Τεκές

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ο τεκές Αραμπάτι Μπαμπά στο Τέτοβο της Βόρειας Μακεδονίας όπου η πλειοψηφία του πληθυσμού είναι Αλβανοί (μουσουλμάνοι).

Ο τεκές (η λέξη προέρχεται από την τουρκική λέξη tekke) είναι ένας όρος ο οποίος αναφέρεται στα μέρη όπου συναθροίζονταν οι δερβίσηδες. [1] Εκεί υπήρχαν κελιά φιλοξενίας όπου τα τάγματα Σούφι μπορούσαν να ζουν, να προσεύχονται με σκοπό την ολοκλήρωση του πνευματικού τους οράματος [2].

Ορολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο όρος τεκές προέρχεται από την τουρκική λέξη tekke, η οποία είναι απόδοση της αραβικής λέξης τακίγια, η οποία μεταφράζεται ως «μέρος για υποστήριξη» ή «μέρος για ξεκούραση». Άλλοι όροι που χρησιμοποιούνται είναι χανικιάχ, ντερκιάχ, ζαβιγιέ, [3] ασίτανε, και ριμπάτ. Βέβαια οι όροι αυτοί χρησιμοποιούνται ως συνώνυμοι αλλά περιγράφουν διαφορετικές παραλλαγές του τεκέ. [1] Ο αρχικός σκοπός ίδρυσης τεκέδων ήταν η πνευματική ανάπτυξη των ανθρώπων που συμμετείχαν αλλά και η κοινωνική ισότητα. Αργότερα οι τεκέδες μετατράπηκαν σε κρατικές κοινωνικές και στρατιωτικές υπηρεσίες. [4]

Στην Ελλάδα η λέξη τεκές χρησιμοποιείται και για να περιγράψει τα χασισοποτεία, αλλά και γενικά χώρους γεμάτους με καπνό από τσιγάρο. Στα ρεμπέτικα τραγούδια γίνεται συχνή αναφορά σε τεκέδες, καταγώγια που σύχναζαν χασισοπότες [5].

  • Τεκές: Ο όρος τεκές χρησιμοποιείται κυρίως για τα καταλύματα που χρησιμοποιούσαν τα ισλαμικά τάγματα Σούφι στην επικράτεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι Σούφι ήταν σε μεγάλο βαθμό επηρεασμένοι από τον οθωμανικό πολιτισμό και συγκεκριμένα από τους Μεβλεβήδες και τους Μπεκτασήδες. [1] Στην οθωμανική αρχιτεκτονική ο τεκές είναι ένα συγκρότημα κτηρίων το οποίο συχνά συνδεόταν με ένα τζαμί και ένα τουρμπέ (ταφικό μνημείο) και συμπεριλάμβανε και ένα σύνολο κελιών όπου φιλοξενούνταν οι δερβίσηδες [6] [7]. Ο όρος τεκές χρησιμοποιείται στα κτήρια που υπάρχουν Τουρκία και σε πρώην οθωμανικές περιοχές όπως την Αλβανία, Βόρεια Μακεδονία, Βοσνία και Ελλάδα.
  • Χανικιάχ : Η λέξη προέρχεται από την περσική γλώσσα [2]. Διαφορές του Χανικιάχ από το Ζαβιγιέ ήταν ότι το Χανικιάχ ήταν πιο φιλελεύθερο από το Ζαβιγιέ. Σε ένα Χανικιάχ ήταν καλοδεχούμενες οι γυναίκες αλλά και μη μέλη του κινήματος των Σούφι. Υπάρχουν αναφορές ότι στο μεσαίωνα υπήρχαν μικτά Χανικιάχ όπου συνυπήρχαν και άνδρες και γυναίκες [2]. Επίσης στο Χανικιάχ δεν υπήρχε η καθοδήγηση μόνο ενός πνευματικού άνδρα (σεΐχ) αλλά ούτε η πρόσβαση ήταν περιορισμένη σε ένα τάγμα. Το Χανικιάχ λειτουργούσε πιο πολύ ως ένας οργανισμός σε αντίθεση με την προσωποκεντρική δομή που είχε η Ζαβιγιέ. [8] Οι περιοχές όπου έχουν επηρεαστεί από το ισλαμικό πολιτισμό του Ιράν (στο Ιράν, Κεντρική Ασία [9]) ονομάζονται επίσης Χανικιάχ. Τα Χανικιάχ αργότερα διαδόθηκα και σε άλλες περιοχές του ισλαμικού κόσμου όπως το Μαρόκο και την Ινδονησία.
  • Ριμπάτ: Το ριμπάτ στην πρωταρχική του μορφή και χρήση ήταν ένα κτήριο οχυρωματικής μορφής [2] στα σύνορα, το οποίο φιλοξενούσε μουσουλμάνους οι οποίοι ήταν έτοιμοι να ξεκινήσουν ιεραποστολή διάδοσης της μουσουλμανικής θρησκείας στη νέα κατάκτηση. Μετά το 800 μ.Χ. η λειτουργία του ριμπάτ άλλαξε, οι κάτοικοι σε αυτό μετατράπηκαν σε πνευματικούς ανθρώπους όπου αναζητούσαν τα προσωπικά τους πνευματικά προβλήματα και στη συνέχεια συνδέθηκαν με τον Σουφισμό. Στη Μέση Ανατολή [2] υπήρχαν ιδρυμένα ριμπάτ μόνο για γυναίκες ή φτωχούς τα οποία λειτουργούσαν και ως γηροκομεία ή για φιλοξενία εγκαταλελειμμένων / χωρισμένων γυναικών. [8]
  • Ζαβιγιέ: Στον Αραβικό κόσμο τα κτήρια μορφής τεκέ ονομάζονται ζαβιγιέ (Αραβικά: زاویه). Ο όρος ζαβιγιέ είναι επίσης και αρχιτεκτονικός όρος (μεταφράζεται ως γωνία από τα αραβικά) και αναφέρεται σε οργανισμούς-ιδρύματα όπου έμενε ένας πνευματικά σοφός γέρος Σεΐχ με τους μαθητές του. [8]
  • Ασίτανε: Όλοι τεκέδες σε ένα τάγμα είναι ισότιμοι μεταξύ τους αλλά υπάρχει συνήθως ένας τεκές που έχει ηγεμονική θέση σε κάθε τάγμα και ονομάζεται ασίτανε. Σε αυτόν τον τεκές προτείνονται και εκπαιδεύονται οι μελλοντικοί σεΐχ του τάγματος. [10]
  • Ντεργκιάχ: Στη Νότια Ασία (π.χ. στην Ινδία) οι λέξεις Χανικιάχ και Ντεργκιάχ χρησιμοποιούνται για αναφορά στα ιδρύματα των Σούφι. Στην Ινδία τα νταργκάχ λειτουργούσαν και ως πτωχοκομεία τα οποία μοίραζαν λεφτά, φαγητά και αγαθά σε άπορους και ταξιδιώτες [11].

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Δεν είναι βέβαιο πότε ο Σουφισμός έγινε κίνημα μέσα στο Ισλάμ ή πότε οικοδομήθηκε ο πρώτος τεκές/χανικιάχ. Οι Σούφι συνήθως παρουσιάζουν ως ρίζες του κινήματος τον Μωάμεθ αλλά οι ακαδημαϊκοί ιστορικοί τοποθετούν το κίνημα με μεταγενέστερες ημερομηνίες. Ο Τζόναθαν Μπέρκεϊ (καθηγητής ιστορίας - γνωστός ακαδημαϊκός σε θέματα ιστορίας του Ισλάμ και της Μέσης Ανατολής) γράφει:

Ένα από τα χαρακτηριστικά του μεσαιωνικού σουφισμού ήταν η διάδοση κτηρίων-κληροδοτημάτων, γενικά γνωστά ως κχανκάν ή ριμπάτς, τα οποία στέγαζαν και υποστήριζαν της δραστηριότητες των μυστικιστικών ταγμάτων. Η προέλευση των κτηρίων αυτών είναι αρκετά ασαφής, αλλά είναι πιθανόν ότι οι ρίζες τους βρίσκονται στο 9ο-10ο αιώνα στο Ιράν

— Τζόναθαν Μπέρκλεϊ [12]

Ελλάδα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στη Θράκη ιδρύθηκαν αρκετοί τεκέδες οι οποίοι μάλιστα έλαβαν την υποστήριξη των σουλτάνων αμέσως μετά την οθωμανική κατάκτηση. Οι τεκέδες εξυπηρετούσαν τον προσηλυτισμό χριστιανών, τους στρατιωτικούς εφοδιασμούς των οθωμανικών στρατευμάτων, αλλά και τον εποικισμό της ορεινής Θράκης. Ο Μαχμούτ Β΄ (1808-1839) με φιρμάνι το 1826 διέταξε την κατάργηση του σώματος των Γενιτσάρων αλλά και του Μπεκτασικού τάγματος. Τότε πολλοί τεκέδες στη Θράκη κατεδαφίστηκαν και πολλοί σεΐχηδες εκδιώχθηκαν. Το 1840 οι σουλτάνος Απτουλμετζήτ Α΄ επανέφερε τη λειτουργία των τεκέδων, αλλά ήδη πολλοί τεκέδες είχαν παρακμάσει ενώ παράλληλα γίνεται μια κίνηση αφομοίωσης των Μπεκτασήδων και Κιζιλμπάσηδων από τους Σουνίτες στη Δυτική Θράκη. Στις 30 Νοεμβρίου 1925 ο Κεμάλ Ατατούρκ, στην Τουρκία με το Νόμο 677, κατάργησε οριστικά τους τεκέδες. Αντίθετα η Ελλάδα, μετά την ενσωμάτωση της Δυτικής Θράκης, δεν απαγόρευσε τους τεκέδες. [13]

Παραδείγματα τεκέδων - Χανικιάχ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 Juan E. Campo (2009). Encyclopedia of Islam. New York: Facts of File. σελ. 666. ISBN 978-0-8160-5454-1. 
  2. 2,0 2,1 2,2 2,3 2,4 F. E. Peters (2005). The Monotheists: Jews, Christians, and Muslims in Conflict and Competition, Volume II: The Words and Will of God. Princeton University Press. σελ. 278. ISBN 9780691123738. 
  3. Ευστράτιος Χ. Ζεγκίνης (2001). Ο Μπεκτασισμός στη Δ. Θράκη - Συμβολή στην ιστορία της διαδόσεως του μουσουλμανισμού στον ελλαδικό χώρο. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Π. Πουρναρά - Institute for Balkan Studies. σελ. 175. ISBN 960-242-226-2. 
  4. Ευστράτιος Χ. Ζεγκίνης (2001). Ο Μπεκτασιμός στη Δ. Θράκη - Συμβολή στην ιστορία της διαδόσεως του μουσουλμανισμού στον ελλαδικό χώρο. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Π. Πουρναρά - Institute for Balkan Studies. σελ. 176. ISBN 960-242-226-2. 
  5. «τεκές - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής». Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας. Ανακτήθηκε στις 10 Ιανουαρίου 2013. 
  6. Andrew Petersen (1996). Dictionary of Islamic Architecture. London and New York: Routledge. σελίδες 279. ISBN 0-415-21332-0. 
  7. Kathleen Kuiper (2010). Islamic Art, Literature, and Culture. Britannica Educational Publishing. σελ. 202. ISBN 978-1-61530-097-6. 
  8. 8,0 8,1 8,2 John Renard (1996). Seven Doors to Islam: Spirituality and the Religious Life of Muslims. University of California Press. σελίδες 171-172. ISBN 9780520204171. 
  9. «Khanqah Faizabad». MIT libraries. Ανακτήθηκε στις 14 Ιουλίου 2012. 
  10. Ernest Gellner (1985). Islamic Dilemmas: Reformers, Nationalists, Industrialization : The Southern Shore of the Mediterranean. Walter de Gruyter. σελ. 246. 
  11. Malika Mohammada (2007). The Foundations of the Composite Culture in India. Delhi : Aakar Books. σελίδες 192-193. 
  12. Berkey Jonathan (2003). The Formation of Islam. Cambridge University Press. σελ. 157. ISBN 0-521-58813-8. 
  13. Ευστράτιος Χ. Ζεγκίνης (2001). Ο Μπεκτασισμός στη Δ. Θράκη - Συμβολή στην ιστορία της διαδόσεως του μουσουλμανισμού στον ελλαδικό χώρο. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Π. Πουρναρά - Institute for Balkan Studies. σελίδες 176–179. ISBN 960-242-226-2. 
  14. Trankova Dimana (Αύγουστος 2007). «Tito, Teto and some troubled tourism await you in Macedonia». Vagabond - Bulgaria English Monthly (11). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2012-05-05. https://web.archive.org/web/20120505152654/http://www.vagabond-bg.com/index.php?option=com_content&view=article&id=710%3Awelcome-to-tetovo-&catid=93%3Awestern-balkans&Itemid=42&limitstart=1. Ανακτήθηκε στις 2012-07-14. 
  15. «Λατρευτικός Κύκλος - Εκκλησίες - Μοναστήρια». Εθνολογικό Μουσείο Θράκης. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 22 Οκτωβρίου 2012. Ανακτήθηκε στις 11 Ιουλίου 2012. 
  16. Heath W. Lowry (2009). In the Footsteps of the Ottomans: A Search for Sacred Spaces & Architectural Monuments in Northern Greece. Istanbul: Mary Martin Booksellers / Bahçesehir University Publications. σελ. 41. ISBN 9789756437865. [νεκρός σύνδεσμος]
  17. Anette Gangler· Heinz Gaube· Attilio Petruccioli (2004). Bukhara, the Eastern Dome of Islam: Urban Development, Urban Space, Architecture and Population. Edition Axel Menges. σελ. 127. ISBN 978-3932565274. 
  18. «Khanqah Baybars al-Jashankir». ArchNet. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 16 Ιουλίου 2012. Ανακτήθηκε στις 14 Ιουλίου 2012.