Συνδετικός ιστός

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Ο συνδετικός ιστός είναι ένα από τέσσερα βασικά είδη ζωικών ιστών και αποτελείται από φαινομενικά διαφορετικούς τύπους κυττάρων. Το κύριο χαρακτηριστικό είναι ότι διαθέτουν άφθονο μεσοκυττάριο στρώμα, κάτι που δεν ισχύει σε όλους τους άλλους ιστούς, και τα κύτταρα είναι διάσπαρτα μέσα του. Από λειτουργικής απόψεως, ο ρόλος του συνδετικού ιστού είναι να στηρίζουν τους άλλους ιστούς και να συμβάλλουν στην άμυνα του οργανισμού, στη μεταφορά και αποθήκευση ουσιών, αποκατάσταση βλαβών κλπ.

Οι συνδετικοί ιστοί των ζώων εμφανίζουν μεγάλη ποικιλομορφία. Στο συνδετικό ιστό ανήκουν οι τένοντες, η δερμίς του δέρματος, τα οστά, ο χόνδρος, ο λιπώδης ιστός και το αίμα. Η ταξινόμησή τους γίνεται κυρίως βάση των μεσοκυττάριων χαρακτηριστικών τους και όχι βάσει των κυτταρικών τους στοιχείων. Τα μεσοκυττάρια χαρακτηριστικά μπορεί να είναι ίνες, άμορφη θεμέλια ουσία και υγρό των ιστών. Οι ίνες χωρίζονται σε κολλάγονες, που περιέχουν κολλαγόνο, δικτυωτές και ελαστικές. Οι περισσότεροι τύποι συνδετικού ιστού προέρχονται από το μεσόδερμα, που σχηματίζει το πολυδύναμο μεσέγχυμα

Αν και δεν υπάρχει συγκεκριμένη σειρά των διαφόρων υποδιαιρέσεων των τύπων συνδετικού ιστού, οι ακόλουθες κατηγορίες είναι γενικά αποδεκτές:

  • Πρώιμοι εμβρυικοί ιστοί (μεσεγχυματικός, βλεννώδης)
  • Ώριμοι συνδετικοί ιστοί (ιδίως συνδετικός ιστός, ειδικοί τύποι συνδετικού ιστού)
  • Ερειστικός ιστός: τύπος συνδετικού ιστού είναι ο ερειστικός ο οποίος αποτελείται από κύτταρα που βρίσκονται μέσα σε άφθονη μεσοκυττάρια ουσία και συνδέουν δομές μεταξύ τους (π.χ. τους μύες με τα οστά) προσφέροντας στήριξη και προστασία (έρεισμα = στήριγμα). Τέτοιοι ιστοί είναι :

Ο χόνδρινος ιστός είναι στέρεος και συγχρόνως εύκαμπτος. Τα κύτταρά του, οι χονδροβλάστες, βρίσκονται μέσα σε κοιλότητες της μεσοκυττάριας ουσίας. Ο ιστός αυτός συναντάται στους αρθρικούς χόνδρους, στο πτερύγιο του αυτιού, στους μεσοσπονδύλιους δίσκους κ.τ.λ
Ο οστίτης ιστός, που συναντάται στα οστά, αποτελείται από εξαιρετικά σκληρή μεσοκυττάρια ουσία, η οποία περιέχει άλατα και ινίδια κολλαγόνου. Μέσα σε κοιλότητες της υπάρχουν τα οστεοκύτταρα.

Τύποι συνδετικού ιστού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μεσοκυττάρια συστατικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα μεσοκυττάρια χαρακτηριστικά μπορεί να είναι ίνες, άμορφη θεμέλια ουσία και υγρό των ιστών. Ένα επιπλέον εξωκυττάριο στοιχείο είναι ο βασικός υμένας.

Ίνες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ιστολογικώς υπάρχουν τρεις τύποι ινών, οι κολλαγόνες, οι δικτυωτές και οι ελαστικές ίνες.

Κολλαγόνες ίνες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κύριο λήμμα: κολλαγόνο

Το κολλαγόνο αποτελεί τις αφθονότερες ίνες. Είναι ανελαστικό και αποτελείται από την ελικοειδώς διατεταγμένη πρωτεΐνη τροποκολλαγόνο που αποτελείται από τρεις αλυσίδες α. Οι κολλαγόνες ίνες διατίθενται σε ίνες ποικίλου πάχους που σχηματίζονται από μονάδες τροποκολλαγόνου. Οι μονάδες συνδέονται μεταξύ τους και σχηματίζουν εγκάρσια ινίδια. Εξαίρεση σε αυτό το σχηματισμό αποτελεί το κολλαγόνο τύπου IV, που απαντάται στους βασικούς υμένες. Κολλαγόνες ίνες υπάρχουν στο χορίο, στα οστά, στις κάψες οργάνων, στο χόνδρο, την οδοντίνη και την οστεΐνη.

Δικτυωτές ίνες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι δικτυωτές ίνες αποτελούνται από κολλαγόνο τύπου ΙΙΙ και είναι λεπτότερες από τις ίνες από κολλαγόνο τύπου Ι. Παρουσιάζουν υψηλή περιεκτικότητα σε υδατάνθρακες και έχουν πολλές διακλαδώσεις. Σχηματίζουν λεπτά πλέγματα γύρω από λεία μυϊκά κύτταρα, ορισμένους τύπους επιθηλιακών κυττάρων, λιποκύτταρα, νευρικές ίνες και αιμοφόρα αγγεία. Επίσης αποτελούν το στηρικτικό στοιχείο ορισμένων οργάνων όπως το ήπαρ και ο σπλήνας.

Ελαστικές ίνες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι ελαστικές ίνες διαθέτουν μεγάλη ελαστικότητα και μπορούν να διαταθούν στο 150% του συνήθους μήκους τους χωρίς να υποστούν ρήξη. Οι ελαστικές ίνες αποτελούνται από μια άμορφη πρωτεΐνη, την ελαστίνη, η οποία περιβάλλεται από μικρονήματια, των οποίων το κύριο συστατικό είναι η ινιδίνη. Η ελαστίνη περιέχει δύο ασυνήθιστα αμινοξέα, τη δεσμοσίνη και την ισοδεσμοσίνη, στα οποία οφείλεται η ελαστικότητά τους. Επιμέρους μόρια ελαστίνης συνδέονται μεταξύ τους μέσω ριζών λυσίνης και σχηματίζουν ευμεγέθη πλέγματα μορίων. Οι ελαστικές ίνες δεν παρουσιάζουν περιοδικότητα και απαντώνται σε περιοχές του σώματος που απαιτούν σημαντική ευκαμψία και ελαστικότητα.

Θεμέλια ουσία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η άμορφη θεμέλια ουσία αποτελεί το πηκτώδους συστάσεως στρώμα στο οποίο ενσωματώνονται τα κύτταρα και οι ίνες και διαμέσο του οποίου διαχέεται το υγρό των ιστών. Η θεμέλια ουσία αποτελείται από γλυκοζαμινογλυκάνες (GAGs), πρωτεογλυκάνες και γλυκοπρωτεϊνες. Οι πρωτεογλυκάνες είναι πρωτεΐνες που συνδέονται με μόρια πολύπλοκων, αρνητικά φορτισμένων πολυσακχαριτών, τις γλυκοσαμινογλυκάνες. Τα κύρια συστατικά των GAG είναι το υαλουρονικό οξύ, η θειϊκή χονδροϊτίνη, η θειϊκή δερματάνη, η θειϊκή κερατάνη και η θειϊκή ηπαρατάνη. Οι πρωτεΐνες που συνδέονται με υαλουρονικό οξύ σχηματίζουν τεράστια μόρια τεράστια μόρια που έλκουν κατιόντα, π.χ. νατρίου. Αποτέλεσμα είναι να σχηματίζουν εντόνως ενυδατωμένα μόρια τα οποία ανθίστανται στην πίεση. Ο ρόλος της θεμέλειας ουσίας είναι να προσφέρει αντοχή στη συμπίεση και η πλήρωση του χώρου ανάμεσα στα κύτταρα.

Βασικός υμένας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο βασικός υμένας είναι ένα επιπλέον εξωκυττάριο στοιχείο το οποίο παρεμβάλλεται μεταξύ συνδετικού και επιθηλιακού ιστού. Τα κύρια συστατικά του βασικού υμένα, η λαμινίνη, η εντακτίνη, και το κολλαγόνο τύπου IV έχουν επιθηλιακή προέλευση, ένα άλλα συστατικά, όπως η ινωδονεκτίνη και η περλακάνη προέρχονται πιθανώς από το συνδετικό ιστό. Ο βασικός υμένας συνδέεται συχνά με ένα δικτυωτό υμένα, ο οποίος είναι ένα πλέγμα δικτυωτών ινών προερχόμενων από τον υποκείμενο συνδετικό ιστό. Ο βασικός και δικτυωτός υμένας αποτελούν τη βασική μεμβράνη.

Κύτταρα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα κύτταρα του συνδετικού ιστού είναι:

  • Οι ινοβλάστες, ο κύριος τύπος κυττάρων του συνδετικού ιστού. Είναι υπεύθυνες για τη σύνθεση των κολλαγόνων, δικτυωτών και ελαστικών ινών και μεγάλο μέρος της θεμέλιας ουσίας. Η μορφολογία φαίνεται να εξαρτάται από την εκκριτική δραστηριότητά τους.
  • Τα σιτευτικά κύτταρα, που παρατηρούνται σε άμεση γειτνίαση με μικρά αιμοφόρα αγγεία. Φέρουν πολυάριθμα κοκκία που περιέχουν ισταμίνη και ηπαρίνη.
  • Τα περικύτταρα, που βρίσκονται σε στενή επαφή με μικρά αιμοφόρα αγγεία.
  • Τα λιποκύτταρα, που σχηματίζουν μικρές ομάδες μέσα στο χαλαρό συνδετικό ιστό. Αποταμιεύουν λιπίδια και σχηματίζουν το λιπώδη ιστό.
  • Επίσης, στον ιδίως συνθετικό ιστό βρίσκονται κύτταρα του αίματος, όπως μακροφάγα, πλασματοκύτταρα και λευκά αιμοσφαίρια.


Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • L. Gartner, J. Hiatt (2001). Εγχειρίδιο Ιστολογίας. εκδόσεις ΠΑΡΙΣΙΑΝΟΥ. ISBN 960-394-058-5. 
  • Μαυρικάκη Ε., Γκούβρα Μ., Καμπούρη Α. Βιολογία Γ' Γυμνασίου, ΟΕΔΒ, 2009
  • Καστορίνης Α., Κωστάκη-Αποστολοπούλου Μ., Μπαρώνα-Μαμάλη Φ., Περάκη Β., Πιαλόγλου Π., Βιολογία Α' Λυκείου, ΟΕΔΒ, 1999.