Στρεψίρρινοι

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Στρεψίρρινοι[1]
Χρονικό πλαίσιο απολιθωμάτων:
Πρώιμο Ηώκαινο - Πρόσφατα
Λεμούριος με δακτυλιδωτή ουρά (Lemur catta)
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Ομοταξία: Θηλαστικά (Mammalia)
Τάξη: Πρωτεύοντα (Primates)
Υποτάξη: Στρεψίρρινοι (Strepsirrhini)
E. Geoffroy, 1812
Οικογένειες

Χειρογαλεΐδες
Λεμουρίδες
Λεπιλεμουρίδες
Ιντριίδες
Δωβεντονιίδες
Λορισίδες
Γαλαγίδες

Ο κλάδος των στρεψίρρινων (Strepsirrhini, νεολατινικό, από τα ελληνικά στρέψις και ρις)[2] είναι μία από τις δύο υποτάξεις των πρωτευόντων. Τα μοναδικά πρωτεύοντα της Μαδαγασκάρης (εκτός από τους ανθρώπους) είναι στρεψίρρινοι, ενώ μπορούν να βρεθούν και στην νοτιοανατολική Ασία και την Αφρική. Το όνομα δόθηκε από τον Ετιέν Ζοφρουά Σεν Ιλέρ, λόγω της διατήρησης του ρινάριου (rhinarium), γνώρισμα που χαρακτηρίζεται από υγρή μύτη, γενικά παρόν στα θηλαστικά. Στον κατάλογο του με τα χαρακτηριστικά που απέδιδε στους στρεψίρρινους, γράφει «Les narines terminales et sinueuses» (μετάφραση: «μαιανδρικά, στριφτά ή σγουρά ρουθούνια»).[3]

Οι πρωτευοντολόγοι θεωρούν ότι οι στρεψίρρινοι έχουν περισσότερα εξελικτικώς αρχέγονα χαρακτηριστικά και προσαρμογές από τους συγγενικούς τους απλόρρινοους. Η υγρή μύτη τους συνδέεται με το άνω χείλος, το οποίο συνδέεται με τα ούλα, γεγονός που δεν τους επιτρέπει να διαχειρίζονται πολλές εκφράσεις προσώπου. Ο λόγος εγκεφάλου-σώματος τείνει να είναι μικρότερος, υποδεικνύοντας χαμηλότερη νοημοσύνη. Οι οσφρητικοί λοβοί του εγκεφάλου είναι μεγαλύτεροι, δείχνοντας ότι έχουν μεγαλύτερη εξάρτηση από την όσφρηση. Το ρύγχος τους είναι εν γένει επιμηκυμένο, δίνοντας τους εμφάνιση σκύλου, αν και αυτό συμβαίνει και σε μερικές μαϊμούδες. Οι στρεψίρρινοι, εν αντιθέσει με τους απλόρρινους, διαθέτουν οπισθοφθαλμική ράβδο (postorbital bar). Έχουν διατηρήσει επίσης την ικανότητα να κατασκευάζουν ενζηματικά βιταμίνη C, ικανότητα που έχουν χάσει οι απλόρρινοι, συμπεριλαμβανομένων των ταρσιίδων.[4]

Με εξαίρεση το άι αί, όλοι οι στρεψίρρινοι έχουν κτενωτά δόντια (toothcomb), πυκνή διάταξη των κοπτήρων και των κυνόδοντων, που χρησιμοποιούνται για περιποίηση. Μία άλλη προσαρμογή για την ατομική περιποίηση είναι το νύχι καλλωπισμού (toilet-claw) στο δεύτερο δάκτυλο του ποδιού όλων των στρεψίρρινων, ενώ το μεγάλο δάκτυλο του ποδιού είναι σημαντικά χωρισμένο από τα άλλα επιτρέποντας τους έτσι να γραπώνουν και με τα οπίσθια άκρα για να κινηθούν.

Περίπου το 75% των ειδών είναι νυκτόβια και όλα διαθέτουν το tapetum lucidum, ένα φωτεινό ανακλαστικό στρώμα στα μάτια, όπως επίσης και κάποια ημερόβια είδη σαν τον λεμούριο με δακτυλιδωτή ουρά. Πολλά από τα νυκτόβια είδη έχουν πολύ ευαίσθητη ακοή και τα αυτιά τους μπορούν να κινηθούν ανεξάρτητα το ένα από το άλλο γεγονός που επιτρέπει την καλύτερη αντίληψη των ήχων.

Η αναπαραγωγή των στρεψίρρινων διαφέρει πολύ από αυτήν των απλόρρινων. Αντί για ατομικό κύκλο έχουν εποχή ζευγαρώματος. Γεννούν επίσης περισσότερα νεογνά και τα θηλυκά έχουν δικέρατη μήτρα και πολλαπλά ζεύγη θηλών.

Ταξινόμηση και εξέλιξη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κρανίο ενός Archaeolemur majori

Η υποτάξη των στρεψίρρινων αποτελείται από επτά οικογένειες χωρισμένες σε δύο ομάδες. Η πρώτη ομάδα είναι η ενδοτάξη Λεμουριόμορφα (Lemuriformes), πέντε οικογένειες πρωτευόντων που τυπικά αποκαλούνται λεμούριοι. Οι άλλες δύο οικογένειες που αποτελούνται από τους λόρις, τους πότο και τους γαλάγους αποτελούν την ενδοτάξη των Λορισόμορων (Lorisiformes).

Μέχρι το 2005, το άι άι τοποθετούνταν στην δική του ξεχωριστή ενδοτάξη (Chiromyiformes). Ήταν αβέβαιο το αν αυτό το μοναδικό πρωτεύον είχε διαχωριστεί από την αρχέγονη γραμμή των στρεψίρρινων πριν τον διαχωρισμό των λεμούριων και των λόρις ή μετά. Αν το άι-άι αναπαριστά μία ομάδα προγονική όλων των υπολοίπων στρεψίρρινων, τότε απέκλινε εξελικτικά από την γραμμή των στρεψίρρινων 63 (όταν οι στρεψίρρινοι διαχωρίστηκαν από την πρωτόγονη γραμμή των πρωτευόντων) με 50 εκατομμύρια χρόνια πριν (διαχωρισμός λεμούριων/λόρις). Αν τα Χιρομυίμορφα θεωρηθούν αδελφική ομάδα μόνο των λεμούριων τότε πρέπει να εξελίχθηκαν μετά των διαχωρισμό λεμούριων/λόρις 50 εκατομμύρια χρόνια πριν. Το 2008, το άι-άι και η οικογένεια του, τα Ντωμπεντόνια, τοποθετήθηκαν στην ενδοτάξη των Λεμουριόμορφων, κάνοντάς το έτσι την πέμπτη οικογένεια λεμούριων.[5] Μοριακές έρευνες έδειξαν ότι το άι άι είναι βασικό στον κλάδο των λεμουριόμορφων.[6]

Πρώιμα σχήματα ταξινόμησης χώριζαν την τάξη των πρωτευόντων στις υποτάξεις των Prosimii (προσιμιίδες) και Anthropoidea (σιμιίδες, μαϊμούδες και πίθηκοι). Ωστόσο οι προσιμιίδες τάρσιοι είχε δειχθεί ότι ήταν στενότεροι συγγενείς με τους σιμιίδες, και έτσι τοποθετήθηκαν μαζί με τους σιμιίδες. Οι προσιμιίδες πλέον μετονομάστηκαν σε στρεψίρρινοι, και οι ανθρωποειδείς σε απλόρρινοι. Άλλες ταξινομίσεις διαχώριζαν τους στρεψίρρινους κατευθείαν σε τέσσερεις υπεροικογένειες: Ντωμπεντονιοειδή, Λεμουροειδή, Λοροειδή (συμπεριλαμβανομένων των Χειρογαλεΐδων) και Ιντροειδή. Ωστόσο σημαντικά δεδομένα υποδεικνύουν ότι οι χειρογαλεΐδες δεν έχουν συγγένεια με τους λόρις και ότι οι ιντριίδες είναι αδελφική ομάδα των λεμουρίδων.

Οι αδαπίδες είναι εξαφανισμένη πολυφυλετική ομάδα που με σχετική βεβαιότητα ήταν προσιμιίδες και στενοί συγγενείς των στρεψίρρινων. Οι ομομυΐδες είναι μία ακόμα ομάδα εξαφανισμένων προσιμιίδων αλλά πιστεύεται ότι ήταν απλόρρινοι, στενοί συγγενείς των τάρσιων, αλλά εξωομάδα για τους υπόλοιπους απλόρρινους.

Το 2010 υπάρχουν 125 ζώντα είδη στρεψίρρινων πρωτευόντων, πάνω από τα τρία τέταρτα των οποίων είναι λεμούριοι της Μαδαγασκάρης.[7][8][9]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Groves, C. (2005). «Strepsirrhini». Στο: Wilson, D. E.· Reeder, D. M. Mammal Species of the World (3η έκδοση). Baltimore: Johns Hopkins University Press. σελίδες 111–127. ISBN 0-8018-8221-4. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 19 Δεκεμβρίου 2008. Ανακτήθηκε στις 28 Οκτωβρίου 2010. 
  2. «strepsi-». Webster's Third New International Dictionary (Πλήρης έκδοση). Encyclopedia Britannica, Inc.. 1986. 
  3. Saint-Hilaire, E. Geoffroy (1812). «Suite au tableau de quadrumanes. Seconde famille. Lemuriens. Strepsirrini». Annales du Muséum d'Histoire naturelle (Paris) 19: 156–170. 
  4. Pollock JI; Mullin RJ (Μάιος 1987). «Vitamin C biosynthesis in prosimians: evidence for the anthropoid affinity of Tarsius». Am J Phys Anthropol 73 (1): 65–70. doi:10.1002/ajpa.1330730106. PMID 3113259. 
  5. Mittermeier, R.; Ganzhorn, J.; Konstant, W.; Glander, K. και άλλοι. (Δεκέμβριος 2008). «Lemur Diversity in Madagascar». International Journal of Primatology 29 (6): 1607–1656. doi:10.1007/s10764-008-9317-y. 
  6. Yoder, A.D.; Vilgalys, R.; Ruvolo, M. (1996). «Molecular Evolutionary Dynamics of Cytochrome b in Strepsirrhine Primates: The Phylogenetic Significance of Third-Position Transversions». Molecular Biology and Evolution 13 (10): 1339–1350. PMID 8952078. http://www.biology.duke.edu/yoderlab/reprints/1996YoderVilgalysMBE.pdf. 
  7. Mittermeier, R.; Ganzhorn, J.; Konstant, W.; Glander, K.; Tattersall, I.; Groves, C.; Rylands, A.; Hapke, A. και άλλοι. (2008). «Lemur Diversity in Madagascar». International Journal of Primatology 29 (6): 1607–1656. doi:10.1007/s10764-008-9317-y. 
  8. Groves, C. (2005). «Lorisidae». Στο: Wilson, D. E.· Reeder, D. M. Mammal Species of the World (3η έκδοση). Baltimore: Johns Hopkins University Press. ISBN 0-8018-8221-4. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 24 Μαρτίου 2009. Ανακτήθηκε στις 24 Δεκεμβρίου 2010. 
  9. Groves, C. (2005). «Galagidae». Στο: Wilson, D. E.· Reeder, D. M. Mammal Species of the World (3η έκδοση). Baltimore: Johns Hopkins University Press. ISBN 0-8018-8221-4. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 21 Μαΐου 2011. Ανακτήθηκε στις 24 Δεκεμβρίου 2010. 

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]