Συστημική θεωρία (αρχαιολογία)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η συστημική θεωρία δεν είναι εγγενής του γνωστικού πεδίου της αρχαιολογίας. Προέκυψε από το έργο του βιολόγου Λούντβιχ βον Μπερτάλανφι (Ludwig von Bertalanffy), το 1940, όταν προσπάθησε να διαμορφώσει μια θεωρία ικανή να ερμηνεύσει τις αλληλεπιδράσεις διαφορετικών μεταβλητών σε μια ποικιλία συστημάτων, χωρίς να έχει σημασία τι ακριβώς αντιπροσώπευαν αυτές οι μεταβλητές, (Bertallanfy 1969). Βάσει της λογικής του οποιοδήποτε σύστημα είναι δυνατόν να ειδωθεί ως σύνολο αλληλεπιδρώντων τμημάτων. Οι σχετικές επιδράσεις των τμημάτων ακολουθούν κανόνες που αν διατυπωθούν άπαξ, είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθούν για την περιγραφή του συστήματος ανεξαρτήτως της φύσης των περιεχομένων του, (Trigger, 2005:312).

Πρωτοπόροι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Λιούις Μπίνφορντ (Lewis Binford) έθεσε το ζήτημα της συστημικής θεωρίας στο New Perspectives in Archaeology, (Νέες προοπτικές στην αρχαιολογία) καθορίζοντας μάλιστα ένα corpus εννοιών συστηματοποιημένο σε τρεις θεωρίες: την Κατώτερη θεωρία, τη Μέση θεωρία και την Ανώτερη θεωρία. Η Κατώτερη θεωρία θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για την ερμηνεία μιας ιδιαίτερης όψης ενός πολιτισμού, π.χ. γεωργία κατά την ελληνική χαλκολιθική περίοδο. Η Μέση θεωρία περιγράφει οποιοδήποτε πολιτισμικό σύστημα πέρα από τα ιδιαίτερα πολιτισμικά του συμφραζόμενα, π.χ. η αρχαιολογία της γεωργίας εν γένει. Η Ανώτερη θεωρία ερμηνεύει οποιοδήποτε πολιτισμικό σύστημα, ανεξάρτητα από τη φύση των μεταβλητών του.

Ο αρχαιολόγος Κεντ Φλάνερι (Kent Flannery) πρωτόπόρησε σε αυτό το πεδίο με τη μελέτη του Archaeological Systems Theory and Early Mesoamerica (Αρχαιολογική συστημική θεωρία και πρώιμη Μεσοαμερική) (Flannery, 1968). Η συστημική θεωρία επέτρεψε στους αρχαιολόγους να διαχειρίζονται το αρχαιολογικό αρχείο με έναν εντελώς νέο τρόπο, αποδομώντας το στα βασικά πολιτισμικά του στοιχεία. Ο πολιτισμός είναι έννοια υποκειμενική, αλλά όταν τον διαχειρίζεται κανείς με τρόπο μαθηματικό, τότε τα αποτελέσματα είναι αναντίρρητα αντικειμενικά και αποτρέπουν οποιαδήποτε μορφή προκατάληψης, εκτός και αν υπάρχει πρόβλημα στην ίδια τη συστημική θεωρία.

Προβληματισμοί[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Δυστυχώς οι αρχαιολόγοι ανακάλυψαν πως τις περισσότερες φορές δεν ήταν δυνατόν να χρησιμοποιήσουν τη συστημική θεωρία με αυστηρά μαθηματικό τρόπο. Παρόλο που παρείχε το κατάλληλο πλαίσιο για την περιγραφή των αλληλεπιδράσεων με όρους τύπων ανατροφοδότησης μέσα στο σύστημα, σπάνια υπήρχαν όλες οι ποσοτικές αξίες που απαιτεί η συστημική θεωρία στην πλήρη μορφή της, όπως παραδέχεται ο ίδιος ο Φλάνερι, (Flannery, 1968:85). Μακροσκοπικά η συστημική θεωρία ήταν λιγότερο χρήσιμη για την ερμηνεία της αλλαγής και περισσότερο για την περιγραφή της (Trigger, 1989:315). Η ελπίδα πως με την συστημική θεωρία θα ήταν δυνατόν να ερμηνευθεί ένα μεγάλο μέρος των πολιτισμικών κανονικοτήτων, ιδαίτερα στα πρώιμα στάδια της Διαδικαστικής Αρχαιολογίας αποδείχθηκε μάλλον υπεραισιόδοξη, (Trigger, 1989:316). Παρά τους παραπάνω προβληματισμούς, η συστημική θεωρία χρησιμοποιείται ακόμη για την περιγραφή των αλληλεπιδράσεων των μεταβλητών ενός πολιτισμικού συστήματος.

Αν μη τι άλλο η χρήση της συγκεκριμένης θεωρίας υπήρξε σημαντικό βήμα για την εμφάνιση της Νέας Αρχαιολογίας και πρόκληση για την πολιτισμική-ιστορική ερμηνευτική μέθοδο. Ήταν μια "απόδειξη" ότι η αρχαιολογία μπορούσε να είναι επιστημονική και αντικειμενική ως προς την ερμηνεία των ευρημάτων της, αποφεύγοντας τις παγίδες των υποκειμενικών θεωρήσεων.

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Binford, Sally R. & Lewis Binford, 1968, New Perspectives in Archaeology, Chicago: Aldine Press.
  • Flannery, K. V., 1968, "Archaeological Systems Theory and Early Mesoamerica" στο Anthropological Archaeology in the Americas, ed. by B. J. Meggers, 67-87. Washington, Anthropological Society of Washington.
  • Trigger, Bruce, 2005, Μια ιστορία της αρχαιολογικής σκέψης, (μτφρ. Β. Λαλιώτη), Αλεξάνδρεια: Αθήνα