Ταμπουράς

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Νησιώτης παίζοντας ταμπουρά. 18ος αιώνας.

Ο ταμπουράς, με τη γενική έννοια, είναι η ελληνική ονομασία μιας ευρύτερης οικογένειας εγχόρδων μουσικών οργάνων, αλλά δηλώνει και ένα συγκεκριμένο ελληνικό παραδοσιακό όργανο, που ανήκει σ' αυτή την οικογένεια.

Ο ταμπουράς γενικά, είναι ένα έγχορδο μουσικό όργανο με μακρύ χέρι, απόγονος της αρχαιοελληνικής πανδούρας και πρόγονος πανομοιότυπων λαούτων (όπως για παράδειγμα το τούρκικο σάζι)[εκκρεμεί παραπομπή], καθώς θεωρείται όργανο αναβίωσης κυρίως στα βυζαντινά χρόνια.[εκκρεμεί παραπομπή] Ο ταμπουράς αναφέρεται στο βυζαντινό έπος του Διγενή Ακρίτα όταν ο ήρωας παίζει ένα θαμπούρι (μεσαιωνική μορφή ταμπουρά).

Αυτά τα μουσικά όργανα έχουν βαθουλωτό σκάφος και το καπάκι είναι επίπεδο, με ή χωρίς τρύπα. Ο αριθμός των χορδών κυμαίνεται, συνήθως μεταξύ τριών (μονές, διπλές αλλά και τριπλές). Το μέγεθος των ταμπουράδων μπορεί να ξεπεράσει το ένα μέτρο. Από την αρχαιοελληνική πανδουρίδα, μέχρι τον 19ο αιώνα ο ταμπουράς, απέκτησε σταθερά τάστα και έγινε το σημερινό τρίχορδο μπουζούκι.

Τα τελευταία χρόνια αυξάνεται το ενδιαφέρον για τον παλιό ταμπουρά στην Ελλάδα. Ο ταμπουράς έχει ενταχθεί ως απαραίτητος στα μουσικά σχολεία. Επειδή ο παραδοσιακός Ελληνικός ταμπουράς είναι χαμηλόφωνο όργανο, δεν χρησιμοποιείται συχνά ως κύριο σολιστικό όργανο, αλλά μάλλον εντός της παραδοσιακής ορχήστρας, για να συνοδεύει το κύριο όργανο (λύρα, βιολί, φλογέρα κ.λ.π). Ωστόσο, ο ταμπουράς είναι ουσιαστικά ένα σολιστικό όργανο. Αφού δεν είναι συγκερασμένο, δεν είναι κατάλληλο για το παίξιμο συγχορδιών. Ο ταμπουράς δεν χρησιμοποιείται στο ρεμπέτικο ούτε στο λαϊκό τραγούδι. Θεωρείται το ιδανικό όργανο για τη σπουδή των βυζαντινών κλιμάκων.

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • ΑΝΩΓΕΙΑΝΑΚΗΣ, Φοίβος. Ελληνικά λαϊκά μουσικά όργανα. 2η έκδοση. Αθήνα: Μέλισσα, 1991.
  • ΓΡΑΨΑΣ, Νίκος. Ταμπουράς. Μέθοδος διδασκαλίας. Αθήνα: Νικολαΐδης, 2007.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]