Σύνταγμα του Βελγίου

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Το Σύνταγμα του Βελγίου χρονολογείται από το 1831.[1][2] Από τότε, το Βέλγιο διατηρεί ένα πολίτευμα κοινοβουλευτικής μοναρχίας που εφαρμόζει τις αρχές της υπουργικής ευθύνης για την κυβερνητική πολιτική και της διάκρισης των εξουσιών (εκτελεστική, νομοθετική, δικαστική).[3] Το σύνταγμα καθιέρωνε το Βέλγιο σε ένα συγκεντρωτικό ενιαίο κράτος. Ωστόσο, από το 1970, μέσα από διαδοχικές μεταρρυθμίσεις, εξελίχθηκε σταδιακά σε ένα ομοσπονδιακό κράτος. Η τελευταία ριζική αλλαγή του συντάγματος πραγματοποιήθηκε το 1993, όταν εισήχθη το Διαιτητικό Δικαστήριο, μετέπειτα Συνταγματικό Δικαστήριο.[4]

Σύμφωνα με το σύνταγμα, το Βέλγιο χωρίζεται σε τρεις κοινότητες: τη Φλαμανδική Κοινότητα, τη Γαλλική Κοινότητα και τη Γερμανόφωνη Κοινότητα.[5] Διαιρείται, επίσης, και σε τρεις περιφέρειες: την Περιφέρεια της Φλάνδρας, την Περιφέρεια Βαλλονίας και την Περιφέρεια των Βρυξελλών.[5] Κάθε δήμος του Βασιλείου του Βελγίου αποτελεί μέρος κάποιας γλωσσικής ζώνης αυτού (υπάρχουν 4 γλωσσικές ζώνες).[5]

Παρόλο που οι κοινότητες είναι τρεις, Γερμανόφωνων, Φλαμανδών και Γαλλόφωνων, μπορεί να υποθέσει κάποιος ότι στο Βέλγιο υπάρχει μια Διζωνική Δικοινωτική Ομοσπονδία όπου υπάρχει πολιτική ισότητα μεταξύ Φλαμανδών/ Γερμανόφωνων και των Γαλλόφωνων κατοίκων.[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οποιαδήποτε προβλήματα αναφύονται επιλύονται από το Συνταγματικό Δικαστήριο του οποίου η απόφαση είναι τελεσίδικη ,κατόπιν παραπομπής του εκάστοτε περιτροπής Προέδρου.