Σφαγή του Δομένικου

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η Σφαγή του Δομένικου, ή Ολοκαύτωμα του Δομένικου αναφέρεται στην ολοκληρωτική καταστροφή που υπέστη το χωριό Δομένικο της Λάρισας στις 16-17 Φεβρουαρίου του 1943, από τις ιταλικές δυνάμεις κατοχής, που, αφού το πυρπόλησαν, στη συνέχεια προέβησαν με ωμή βία στην εκτέλεση 150 αθώων κατοίκων.

Τα γεγονότα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Λίγες μέρες πριν, στο αρχηγείο ανταρτών του ΕΛΑΣ στην Οξιά είχε φθάσει η πληροφορία πως οι Ιταλοί από την Ελασσόνα μαζί με Ιταλούς από τη Λάρισα θα κάνουν εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στον Όλυμπο. Έτσι, οι αντάρτες αποφάσισαν να τοποθετηθούν στο δημόσιο δρόμο και να χτυπήσουν με ενέδρα τους Ιταλούς στη θέση Μαυρίτσα, μεταξύ Δομένικου-Μυλόγουστας. Τρία τμήματα ανταρτών συγκεντρώθηκαν και πήραν θέση στη Μαυρίτσα. Λίγο πριν το μεσημέρι, Ιταλική φάλαγγα 6 αυτοκινήτων και δύο προπορευόμενων μοτοσικλετιστών με 130 περίπου Ιταλούς εμφανίσθηκε κινούμενη προς Ελασσόνα. Η μάχη άρχισε και με τα πρώτα πυρά ο ένας μοτοσικλετιστής σκοτώθηκε επιτόπου, ενώ ο άλλος κατόρθωσε να διαφύγει προς τον Τύρναβο όπου ειδοποίησε για ενισχύσεις. Σε λίγο, εμφανίστηκαν Ιταλικά αεροπλάνα που από χαμηλό ύψος πολυβολούσαν τους αντάρτες αναγκάζοντάς τους να αποχωρήσουν και να συμπτυχθούν προς τα ορεινά. Οι απώλειες των Ιταλών, όπως γράφει ο Θόδωρος Καριπίδης στο βιβλίο του Εαμική Εθνική Αντίσταση, ήταν 9 νεκροί, μεταξύ των οποίων ένας αξιωματικός που υπέκυψε στα τραύματά του στη Λάρισα το ίδιο απόγευμα, ενώ οι αντάρτες είχαν 2 τραυματίες που τους πήραν μαζί τους. Στη συνέχεια, οι Ιταλοί ειδοποιημένοι από το μοτοσικλετιστή και ενισχυμένοι από τον Τύρναβο και την Ελασσόνα κινήθηκαν προς το Δομένικο από όλες τις πλευρές.

Ιταλοί στρατιώτες με 40 αυτοκίνητα έφθασαν στη Μαυρίτσα, χωρίστηκαν σε 3 φάλαγγες και, αφού χώρισαν το χωριό σε 3 τομείς, μπήκαν σε αυτό, ενώ ένας άλλος λόχος το υπερφαλάγγισε από την πλευρά του Προφήτη Ηλία. Μέχρι να μπουν στο χωριό, όποιον έβρισκαν τον εκτελούσαν επί τόπου. Η πρώτη φάλαγγα βρέθηκε στο σπίτι του Γιάννη Καραγιάννη και του έβαλε φωτιά. Αυτό ήταν και το σύνθημα. Σε λίγο όλο το χωριό καιγόταν.

Μεταξύ άλλων, εκτέλεσαν τις Κωνσταντινίδου Βαρβάρα και Κερασίνα Μπαράκου,οι οποίες ήταν άρρωστες και δε μπόρεσαν να ακολουθήσουν τους υπόλοιπους. Οι Δομενικιώτες πιστεύοντας τα λόγια του, τότε διορισμένου από τη Λεγεώνα, Προέδρου του χωριού, Νίκου Χώτου, συγκεντρώθηκαν στην πλατεία και με την απειλή των πολυβόλων οδηγήθηκαν στον τόπο της συμπλοκής στη Μαυρίτσα. Εκεί, οι Ιταλοί άρχισαν να ξεχωρίζουν τους άνδρες από 14 χρόνων και πάνω αφαιρώντας μόνο τους πολύ ηλικιωμένους. Στη συνέχεια, διέταξαν τα γυναικόπαιδα να βαδίσουν προς το διπλανό χωριό, Αμούρι, λέγοντας ότι τους άνδρες θα τους πήγαιναν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Λάρισα. Αμέσως μετά, με ονομαστική κατάσταση που τους είχε παραδώσει ο δωσίλογος Χώτος, έβγαλαν από τη γραμμή τους αδελφούς Ζάγκα και εκτέλεσαν πρώτα το Γιώργο (με στιλέτο, κόβοντάς του την καρωτίδα) ενώ ο δεύτερος, ο Βαγγέλης, πιάνοντας το χέρι του Ιταλού ζήτησε και εκτελέστηκε με το τουφέκι. Στη συνέχεια, αφού εκτέλεσαν άλλους 20 περίπου, οδήγησαν τους υπόλοιπους σε άλλο σημείο. Καθοδόν, στη Μυλόγουστα (το σημερινό Μεσοχώρι) έκαψαν άλλα 40 σπίτια και σκότωσαν όσους συνάντησαν, περαστικούς ή εργαζόμενους στα κτήματά τους (1 κάτοικο του Αμουρίου, 12 κατοίκους του Μεσοχωρίου και 5 του Δαμασίου). Είχε ήδη βραδιάσει όταν ήρθε η διαταγή για την εκτέλεση από τον εγκληματία πολέμου, διοικητή της Μεραρχίας Πινερόλο, αντιστράτηγο Μπενέλι. Χωρισμένοι σε επτάδες οι κρατούμενοι άρχισαν να εκτελούνται και να βάφουν με το αίμα τους το χώμα του Καυκακιού. Μόνο 6 κατάφεραν να σωθούν. Ο Πέτρος Κιάτος έσπρωξε τον Ιταλό σκοπό και έτρεξε μέσα στα πουρνάρια προς το ποτάμι χωρίς να τον βρουν οι σφαίρες ενώ οι άλλοι 5 (ο Γιώργος Κιάτος, ο Ευάγγελος Ντάσιος, ο Χρήστος Κυπαρρίσης, ο Βασίλης Ζάγκας και ο Σωτήρης Δισακόπουλος) γλύτωσαν καθώς παρέμειναν κρυμμένοι κάτω από το σωρό των πτωμάτων των υπόλοιπων εκτελεσθέντων.

Για το έγκλημα αυτό ζητήθηκε η ποινική δίωξη των υπευθύνων ήτοι: 1) του Ταγματάρχη πεζικού Antonio Festi, που ήταν Φρούραρχος και Διοικητής των Ιταλικών δυνάμεων Ελασσόνας, 2) του συνταγματάρχη της Καραμπινιερίας και εθνοσύμβουλου, Fascio Antonio Bali, που ήταν και αυτός που διέταξε την πυρπόληση της Τσαρίτσανης και την εκτέλεση 45 κατοίκων της στις 12-3-1943, 3) του αντισυνταγματάρχη της Καραμπινιερίας Antonio Tsigano και 4) του Διοικητή της Ιταλικής Μεραρχίας Λάρισας Benelli.

Στις κατοχικές δυνάμεις διαμαρτυρήθηκε εντόνως ο διοικητής της ελληνικής χωροφυλακής Ελασσόνας Νικόλαος Μπάμπαλης με αποτέλεσμα τη σύλληψή του και την αποστολή του σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στην Ιταλία από όπου επέστρεψε μετά την απελευθέρωση. Σύμφωνα με την επίσημη αναφορά του Διοικητή της Μεραρχίας Μπενέλλι, που ήρθε στο φως μέσα από την έρευνα της κας Λύντια Σανταρέλλι, καθηγήτριας της σύγχρονης Ιταλικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια της Νέας Υόρκης, και του Έλληνα Ιστορικού, Κωστή Κορνέτη, στα αρχεία της μεραρχίας Πινερόλο, διοικητής των Ιταλικών Δυνάμεων στις επιχειρήσεις του Δομενίκου ήταν ο υπεύθυνος αξιωματικός τη βραδιά της σφαγής, αντισυνταγματάρχης Αντόνιο ντι Πάουλα, που μάλιστα προτείνεται από το Μπενέλλι για εύφημο μνεία, ενώ βαρύτατη είναι η ευθύνη του Στρατηγού Τζελόζο, που ήταν Διοικητής του Σώματος του Ιταλικού Στρατού στην Ελλάδα, καθότι η πολιτική των αντιποίνων κατά του άμαχου πληθυσμού, όπως αποδεικνύεται ξεκάθαρα από την έρευνα της κας Σανταρέλλι, αποτέλεσε επίσημη τακτική του Ιταλικού στρατού σε όλα τα Βαλκάνια.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]


Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Γκότσης, Ιωάννης (1945). Φλόγες στον Όλυμπο. Αθήνα. σελίδες 112 (σύνολο). 


Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]