Τσακωνική διάλεκτος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Τσακωνική διάλεκτος
ΠεριοχήΤσακωνιά
Έθνος Έλληνες
ΧώραΕλλάδα Ελλάδα
Φυσικοί ομιλητές4.000-8.000 (2018)[1]
ΤαξινόμησηΙνδοευρωπαϊκές
ΔιάλεκτοιΒόρεια διάλεκτος, Νότια διάλεκτος, Προποντίδας †
Σύστημα γραφήςελληνικό αλφάβητο
ISO 639-1
ISO 639-2
ISO 639-3tsd
Linguasphere56-AAA-b
Glottologtsak1248[2]

Η Τσακωνική διάλεκτος (τσακωνικά: τσακώνικα γρούσσα) είναι ελληνογενής διαλεκτική ομάδα που ομιλείται στην περιοχή της νότιας Κυνουρίας της Αρκαδίας και σε κάποιες περοχές του Δήμου Βόρειας Κυνουρίας στην Πελοπόννησο. Από την αρχαιότητα έως το 1912 η περιοχή της νότιας Κυνουρίας ανήκε στην αρχαία Σπάρτη και στην Λακωνία αντίστοιχα.

Ταξινόμηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Τσακωνική ανήκει στην υπολειμματική δωρική ζώνη τής Νέας Ελληνικής.[3] Προήλθε από τη Δωρική διάλεκτο της Αρχαίας ελληνικής, σε αντίθεση με τη Νέα Ελληνική γλώσσα, η οποία προήλθε από την Ελληνιστική κοινή (κυρίως αττικοϊωνικής συστάσεως). Συγκεκριμένα, εικάζεται ότι προήλθε από ευρύτερη δωρική κοινή, η οποία είχε κυριαρχήσει στην Πελοπόννησο μετά τη σύσταση της Αχαϊκής Συμπολιτείας και, ως εκ τούτου, αντιστάθηκε περισσότερο στην Κοινή, ίσως επειδή ομιλείτο σε δυσπρόσιτες περιοχές.

Ο πρώτος συγγραφέας που αναφέρει την ύπαρξη ιδιαίτερης Τσακωνικής διαλέκτου είναι ο Μάζαρις τον 15ο αιώνα. Θεωρεί τους Τσάκωνες εκβαρβαρισμένους Λάκωνες αλλά οι λίγες λέξεις που αναφέρει ως παράδειγμα δεν είναι τσακωνικές.[4]
Σύμφωνα με τις πηγές, η Τσακωνική ομιλείτο στο παρελθόν από διαλεκτόφωνους πληθυσμούς αποίκων στις νότιες ακτές τού Ελλησπόντου.[5] Το τσακωνικό ιδίωμα της Προποντίδας είχε αρκετές επιδράσεις από τα βόρεια ιδιώματα της Θράκης και, ως εκ τούτου, τοποθετείται πλησιέστερα προς τη Νεοελληνική Κοινή (π.χ. ιδίωμα Προποντίδας νερέ, αλλά ιδίωμα Τσακωνιάς ύο < ύδωρ).

Αν είχε μεγάλο αριθμό ομιλητών, ισχυρή λογοτεχνική παράδοση και διοικητική αυτονόμηση, η οποία θα οδηγούσε σε αναγνώριση και σχολική διδασκαλία, θα μπορούσε να ταξινομηθεί ως ξεχωριστή ελληνογενής γλώσσα[6] σε αντιδιαστολή προς διαλέκτους όπως η Ποντιακή, η Καππαδοκική και η Κατωιταλική. Το σύγχρονο λεξιλόγιό της έχει επηρεαστεί σε μεγάλο βαθμό από την επίσημη Ελληνική.

Ετυμολογία - Προέλευση του τοπωνυμίου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γλωσσικός χάρτης της Πελοποννήσου το 1890. Η τσακωνική με γαλάζιο.

Υπάρχουν τρεις βασικές προτάσεις για την ετυμολογική προέλευση του τοπωνυμίου:

  • Τσάκωνες < *Εξω-Λάκωνες, που βασίζεται στην υπόθεση ότι πρόκειται για λαό τής «εξωτερικής Λακωνίας». Οι περισσότεροι ερευνητές δέχονταν αυτή την πρόταση, στηριζόμενοι στην επιχειρηματολογία που ανέπτυξε ο Κ. Άμαντος.[7] Έχει εντούτοις επισημανθεί ότι δεν μαρτυρείται λαός ή τοπωνύμιο *Εξω-Λάκωνες / *Εξω-Λακωνία και ότι η παρουσία των Τσακώνων στην Αρκαδία θα καθιστούσε δύσκολη αυτή την ονομασία. Είναι ακόμη χαρακτηριστικό ότι οι ίδιοι οι ομιλητές δεν χρησιμοποιούσαν για τον εαυτό τους αυτόν τον προσδιορισμό ή τον έμαθαν από εξωτερική επίδραση.[8]
  • Τσάκωνες < τράχων, -ωνος «δυσπρόσιτος και τραχύς τόπος», πρόταση που παρουσίασε ο Χ. Συμεωνίδης (1972). Ωστόσο, η εικαζόμενη τροπή /tr/ > /ts/ είναι φωνητικά δυσχερής και αντιτίθεται στις προϋποθέσεις λειτουργίας τού νεοελληνικού τσιτακισμού.
  • Τσάκονες < διάκονες / διάκονοι, όπως αποκαλούνταν οι βοηθητικοί στρατιώτες με ελαφρύ οπλισμό που είχαν αποσταλεί στην Πελοπόννησο τον 8ο αιώνα. Την άποψη αυτή πρότεινε ο Στ. Καρατζάς (1976) και φαίνεται να έχει ισχυρότερη βάση από τις προηγούμενες.[9]

Αν ισχύει η τελευταία πρόταση, το εθνωνύμιο θα έπρεπε να γράφεται με -ό-: Τσάκονες, όπως και το αντίστοιχο τοπωνύμιο: Τσακονιά.

Γλωσσικά χαρακτηριστικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Φωνολογικά χαρακτηριστικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

(δείτε επίσης: Ελληνικό αλφάβητο)
Πρωτοελληνική (περ. 3000 π.Χ.)
Μυκηναϊκή (περ. 1600–1200 π.Χ.)
Ομηρική (περ. 1200–800 π.Χ.)
Αρχαία ελληνική (περ. 800–300 π.Χ.)
Διάλεκτοι:
Αιολική, Αρκαδοκυπριακή,
ΑττικήΙωνική, Δωρική, Παμφυλιακή, Ομηρική
Μακεδονική

Ελληνιστική Κοινή (περ. από 330 π.Χ. ως 700)


Ιδιώματα: Ασιανισμός, Αττικισμός


Μεσαιωνική ελληνική (περ. 700–1700)
Νέα ελληνική γλώσσα (από το 1700)
Ιδιώματα: Δημοτική, Καθαρεύουσα, Αττικισμός
Διάλεκτοι:
Καππαδοκική, Κατωιταλική , Κρητική, Κυπριακή, Ποντιακή, Ρωμανιώτικη, Τσακωνική

Άλλες μορφές (από 19ο/20ό αιώνα)
Ελληνικός κώδικας Μπράιγ,
Ελληνική νοηματική γλώσσα,
Κώδικας Μορς
  1. Διατήρηση του δωρικού -α- αντί του κοινού -η-, που προήλθε από την ελληνιστική κοινή (π.χ. μάτη < μάτηρ (αντί μήτηρ), αυοά «αυλή», ψαλαφού «ψηλαφώ», κ‘ώλακα «σκώληκας», σάμερε «σήμερα»).
  2. Εκτεταμένος ρωτακισμός, δηλ. τροπή σ > ρ προ φωνήεντος και λ > ρ σε συμφωνικό σύμπλεγμα[10] (π.χ. φρούα «φλούδα», κράμα «κλήμα», γρούσσα «γλώσσα», τσούνερ έσι; «τίνος είσαι;», τšειρ αμέρε «τρεις ημέρες», τσιρ ε’; «ποιος (τις) είναι;»).
  3. Αντιπροσώπευση του κληρονομηθέντος -υ- ως -ου- ή -ιου- (με ημιφωνοποίηση ή τροπή τού προηγούμενου συμφώνου σε ουρανικό), ανάλογα με τον προηγούμενο φθόγγο (π.χ. τουραγνώ «τυραννώ», τρούπα «τρύπα», φουσού «φυσώ», σουργκή «σύρτης», άρουγγα «λάρυγγας», κιουρέ [cuˈre] «τυρί», γιούρε [ˈʝure] «γύρος», νιούτ‘α [ˈɲutʰa] «νύχτα», χκιούπο [ˈxcupo] «χτύπος»). Υπάρχουν αρκετές εξαιρέσεις, οι οποίες πιθανώς οφείλονται στην ισχυρή επίδραση της κοινής (π.χ. παναθύρι «παραθύρι»), και μερικές φορές η αντιπροσώπευση δεν είναι σταθερή ή συνεπής ακόμη και για την ίδια λέξη κατά ιδίωμα (π.χ. λιουτέ, λιούκο, λούκο, ούκο «λύκος»).
  4. Τσιτακισμός, δηλ. προστριβοποίηση των ουρανικών κ, τ και του σ σε τσ, συνήθως προ των προσθίων φωνηέντων ε, ι [e, i] (π.χ. τσύφου < κύπτω, τσερέ < ξηρός, τσία < αξίνα, τšούτšουμο < σύσσωμος, τσίπτα < τίποτα, ότσι < ότι, τšινού < κινώ, στšύλε < σκύλος, τšέα < κέλλα).

Δείγμα τής διαλέκτου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το καβγί με τα νορά «Το παιδί με την ουρά» (παραμύθι)

Στο χωρίο ναμ’ γεννάτ’ ένα καβγί (< *καρπίον) σερνικού. Το καβγί έντα ’τανι ’ποπίσω νορά. Μέρα νούτ‘α κράντα ’τάνι. Όντε ’τα κράντα το καβγί, μεγαλώντα, φουσκώντα ’τάνι από το κράψιμο. Το καβγί ήταν δράκο αδρειωμένε. Θέντα ’τάνι νι πάρ’ ο μπαμπά σ’, νι ’ι βάλει στο δισάτš’ τšαι να βγάει να γυρίσ’ το χωρίο από τέσσερ’ άκρε, να ’ι σταυρώσ’ τšαι να φωνιάτσ’ από τρει βολέ: «Δράκο γεννάτ’!» Τήνοι δίντε ’τα νι μάκο, αφιόνι, να κασεί. Μä μέρα πη ’τα κράντα πολύ το καβγί, ο μπαμπά σ’ δωκώ ’τα νι λίγου πολιότερε τšαι το καβγί φαρμακωμένε ’ταρ.

Απόδοση

Στο χωριό μας γεννήθηκε ένα παιδί αρσενικό. Το παιδί είχε από πίσω ουρά. Μέρα νύχτα έκλαιγε. Όταν έκλαιγε το παιδί, μεγάλωνε, φούσκωνε από το κλάμα. Το παιδί ήταν δράκος ανδρειωμένος. Ήθελε να το πάρει ο πατέρας του, να το βάλει στο δισάκι και να το βγάλει να το γυρίσει στο χωριό, στις τέσσερις άκρες (του), να το σταυρώσει και να φωνάξει τρεις φορές: «Δράκος γεννήθηκε!» Εκείνοι του έδιναν μήκωνα, αφιόνι, για να κοιμηθεί. Μια μέρα που έκλαιγε πολύ το παιδί, ο πατέρας του τού έδωσε λίγο περισσότερο και το παιδί φαρμακώθηκε.

Το γάμο τα Μαρούα «Στον γάμο τής Μαρούλας» (αφήγηση, από Δ. Λάτση, Ημερολόγιον τσακωνικόν τού έτους 1896, διορθωμένο από τον Αθ. Κωστάκη)

Εζάκαϊ (*εδιάβ(η)κασι, ρ. διαβαίνω) τ‘ον άγιε, σ’ εστεφανούκαϊ, τσ’ από τσι σ’ έκατσ’ούκαϊ του τσουφάλε σου με κουφέτε χοντροί από το δίσκο τσ’ ετσαφήκαϊ (< αφήκασι) κ‘αμπόσοι κουμπούρε, εμπαήκαϊ από τον άγιε Στράκηγο τσ’ αρχιñίαϊ dίντε τα βιολjία. Α Μαρούα έκι καμαρούνα. «Μα για ξείκα, Τζελjίνα, καμάžι π‘οι ñ’ εν’ έχα α ñύιθη», εκ’ αούα α Γιωργού. Έκι α τύχη σι να καοτσιτάτσει. Μαγάžι να ’γκι καοτσυτέντε έτρου τσ’ οι σατέρε νάμου…

Απόδοση

Πήγαν στην εκκλησία, τους στεφάνωσαν και αφού τους έσπασαν τα κεφάλια τους με κουφέτα χοντρά από τον δίσκο και έριξαν καμπόσες κουμπουριές, βγήκαν από τον άγιο Στρατηγό και άρχισαν να παίζουν τα βιολιά. Η Μαρούλα καμάρωνε. «Μα για κοίτα, Αγγελίνα, καμάρι που το ’χει η νύφη», έλεγε η Γιωργού (η γυναίκα τού Γιώργου). Ήταν η τύχη της να καλοπέσει. Μακάρι να καλόπεφταν έτσι και οι θυγατέρες μου…

Ομιλητές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η πρώτη μνεία τής διαλέκτου γίνεται το 1668 από τον Τούρκο περιηγητή Εβλιγιά Τσελεμπή, ο οποίος κατέγραψε λίγες λέξεις. Στην απογραφή του 1907 τα τσακωνικά δηλώθηκαν ως κύρια γλώσσα από 823 άτομα. Σύμφωνα με πιο πρόσφατες αναφορές (1981, J. Werner), η Τσακωνική μιλιόταν το 1981 από 300 περίπου άτομα. Υπάρχουν ακόμα αναφορές για 2.000 υπερήλικους ομιλητές, των οποίων οι πρώτοι απόγονοι έχουν μόνο παθητική γνώση τής διαλέκτου. Σήμερα η διάλεκτος είναι υπό εξαφάνιση κατά τον σχετικό κατάλογο της UNESCO.

Γεωγραφική εξάπλωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πινακίδα στα Τσακώνικα.

Ο χώρος όπου εντοπίζεται σήμερα η γλώσσα είναι κάποια χωριά στην Τσακωνιά στις πλαγιές του Πάρνωνα στην νότια Κυνουρία του Νομού Αρκαδίας. Είναι οι κωμοπόλεις του Λεωνιδίου και του Τυρού, και τα χωριά Μέλανα, Άγιος Ανδρέας, Βασκίνα, Πραστός, Σίταινα και Καστάνιτσα.

Στο παρελθόν τα τσακώνικα ομιλούνταν και σε γειτονικές περιοχές της Λακωνίας, αλλά και σε τσακώνικες αποικίες στη θάλασσα του Μαρμαρά (Προποντίδα).

Επίσημη κατάσταση της γλώσσας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Δεν είναι φυσικά επίσημη γλώσσα καμιάς χώρας ή περιοχής και ως εκ τούτου δεν διδάσκεται. Ωστόσο, μέχρι το 1997 η διάλεκτος διδασκόταν από ντόπιους καθηγητές στο γυμνάσιο του Τυρού. Από το σχολικό έτος 2011-2012 (και για πέμπτο συνεχόμενο το 2015-2016) οι μαθητές του Γυμνασίου Τυρού συμμετέχουν στα πλαίσια πολιτιστικού προγράμματος (Πρόγραμμα Συνεργαζομένων Σχολείων με την UNESCO - ASP net ) για τη διάσωση της τσακώνικης διαλέκτου. Στον Τυρό ομιλείται ακόμη από νέους. Η Ακαδημία Αθηνών έχει κατά καιρούς οργανώσει διαλεκτολογικές αποστολές στην περιοχή, προκειμένου να αποθησαυρίσει τον λεξιλογικό πλούτο, σωζόμενο ακόμη σε ορισμένους ηλικιωμένους ομιλητές. Παρόμοιες διαλεκτολογικές εργασίες ανατίθενται επίσης σε προπτυχιακό και μεταπτυχιακό επίπεδο από ελληνικά πανεπιστήμια.

Γραφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Δεν υπάρχει επίσημη γραφή. Σε βιβλία γλωσσικών, λαογραφικών και άλλων μελετών η διάλεκτος αποδίδεται με το Ελληνικό αλφάβητο, συνοδευόμενη από την προσθήκη κάποιων απαραίτητων διακριτικών για πιο πιστή απόδοση της προφοράς της. Μία από τις γραφές που χρησιμοποιούνται είναι αυτή που προτάθηκε από τον καθηγητή Θανάση Κωστάκη. Η γραφή αυτή φαίνεται στον παρακάτω πίνακα:

  Η αναπαράσταση των ήχων της Τσακωνικής
γραφή με διπλά γράμματα κατά Αθ. Κωστάκη IPA
σχ σ^ /ʃ/ (š)
τσχ σ^ /ʨ/
ρζ ρζ /rʒ/ (rž)
τθ τ^ /tʰ/
κχ κ^ /kʰ/
πφ π^ /pʰ/
τζ (Κ) τˇζ - τζ & τρˇζ - τρζ
(Λ) τˇζ - τζ
(K) /ʤ/ & /trʒ/
(Λ) /ʤ/ (dj ̌)
νν ν^ /ɲ/
λλ λ^ /ʎ/
*Σημείωση: Το (K) αναφέρεται στη βόρεια διάλεκτο της γλώσσας και το (Λ) στη νότια, της περιοχής του Λεωνιδίου και του Τυρού.

Υποσημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. «Cataloguing the World's Endangered Languages» (στα αγγλικά). Routledge. https://books.google.com/books?id=CVRSDwAAQBAJpg=PT204. Ανακτήθηκε στις 2018-03-13. [νεκρός σύνδεσμος]
  2. Hammarström, Harald· Forkel, Robert· Haspelmath, Martin· Bank, Sebastian, επιμ. (2016). «Tsakonian». Glottolog 2.7. Jena: Max Planck Institute for the Science of Human History. 
  3. Βλ. Α. Τσοπανάκη, 1955: «Eine dorische Dialektzone im Neugriechischen» — Byzantinische Zeitschrift 48, σελ. 49-72.
  4. Δέφνερ Μιχαήλ, Λεξικόν της Τσακωνικής διαλέκτου, Αθήναι, 1923, πρόλογος.
  5. G. Horrocks 2006:547.
  6. Ν. Κοντοσόπουλος, 1994: 2. Υπέρ της άποψης περί χωριστής γλώσσας κλίνουν ορισμένοι γλωσσολόγοι: C.F. & F.M. Voegelin, Classification and Index of the World's Languages (1977, Elsevier), σ. 148-149· B. Joseph, «Language Contact and the Development of Negation in Greek — and How Balkan Slavic Helps to Illuminate the Situation» online, όμως οι περισσότεροι συγκλίνουν στην άποψη ότι πρόκειται για αποστασιοποιημένη ποικιλία τής Ελληνικής: P.Trudgill, Sociolinguistic variation and change (Edinburgh 2002), σ. 129· Ph. Baldi, The foundations of Latin (Amsterdam 2002), σ. 28.
  7. Βλ. Κ. Αμάντου, «Τσακωνιά - Sclavonia», Αφιέρωμα εις Γ. Χατζιδάκιν, Αθήναι 1921, σελ. 130-4.
  8. Ν. Κοντοσόπουλος, 1994 (2η έκδ.), σελ. 4.
  9. Την εκδοχή τού Καρατζά υποστήριξε επίσης ο Τσοπανάκης σε εκτενή βιβλιοκρισία του. Ανασκόπηση όλων των ετυμολογικών προτάσεων στον Θ. Μωυσιάδη (Εισαγωγή στη μεσαιωνική και νεοελληνική ετυμολογία, Αθήνα 2005, σελ. 126-7), όπου τονίζεται ότι «η δωρίζουσα διάλεκτος που ομιλείτο τότε σε τμήμα τής Πελοποννήσου οδήγησε σε παρασυσχετισμό των τζακόνων / διακόνων με τους Λάκωνες».
  10. Η τροπή [s] > [r] συνεπάγεται μεταβολή τού φατνιακού συριστικού σε φατνιακό παλλόμενο και αυτό θα μπορούσε να συμβεί με τη μεσολάβηση σταδίου κατά το οποίο έχουμε παλλόμενο ανακεκαμμένο [ɾ], όπου το άνω μέρος τής γλώσσας αγγίζει τα δόντια.

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Anagnostopoulos, G. 1926: Tsakonische Grammatik. Berlin & Athen.
  • Ahrweiler, Hélène (Ελένη Γλύκατζη - Αρβελέρ). (1963): «Les termes Τσάκωνες - Τσακονίαι et leur évolution sémantique» [Οι όροι Τσάκωνες - Τσακονίαι και η σημασιολογική τους εξέλιξη]. (γαλλικά) Revue des études byzantines, 1963, 21, σελ. 243-249 @persee.fr πρόσβαση:2018.09.28.
  • Deffner, M. 1881: Zakonische Grammatik. Athen.
  • Δέφνερ, Μ. 1923: Λεξικόν τής Τσακωνικής Διαλέκτου. Αθήναι.
  • Caratzas, St. 1976: Les Tzacones. Berlin & New York.
  • Horrocks, G. 1997: Greek: a history of the language and its speakers. London (μτφρ. υπό Μ. Σταύρου & Μ. Τζεβελέκου, Αθήνα 2006).
  • Κοντοσόπουλος, Ν. 1994 (2η έκδ.): Διάλεκτοι και Ιδιώματα της Νέας Ελληνικής. Αθήνα.
  • Κωστάκης, Αθ. 1951: Σύντομη Γραμματική τής Τσακωνικής Διαλέκτου. Αθήνα
  • Κωστάκης, Αθ. 1986-7: Λεξικό τής Τσακωνικής Διαλέκτου. Αθήνα (τόμ Α-Γ).
  • Οικονόμου, Θ.Μ. 1870: Γραμματική τής Τσακωνικής Διαλέκτου. Αθήναι.
  • Pernot, H. 1934: Introduction à l'étude du dialecte tsakonien. Paris.
  • Συμεωνίδης, Χ. 1972: Οι Τσάκωνες και η Τσακωνιά. Συμβολή στην ερμηνεία των ονομάτων και του ομώνυμου βυζαντινού θεσμού των καστροφυλάκων. Θεσσαλονίκη.
  • Χαραλαμπόπουλος, Α. 1980: Φωνολογική ανάλυση της τσακωνικής διαλέκτου. Θεσσαλονίκη.

Βλέπε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]