Σχολαστικός
Ο Σχολαστικός ήταν αξίωμα, τίτλος στην Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Αρχικά Σχολαστικός λεγόταν ο κάθε μορφωμένος άνθρωπος, έπειτα Σχολαστικοί λέγονταν οι σπουδαστές κάποιας σχολής που σπούδαζαν ρητορική ή φιλοσοφία[1].
Από τον 4ο αιώνα Σχολαστικός αναφερόταν δικαστικός υπάλληλος, ο σημερινός δικηγόρος, ο οποίος φοιτούσε πρώτα σε σχολή[1]. Από τον 5ο οι Σχολαστικοί φοιτούσαν σε σχολή με νομικά μαθήματα και ασκούσαν το επάγγελμα του δικηγόρου όχι όπως πριν που αν ήθελαν το επέλεγαν αλλά υποχρεωτικά[1]. Από τον 7ο οι σχολαστικοί είχαν δική τους συντεχνία που για γίνεις μέλος απαιτούνταν αρχικά 4 κι έπειτα 5 έτη φοίτηση σε νομική σχολή[2]. Οι σχολαστικοί απαγορευόταν να ασκήσουν οποιοδήποτε άλλο επάγγελμα[2]. Οι σχολαστικοί εργάζονταν κοντά στα δικαστήρια αλλά περιορισμένος αριθμός εξ αυτών είχε δικαίωμα να παραστεί σε δίκη, όταν έβγαιναν σε "σύνταξη" έπαιρναν πολλά προνόμια[2].
Αρκετοί σχολαστικοί ακολουθούσαν καριέρα στην εκκλησία[3].