Ταχυγλωσσίδες

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ταχυγλωσσίδες[1]
Χρονικό πλαίσιο απολιθωμάτων:
Miocene–Recent
Zaglossus bruijni
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Ομοταξία: Θηλαστικά (Mammalia)
Τάξη: Μονοτρήματα (Monotremata)
Οικογένεια: Ταχυγλωσσίδες (Tachyglossidae)
Gill, 1872
Είδη

Genus Tachyglossus
   T. aculeatus
Genus Zaglossus
   Z. attenboroughi
   Z. bruijnii
   Z. bartoni
   †Z. hacketti
   †Z. robustus
Genus †Megalibgwilia
   †M. ramsayi
   †M. robusta

Οι Ταχυγλωσσίδες (Tachyglossidae) γνωστές και ως έχιδνες είναι οικογένεια της τάξης των μονοτρημάτων, τάξη ωοτόκων θηλαστικών. Υπάρχουν τέσσερα επιζώντα είδη, τα οποία, μαζί με τον πλατύποδα, είναι τα μόνα επιζώντα είδη της τάξης και τα μόνα επιζώντα ωοτόκα θηλαστικά.[2] Παρόλο που η δίαιτά τους αποτελείται κατά κύριο λόγο από μυρμήγκια και τερμίτες, δεν έχουν κοντινή συγγένεια με τους μυρμηγκοφάγους της Αμερικής. Ζουν στη Νέα Γουινέα και την Αυστραλία. Το κοινό τους όνομα «έχιδνα» προέρχεται από το μυθικό τέρας της ελληνικής μυθολογίας, έχιδνα (μυθολογία).

Περιγραφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι έχιδνες είναι μικρά θηλαστικά που είναι καλυμμένα με τραχύ τρίχωμα και αγκάθια. Εκ πρώτης όψεως μοιάζουν με τους μυρμηγκοφάγους της Νότιας Αμερικής καθώς και άλλα αγκαθοφόρα θηλαστικά όπως οι σκαντζόχοιροι και τα υστρικόμορφα, εξαιτίας της εξελικτικής σύγκλισης. Το ρύγχος τους έχει την λειτουργία και του στόματος και της μύτης, και είναι επίμηκες και λεπτό. Έχουν πολύ κοντά, άκρα με μεγάλα νύχια και είναι πολύ ικανές στο σκάψιμο. Έχουν μικροσκοπικό στόμα και ένα σαγόνι χωρίς δόντια. Τρέφονται ανοίγοντας μαλακούς κορμούς ή μυρμηγκοφωλιές, χρησιμοποιώντας μετά την μακρυά, κολλώδη γλώσσα τους για την συλλογή της λείας. Η κοντόρυγχη έχιδνα (Tachyglossus aculeatus) τρέφεται κυρίως με μυρμήγκια και τερμίτες, ενώ τα είδη του γένους Zaglossus τρέφονται κυρίως με σκουλήκια και προνύμφες εντόμων.[3] Οι μακρόρυγχες έχιδνες έχουν πολύ μικρά αγκάθια στη γλώσσα τους που τις βοηθούν να συλλαμβάνουν τη λεία τους.[3]

Οι έχιδνες και οι πλατύποδες είναι τα μόνα ωοτόκα θηλαστικά, γνωστά και ως μονοτρήματα. Το θηλυκό κάνει ένα δερματώδες με μαλακό κέλυφος αυγό εικοσιδύο μέρες μετά το ζευγάρωμα και το αποθέτει κατευθείαν στον μάρσιπο της. Η εκκόλαψη γίνεται δέκα μέρες μετά. Το μικρό ρουφά γάλα από πόρους των δύο γαλακτοφόρων αδένων (τα μονοτρήματα δεν έχουν θηλές) και παραμένουν στον μάρσιπο για σαράντα πέντε με πενήντα πέντε ημέρες,[4] καθώς μετά αρχίζει να αναπτύσσει αγκάθια. Η μητέρα σκάβει μια φωλιά και αφήνει εκεί το μικρό, επιστρέφοντας κάθε πέντε μέρες για να το γαλουχήσει μέχρι να γίνει επτά μηνών.

Οι αρσενικές έχιδνες έχουν τετρακέφαλο πέος. Κατά την διάρκεια του ζευγαρώματος τα κεφάλια της μίας πλευράς παύουν να λειτουργούν και δεν μεγαλώνουν ενώ τα άλλα δύο χρησιμοποιούνται για την εκσπερμάτωση. Τα χρησιμοποιούμενα κεφάλια εναλλάσσονται σε κάθε ζευγάρωμα.[5]

Αντίθετα με προηγούμενη έρευνα, οι έχιδνες δεν περνούν σε ύπνο REM, παρά μόνο όταν η θερμοκρασία περιβάλλοντος είναι γύρω στους 25°C. Σε θερμοκρασίες 15°C και 28°C δεν εμφανίζεται ύπνος REM.[6]

Εξέλιξη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το μοριακό ρολόι και η χρονολόγηση απολιθωμάτων υποδεικνύουν ότι οι έχιδνες διαχωρίστηκαν από τους πλατύποδες πριν 19-48 εκατομμύρια χρόνια. Οι έχιδνες εξελίχθηκαν από υδρόβιους προγόνους οι οποίοι επέστρεψαν πλήρως στην ξηρά παρά τον ανταγωνισμό με τα μαρσιποφόρα.[7] Εξαιτίας αυτού έχει υποτεθεί ότι η ωοτόκος αναπαραγωγή των μονοτρημάτων τους προσφέρει πλεονεκτήματα έναντι των μαρσιποφόρων, άποψη συνεπής με την τρέχουσα οικολογική κατανομή μονοτρημάτων και μαρσιποφόρων.[7]

Ταξινομία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι έχιδνες ταξινομούνται σε τρία γένη. Το γένος Zaglossus περιέχει τρία επιζώντα είδη και δύο είδη γνωστά από απολιθώματα, ενώ είναι γνωστό μόνο ένα είδος του γένους Tachyglossus. Το τρίτο γένος, Megalibgwilia, είναι γνωστό μόνο από απολιθώματα.

Zaglossus[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα τρία επιζώντα είδη του γένους Zaglossus είναι ενδημικά στη Νέα Γουινέα. Είναι σπάνια και κυνηγιούνται για τροφή. Αναζητούν την τροφή τους στο στρώμα φύλλων στο έδαφος του δάσους, τρώγοντας σκουλήκια και έντομα. Τα είδη είναι:

  • το είδος (Zaglossus bruijni), που κατοικεί σε δάση σε μεγάλο υψόμετρο.
  • το είδος (Zaglossus attenboroughi), που περιγράφηκε το 1961 το οποίο κατοικεί σε ακόμα μεγαλύτερα υψόμετρα.
  • το είδος (Zaglossus bartoni), του οποίου έχουν ταυτοποιηθεί τέσσερα υποείδη.

Τα δύο είδη γνωστά από απολιθώματα είναι:

Tachyglossus[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το είδος Tachyglossus aculeatus συναντάται στην νοτιοανατολική Νέα Γουινέα και σχεδόν σε όλα τα περιβάλλοντα της Αυστραλίας, από τις χιονισμένες Αυστραλιανές Άλπεις μέχρι τις βαθιές ερήμους του Άουτμπακ (Outback), ουσιαστικά οπουδήποτε υπάρχουν μυρμήγκια και τερμίτες. Είναι μικρότερο από τα είδη του γένους Zaglossus και έχει μακριές τρίχες.

Megalibgwilia[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το γένος Megalibgwilia είναι γνωστό μόνο από τα απολιθώματα:

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Groves, C. (2005). Wilson, D. E., & Reeder, D. M. ed. Mammal Species of the World Αρχειοθετήθηκε 2010-06-01 στο Wayback Machine. (3rd ed.). Baltimore: Johns Hopkins University Press. σσ. 1–2. ISBN 0-801-88221-4
  2. "The Enigma of the Echidna" Αρχειοθετήθηκε 2012-04-29 στο Wayback Machine. by Doug Stewart, National Wildlife, April/May 2003.
  3. 3,0 3,1 Zaglossus bruijni
  4. Short-beaked echidna Αρχειοθετήθηκε 2009-08-13 στο Wayback Machine. Arkive.org
  5. Shultz, N. (26 Οκτωβρίου 2007). «Exhibitionist spiny anteater reveals bizarre penis». New Scientist website. Ανακτήθηκε στις 27 Οκτωβρίου 2006.  Εξωτερικός σύνδεσμος στο |work= (βοήθεια)
  6. SC Nicol, NA Andersen, NH Phillips, RJ Berger (11 February 2000). «The echidna manifests typical characteristics of rapid eye movement sleep». Neuroscience letters. 
  7. 7,0 7,1 Phillips MJ, Bennett TH, Lee MS. (2009). Molecules, morphology, and ecology indicate a recent, amphibious ancestry for echidnas. PNAS. 106:17089–17094. doi:10.1073/pnas.0904649106

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]