Ταλμούδ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Το Ταλμούδ (εβρ. תַּלְמוּד 'talmūd') είναι το βασικό κείμενο του ραββινικού Ιουδαϊσμού και αποτελεί την κύρια πηγή τού σύγχρονου εβραϊκού θρησκευτικού νόμου, της χαλακά (halakha), καθώς και της εβραϊκής θεολογίας[1]. Το Ταλμούδ σημαίνει στα εβραϊκά «διδασκαλία» ή «μελέτη».[2] Ώς τη σύγχρονη εποχή, σε όλες σχεδόν τις εβραϊκές κοινότητες το Ταλμούδ υπήρξε κέντρο τής εβραϊκής ζωής και θεμελιώδες στοιχείο τής εβραϊκής σκέψης· συνήθως εθεωρείτο οδηγός για την καθημερινή ζωή των απανταχού Εβραίων.

Ο όρος Ταλμούδ αναφέρεται κυρίως στην εξωβιβλική συλλογή κειμένων που προσδιορίζονται ειδικότερα ως «Βαβυλωνιακό Ταλμούδ» (Talmud Bavli), αν και υπάρχει επίσης μια συλλογή κειμένων που συγκροτήθηκε νωρίτερα και είναι γνωστή ως «Ταλμούδ τής Ιερουσαλήμ» (Talmud Yerushalmi). Ενίοτε αποκαλείται επίσης Σας (shas, εβρ. ש״ס), συντομευμένη μορφή τής φράσης shisha sedarim «έξι εντολές» τού Μισνά.

Το Ταλμούδ αποτελείται από δύο συστατικά τμήματα. 1) Το Μισνά (εβρ. משנה, περ. 200 μ.Χ.), γραπτό υπόμνημα του ραββινικού Ιουδαϊσμού στον Προφορικό Νόμο, και 2) τη Γκεμαρά (περ. 500 μ.Χ.), ερμηνευτικό κείμενο του Μισνά συνοδευόμενο από γραπτές παρατηρήσεις στην εβραϊκή Βίβλο. Ο όρος Ταλμούδ μπορεί να αναφέρεται είτε στο Μισνά είτε στη Γκεμαρά είτε σε αμφότερα.

Η πλήρης μορφή τού Ταλμούδ περιλαμβάνει 63 πραγματείες, που χωρίζεται σε έξι μέρη (sedarim). Είναι γραμμένο στη μισναϊκή Εβραϊκή (με επί μέρους τμήματα στην Αραμαϊκή, περιέχει δε τις γνώμες και τις διδαχές χιλιάδων ραββίνων (από την προχριστιανική εποχή ώς τον 5ο αι.) σε ποικιλία θεμάτων, περιλαμβανομένης της χαλακά, της εβραϊκής ηθικής, φιλοσοφίας, των ηθών και εθίμων τού εβραϊσμού κ.ά. Το Ταλμούδ συνιστά τη βάση κάθε κωδικοποίησης του εβραϊκού νόμου και παρατίθεται ευρέως στη ραββινική γραμματεία. Μετά τον Μωσαϊκό Νόμο είναι το έργο που επέδρασε όσο κανένα άλλο στη ζωή και τη σκέψη τού Ιουδαϊσμού.

Τα δύο Ταλμούδ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Βαβυλωνιακό Ταλμούδ, έκδοση του Βίλνιους (1880-1886)

Μετά την καταστροφή του Ναού το 70 μ.Χ., οι ραββίνοι της Παλαιστίνης συγκέντρωσαν κάποιες προφορικές διδασκαλίες σε ένα πρώτο κείμενο. Καθώς όμως αύξανε ο διωγμός των Ιουδαίων της Παλαιστίνης, που συνοδευόταν από άνοδο του χριστιανισμού σε πολιτική δύναμη, το κέντρο της Ταλμουδικής ανάπτυξης μετακινήθηκε στη Βαβυλώνα, που βρισκόταν σε ασφάλεια έξω από τα όρια της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Έτσι πραγματοποιήθηκε η παραγωγή δύο Ταλμούδ, σε δύο αυτοτελείς μορφές-παραλλαγές:

  • Το Ταλμούδ της Βαβυλώνας, που είναι το μεγαλύτερο σε έκταση από τα δύο (περίπου τέσσερις φορές μεγαλύτερο) και πολύ πλουσιότερο σε περιεχόμενο. Γράφτηκε στις εβραϊκές σχολές της Βαβυλώνας στην αραμαϊκή γλώσσα και ολοκληρώθηκε περίπου το 400 μ.Χ.
  • Το Ταλμούδ της Ιερουσαλήμ ή Παλαιστινιακό, είναι μικρότερο σε έκταση από το Ταλμούδ της Βαβυλώνος και θεωρείται υποδεέστερο του. Είναι γραμμένο στα αραμαϊκά και δίνει χρήσιμες πληροφορίες για τη ζωή των Εβραίων της Παλαιστίνης τους πρώτους πέντε μετά Χριστόν αιώνες. Ολοκληρώθηκε περίπου το 500 μ.Χ.

Μισνά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Μισνά είναι συλλογή προφορικών κατά βάση νόμων, η οποία αποδίδεται σε περίπου 120 νομοδιδασκάλους, που συμπληρώνουν και υπομνηματίζουν τους γραπτούς νόμους. Η κωδικοποίησή του ολοκληρώθηκε γύρω στις αρχές του 3ου αιώνα μ.Χ. Κάθε διδασκαλία που δεν περιλαμβάνεται στη Μισνά ονομάστηκε Μπεραϊθά («εκτός») και δηλώνει τους προφορικούς νόμους που έμειναν εκτός Μισνά. Και τα δύο Ταλμούδ περιέχουν ύλη που επιχειρεί να συμπληρώσει και να διασαφήσει διατάξεις και πραγματείες τού Μισνά. Βασίζονται στην πεποίθηση ότι στο όρος Σινά δόθηκε, μαζί με την Τορά, και ο προφορικός νόμος, καθώς και οδηγίες για τη σύνταξή του[3].

Γκεμαρά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Γκεμαρά είναι ένα είδος υπομνήματος στη Μισνά. Καθώς στην πορεία του χρόνου έγινε κατανοητό πως η Μισνά δεν ήταν αρκετή για να καλύψει τις μεταβαλλόμενες καταστάσεις, που απαιτούσαν περαιτέρω επεξεργασία και ερμηνεία, αυτό έγινε στο δεύτερο τμήμα του Ταλμούδ, που λέγεται Γκεμαρά.

Η ιστορική εξέλιξη του Ταλμούδ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στον Ματθαίο και στον Λουκά συναντάμε συχνά την έκφραση "Γραμματείς και Φαρισαίοι", ενώ είναι γνωστό πως οι περισσότεροι από τους γραμματείς ανήκαν στην ομάδα των Φαρισαίων. Βεβαίως, η διάκριση στην έκφραση αυτή αφορά τους καθ' ύλην αρμόδιους εξηγητές του Νόμου, τους οποίους διαχωρίζει από τους υπολοίπους.

Υπήρχαν "σχολές" γραμματέων με διαφορετικές τάσεις. Άλλοι διδάσκαλοι ήταν πιο συντηρητικοί και πιο κοντά στο γράμμα του ιερού κειμένου, και άλλοι περισσότερο φιλελεύθεροι.

Οι διδάσκαλοι Γραμματείς οδηγούσαν τους μαθητές τους στη διδασκαλία της σωστής ερμηνείας του Νόμου με στόχο την απομνημόνευση του υλικού αυτού, επάνω στο οποίο γίνονταν συζητήσεις μέσα στη Σχολή αλλά και εκτός αυτής, ενώπιον των οπαδών της. Στους πιο προχωρημένους μαθητές, ο διδάσκαλος παρέθετε και ανέλυε τις γνώμες των προηγουμένων σε κάθε θέμα και στο τέλος, έδινε τη δική του γνώμη, που προοριζόταν για απομνημόνευση. Με τη μέθοδο αυτή, συγκεντρώθηκε σταδιακά ένας τεράστιος όγκος ερμηνευτικού υλικού, που θεωρούνταν ισόκυρο με τη Βίβλο.

Όταν το ιουδαϊκό επαναστατικό πνεύμα έσβησε μετά την εξέγερση του Βαρ-Κοχβά (132-135 μ.Χ.) σταμάτησε ο ραββινικός ακαδημισμός και είχε έλθει η ώρα για την καταγραφή αυτής της παραδόσεως. Οι γραμματείς συγκέντρωσαν όλο το υλικό που είχαν παραλάβει από την εξήγηση του Νόμου (Ματθ. 15:2, Μαρκ. 7:3.5), που στις αρχές του 3ου αιώνα πήρε γραπτή μορφή. Αυτή είναι η Μισνά.

Η ερμηνεία του Νόμου όμως δεν σταμάτησε στις αρχές του 3ου αιώνα που έγινε η καταγραφή της Μισνά. Στην Παλαιστίνη και στη Βαβυλώνα, συγκεντρώθηκε από την προφορική παράδοση, νέο, κάθε είδους ερμηνευτικό υλικό. Έτσι δημιουργήθηκαν οι Γκεμαρά, ένας τύπος εγκυκλοπαίδειας, που περιέχει αναφορές σε κάθε είδους θέμα.

Η Παλαιστινιακή Γκεμαρά μαζί με τη Μισνά αποτέλεσαν το Ταλμούδ της Ιερουσαλήμ ή Παλαιστινιακό, ενώ η Βαβυλωνιακή Γκεμαρά μαζί με τη Μισνά αποτέλεσαν το Ταλμούδ της Βαβυλώνας.

Η ενασχόληση με τους ταλμουδικούς σχολιασμούς επηρέασε καθοριστικά τη σκέψη στοχαστών της πρώιμης νεότερης περιόδου της Ευρωπαϊκής ιστορίας. Τον 16ο και τον 17ο αιώνα η μελέτη του θεόδοτου πολιτεύματος της εβραϊκής πολιτείας οδήγησε στην ανακάλυψη και υιοθέτηση τριών χαρακτηριστικών ιδεών που γνώρισαν μεγάλη διάδοση στη νεωτερικότητα: της υπεροχής της αβασίλευτης διακυβέρνησης, του δικαιώματος του κράτους να αναδιανέμει τον πλούτο και της θρησκευτικής ανεκτικότητας. [4]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Neusner Jacob, 1970: The Formation of the Babylonian Talmud (Studia post-biblica; 17). Leiden: Brill, σ. ix.
  2. Μπέγζος, Μάριος (2011). Συγκριτική Θρησκειολογία. Αθήνα: Εκδόσεις Γρηγόρη. σελ. 124-131. ISBN 978-960-333-702-7. 
  3. J. Neusner, 1993: 'Talmud', στο The Oxford companion to the Bible (B. Metzger & M. Coogan, eds.), p. 731.
  4. Nelson, Eric (2010). The Hebrew Republic: Jewish Sources and the Transformation of European Political Thought. Harvard University Press. 

Πρόσθετες πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Soncino Babylonian Talmud, μεταφρασμένο στα αγγλικά από τον Ραββί Δρ Ι. Έπσταϊν (64% της έντυπης έκδοσης) (Αγγλικά)