Φαίδων (διάλογος)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Φαίδων
ΣυγγραφέαςΠλάτων
ΤίτλοςΦαίδων
Γλώσσααρχαία ελληνικά
Ημερομηνία δημιουργίαςΔεκαετία του 360 π.Χ.
ΣειράΠλατωνικός διάλογος
ΧαρακτήρεςΣωκράτης, Σιμμίας ο Θηβαίος και Κέβης εκ Θηβών
Commons page Σχετικά πολυμέσα
Κρίτων, Φαίδων, Απολλόδωρος, Αντισθένης, Αισχίνης (μαθητής του Σωκράτη), Επιγένης, Ερμογένης, Κριτόβουλος, Μεγαρόθεν Ευκλείδης, Κτήσιππος ο Παιανιεύς, Μενέξενος, Φαιδώνδης, Τερψίων καὶ ἄλλοι τινὲς τῶν ἐπιχωρίων 59b

Ο Φαίδων είναι έργο του Πλάτωνα το οποίο εντάσσεται στην τετραλογία (Ευθύφρων, Κρίτων, Απολογία, Φαίδων) των διαλόγων που αναφέρονται στη δίκη και εκτέλεση του Σωκράτη.

Πρόσωπα του διαλόγου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Εχεκράτης, οπαδός των Πυθαγορείων από τον Φλειούντα της Β.Δ. Πελοποννήσου, όπου σκηνοθετεί ο Πλάτων τον διάλογο Φαίδων, καθώς ο ομώνυμος εδώ, αφηγητής, μετά τον θάνατο του Σωκράτη, περνά απ΄ εκεί, για να επιστρέψει στην πατρίδα του, την Ήλιδα.
  • Σιμμίας και Κέβης, οι δύο πνευματικοί δίδυμοι Θηβαίοι,[1] μαθητές του περίφημου πυθαγορείου, του Φιλόλαου, ήρθαν στην Αθήνα, για να συμπληρώσουν τη φιλοσοφική τους μόρφωση και έγιναν τακτικοί συνομιλητές του Σωκράτη.

Η μελέτη του θανάτου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το βακχικό λόγο του «Συμποσίου» και του «Φαίδρου» τον χάνουμε ολωσδιόλου στο «Φαίδωνα», όπου ο λόγος γίνεται κατανυκτικός, αποτραβιέται ολωσδιόλου από την εγκόσμια χλιδή και πλέκει τον μακαρισμό του θανάτου. Ο θάνατος είναι κι αυτός, όπως ο έρως, ένας σύντροφος της ζωής. Ο πλατωνικός φιλόσοφος όμως είναι ο ίδιος· εκεί είναι ο υμνητής της ζωής, εδώ γίνεται ο μακαριστής και ο στοχαστής του θανάτου που είναι ανάγκη και όχι πόθος. Θάνατος, λέγει, είναι ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα.

Οι μαντευτές κύκνοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Χαρακτικό του Daniel Chodowiecki 18ου αι.

«Αλλοίμονο, Σιμμία. Και στ΄αλήθεια, δύσκολα θα πείσω τους άλλους ανθρώπους, πως αυτό που μου έτυχε τώρα δεν το λογιάζω για συμφορά, τη στιγμή που μήτε εσάς δεν μπορώ να πείσω, αλλά σας βλέπω να φοβόσαστε, μήπως τώρα αισθάνομαι πιο βαριά στην ψυχή μου παρά πριν. Και καθώς φαίνεται, νομίζετε, πως στη μαντική είμαι πιο τιποτένιος κι΄από τους κύκνους, που, όταν αισθανθούν, ότι ήρθε η ώρα να πεθάνουν, αυτοί, που και πριν κελαϊδούσαν, τώρα πια κελαϊδούν πιο πολύ και πιο δυνατά, γιατί χαίρονται που μέλλουν να πάνε στο θεό, που του είναι υπηρέτες. Οι άνθρωποι όμως από το φόβο τους για το θάνατο λένε αναμεταξύ τους ψέματα και για τους κύκνους, και ισχυρίζονται, πως οι κύκνοι θρηνούν το θάνατο και κελαϊδούν από λύπη και δεν σκέπτονται, ότι κανένα πουλί δεν κελαϊδάει, όταν πεινάει ή κρυώνει ή υποφέρει από κανένα άλλο κακό, μήτε κι αυτό ακόμα το αηδόνι και το χελιδόνι και ο αγριοπετεινός, αυτά δα που οι άνθρωποι λένε, πως κελαϊδούν από λύπη. Αλλά μου φαίνεται, πως μήτε αυτά κελαϊδούν από λύπη, μήτε οι κύκνοι. Αντίθετα, επειδή είναι, όπως πιστεύω, μαντικοί δούλοι του Απόλλωνα και γνωρίζουν από πριν τα αγαθά του Άδη, κελαϊδούν και τέρπονται την ημέρα ακριβώς εκείνη πιο πολύ παρά τον προηγούμενο καιρό. Εγώ όμως και ο ίδιος πιστεύω, πως είμαι μαζί με τους κύκνους δούλος και αφιερωμένος στο θεό, και πως τη μαντική δεν την έχω παραλάβει από τον κύριό μου χειρότερα παρ΄ ό,τι αυτοί ούτε πως θα παρατήσω τη ζωή μου πιο βαρύθυμα απ΄ αυτούς. Για τούτο πρέπει να μιλάτε και να με ρωτάτε ό,τι θέλετε, όσο αφήνουν οι ένδεκα άνδρες της Αθήνας. 85a

Και θα γινόνταν άμουση κάπως και άμυθη η ζωή του, αν τώρα θρηνούσε ο Σωκράτης το θάνατό του. Ο θάνατος του γίνεται μύθος, όπως και η ζωή του. Η ζωή με τον έρωτα και ο θάνατος με τη γαλήνη, που μ΄αυτήν τον προσμένει. Και σύμβολο για το έρωτα γίνεται η μάντισσα Διοτίμα και για τον θάνατο οι μαντευτές κύκνοι».[2]

Ο εσχατολογικός μύθος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο μύθος αποτελεί μια αληθινή κοσμολογία και μπορεί να συσχετισθεί με τους μεγάλους κοσμολογικούς μύθους του Φαίδρου και της Πολιτείας, ενώ συμπληρώνει το μύθο της μετεμψύχωσης του Φαίδωνα που προηγήθηκε [80d-82c].

Κι αφού αυτά τα πράγματα είναι όπως είπαμε, όταν οι πεθαμένοι φθάσουν στον τόπο, όπου φέρνει τον καθένα ο δαίμονάς του, πρώτα-πρώτα θα κρισολογηθούν και όσοι έζησαν καλά και όσια και όσοι όχι. Και εκείνοι που θα βρεθούν πως έζησαν στη μέση των δύο άλλων, αφού πορευθούν προς τον Αχέροντα, ανεβαίνουν στα οχήματα, που στέκουν εκεί έτοιμα γι΄αυτούς και φθάνουν με αυτά στη λίμνη. Η Αχερουσιάς λίμνη είναι για τους μεσαίους. Εκεί δίπλα δέχονται αυτοί την τιιμωρία και ο Κωκυτός και ο Πυριφλεγέθων για τους εγκληματίες, που το κακό τους θεραπεύεται κι ο Τάρταρος για τους ανίατους. Κι΄εκεί κατοικούν και γίνονται καθαροί και αφού ξεχρεώσουν τα αδικήματα, που τυχόν είχαν κάμει, απολυτρώνονται και για τα καλά τους έργα πάλιν αμείβονται κατά την αξία του ο καθένας. Εκείνοι όμως που θα βρεθούν αγιάτρευτοι, γιατί τα αμαρτήματά τους είναι μεγάλα ή γιατί έχουν διαπράξει ιεροσυλίες πολλές και μεγάλες ή φόνους πολλούς άδικους και παράνομους, αυτούς η ανάλογη μοίρα τους ρίχνει στον Τάρταρο, οπούθε ποτέ πια δεν βγαίνουν έξω. Εκείνοι όμως που θα βρεθούν, πως έζησαν αρκετά όσια, αυτοί είναι δα που ελευθερώνονται απ΄ αυτούς εδώ τους τόπους και είναι σαν να ξεφυλακώνονται και φθάνουν επάνω στην καθαρή κατοικία και εγκατασταίνονται επάνω στα ύψη της γης. Απ΄ αυτούς πάλιν εκείνοι που με τη φιλοσοφία έγιναν αρκετά καθαροί ζούνε παντάπασι χωρίς σώματα σ΄ όλον τον άλλον καιρό και έρχονται σε κατοικίες ακόμα πιο όμορφες απ΄αυτές που ούτε εύκολο είναι να τις περιγράψει κανείς ούτε ο χρόνος είναι τώρα αρκετός.[3]

Όλη αυτή η πολύπτυχη υπόγεια τοπογραφία δεν εξυπηρετεί εδώ κανένα επιστημονικό σκοπό. Είναι πλούσια επινόηση της φαντασίας και θέλει να δώσει υλική όψη στην εσχατολογία της άδικης ψυχής.

Το ευφρόσυνο κρασί[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

«“ὦ Σώκρατες”, ἔφη, (η φωνή στο επαναλαμβανόμενο όνειρο του Σωκράτη) “μουσικὴν ποίει καὶ ἐργάζου”» [60e].

Κι ο Κρίτων, αφού τόν άκουσε, έκανε νόημα στον υπηρέτη του που στεκόταν εκεί κοντά. Κι ο υπηρέτης βγήκε έξω κι αφού αργοπόρησε αρκετά, ήρθε φέρνοντας μαζί του αυτόν που ήταν να δώσει το δηλητήριο, φέρνοντας το τριμμένο μες σε κρασοπότηρο· κι όταν είδε ο Σωκράτης τον άνθρωπο είπε: «Πάει καλά, καλέ μου άνθρωπε, μια κι εσύ ξέρεις απ΄ αυτά, τι πρέπει να κάνω;»
- «Τίποτε άλλο, είπε εκείνος, παρά φού το πιεις, να κάνεις βόλτες, ώσπου να νιώσεις βαριά τα σκέλη σου· έπειτα να ξαπλώσεις· κι έτσι αυτό θα κάνει τη δουλειά του». Και την ίδια στιγμή πρόσφερε το ποτήρι στον Σωκράτη...[117b].
Κι αυτός το πήρε, Εχεκράτη, χωρίς καθόλου να τρομάζει και χωρίς ν΄αλλοιωθεί ούτε το χρώμα ούτε η έκφραση του προσώπου του, αλλά, όπως συνήθιζε, ρίχνοντας μια λοξή ματιά, σαν τον ταύρο, στον υπηρέτη, είπε: «Τι λες γι΄αυτό το ποτό, κάνει να χύσω λίγο απ΄αυτό για σπονδή σε κάποιο θεό ή όχι». Κι εκείνος αποκρίθηκε: «Σωκράτη, τόσο μόνο τρίβουμε, όσο είναι η κανονική δόση»
- Κατάλαβα, είπε αυτός· «αλλά, πιστεύω και επιτρέπεται και επιβάλλεται να κάνουμε ευχή στο θεό. η μετοίκηση από δω προς τον άλλο κόσμο να φέρει ευτυχία· αυτό εύχομαι λοιπόν εγώ κι έτσι ας γίνει».

"Φαίδων ο Ηλείος, φιλόσοφος.Ευπατρίδης εξ Ήλιδος μετασχών νεώτατος του κατά των Σπαρτιατών πολέμου της πατρίδος αυτού, ότε ηχμαλωτίσθη υπό των Σπαρτιατών (τω 401 π. Χ.) και επωλήθη ως δούλος, αλλ' ηλευθερώθη δια λύτρων υπό του Αλκιβιάδου ή Κρίτωνος εν Αθήναις τη προτροπή του γνωρίσαντος αυτόν και εκτιμήσαντος την ευφυΐαν αυτού Σωκράτους, παρά τω οποίω κατόπιν εμαθήτευσε μέχρι του θανάτου (του Σωκράτους), συμβάντος τω 400 π. Χ., και τούτου την τελευτήν διηγείται παρά τω Φαίδωνι του Πλάτωνος. Μετά τον θάνατον του Σωκράτους απήλθεν εις Ήλιν και συνέστησεν εκεί την ηλειακήν Σωκρατικήν σχολήν, εν η εδίδασκε τας ιδέας του διδασκάλου, οι δ' οπαδοί αυτής ελέγοντο Ηλειακοί. Συνέγραψε και πολλούς διαλόγους, ων όμως ουδείς διεσώθη. Ο δε Ιουλιανός ο Παραβάτης (επιστολή προς Διονύσιον 59) λέγει ότι ο Φαίδων ενόμιζεν ότι "τα πάντα θεραπεύονται και καθαρίζονται δια της φιλοσοφίας και προς το φως ανάγονται, δεν θα ήτο δ' αντάξια θαυμασμού η φιλοσοφία, εάν εβοήθει μόνον τους ευφυείς και καλώς τεθραμμένους (και ουχί και τους άλλους").

Νεοελληνικές μεταφράσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο πλατωνικός διάλογος Φαίδων έχει μεταφραστεί στα νέα ελληνικά:

  • από τον Αριστείδη Χαροκόπο, εκδόσεις «Φέξης», Αθήνα 1910. Διαθέσιμο στο διαδίκτυο από το 2011, “The Project Gutenberg”[1]
  • από τον Ευάγγελο Παπανούτσο, εκδόσεις «Ζαχαρόπουλος», Αθήνα χ.χ. (1939).
  • από τον Κ. Θ. Αραπόπουλο κ.ά., εκδόσεις «Πάπυρος», Αθήνα 1975.
  • από τον Δημ. Γουδή, εκδόσεις «Παπαδήμα», Αθήνα 1983.
  • από τον Βασίλη Μοσκόβη, εκδόσεις «Νομική Βιβλιοθήκη», Αθήνα 1991.
  • από τη Φιλολογική Ομάδα Κάκτου, εκδόσεις «Κάκτος», Αθήνα 19941 (20192).
  • από τον Ι. Κ. Αθανασόπουλο, εκδόσεις «Γεωργιάδης – Ελληνική Αγωγή», Αθήνα 2003.
  • από την «Εκδοτική Θεσσαλονίκης», Θεσσαλονίκη 2005.
  • από τη Βίκυ Τάτση, εκδόσεις “DeAgostini Hellas”, 2007.
  • από τον Θεόδωρο Γ. Μαυρόπουλο, εκδόσεις «Ζήτρος», Θεσσαλονίκη 2007.
  • από τις «4π Ειδικές Εκδόσεις Α.Ε.», Αθήνα 2012.
  • από τον Ιωάννη Ε. Πετράκη, εκδόσεις «Βιβλιοπωλείον της Εστίας», Αθήνα 2014.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βοηθήματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Βασίλειος Καλογεράς, Ανάλυση Φαίδωνος και Κρίτωνος, 1959
  • Ιωάννης Θεοδωρακόπουλος, Εισαγωγής στον Πλάτωνα «Η μελέτη του θανάτου» σσ.213-246, 1964
  • Φαίδων ή περί ψυχής, Ηθικός, εκδ. Πάπυρος.
  • Taylor A. Πλάτων, ο άνθρωπος και το έργό του σσ. 213-249
  • Droz G. Les mythes de Platon, σσ. 76–79 Δ. Φ. Γεώργιος Παπανδρέου, Η Ηλεία δια μέσου των αιώνων

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]