Συνθήκη του Ραπάλλο (1922)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η Συνθήκη του Ραπάλλο (1922), σε αντιδιαστολή με εκείνη του 1920, ήταν συμφωνία που συνάφθηκε μεταξύ της Γερμανίας (υπό το καθεστώς της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης), την οποία εκπροσώπησε ο Υπουργός Εξωτερικών Βάλτερ Ράτεναου (Walther Rathenau) και της Σοβιετικής Ένωσης, την οποία εκπροσώπησε ο ομόλογός της "Κομισάριος του Λαού" Γκεόργκι Τσιτσέριν (Georgi Chicherin). Η συνθήκη υπογράφηκε στις 16 Απριλίου 1922 στην ιταλική κωμόπολη του Ραπάλλο, (κοντά στην Γένοβα, Λιγουρία) απ' όπου πήρε και το όνομά της.

Η Συνθήκη υπογράφηκε στο περιθώριο της Συνδιάσκεψης της Γένοβας, η οποία συγκλήθηκε στην πόλη αυτή από τις 10 Απριλίου μέχρι 19 Μαΐου 1922 με αντιπροσώπους από 34 κράτη. Σε αυτήν καταβλήθηκαν προσπάθειες να αποκατασταθούν οι εμπορικές και οικονομικές σχέσεις μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών, που είχαν αποικοδομηθεί κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο.[1]

Σύμφωνα με τη Συνθήκη, οι δύο χώρες συμφώνησαν στην εξομάλυνση των διπλωματικών τους σχέσεων και "να συνεργαστούν στα πλαίσια αμοιβαίας καλής θέλησης, ώστε να καλύψουν τις οικονομικές ανάγκες των δύο χωρών".[2] Έτσι, άρθηκε η διπλωματική απομόνωση των δύο χωρών, που είχε επέλθει τόσο από τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο όσο και από την άνοδο των Μπολσεβίκων στην εξουσία.

Την συνθήκη ακολούθησε ένα μυστικό "παράρτημα", που υπογράφηκε στις 29 Ιουλίου 1922. Σύμφωνα με αυτό, η ΕΣΣΔ επέτρεπε στην Ράιχσβερ να εκπαιδεύει το στρατιωτικό της δυναμικό σε περιοχές της Σοβιετικής Ένωσης (και φυσικά σε όπλα που ήταν απαγορευμένα στη Γερμανία από την Συνθήκη των Βερσαλλιών. Με τον τρόπο αυτό δόθηκε η δυνατότητα στη Γερμανία να καταστρατηγήσει τον ανάλογο όρο της Συνθήκης. Πολλά μελλοντικά στελέχη της Ναζιστικής Βέρμαχτ είχαν εκπαιδευτεί στην ΕΣΣΔ, όπως οι Βάλτερ φον Μπράουχιτς και Χάιντς Γκουντέριαν.

Η ΕΣΣΔ υπέγραψε τη Συνθήκη (και το Παράρτημα) στοχεύοντας στη δημιουργία ενός αντι-Βερσαλλιακού άξονα κατά της Δύσης, καθώς και οι δύο χώρες είχαν υποστεί εδαφικές απώλειες με τη συνθήκη των Βερσαλλιών. Στη Δύση, αντίθετα, η Συνθήκη θεωρήθηκε ως ανησυχητική ένδειξη, καθώς ενδυνάμωνε τη διεθνή θέση των δύο χωρών. Στο εσωτερικό της Γερμανίας της Βαϊμάρης πολλά συντηρητικά στελέχη και η συντηρητική μερίδα του λαού δεν είδε με καλό μάτι τη συνθήκη που διαπραγματευόταν και διατηρούσε αγαστές σχέσεις με κομμουνιστική χώρα.

Η συνθήκη αυτή προκάλεσε την εγρήγορση της Φινλανδίας, των Βαλτικών χωρών και της Πολωνίας, λόγω της ενδυνάμωσης της ΕΣΣΔ. Προσπάθεια να συσφίξουν τις μεταξύ τους σχέσεις ως αντίβαρο στη Συνθήκη προσέκρουσε στην αντίδραση των Κοινοβουλίων τους.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]