Σύλληψη του Ιησού Χριστού

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Η σύλληψη του Ιησού του Άλμπρεχτ Άλτντορφερ

Η σύλληψη του Ιησού αποτελεί κομβικό σημείο της ζωής του Ιησού Χριστού, το οποίο αναφέρεται και στα τέσσερα Κανονικά Ευαγγέλια[1]. Το γεγονός της σύλληψης αποτελεί την αρχή των γεγονότων, τα οποία οδηγούν, σύμφωνα με τις διηγήσεις των ευαγγελίων, στη σταύρωση του Ιησού Χριστού και την ανάσταση του. Τα γεγονότα αυτά ονομάζονται με βάση τη χριστιανική θεολογία, Πάθη του Χριστού. Ο Ιησούς συνελήφθη από τη φρουρά του Σανχεντρίν[2] στον κήπο της Γεθσημανής, το βράδυ του Μυστικού Δείπνου, αμέσως μετά το φιλί του Ιούδα, το οποίο χαρακτηρίζεται έως και σήμερα πράξη προδοσίας. Τη σύλληψη ακολούθησε η δίκη του Ιησού, αποτέλεσμα της οποίας ήταν η καταδίκη του σε σταυρικό θάνατο.

Βιβλική διήγηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Απεικόνιση όλων των γεγονότων της σύλληψης του Ιησού από τον Μάιστερ φον Σεβερίν

Με βάση τα Κανονικά Ευαγγέλια, μετά τον Μυστικό Δείπνο, ο Ιησούς και οι έντεκα από τους δώδεκα μαθητές του πήγαν στη Γεθσημανή, ένα κήπο που βρίσκεται στην άκρη της Κοιλάδας του Κίντρον, ο οποίος πιθανολογείται από μελετητές ότι ήταν ελαιώνας (κήπος των ελαιών). Ο Ιούδας ο Ισκαριώτης είχε αποχωρήσει από τον Μυστικό Δείπνο και δε βρισκόταν μαζί τους. Μόλις έφτασαν στη Γεσθημανή ο Ιησούς αποσύρθηκε για να προσευχηθεί κατ' ιδίαν, παίρνοντας μαζί του τρεις από τους έντεκα μαθητές, τον Ιωάννη, τον Πέτρο και τον Ιάκωβο. Σε κάποιο σημείο ο Ιησούς ζήτησε από τους τρεις μαθητές να σταματήσουν και να μείνουν ξάγρυπνοι μαζί του, ενώ εκείνος απομακρύνθηκε λίγο και έπεσε με το πρόσωπο στη γη.

Στα τρία Συνοπτικά Ευαγγέλια αναφέρεται ότι ο Χριστός κατά τη διάρκεια της προσευχής του ζήτησε από τον Θεό πατέρα του να απομακρύνει το βάρος που έπρεπε να σηκώσει από αυτόν και ζήτησε αν ήταν δυνατόν να απαλλαγεί από όλα όσα θα έπρεπε να υποφέρει, αφήνοντας όμως την τελική απόφαση στον Θεό. Ο Λουκάς αναφέρει ότι εμφανίστηκε ένας άγγελος και ενδυνάμωσε τον Ιησού,[3] ο οποίος στη συνέχεια επέστρεψε κοντά στους τρεις μαθητές του. Στα υπόλοιπα δύο συνοπτικά ευαγγέλια απλά αναφέρεται η επιστροφή του Ιησού χωρίς να γίνεται αναφορά σε άγγελο. Και οι τρεις ευαγγελιστές ωστόσο αναφέρουν ότι οι τρεις μαθητές που είχαν ακολουθήσει τον Ιησού είχαν αποκοιμηθεί και ότι ο Ιησούς τους ξύπνησε και τους είπε πως δεν κατάφεραν να μείνουν ξύπνιοι έστω και για μία ώρα. Τους συνέστησε να προσεύχονται για να αποφεύγουν τον πειρασμό. Ο Ιησούς απομακρύνθηκε και πάλι για να συνεχίσει την προσευχή του. Όταν επέστρεψε αφού βρήκε και πάλι τους τρεις μαθητές να κοιμούνται, προσευχήθηκε για τρίτη φορά.

Στο σημείο αυτό εμφανίζεται και ο δωδέκατος μαθητής, ο Ιούδας. Οι συνοπτικοί ευαγγελιστές αναφέρουν ότι ο Ιησούς προειδοποίησε τους υπόλοιπους μαθητές για την άφιξη του Ιούδα, ο οποίος συνοδευόταν από ένα πλήθος που είχε σταλεί από τους αρχιερείς και τα μέλη του συνεδρίου. Ο Ιωάννης αναφέρει ότι συμπεριλαμβάνονταν Ρωμαίοι στρατιώτες και φρουροί του Ναού, ενώ ο Μάρκος αναφέρεται και σε νομοδιδασκάλους.[2].

Όταν το πλήθος με οδηγό τον Ιούδα μπήκε στον κήπο προς αναζήτηση του Ιησού, εκείνος βγήκε μπροστά και ρώτησε, «Ποιον ζητάτε;». Εκείνοι απάντησαν ότι ψάχνουν τον Ιησού τον Ναζωραίο. Ο Ιησούς τους απάντησε «εγώ είμαι», και αμέσως εκείνοι οπισθοχώρησαν και έπεσαν κατά γης. Ο Χριστός επανέλαβε την ερώτησή του για να λάβει και πάλι την ίδια απάντηση. Παραδέχτηκε ξανά ότι ήταν ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ και ζήτησε από τον όχλο να αφήσει τους μαθητές ελεύθερους.[4]

Ιούδας Ισκαριώτης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κύριο λήμμα: Ιούδας Ισκαριώτης
Το φιλί του Ιούδα

Στη συνέχεια ο Ιούδας πλησίασε τον Ιησού τον χαιρέτισε και τον φίλησε. Με βάση την παράδοση αλλά και τις αναφορές των ευαγγελίων το φιλί του Ιούδα ήταν ένα προσυμφωνημένο σήμα και ήταν αυτό που τελικά έπεισε τους συνοδούς του Ιούδα για το ποιος πραγματικά ήταν ο Ιησούς. Παραμένει ωστόσο ασαφές, γιατί το πλήθος δε γνώριζε τον Ιησού, αφού τις προηγούμενες μέρες είχε συνομιλήσει με τους ηγέτες τόσο των Φαρισαίων όσο και των Σαδδουκαίων. Το φιλί ωστόσο ήταν ο παραδοσιακός ιουδαϊκός χαιρετισμός σε ένα δάσκαλο, οπότε μπορεί αυτός και να ήταν ο λόγος [5]. Η «έκδοση Σκόλαρς» αναφέρει ότι «το γεγονός ότι ο Ιούδας έπρεπε να χρησιμοποιήσει ένα σημάδι για να υποδείξει τον Ιησού, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι δεν ήταν γνωστό το πρόσωπό του στην Ιερουσαλήμ». Μετά την ταυτοποίηση το πλήθος συνέλαβε τον Ιησού, αλλά ένας από τους μαθητές του έκοψε το αυτί ενός άντρα από το πλήθος χρησιμοποιώντας ένα σπαθί. Στο Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον αναφέρεται συγκεκριμένα ότι ο μαθητής αυτός ήταν ο Σίμων Πέτρος και ότι έκοψε το αυτί ενός υπηρέτη του αρχιερέα Καΐάφα, που ονομαζόταν Μάλχος. Ο Λουκάς αναφέρει επιπλέον ότι ο Ιησούς θεράπευσε τον Μάλχο. Ο Ματθαίος, ο Λουκάς και ο Ιωάννης αναφέρουν ότι ο Ιησούς εναντιώθηκε στην πράξη βίας και ζήτησε από τους μαθητές του να μην εναντιωθούν στη σύλληψή του. Στο κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον αποδίδεται στον Ιησού το γνωστό ρητό «Όσοι τραβούν σπαθί θα πεθάνουν από σπαθί».[6]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Κατά Ματθαίον (26, 47-56), Κατά Μάρκον (14 43-62), κατά Λουκάν (22, 47-53), κατά Ιωάννην (18, 3-12)
  2. 2,0 2,1 Kilgallen 271
  3. Κατά Λουκάν (22, 43)
  4. Κατά Ιωάννην (18, 4-8)
  5. Brown et al. 626
  6. Κατά Ματθαίον (26, 52)

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]