον Κατά Ματθαίον όπου κατακρίνει τους Φαρισαίους και Σαδδουκαίους[67], και μία στο Κατά Ιωάννη, όπου απαντάει σε απεσταλμένους των Φαρισαίων περί της αποστολής του[68].

Όσον αφορά στον χαρακτήρα των παραπάνω αναφορών, το Κατά Ματθαίον περιλαμβάνει τα περισσότερα αρνητικά και περιστατικά αντιπαράθεσης, όπως και το κατά Μάρκον, καθώς παραθέτει τα ίδια αποσπάσματα. Στο Κατά Λουκά όμως υπάρχουν, εκτός από τα κοινά περιστατικά, και κάποια που υποδηλώνουν ανεκτική αν όχι καλή σχέση του Ιησού με (τουλάχιστον κάποιους από) τους Φαρισαίους. Σε δύο από αυτά προσκαλείται και εστιάζει σε σπίτι Φαρισαίων[69], ο ένας από τους οποίους μάλιστα είναι άρχοντας, και όπου ρωτάει τους νομοδιδάσκαλους και τους Φαρισαίους αν μπορεί να θεραπεύσει το Σάββατο, και εκείνοι δεν φέρνουν αντίρρηση σιωπώντας[70]. Πιο χαρακτηριστικό είναι άλλο περιστατικό, όπου Φαρισαίοι των προειδοποιούν να φύγει από το μέρος που βρισκόταν, γιατί ο Ηρώδης ήθελε να τον σκοτώσει[71].

Στο Κατά Ιωάννη η αναφορά στους Φαρισαίους δεν είναι τόσο κριτική και αρνητική, ενώ βρίσκουμε και μία αναφορά όπου πολλά μέλη των αρχόντων (άρα και μέσα στο Σανχεντρίν) είχαν πιστέψει, αλλά δεν το φανέρωναν από τον φόβο των Φαρισαίων, κάτι που φανερώνει την επιρροή που ασκούσαν[72].

Τέλος, στις Πράξεις και στις Επιστολές οι Φαρισαίοι αναφέρονται μόνο 6 φορές, εκ των οποίων οι 3 αφορούν το γεγονός ότι ο Παύλος ήταν Φαρισαίος πριν μεταστραφεί στον Χριστιανισμό (Πράξεις 23:6, 26:5[73], Προς Φιλιππησίους 3:5), μία για την ευνοϊκή στάση του Γαμαλιήλ (Πράξεις 34:40), και μία που μας πληροφορεί ότι είχαν προσηλυτιστεί Φαρισαίοι, οι οποίοι ζητούσαν να εφαρμοστεί σε όλους η περιτομή και ο Εβραϊκός Νόμος (Πράξεις 15:5).

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Cecil Roth (1961). History of the Jews. Schocken Books. σελ. p. 84. CS1 maint: Extra text (link)
  2. Jewishvirtuallibrary.org
  3. Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, 17.42
  4. Ber. 48b; Shab. 14b; Yoma 80a; Yeb. 16a; Nazir 53a; Ḥul. 137b; et al.)
  5. 5,0 5,1 Matthew 3:1–7,Luke 7:28–30
  6. 6,0 6,1 Ο Απόστολος Παύλος ως Φαρισαίος Πράξεις 26:5 Αρχειοθετήθηκε 2016-09-21 στο Wayback Machine., επίσης Πράξεις 23:6 Αρχειοθετήθηκε 2016-09-22 στο Wayback Machine. και Προς Φιλιππησίους 3:5 Αρχειοθετήθηκε 2016-07-24 στο Wayback Machine.
  7. 7,0 7,1 Οι Πράξεις απλώς αναφέρουν (5:33-39):" 34 Σηκώθηκε τότε κάποιος Φαρισαίος στο συνέδριο με το όνομα Γαμαλιήλ, νομοδιδάσκαλος που τον τιμούσε όλος ο λαός, και διέταξε να βγάλουν έξω για λίγο τους ανθρώπους3 5 και είπε προς αυτούς: «Άντρες Ισραηλίτες, προσέχετε τους εαυτούς σας σχετικά με τους ανθρώπους αυτούς τι μέλλετε να πράττετε.36 Γιατί πριν από αυτές τις ημέρες σηκώθηκε ο Θευδάς λέγοντας πως ο εαυτός του είναι κάποιος, στον οποίο προσκολλήθηκε ένας αριθμός αντρών περίπου τετρακοσίων. Αυτός σκοτώθηκε, και όλοι όσοι πείθονταν σ’ αυτόν διαλύθηκαν και έγιναν τίποτα. 37 Μετά από αυτόν σηκώθηκε ο Ιούδας ο Γαλιλαίος κατά τις ημέρες της απογραφής και έσυρε λαό πίσω του σε αποστασία. Κι εκείνος χάθηκε και όλοι όσοι πείθονταν σ’ αυτόν διασκορπίστηκαν.38 Και τώρα σας λέω, σταθείτε μακριά από τους ανθρώπους αυτούς και αφήστε τους. Γιατί αν είναι από τους ανθρώπους η βουλή αυτή ή το έργο αυτό, θα καταλυθεί.39 Αν όμως είναι από τον Θεό, δε θα δυνηθείτε να τους καταλύσετε, και προσέχετε μην τυχόν και θεομάχοι βρεθείτε»."
  8. Klein, Ernest (1987). A Comprehensive Etymological Dictionary of the Hebrew Language for Readers of English. City: University of Haifa. ISBN 965-220-093-X. 
  9. «Εβραϊκή λέξη #6567 στο Strong's Concordance». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 6 Σεπτεμβρίου 2016. 
  10. Ant. 18.9
  11. The Oxford History of the Biblical World, ed. by Michael D Coogan. Pub. by Oxford University Press, 1999. pg 350
  12. «Ιερεμίας 52:28-30 (Εβραϊκή Βίβλος)». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 24 Απριλίου 2016. Ανακτήθηκε στις 6 Σεπτεμβρίου 2016. 
  13. Βλ. Νεεμίας 8:1-18 Αρχειοθετήθηκε 2016-04-24 στο Wayback Machine.
  14. Cohen, Shaye J.D., From the Maccabees to the Mishnah. The Westminster Press, 1987, p. 159.
  15. Ibid, p. 143.
  16. Schwartz, Leo, ed. Great Ages and Ideas of the Jewish People
  17. Babylonian Talmud tractate Bava Kamma Ch. 8
  18. Encyclopaedia Judaica s.v. "Sadducees"
  19. Ant. 13.288–296.
  20. Nickelsburg, 93.
  21. Junghwa Choi, Jewish Leadership in Roman Palestine from 70 C.E. to 135 C.E. BRILL, 2013 ISBN 9004245146 p90
  22. Sievers, 155
  23. The History of the Second Temple Period, Paolo Sacchi, ch. 8 p. 269: "Στο σημείο αυτό το μεγαλύτερο μέρος των κατοίκων της πόλης, υπέρ-Φαρισαϊκό και υπέρ του Υρκανού, αποφάσισαν να ανοίξουν τις πύλες της πόλης στους Ρωμαίους. Μόνο μια μειοψηφία Σαδδουκαίων κατέφυγαν στον Ναό και αποφάσισαν να αντισταθούν μέχρι το τέλος. Ήταν το φθινόπωρο του 63 π.Χ. Με αυτή την ευκαιρία ο Πομπήιος εισέβαλε στον Ναό."
  24. The Wars of the Jews, Flavius Josephus, Translated by William Whiston, A.M. Auburn and Buffalo John E. Beardsley, 1895, sections 142–150: "Και πώς πολλοί από τους ιερείς, ακόμα κι όταν είδαν τους εχθρούς τους να επιτίθενται με τα σπαθιά στα χέρια τους, χωρίς αναταραχή, συνέχιζαν τη Θεία λατρεία, και σφαγιάστηκαν ενώ προσέφεραν τις προσφορές οίνου, …Το μεγαλύτερο μέρος από αυτούς σκοτώθηκαν από την αντίπαλη φράξια, και αμέτρητο πλήθος ρίχτηκαν από τους γκρεμούς."
  25. A History of the Jewish People, H.H. Ben-Sasson, page 223: "Έτσι η ανεξαρτησία της Ασμοδαϊκής Ιουδαίας έφτασε στο τέλος της."
  26. The Oxford Handbook of the History of Ethics, edited by Roger Crisp, 2013, p.129
  27. Saving the Bill of Rights: Exposing the Left's Campaign to Destroy American Exceptionalism, Frank Miniter, 2011, p.268
  28. Kissing Fish, Roger Wolsey, 2011, p.265
  29. The Moral Foundation of Economic Behavior, David C. Rose, 2011, p.142
  30. Healer and Rebel: Life of Historical Jesus, Flemming O. Fischer, 2013, p.115
  31. Elaine Bernstein Partnow, 2008, p. 196
  32. The Book of Asher: Memoirs of a Passionate Jewish Life, Sonia Usatch-Kuhn, 2018, p.9
  33. The Religions Book, Penguin 2014, p.174
  34. The Freethinker's Prayer Book: And some word to live by, Khushwant Singh, 2013
  35. 100 Most Influential Jews of All Times for Smartphones and Mobile Devices, Mobile Reference 2007
  36. Why Loyalty Matters: The Groundbreaking Approach to Rediscovering Happiness, Meaning and Lasting Fulfillment in Your Life, Timothy Keiningham, Lerzan Aksoy, 2013
  37. Law, Not War: The Long, Hard Search for Justice and Peace, Richard Derecktor Schwartz, 2014, p.33
  38. Πράξεις 23.8.
  39. Ιώσηπος, Περί Ιουδαϊκού πόλεμου 2.8.14; cf. Ιουδαϊκή Αρχαιολογία 8.14–15.
  40. Πράξεις 23.6, 26.5.
  41. Προς Κορινθίους Α΄ 1.29, 15.44, 15.50, Προς Κολοσσιαίους 2:11.
  42. Dorot Ha'Rishonim
  43. Neusner, Jacob Invitation to the Talmud: a Teaching Book (1998):40
  44. Neusner, Jacob Invitation to the Talmud: a Teaching Book (1998): 8)
  45. π.χ. Κατά Ματθαίον 23: 24, «οἱ διυλίζοντες τὸν κώνωπα, τὴν δὲ κάμηλον καταπίνοντες»
  46. Josepheus. The Antiquities of the Jews. σελίδες 13.5.9. 
  47. Βλ. Zvi Hirsch Chajes The Students Guide through the Talmud Ch. 15 (English edition by Jacob Schacter
  48. Neusner, Jacob Invitation to the Talmud: a Teaching Book (1998): 8
  49. «νόμον, ὃν ἐνετείλατο ἡμῖν Μωυσῆς, κληρονομίαν συναγωγαῖς ᾿Ιακώβ». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 15 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 6 Σεπτεμβρίου 2016. 
  50. Cohen, Shaye J.D. 1988 From the Maccabees to the Mishnah
  51. Neusner, Jacob Invitation to the Talmud: a Teaching Book (1998): 9)
  52. Neusner, Jacob Invitation to the Talmud: a Teaching Book (1998): 4–5
  53. «Πράξεις 15, και αποφάσεις Πράξεις 16». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2 Σεπτεμβρίου 2016. Ανακτήθηκε στις 6 Σεπτεμβρίου 2016. 
  54. Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
  55. "φαρισαϊκός" lexigram
  56. Michael Cook 2008 Modern Jews Engage the New Testament 279
  57. H. Maccoby, 1986 The Mythmaker. Paul and the Invention of Christianity
  58. «Arthur E. Zannoni, στο Catholic Update, του Νοεμβρίου 1993, αναδημοσίευση στο apollonios.pblogs.gr». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 18 Οκτωβρίου 2016. Ανακτήθηκε στις 6 Σεπτεμβρίου 2016. 
  59. «Ο ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ ΩΣ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΡΟΣΩΠΟ στο ellada-history.blogspot.gr». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 19 Μαρτίου 2017. Ανακτήθηκε στις 6 Σεπτεμβρίου 2016. 
  60. 60,0 60,1 E.P. Sanders 1993 The Historical Figure of Jesus 213
  61. E.P. Sanders 1993 The Historical Figure of Jesus 215
  62. Paula Frederiksen, 1988 From Jesus to Christ: The Origins of the New Testament Images of Jesus
  63. Michael J. Cook, 2008 Modern Jews Engage the New Testament
  64. π.χ. Προς Ρωμαίους 11:25 Αρχειοθετήθηκε 2015-02-15 στο Wayback Machine.
  65. «Προς Ρωμαίους 13:1-8». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 15 Φεβρουαρίου 2015. Ανακτήθηκε στις 6 Σεπτεμβρίου 2016. 
  66. History of the Sanhedrin: Who was this Council?
  67. «Κατά Ματθαίον 3:7». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 1 Αυγούστου 2016. Ανακτήθηκε στις 6 Σεπτεμβρίου 2016. 
  68. «Κατά Ιωάννη 1:24». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 12 Απριλίου 2016. Ανακτήθηκε στις 6 Σεπτεμβρίου 2016. 
  69. «Κατά Λουκάν 7:36». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 25 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 6 Σεπτεμβρίου 2016. 
  70. «14:1». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 25 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 6 Σεπτεμβρίου 2016. 
  71. «Κατά Λουκά 13:31». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 25 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 6 Σεπτεμβρίου 2016. 
  72. «Κατά Ιωάννη 12:42». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 12 Απριλίου 2016. Ανακτήθηκε στις 6 Σεπτεμβρίου 2016. 
  73. Εδώ αναφέρεται επίσης ότι ο Παύλος γνώριζε ότι το συνέδριο ήταν χωρισμένο σε Σαδδουκαίους και Φαρισαίους, και αυτή είναι ξεχωριστή αναφορά.

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Baron, Salo W. A Social and Religious History of the Jews Vol 2.
  • Boccaccini, Gabriele 2002 Roots of Rabbinic Judaism ISBN 0-8028-4361-1
  • F.F. Bruce, The Book of Acts, Revised Edition (Grand Rapids: William B. Eerdmans Publishing Company, 1988)
  • Cohen, Shaye J.D. 1988 From the Maccabees to the Mishnah ISBN 0-664-25017-3
  • Fredriksen, Paula 1988 From Jesus to Christ ISBN 0-300-04864-5
  • Gowler, David B. 1991/2008 Host, Guest, Enemy, and Friend: Portraits of the Pharisees in Luke and Acts (Peter Lang, 1991; ppk, Wipf & Stock, 2008)
  • Halevi, Yitzchak Isaac Dorot Ha'Rishonim (Heb.)
  • Neusner, Jacob Torah From our Sages: Pirke Avot ISBN 0-940646-05-6
  • Neusner, Jacob Invitation to the Talmud: a Teaching Book (1998) ISBN 1-59244-155-6
  • Roth, Cecil A History of the Jews: From Earliest Times Through the Six Day War 1970 ISBN 0-8052-0009-6
  • Schwartz, Leo, ed. Great Ages and Ideas of the Jewish People ISBN 0-394-60413-X
  • Segal, Alan F. Rebecca's Children: Judaism and Christianity in the Roman World, Harvard University Press, 1986, ISBN 0-674-75076-4
  • Sacchi, Paolo 2004 The History of the Second Temple Period, London [u.a.] : T & T Clark International, 2004, ISBN 9780567044501

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]