Τζόαν Σάδερλαντ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Τζόαν Σάδερλαντ
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Joan Sutherland (Αγγλικά)[1]
Γέννηση7  Νοεμβρίου 1926[2][3][4]
Σίδνεϊ[5][1]
Θάνατος10  Οκτωβρίου 2010[2][3][4]
Γενεύη[1]
Αιτία θανάτουκαρδιακή ανεπάρκεια
Τόπος ταφήςCemetery of Clarens
Χώρα πολιτογράφησηςΑυστραλία[6][1]
ΣπουδέςΒασιλικό Κολέγιο Μουσικής
Ιδιότητατραγουδιστής όπερας[6][1]
ΣύζυγοςRichard Bonynge (1954–2010)
ΓονείςHugh Reskymer Bonython[7] και Julianne McClure[7]
Όργαναφωνή[1]
Είδος τέχνηςόπερα
Βραβεύσειςχρυσό μετάλλιο της Βασιλικής Φιλαρμονικής Εταιρείας (2002), Αυστραλός της χρονιάς (1961), Ντάμα Ταξιάρχις του Τάγματος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας (30  Δεκεμβρίου 1978)[8], Τάγμα της Αξίας του Ηνωμένου Βασιλείου (29  Νοεμβρίου 1991)[9], βραβείο Κένεντι, επίτιμος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου του Σίδνεϊ, Εταίρος του Τάγματος της Αυστραλίας (9  Ιουνίου 1975)[10] και Australian National Living Treasure
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Η Νταμ Τζόαν Άλστον Σάδερλαντ (Dame Joan Alston Sutherland, 7 Νοεμβρίου 1926 - 10 Οκτωβρίου 2010), Μέλος του Τάγματος της Αξίας, Μέλος του Τάγματος της Αυστραλίας, Διοικήτρια του Τάγματος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας υπήρξε Αυστραλή ερμηνεύτρια της όπερας. Υψίφωνος με σπάνιο φωνητικό χάρισμα και μοναδικές επιδόσεις στο μπελ κάντο, είναι γνωστή στο κοινό του λυρικού θεάτρου ως «La Stupenda» (υπέροχη, εκθαμβωτική), ένα προσωνύμιο που της χάρισαν τα ιταλικά μέσα ενημέρωσης το 1961 μετά από μία παράσταση της Αλτσίνα στη Βενετία. Έφερε τον τίτλο της Νταμ (θηλυκό αντίστοιχο του Σερ), τον οποίο της απένειμε η Βρετανή - και τύποις αρχηγός του αυστραλιανού κράτους - βασίλισσα Ελισάβετ Β' για τη συνεισφορά της στην τέχνη.

Οι περισσότεροι μουσικοκριτικοί την συγκαταλέγουν στις τέσσερις-πέντε κορυφαίες γυναικείες παρουσίες στην ιστορία της όπερας, τουλάχιστον από τότε που υπάρχουν ηχογραφήσεις. Κατά το Λουτσιάνο Παβαρότι ήταν η φωνή του 20ού αιώνα, ενώ σε σχετική ψηφοφορία μεταξύ ειδικών που διεξήχθη το 2007 από το BBC, κατέλαβε τη δεύτερη θέση πίσω από τη Μαρία Κάλλας.

Βιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Τζόαν Σάδερλαντ γεννήθηκε στο Σίδνεϋ στις 7 Νοεμβρίου 1926, παιδί οικογένειας με ρίζες από τη Σκωτία. Στη μουσική μπήκε μέσω της μητέρας της, η οποία ήταν μεσόφωνος αλλά δεν ασχολήθηκε επαγγελματικά.

Το 1951, ενώ εργαζόταν ως γραμματέας και παράλληλα εμφανιζόταν σε τοπικές σκηνές, πρώτευσε στον αυστραλιανό διαγωνισμό κλασικού τραγουδιού Sun Aria. Με τα χρήματα του επάθλου, αποφάσισε να εγκατασταθεί στο Λονδίνο για να σπουδάσει στο Βασιλικό Κολλέγιο Μουσικής. Σχεδόν ταυτόχρονα εντάχθηκε στο μόνιμο δυναμικό του Κόβεντ Γκάρντεν και προσπάθησε να «τυποποιηθεί» ως δραματική υψίφωνος, έχοντας ως πρότυπο την Κίρστεν Φλάγκσταντ, Νορβηγή ερμηνεύτρια που μεσουράνησε κατά το μεσοπόλεμο. Στη λονδρέζικη σκηνή έμεινε καθ' όλη τη δεκαετία του '50, βαθμιαία όμως - και με πίεση του πιανίστα συζύγου της - μετατρεπόταν σε κολορατούρα (βλ. κατηγορίες υψιφώνων), κάτι που όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια, ήταν η σωστή επιλογή.

Το 1959 πρωταγωνίστησε στη Λουτσία ντι Λαμερμούρ του Γκαετάνο Ντονιτσέτι, με διευθυντή ορχήστρας τον Τούλιο Σεραφίν και σκηνοθέτη το Φράνκο Τζεφφιρέλλι. Αυτή ήταν η παράσταση - κλειδί για τη μετέπειτα καριέρα της: Αυτοστιγμής η φήμη της ξεπέρασε τα στενά όρια του Κόβεντ Γκάρντεν και την έκανε περιζήτητη στις πιο φημισμένες λυρικές σκηνές, όπως π.χ. η Σκάλα του Μιλάνου και η Μητροπολιτική Όπερα της Νέας Υόρκης. Καθώς μάλιστα η (σχεδόν συνομήλική της) Κάλλας αποσυρόταν σταδιακά από το προσκήνιο, η Σάδερλαντ αναδεικνυόταν στη μεγαλύτερη νέα πριμαντόνα της εποχής.

Η καριέρα της σε τόσο υψηλό επίπεδο διήρκεσε σχεδόν είκοσι πέντε χρόνια, ένα διάστημα αξιοσημείωτα μεγάλο. Μερικοί μόνο από τους ρόλους που άφησε ανεξίτηλη τη σφραγίδα της, είναι η Βιολέτα στην Τραβιάτα, η Αμίνα στην Υπνοβάτι, η Ελβίρα στους Πουριτανούς, η Κλεοπάτρα στον Ιούλιο Καίσαρα στην Αίγυπτο, η Μαρί στο Κορίτσι του Συντάγματος, οι επώνυμοι ρόλοι στις όπερες Αλτσίνα, Μαρία Στουάρντα, Εσκλαρμόντ (κατά την ίδια, το μεγαλύτερο επίτευγμά της), Λουκρητία Βοργία. Ακόμα και στη δεκαετία του '80, όταν πλέον η φωνή της εμφάνιζε σημάδια φθοράς, τόλμησε να αναμετρηθεί με χαρακτηριστικά δύσκολους ρόλους όπως η Άννα Μπολένα. Παράλληλα μεγάλη επιτυχία γνώρισε η δισκογραφία της, μάλιστα για το δίσκο The Art of the Prima Donna έλαβε Βραβείο Γκράμι (1962).

Η τελευταία παράστασή της έλαβε χώρα το 1990 στην Όπερα του Σίδνεϋ, όπου ερμήνευσε τη Μαργκερίτ ντε Βαλουά στους Ουγενότους. Την τελευταία ημέρα του ίδιου έτους αποχαιρέτησε το κοινό του Κόβεντ Γκάρντεν, τραγουδώντας για λίγο δίπλα στους Λουτσιάνο Παβαρότι και Μέριλιν Χορν.

Ο τάφος το 2024.

Μετά την αποχώρησή της, προτίμησε να κρατηθεί μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, διαμένοντας στο χωριό Λεζ Αβάντ, κοντά στο Μοντρέ της Ελβετίας. Ασχολήθηκε περιστασιακά με τη διδασκαλία, συμμετείχε ως κριτής σε διαγωνισμούς ανάδειξης νέων ταλέντων, ενώ το 1997 εξέδωσε την αυτοβιογραφία της με τίτλο A Prima Donna's Progress.

Απεβίωσε στο σπίτι της στην Ελβετία, στις 10 Οκτωβρίου 2010, λίγο πριν κλείσει τα ογδόντα τέσσερα. Ο Σάδερλαντ θάφτηκε στο νεκροταφείο Clarens VD. Δίπλα στον τάφο της βρίσκεται ο μελλοντικός τελευταίος τόπος ανάπαυσης του χήρου της.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]