Σχολή της Φρανκφούρτης

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η Σχολή της Φρανκφούρτης είναι μια σχολή νεομαρξιστικής κριτικής θεωρίας, κοινωνιολογικής έρευνας, και φιλοσοφίας. Η ομάδα αναδύθηκε στο Ινστιτούτο για την Κοινωνική Έρευνα (γερμανικά:Institut für Sozialforschung) στο Πανεπιστήμιο της Φρανκφούρτης στη Γερμανία όταν ο Μαξ Χορκχάιμερ έγινε ο διευθυντής του Ινστιτούτου το 1930. Ο όρος «Σχολή της Φρανκφούρτης» είναι άτυπος και χρησιμοποιείται για να περιγράψει τους στοχαστές που συνδέονταν με το Ινστιτούτο για την Κοινωνική Έρευνα ή επηρεάστηκαν από αυτό. Δεν είναι τίτλος για κάποιον θεσμό, και οι κύριοι στοχαστές της Σχολής της Φρανκφούρτης δεν χρησιμοποιούσαν τον όρο για να περιγράψουν τον εαυτό τους.

Η Σχολή της Φρανκφούρτης συνένωσε διαφωνούντες μαρξιστές, αυστηρούς επικριτές του καπιταλισμού που πίστευαν ότι κάποιοι από τους ιδεολογικούς επιγόνους του Καρλ Μαρξ υποστήριζαν ένθερμα μία επιλεκτική και παραπλανητική ανάγνωση του μαρξικού έργου, με στόχο συνήθως την υπεράσπιση των ορθόδοξων λενινιστικών Κομμουνιστικών Κομμάτων. Επηρεασμένοι κυρίως από την αποτυχία των επαναστάσεων της εργατικής τάξης στην Δυτική Ευρώπη μετά τον Α Παγκόσμιο Πόλεμο (π.χ. η Γερμανική Επανάσταση του 1918-1919) και από την άνοδο του Ναζισμού σε ένα οικονομικά και τεχνολογικά προηγμένο έθνος (Γερμανία), ανέλαβαν το καθήκον να επιλέξουν ποια κομμάτια από τη σκέψη του Μαρξ θα μπορούσαν να βοηθήσουν στην κατανόηση κοινωνικών συνθηκών που ο ίδιος ο Μαρξ ποτέ του δεν είχε δει. Στράφηκαν επομένως σε άλλες σχολές σκέψης για να συμπληρώσουν τις παραλείψεις του μαρξισμού.

Ο Μαξ Βέμπερ άσκησε την μεγαλύτερη επίδραση, όπως και ο Σίγκμουντ Φρόιντ (δείτε ενδεικτικά τη φροϋδική-μαρξιστική σύνθεση στο έργο του Χέρμπερτ Μαρκούζε του 1954 Έρως και Πολιτισμός). Η έμφασή τους στο «κριτικό» κομμάτι της θεωρίας πήγαζε σε σημαντικό βαθμό από την προσπάθειά τους να υπερβούν τα όρια του θετικισμού, του ωμού υλισμού, και της φαινομενολογίας επιστρέφοντας στην κριτική φιλοσοφία του Εμμάνουελ Καντ και τους επιγόνους του γερμανικού ιδεαλισμού, κυρίως τη φιλοσοφία του Χέγκελ με την έμφασή της στην άρνηση και την αντίφαση ως εγγενείς ιδιότητες της πραγματικότητας. Μια σημαντική επιρροή προήλθε επίσης από τη δημοσίευση στην δεκαετία του 1930 των έργων του Μαρξ Οικονομικά και Φιλοσοφικά χειρόγραφα του 1844 και Η Γερμανική Ιδεολογία, τα οποία έδειχναν τη συνέχεια με τον Εγελιανισμό που υποκρύπτονταν στη σκέψη του Μαρξ. Ο Μαρκούζε ήταν ο πρώτος που θα αρθρογραφούσε εκτενώς για τη θεωρητική σημασία αυτών των κειμένων.

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Νταβίντοφ, Γ., «Η τέχνη σαν φωνή της ‘φυσικής αλήθειας’ στον κόσμο της κοινωνικής αλλοτρίωσης. Το πρόβλημα της τέχνης στην κοινωνική φιλοσοφία της σχολής της Φραγκφούρτης». Μετάφρ. Χρήστος Τρικαλινός. Πολιτιστική 16 (1985), 35-40.
  • Μπουζέας, Κωνσταντίνος, «Η σχολή της Φρανκφούρτης και η κριτική του μαρξισμού». Εποπτεία 78 (1983), 283-310.
  • Βαλλιάνος Περικλής, «Το όπλο της κριτικής: η Σχολή της Φρανκφούρτης και η απελευθέρωση του λόγου». Σύγχρονα θέματα 14 (1982), 51-56.
  • Τέοντορ Αντόρνο & Μαξ Χορκχάιμερ (επιμέλεια), "Κοινωνιολογία: Εισαγωγικά δοκίμια / Ινστιτούτο Κοινωνικών Ερευνών της Φρανκφούρτης". Εκδ. Κριτική (1987)

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]