Συρτή

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η Συρτή είναι ειδικό εργαλείο και μέθοδος ψαρέματος που γίνεται "εν κινήσει" από μικρό μηχανοκίνητο σκάφος, λέμβο, με ταχύτητα περίπου 3-4 κόμβους. Αυτό το αλιευτικό εργαλείο και μέθοδος αλιείας περιλαμβάνεται στην ερασιτεχνική αλιεία.

Απαραίτητες όμως προϋποθέσεις είναι αφενός μεν η καλή γνώση των ψαρότοπων, περιοχών μεγάλης διέλευσης ψαριών, αφετέρου η γνώση του λεγόμενου «παλμού» δηλαδή των κινήσεων που επιχειρούνται στο εργαλείο από έναν καλό τεχνίτη του είδους αυτού. Γεγονός είναι ότι ψάρια υπάρχουν σε όλα τα βάθη από την επιφάνεια μέχρι το βυθό. Κατά συνέπεια το εργαλείο αυτό χρησιμοποιείται για ψάρεμα στον αφρό ή στο μισό βάθος ή λίγο πιο πάνω από τον βυθό. Έτσι η συρτή διακρίνεται σε δύο κύριες κατηγορίες: συρτή αφρού και συρτή βυθού.

Η φιλοσοφία της αλιευτικής αυτής μεθόδου βασίζεται ουσιαστικά στη παραπλάνηση των ψαριών και στη πρόκληση του κυνηγετικού ενστίκτου τους βλέποντας να διέρχεται πλησίον τους το δόλωμα το οποίο και θα προσπαθήσουν να το αρπάξουν, με συνέπεια ν΄ αγκιστρωθούν σ΄ αυτό. Έτσι στη συρτή βυθού δεν είναι καθόλου σπάνια η αλιεία συναγρίδας, στείρας και ροφού που θεωρούνται εξαιρετικά αρπακτικά ψάρια.

Εργαλείο - αρματωσιά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η μέθοδος της συρτής επιχειρείται από την πρύμνη του σκάφους, με δύο τρόπους: είτε κρατώντας με το χέρι την πετονιά η οποία σύρεται, (συρτή αφρού), είτε με "αλιευτικό καλάμι συρτής" που είναι στερεωμένο στη πρύμνη του σκάφους, ιδιαίτερα διαδεδομένος τρόπος στο εξωτερικό, (συρτή βυθού). Η λεγόμενη "βασική αρματωσιά" της συρτής είναι με διπλά αγκίστρια.
Σημειώνεται ότι το αλιευτικό εργαλείο της συρτής προς διάκριση της ομώνυμης μεθόδου λέγεται και συρταρέλι ή και συρταρόλι.

Παλαιότερα στο συρταρέλι προσαρμόζονταν βαρίδια με τα οποία επιχειρούνταν η αλιεία σε ανάλογο βάθος ως ενιαίο εργαλείο. Σήμερα το εργαλείο αυτό αποτελείται από δύο βασικά μέρη. Το κάθετο τμήμα με το οποίο προσδιορίζεται το βάθος αλιείας και το οριζόντιο τμήμα καλούμενο αρματωσιά στην άκρη της οποίας φέρεται το παράμαλλο του διπλάγκιστρου.
Το πρώτο, κάθετο τμήμα, αποτελείται από πετονιά, διαμέτρου (συνηθέστερα) 0,70 και μήκους αναλόγου του βάθους, στην άκρη του οποίου φέρεται μαζί με το βαρίδι ανοξείδωτος δακτύλιος. Στο δακτύλιο αυτό συνδέεται αφενός μεν το νήμα του καλαμιού, αφετέρου το οριζόντιο τμήμα δηλαδή η αρματωσιά που την αποτελεί νάιλον μήκους περίπου 25 - 30 μέτρα, διαμέτρου επίσης 0,70 η οποία καταλήγει σε "στριφτάρι". Στο στριφτάρι αυτό συνδέεται με κόμπο το παράμαλλο που αποτελείται από νήμα, συνήθως από ανθρακικό φθόριο, μήκους 30-40 εκατοστών και διαμέτρου 0,70, στο οποίο συνδέονται τα δύο αγκίστρια "κατά σειρά" έτσι ώστε το δεύτερο ν΄ αποτελεί και την απόληξη του εργαλείου. Σημειώνεται ότι το τελευταίο αυτό τμήμα θα πρέπει να είναι αρκετά ανθεκτικό διότι αυτό θα υποστεί και τα περισσότερα δαγκώματα του ψαριού στη προσπάθειά του ν΄ απελευθερωθεί, συνεπώς θα πρέπει ν΄ αποφεύγεται η κοινή μεσηνέζα.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • "Θ. Μαρσέλλου "Τα ψάρια και το ψάρεμα" Εκδόσεις Ι. Βασιλείου, Αθήνα 1978.