Στρατός της Ένωσης

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Στρατός της Ένωσης
Η σημαία των Ηνωμένων Πολιτειών την περίοδο 1861-1865 (35 αστέρια/πολιτείες)
Ενεργό28 Φεβρουαρίου 1861–26 Μαΐου 1865
Χώρα ΗΠΑ
Τύποςστρατός ξηράς
ΥπαγωγήΥπουργείο Πολέμου των ΗΠΑ
ΕμβατήριοBattle Hymn of the Republic
Συμπλοκές
Διοίκηση
Αξιοσημείωτοι
διοικητές
Αξιωματικοί του 3ου Συντάγματος Βαρέως Πυροβολικού της Μασσαχουσέττης, 1865
Ο Στρατηγός Τζορτζ Μπ. Μακλέλαν μαζί με προσωπικό και ανώτερους αξιωματικούς
Το 21ο Σύνταγμα Πεζικού του Μίσιγκαν.
Στολή του πεζικού του Στρατού της Ένωσης.

Ο Στρατός της Ένωσης (αγγλικά: Union Army‎‎) ή Ομοσπονδιακός Στρατός ήταν η χερσαία δύναμη που πολέμησε για την Ένωση κατά την διάρκεια του Αμερικανικού Εμφυλίου Πολέμου, από το 1861 έως το 1865. Περιελάμβανε τον μόνιμο τακτικό στρατό των Ηνωμένων Πολιτειών, ο οποίος ενισχύθηκε από μεγάλο αριθμό προσωρινών μονάδων εθελοντών αλλά και κληρωτών. Ο Στρατός της Ένωσης πολέμησε και επικράτησε του Συνομοσπονδιακού Στρατού κατά την διάρκεια του πολέμου. Τουλάχιστον 2,5 εκατομμύρια άνδρες υπηρέτησαν για την Στρατό της Ένωσης, εκ των οποίων σχεδόν όλοι ήταν εθελοντές. Περίπου 360.000 στρατιώτες σκοτώθηκαν για οποιοδήποτε λόγο, 280.000 τραυματίστηκαν και 200.000 λιποτάκτησαν.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σχηματισμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αφίσα για στρατολόγηση στη Νέα Υόρκη

Όταν ξέσπασε ο Αμερικανικός Εμφύλιος Πόλεμος τον Απρίλιο του 1861, υπήρχαν μόνον 16.000 στρατιώτες στον Στρατό Ξηράς των ΗΠΑ, εκ των οποίων αρκετοί αξιωματικοί από το Νότο παραιτήθηκαν και εισχώρησαν στον Συνομοσπονδιακό στρατό. Ο Στρατός των ΗΠΑ αποτελούνταν από δέκα συντάγματα πεζικού, τέσσερα πυροβολικού, δύο ιππικού, δύο δραγώνων και τρία έφιππου πεζικού. Τα συντάγματα ήταν διασκορπισμένα. Από τους 197 λόχους του στρατού, οι 179 βρισκόταν σε απομονωμένες περιοχές στα δυτικά, ενώ οι υπόλοιποι 18 βρισκόταν σε στρατώνες ανατολικά του ποταμού Μισσισσιππή, κυρίως στα σύνορα Καναδά–Ηνωμένων Πολιτειών και στις ακτές του Ατλαντικού.[1]

Με τις Νότιες πολιτείες που υποστήριζαν την δουλεία να αποσχίζονται από την Ένωση, και λόγω της έλλειψης ανδρών στον στρατό, ο πρόεδρος Αβραάμ Λίνκολν ζήτησε από τις πολιτείες να συλλέξουν δύναμη 75.000 ανδρών σε τρεις μήνες ώστε να κατασταλλεί η εξέγερση. Το κάλεσμα του Λίνκολν ανάγκασε τις μεθόριες πολιτείες να διαλέξουν πλευρά, και τέσσερις από αυτές αποσχίστηκαν, αυξάνοντας την δύναμη της Συνομοσπονδίας σε 11 πολιτείες. Ο πόλεμος κράτησε περισσότερο και ήταν πιο εκτεταμένος από ότι περίμεναν οι δύο πλευρές, και στις 22 Ιουλίου 1861 το Κογκρέσο ενέκρινε την δημιουργία εθελοντικού στρατού δύναμης 500.000 ανδρών.[2]

Το κάλεσμα για εθελοντές έγινε αρχικά δεκτό με ευχαρίστηση από πατριώτες Βόρειους, υπέρμαχους της κατάργησης της δουλείας, ακόμη και μετανάστες οι οποίοι στρατολογήθηκαν για να εξασφαλίσουν σταθερό εισόδημα και γεύματα. Πάνω από 10.000 Γερμανοί στη Νέα Υόρκη και τη Πενσυλβάνια αποκριθήκαν άμεσα στο κάλεσμα του Λίνκολν, ενώ και οι Γάλλοι τάχθηκαν άμεσα υπέρ του εθελοντικού στρατού. Καθώς χρειαζόταν ολοένα και περισσότεροι στρατιώτες, ο αριθμός των εθελοντών μειώθηκε και έτσι χρησιμοποιήθηκαν χρηματικά επιδόματα και υποχρεωτική στρατολόγηση. Παρ' όλα αυτά, μεταξύ Απριλίου 1861 και Απριλίου 1865, τουλάχιστον 2,5 εκατομμύρια στρατιώτες υπηρέτησαν στο Στρατό της Ένωσης, εκ των οποίων οι περισσότεροι ήταν εθελοντές.[3]

Είναι εσφαλμένη η αντίληψη πως ο Νότος είχε πλεονέκτημα λόγω του μεγάλου ποσοστού επαγγελματιών αξιωματικών που παραιτήθηκαν για να ενταχθούν στον στρατό της Συνομοσπονδίας. Κατά την έναρξη του πολέμου, υπήρχαν 824 απόφοιτοι της Στρατιωτικής Ακαδημίας των Η.Π.Α. στον κατάλογο· από αυτούς, 296 παραιτήθηκαν ή απολύθηκαν, και 184 από αυτούς έγιναν αξιωματικοί στον Στρατό των Συνομόσπονδων. Από τους περίπου 900 αποφοίτους της Ακαδημίας Γουέστ Πόιντ, 400 εντάχθηκαν στον Στρατό της Ένωσης και 99 στους Συνομόσπονδους. Ως εκ τούτου, η αναλογία των επαγγελματιών αξιωματικών μεταξύ Ένωσης και Συνομοσπονδίας ήταν 642 προς 283.[4] (Ένας από τους αξιωματικούς που παραιτήθηκαν ήταν ο Ρόμπερτ Λη, στον οποίο είχε αρχικά προσφερθεί η θέση διοικητή σε μια στρατιά για να καταστείλει την εξέγερση. Ο Λη απέρριψε την απόσχιση, αλλά αρνήθηκε να πολεμήσει εναντίον της πατρίδας του, τη Βιρτζίνια, και παραιτήθηκε για να δεχθεί τη θέση του ως διοικητή των Συνομόσπονδων δυνάμεων της Βιρτζίνια. Έγινε τελικά ο διοικητής του στρατού των Συνομόσπονδων.) Οι Νότιοι είχαν το πλεονέκτημα να διαθέτουν και άλλες στρατιωτικές ακαδημίες, όπως το Citadel και το Στρατιωτικό Ινστιτούτο της Βιρτζίνια, αλλά ελάχιστοι αξιωματικοί αποφοίτησαν από αυτές. Αν και οι αξιωματικοί ήταν σε θέση να παραιτηθούν, οι στρατιώτες που είχαν στρατολογηθεί δεν είχαν αυτό το δικαίωμα, πράγμα που σήμαινε ότι συνήθως έπρεπε είτε να λιποτακτήσουν είτε να περιμένουν μέχρι να λήξει η θητεία τους για να ενταχθούν στον στρατό των Συνομόσπονδων Πολιτειών. Ενώ ο συνολικός αριθμός αυτών των στρατιωτών είναι άγνωστος, μόνο 26 στρατολογημένοι άνδρες και ανεξάρτητοι αξιωματικοί του τακτικού στρατού είναι γνωστό ότι εγκατέλειψαν νόμιμα το στρατό για να ενταχθούν στον στρατό των Συνομόσπονδων Πολιτειών όταν άρχισε ο πόλεμος.[5]

Οργάνωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Στρατός της Ένωσης αποτελούνταν από πολυάριθμες οργανώσεις, οι οποίες σε γενικές γραμμές οργανωνόταν γεωγραφικά.

Μεραρχίες
Επρόκειτο για ομάδες τμημάτων που ηγούνταν από έναν διοικητή, και είχαν μορφή παρόμοια, αν και όχι συνώνυμη, με τα μέτωπα του πολέμου.
Τμήμα
Ένας οργανισμός που κάλυπτε μια καθορισμένη περιοχή, συμπεριλαμβανομένων των καθηκόντων για τις ομοσπονδιακές εγκαταστάσεις και τα παραμεθόρια στρατεύματα. Τα τμήματα έπαιρναν τα ονόματά τους από ποταμούς ή ευρύτερες περιοχές.
Περιφέρεια
Υποδιαίρεση του τμήματος. Υπήρχαν και υποπεριφέρειες για μικρότερες περιοχές.
Στρατιά
Η στρατιωτική δύναμη που πολεμούσε, η οποία συνήθως, αν και όχι πάντα, ήταν ανατεθειμένη σε μια Περιφέρεια ή ένα Τμήμα αλλά μπορούσε να επιχειρήσει σε ευρύτερη περιοχή. Μερικές από τις πιο γνωστές στρατιές ήταν οι εξής:

Κάθε μία από αυτές τις στρατιές διοικούνταν συνήθως από έναν αρχιστράτηγο. Συνήθως, ο διοικητής του Τμήματος ή της Περιφέρειας ήταν υπεύθυνος για την στρατιά με το ίδιο όνομα, αλλά εμφανίστηκαν συγκρούσεις εντός των βαθμίδων όταν αυτό δεν συνέβαινε, ιδιαίτερα όταν η στρατιά περνούσε ένα γεωγραφικό όριο.

Ο τακτικός στρατός, ο μόνιμος στρατός των Ηνωμένων Πολιτειών, αναμειγνύονταν σε διάφορες μορφές του Στρατού της Ένωσης, σχηματίζοντας ένα πλαίσιο έμπειρων και ειδικευμένων στρατευμάτων. Θεωρούνταν από πολλούς ως ελίτ στρατεύματα και συχνά διατηρούνταν ως έφεδροι κατά τη διάρκεια των μαχών σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης. Αυτή η δύναμη ήταν πολύ μικρή σε σύγκριση με τις μαζικές εθελοντικές δυνάμεις που αποτελούσαν το μεγαλύτερο μέρος του Στρατού της Ένωσης.

Οργάνωση προσωπικού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο στρατιώτης Σάμιουελ Κ. Ουίλσον (1841–1865) του Εθελοντικού Σώματος Πεζικού του Ιλινόι, 1862

Οι στρατιώτες οργανώθηκαν με βάση τη στρατιωτική ειδικότητα τους. Τα σώματα πολέμου περιλάμβαναν πεζικό, ιππικό, πυροβολικό και άλλες μικρότερες οργανώσεις όπως το Αμερικανικό Σώμα Πεζοναυτών, το οποίο, σε ορισμένες περιπτώσεις, αποσπάστηκε από το ναυτικό ώστε να χρησιμοποιηθεί σε χερσαίες επιχειρήσεις. Το Σώμα Σημάτων δημιουργήθηκε και αναπτύχθηκε για πρώτη φορά από τον Άλμπερτ Τζ. Μάιερ.

Χαμηλότερα από τις μεγάλες μονάδες όπως οι στρατιές, οι στρατιώτες οργανώνονταν κυρίως σε συντάγματα, την κύρια μαχητική μονάδα με την οποία ο στρατιώτης θα παρατασσόταν, με εντολή ενός συνταγματάρχη, ενός υπολοχαγού ή πιθανώς ενός ταγματάρχη.[6] Τα συντάγματα αναπτυσσόταν σχεδόν πάντοτε στα πλαίσια μιας πολιτείας, και γενικά αναφερόταν με τον αριθμό που είχαν ακολουθούμενο από την πολιτεία, π.χ. 54ο Σύνταγμα Μασαχουσέτης κλπ.

Τα συντάγματα ταξινομούνταν συνήθως σε ταξιαρχίες υπό τη διοίκηση ενός ταξιάρχου. Ωστόσο, οι ταξιαρχίες άλλαζαν εύκολα, ανάλογα με την περίσταση· το σύνταγμα ήταν η κύρια μορφή μόνιμης ομαδοποίησης. Οι ταξιαρχίες σχηματιζόταν συνήθως μόλις τα συντάγματα έφταναν στο πεδίο της μάχης, ανάλογα με το που θα μπορούσε να αναπτυχθεί το κάθε σύνταγμα μαζί με τα άλλα συντάγματα.

Ηγεσία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι πρωταθλητές της Ένωσης (The champions of the Union) - λιθογραφία του 1861

Αρκετοί ήταν αυτοί που υπηρέτησαν ως επιτελάρχες του Στρατού της Ένωσης σε όλη την διάρκεια της ύπαρξής του:

Το κενό μεταξύ 11 Μαρτίου και 23 Ιουλίου 1862 καλύφθηκε από τον άμεσο έλεγχο του στρατού από τον πρόεδρο Λίνκολν και του υπουργό Πολέμου Έντουιν Μ. Στάντον, με την βοήθεια ενός ανεπίσημου «Συμβουλίου Πολέμου» το οποίο δημιουργήθηκε στις 17 Μαρτίου 1862.[7]

Ο Σκοτ ήταν ηλικιωμένος βετεράνος του Πολέμου του 1812 και του Αμερικανικό-Μεξικανικού Πολέμου και δεν μπορούσε να εκτελέσει τα καθήκοντά του αποτελεσματικά. Ο διάδοχός του, Μακλέλαν, δημιούργησε και εκπαίδευσε την τεράστια στρατιά του Ποτόμακ, την πρωταρχική δύναμη μάχης στο Ανατολικό Μέτωπο. Αν και ήταν δημοφιλής στους στρατιώτες, ο Μακλέλαν απομακρύνθηκε από τη θέση του επιτελάρχη λόγω της υπερβολικής επιθετικής του στρατηγικής και της αμφιλεγόμενης σχέσης του με τον πρόεδρο Λίνκολν. (Παρέμεινε διοικητής της Στρατιά τους Ποτόμακ στην Εκστρατεία της Χερσονήσου και τη Μάχη του Αντίταμ.) Ο αντικαταστάτης του, Χένρι Χάλεκ, είχε επιτυχίες στο δυτικό μέτωπο, αλλά είχε περισσότερο διαχειριστικό ρόλο παρά ρόλο στρατηγικού σχεδιαστή και διοικητή.

Ο Οδυσσέας Σ. Γκραντ ήταν ο τελευταίος διοικητής του Στρατού της Ένωσης. Ήταν γνωστός για τις νίκες του στη Δύση όταν διορίστηκε αντιστράτηγος και επικεφαλής του Στρατού της Ένωσης τον Μάρτιο του 1864. Ο Γκραντ επόπτευσε την Στρατιά του Ποτόμακ (η οποία ήταν επισήμως υπό την ηγεσία Τζορτζ Γκ. Μηντ) για να πραγματοποιήσει τα τελικά χτυπήματα κατά της Συνομοσπονδίας, εμπλέκοντας τις Συνομοσπονδιακές δυνάμεις σε πολλές σκληρές μάχες στη Βιρτζίνια, την Εκστρατεία του Όβερλαντ, πραγματοποιώντας πόλεμο τριβής που ο μεγαλύτερος στρατός της Ένωσης ήταν σε θέση να επιβιώσει πιο αποτελεσματικά από τον αντίπαλό του. Ο Γκραντ πολιόρκησε τον στρατό του Λη στο Πήτερσμπεργκ της Βιρτζίνια και τελικά κατέλαβε το Ρίτσμοντ, την πρωτεύουσα της Συνομοσπονδίας. Ανέπτυξε τη στρατηγική συντονισμένων ταυτόχρονων ωθήσεων κατά μεγάλων τμημάτων της Συνομοσπονδίας, και κυρίως τις εκστρατείες της Τζόρτζια και των Καρολινών του Ουίλιαμ Τεκούμσεχ Σέρμαν και της εκστρατείας της Κοιλάδας του Σεναντόα του Φίλιπ Σέρινταν. Αυτές οι εκστρατείες χαρακτηρίστηκαν από μια άλλη στρατηγική ιδέα του Γκραντ–γνωστή ως ολοκληρωτικός πόλεμος– η οποία παρεμπόδιζε στον εχθρό την πρόσβαση σε πόρους που απαιτούνταν για την συνέχιση του πολέμου με την ευρεία καταστροφή των εργοστασίων και των εκμεταλλεύσεών κατά μήκος της διαδρομής των εισερχόμενων στρατευμάτων της Ένωσης.[8]

Ο Γκραντ είχε επικριτές που διαμαρτυρήθηκαν για τον μεγάλο αριθμό απωλειών που υπέστη ο Στρατός της Ένωσης ενώ ήταν επικεφαλής του, αλλά ο Λίνκολν δεν τον αντικατέστησε, μιας και ο ίδιος ανέφερε: «Δεν μπορώ να απομακρύνω αυτόν τον άνθρωπο. Μάχεται.»

Μεταξύ των σημαντικών διοικητών του στρατού ήταν ο Ναθάνιελ Λάιον (ο πρώτος στρατηγός της Ένωσης που σκοτώθηκε στο πέδιο της μάχης), ο Ουίλιαμ Ρόουσκρανς, ο Τζορτζ Χένρι Τόμας και ο Ουίλιαμ Τεκούμσεχ Σέρμαν. Σε άλλους, ήσσονος ικανότητας, συγκαταλέγεται ο Μπέντζαμιν Φ. Μπάτλερ.

Νίκη της Ένωσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι αποφασιστικές νίκες του Γκραντ και του Σέρμαν είχαν ως αποτέλεσμα την παράδοση των μεγάλων Συνομοσπονδιακών στρατιών. Η πρώτη και πιο σημαντική ήταν στις 9 Απριλίου 1865, όταν ο Ρόμπερτ Ε. Λη παραδόθηκε με την Στρατιά της Βόρειας Βιρτζίνια στον Γκραντ στο Αππομάτοξ. Παρόλο που υπήρχαν κι άλλα Συνομοσπονδιακά στρατεύματα που παραδόθηκαν τις επόμενες εβδομάδες, όπως αυτό του Τζόζεφ Ε. Τζόνστον στη Βόρεια Καρολίνα, η ημερομηνία αυτή ήταν συμβολική για το τέλος του πλέον αιματηρού πολέμου στην αμερικανική ιστορία, το τέλος των Συνομόσπονδων Πολιτειών της Αμερικής και την αρχή της διαδικασίας της Ανασυγκρότησης.

Απώλειες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ταφή νεκρών του στρατού της Ένωσης στο Αντίταμ του Μέριλαντ

Από τους 2.213.363 άνδρες που υπηρέτησαν στο στρατό της Ένωσης κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου, 364.511 πέθαναν στη μάχη ή από τραυματισμούς που υπέστησαν σε μάχες, ασθένειες ή άλλες αιτίες και 281.881 τραυματίστηκαν. Περισσότεροι από 1 στους 4 στρατιώτες της Ένωσης σκοτώθηκαν ή τραυματίστηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου. Τα θύματα του στρατού των Συνομοσπόνδων ήταν ακόμη χειρότερα—1 στους 3 Συνομόσπονδους στρατιώτες σκοτώθηκαν ή τραυματίστηκαν. Πρέπει να σημειωθεί, ωστόσο, ότι οι Συνομοσπονδία υπέστη σημαντικά χαμηλότερα συνολικά θύματα από την Ένωση, με περίπου 260.000 απώλειες αντί 360.000 της Ένωσης.[9]

Εθνοτική σύνθεση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Γερμανός Τζον Χάαγκ του 26ου Εθελοντικού Συντάγματος Πεζικού του Ουισκόνσιν[10]

Ο Στρατός της Ένωσης απαρτιζόταν από πολλές διαφορετικές εθνοτικές ομάδες, συμπεριλαμβανομένου μεγάλου αριθμού μεταναστών. Περίπου το 25% των λευκών ανδρών που υπηρετούσαν στον στρατό της Ένωσης είχαν γεννηθεί στο εξωτερικό.[11] Αυτό σημαίνει ότι περίπου 1.600.000 στρατιώτες και ναυτικοί γεννήθηκαν στις Ηνωμένες Πολιτείες, συμπεριλαμβανομένων περίπου 200.000 Αφροαμερικανών. Περίπου 200.000 στρατιώτες γεννήθηκαν σε μια από τις Γερμανικές πολιτείες,[12] ενώ επίσης 200.000 στρατιωτικοί και ναυτικοί είχαν γεννηθεί στην Ιρλανδία. Παρόλο που κάποιοι στρατιώτες καταγόταν από τη Μάλτα, την Ιταλία, την Ινδία και τη Ρωσία, οι περισσότεροι από τους υπόλοιπους στρατιώτες που γεννήθηκαν στο εξωτερικό καταγόταν από την Αγγλία, τη Σκωτία και τον Καναδά. Πολλοί μετανάστες στρατιώτες σχημάτισαν τα δικά τους συντάγματα.[13]

Στρατιωτική διοίκηση και ζητήματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Διάφορα οργανωτικά και διοικητικά ζητήματα προέκυψαν κατά τη διάρκεια του πολέμου, τα οποία είχαν σημαντικό αντίκτυπο στις μεταγενέστερες στρατιωτικές διαδικασίες.

Μαύροι στον στρατό[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ένταξη των μαύρων ως στρατιωτών αποτέλεσε σημαντικό ζήτημα. Τελικά, έγινε αντιληπτό, ειδικά μετά τη γενναία προσπάθεια του 54ου Εθελοντικού Συντάγματος Πεζικού Μασαχουσέτης στη μάχη του Οχυρού Γουάγκνερ, ότι οι μαύροι ήταν σε θέση να υπηρετήσουν ως επαρκείς και αξιόπιστοι στρατιώτες. Αυτό οφειλόταν εν μέρει στις προσπάθειες του Ρόμπερτ Σμολς, ο οποίος, αν και ήταν ακόμη δούλος, κέρδισε φήμη για την λιποταξία του από τη Συνομοσπονδία, και τη μεταφορά ενός μεταγωγικού πλοίου στην Ένωση. Αργότερα συναντήθηκε με τον Έντουιν Στάντον, υπουργό πολέμου, ώστε να υποστηρίξει την άποψη ένταξης μαύρων σε μονάδες μάχης. Αυτό οδήγησε στη δημιουργία της πρώτης μονάδας μάχης για μαύρους στρατιώτες, στη Νότια Καρολίνα. Τα στρατεύματα για τους μαύρους στρατιώτες άρχισαν να αναφέρονται ως Έγχρωμα Στρατεύματα των Ηνωμένων Πολιτειών. Οι μαύροι στρατιώτες πληρωνόταν λιγότερο από τους λευκούς μέχρι τα τελευταία στάδια του πολέμου και γενικά αντιμετωπιζόταν σκληρά.[14]

Προμήθειες των μονάδων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι προμήθειες στο πεδίο της μάχης ήταν μεγάλο πρόβλημα. Βελτιώθηκαν σημαντικά με τις νέες τεχνικές για τη διατήρηση τροφίμων και άλλων ευπαθών προϊόντων, καθώς και με τις σιδηροδρομικές μεταφορές. Ο στρατηγός Μοντγκόμερι Κ. Μεγκζ ήταν ένας από τους σημαντικότερους πρωτεργάτες στον τομέα αυτό.[15]

Ιατρική φροντίδα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Φωτογραφία του ακρωτηριασμού κάτω άκρου του στρατιώτη Μάιερ, 1865

Η ιατρική φροντίδα ήταν, καταρχάς, εξαιρετικά αποδιοργανωμένη και υποβαθμισμένη. Σταδιακά, ιατρικοί εμπειρογνώμονες άρχισαν να ζητούν υψηλότερα πρότυπα φροντίδας και δημιούργησαν μια υπηρεσία που έγινε γνωστή ως Υγειονομική Επιτροπή των Ηνωμένων Πολιτειών. Η επιτροπή αυτή δημιούργησε επαγγελματικά πρότυπα και οδήγησε σε μερικές από τις πρώτες εξελίξεις στην ιατρική του πεδίου της μάχης ως ξεχωριστή ειδικότητα. Ο στρατηγός Ουίλιαμ Αλεξάντερ Χάμοντ του Ιατρικού Σώματος πραγματοποίησε σημαντική εργασία όντας πρωτεργάτης στον τομέα αυτό.[16]

Επιπλέον, η φροντίδα των τραυματιών βελτιώθηκε σημαντικά από πρωτοπόρους της ιατρικής όπως η Κλάρα Μπάρτον, η οποία εργαζόταν συχνά μόνη της ώστε παρέχει προμήθειες και φροντίδα, φέρνοντας ένα νέο επίπεδο αφοσίωσης στη φροντίδα των τραυματιών.[17]

Στρατιωτική τακτική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Εμφύλιος Πόλεμος οδήγησε σε πολλές καινοτομίες στη στρατιωτική τακτική.[18] Ο Γ. Τζ. Χάρντι δημοσίευσε την πρώτη αναθεωρημένη τακτική για το πεζικό με την χρήση μοντέρνων τουφεκιών το 1855. Ωστόσο, ακόμη και αυτή η τακτική αποδείχθηκε αναποτελεσματική στη μάχη, καθώς αφορούσε μαζική ομοβροντία πυρών, στην οποία ολόκληρες μονάδες (κυρίως συντάγματα) πυροδοτούσαν ταυτόχρονα. Αυτές οι τακτικές δεν είχαν δοκιμαστεί προηγουμένως σε κατάσταση πραγματικής μάχης, και οι διοικητές των μονάδων τοποθετούσαν τους στρατιώτες τους σε απίστευτα κοντινή απόσταση, σε σύγκριση με τον εχθρό, γεγονός που οδήγησε σε πολύ υψηλά ποσοστά θνησιμότητας. Κατά μία έννοια, τα όπλα είχαν εξελιχθεί πέρα από την τακτική, η οποία σύντομα άλλαξε καθώς ο πόλεμος τελείωνε.[19] Οι σιδηρόδρομοι έδωσαν την επιλογή για την πρώτη μαζική μετακίνηση στρατευμάτων. Ο ηλεκτρικός τηλέγραφος χρησιμοποιήθηκε και από τις δύο πλευρές, γεγονός που επέτρεψε στους πολιτικούς και ανώτερους στρατιωτικούς ηγέτες να παραδίνουν εντολές και να λαμβάνουν αναφορές από διοικητές στο πεδίο της μάχης.[20]

Υπήρχαν πολλές άλλες καινοτομίες που ήρθαν από ανάγκη. Οι στρατηγοί αναγκάστηκαν να επανεξετάσουν την επιθετικογενή τακτική που αναπτύχθηκε κατά τη διάρκεια του Αμερικανικο-Μεξικανικού Πολέμου, όπου οι επιτιθέμενοι μπορούσαν να συγκεντρωθούν σε απόσταση 100 γιαρδών από τις γραμμές άμυνας, το μέγιστο αποτελεσματικό εύρος των λειόκαννων μουσκέτων. Οι επιτιθέμενοι θα έπρεπε να υπομείνουν μια ομοβροντία από άστοχα πυρά μουσκέτων, πριν μπορέσουν να συγκλίνουν με τους αμυνόμενους. Αλλά μέχρι τον Εμφύλιο Πόλεμο τα λειόκαννα μουσκέτα είχαν αντικατασταθεί με τουφέκια που είχαν εύρος ακρίβειας έως 900 γιάρδες. Η άμυνα πλέον κυριαρχούσε στο πεδίο της μάχης. Πλέον οι επιτιθέμενοι, είτε προωθούνταν σε διατεταγμένες γραμμές, είτε διάσπαρτοι, υποβαλλόταν σε τρεις ή τέσσερις ομοβροντίες προτού συγκλίνουν με τους αμυνόμενους. Αυτό έκανε τις επιθετικές τακτικές που ήταν επιτυχείς 20 χρόνια πριν να φαίνονται απαρχαιωμένες.[21]

Λιποταξίες και διαδηλώσεις κατά της στρατολόγησης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Διαδηλωτές επιτίθενται σε κτίριο κατά την διάρκεια των διαδηλώσεων κατά της στρατολόγησης το 1863

Η λιποταξία ήταν σημαντικό πρόβλημα και για τις δύο πλευρές. Οι καθημερινές δυσκολίες του πολέμου, οι αναγκαστικές πορείες, η δίψα, η ασφυκτική ζέστη, οι ασθένειες, η καθυστέρηση στην πληρωμή της αμοιβής, η αδημονία για την οικογένεια, η ανυπομονησία στη μονοτονία και η ματαιότητα της ανενεργής υπηρεσίας, ο πανικός στην παραμονή της μάχης, η έλλειψη εμπιστοσύνης στους διοικητές και η αποθάρρυνση της ήττας (ειδικά στα πρώτα στάδια για τον Στρατό της Ένωσης), όλα έτειναν να μειώσουν το ηθικό του Στρατού της Ένωσης και να αυξήσουν την λιποταξία.[22][23]

Το 1861 και το 1862, ο πόλεμος πήγαινε άσχημα για το στρατό της Ένωσης και υπήρξαν, σύμφωνα με κάποιους υπολογισμούς, 180.000 λιποταξίες. Το 1863 και το 1864, τα δυο χειρότερα χρόνια του πολέμου, ο στρατός της Ένωσης υπέστη καθημερινά πάνω από 200 λιποταξίες, έχοντας συνολικά 150.000 λιποταξίες κατά τη διάρκεια αυτών των δύο ετών. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα ο αριθμός των λιποτακτών για τον Στρατό της Ένωσης τα τέσσερα αυτά χρόνια να φτάσει σχεδόν στους 350.000 στρατιώτες. Σύμφωνα με τους αριθμούς αυτούς, το 15% των στρατιωτών της Ένωσης εγκατέλειψαν κατά την διάρκεια του πολέμου. Οι επίσημοι υπολογισμοί αναφέρουν πως οι λιποτάκτες του Στρατού της Ένωσης ήταν 200.000 καθ' όλη την διάρκεια του πολέμου, ή περίπου το 8%. Περίπου 1 στους 3 λιποτάκτες επέστρεψαν στα συντάγματά τους, είτε εθελοντικά είτε μετά τη σύλληψή τους. Πολλοί από τους λιποτάκτες ήταν «επαγγελματίες» άνδρες που θα στρατολογούνταν για να εισπράξουν τα συνήθως μεγάλα χρηματικά επιδόματα και έπειτα να εγκαταλείψουν το συντομότερο δυνατόν ώστε να κάνουν το ίδιο κάπου αλλού. Εάν δεν είχαν συλληφθεί και εκτελεστεί, θα μπορούσε να αποδειχθεί μια πολύ επικερδής εγκληματική επιχείρηση.[24][25]

Οι Ιρλανδοί ήταν οι κύριοι συμμετέχοντες στις διάσημες «Διαδηλώσεις κατά της Στρατολόγησης της Νέας Υόρκης» του 1863.[26] Έχοντας ξεσηκωθεί από την ρητορική των Δημοκρατικών πολιτικών,[27] οι Ιρλανδοί αποτέλεσαν την ισχυρότερη στήριξη των στόχων των Νοτίων πριν την έναρξη του πολέμου και αντέστρεψαν για μεγάλο χρονικό διάστημα την κατάργηση της δουλείας και την ελεύθερη μετακίνηση του μαύρου πληθυσμού, θεωρώντας τους ως ανταγωνισμό για τις θέσεις εργασίας και κατηγορώντας τους για τη μείωση των μισθών. Υποστηρίζοντας ότι ο πόλεμος ήταν απλώς ένας καταπιεστικός πόλεμος της ανώτερης τάξης για την ελευθέρωση των δούλων, οι οποίοι θα μπορούσαν να κινηθούν προς τον βορρά και να αγωνιστούν για την εργασία και τη στέγαση τους, οι φτωχότερες τάξεις δεν δέχτηκαν την στρατολόγηση, ειδικά λόγω του ότι κάποιος πλούσιος θα μπορούσε να εξαγοράσει την θητεία του. Οι φτωχοί σχημάτισαν συλλόγους που θα εξαγόραζαν εξαιρέσεις για τα άτυχα μέλη τους. Ως αποτέλεσμα του νόμου περί στρατολόγησης, άρχισαν οι αναταραχές σε αρκετές πόλεις του Βορρά, με τις μεγαλύτερες να πραγματοποιούνται στη Νέα Υόρκη. Όχλος που αποτελούνταν κυρίως από Ιρλανδούς μετανάστες διαδήλωσε το καλοκαίρι του 1863, παράλληλα με την εντονότερη βία που σημειώθηκε τον Ιούλιο κατά τη διάρκεια της Μάχης του Γκέτισμπεργκ. Ο όχλος έβαλε φωτιά σε όλες τις αφροαμερικανικές εκκλησίες και ένα ορφανοτροφείο για «έγχρωμα παιδιά» καθώς και σε σπίτια ορισμένων εξεχόντων προτεσταντών υποστηρικτών της κατάργησης της δουλείας. Λέγεται πως ένας όχλος απωθήθηκε από τα γραφεία της εφημερίδας New York Tribune που υποστήριζε την Ένωση, από εργαζόμενους που ήταν οπλισμένοι. Τα κυριότερα θύματα των ταραχών ήταν οι Αφροαμερικανοί και οι ακτιβιστές του κινήματος κατά της δουλείας. Ο Στρατός της Ένωσης εστάλη στη Νέα Υόρκη μετά το τέλος της μάχης στο Γκέτισμπεργκ. Μερικές μονάδες άνοιξαν πυρ ώστε να εξουδετερώσουν τη βία και να σταματήσουν τις διαδηλώσεις. Μέχρι τη στιγμή που τελείωσαν οι αναταραχές, περίπου 1.000 άνθρωποι είχαν σκοτωθεί ή τραυματιστεί.[28] Πραγματοποιήθηκαν επίσης μικρότερης κλίμακας διαδηλώσεις κατά της στρατολόγησης σε αγροτικές μεσοδυτικές περιοχές και στις επαρχίες εξόρυξης άνθρακα της Πενσυλβάνια.[29][30]

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Jr, Walter C. Opello (2016). War, Armed Force, and the People: State Formation and Transformation in Historical Perspective. Lanham: Rowman & Littlefield. σελ. 166. ISBN 9781442268814. 
  2. Jones, Terry L. (2011). Historical Dictionary of the Civil War. Plymouth: Scarecrow Press. σελ. 1501. ISBN 9780810879539. 
  3. Martin, Michael (2015). The Brotherhood that Binds the Brave. Pittsburgh: Dorrance Publishing. σελ. 1. ISBN 9781480909335. 
  4. Hattaway & Jones, σσ. 9–10.
  5. Hattaway & Jones, σελ. 10.
  6. «Civil War Army Organization and Rank». www.ncmuseumofhistory.org. North Carolina Museum of History. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 18 Ιουλίου 2017. Ανακτήθηκε στις 14 Οκτωβρίου 2017. 
  7. Eicher, σσ. 37–38.
  8. Dougherty, Kevin (2007). Civil War Leadership and Mexican War Experience. Jackson: Univ. Press of Mississippi. σελ. 103. ISBN 9781604731620. 
  9. Kingseed, Cole Christian (2004). The American Civil War. Westport: Greenwood Publishing Group. σελ. 91. ISBN 9780313316388. 
  10. Chippewa County, Wisconsin Past and Present, Volume II. Chicago: S.J. Clarke Publishing Company, 1913. σελ. 258.
  11. McPherson, σσ. 36–37.
  12. Sanitary Commission Report, 1869
  13. Barkan, Elliott Robert (2013). Immigrants in American History: Arrival, Adaptation, and Integration: Arrival, Adaptation, and Integration. Santa Barbara: ABC-CLIO. σελ. 468. ISBN 9781598842203. 
  14. Dobak, William A. (2013). Freedom by the Sword: The U.S. Colored Troops, 1862-1867. New York: Skyhorse Publishing, Inc. ISBN 9781510720220. 
  15. O'Harrow, Robert (2016). The Quartermaster: Montgomery C. Meigs, Lincoln’s General, Master Builder of the Union Army. New York: Simon and Schuster. ISBN 9781451671926. 
  16. Schroeder-Lein, Glenna R. (2015). The Encyclopedia of Civil War Medicine. London: Routledge. σελ. 123. ISBN 9781317457107. 
  17. Whitelaw, Nancy (1997). Clara Barton: Civil War Nurse. USA: Enslow Publishers. ISBN 9780894907784. 
  18. Perry D. Jamieson, Crossing the Deadly Ground: United States Army Tactics, 1865–1899 (2004)
  19. John K. Mahon, "Civil War Infantry Assault Tactics." Military Affairs (1961): 57–68.
  20. Paddy Griffith, Battle tactics of the civil war (Yale University Press, 1989)
  21. Earl J. Hess (2015). Civil War Infantry Tactics: Training, Combat, and Small-Unit Effectiveness. LSU Press. σελ. 1. 
  22. Ella Lonn, Desertion During the Civil War (U of Nebraska Press, 1928)
  23. Chris Walsh, "'Cowardice Weakness or Infirmity, Whichever It May Be Termed': A Shadow History of the Civil War." Civil War History (2013) 59#4 σσ. 492–526.
  24. Shannon Smith Bennett, "Draft Resistance and Rioting." στο Maggi M. Morehouse and Zoe Trodd, επιμ., Civil War America: A Social and Cultural History with Primary Sources (2013) κεφ. 1
  25. Peter Levine, "Draft evasion in the North during the Civil War, 1863–1865 Αρχειοθετήθηκε 2016-03-04 στο Wayback Machine.." Journal of American History (1981): 816–834.
  26. Adrian Cook, The armies of the streets: the New York City draft riots of 1863 (1974).
  27. McPherson, James M. (1996). Drawn with the Sword: Reflections on the American Civil War. New York: Oxford University Press, Inc. σελ. 91-92. 
  28. Iver Bernstein, The New York City Draft Riots: Their Significance for American Society and Politics in the Age of the Civil War (1990)
  29. Shannon M. Smith, "Teaching Civil War Union Politics: Draft Riots in the Midwest." OAH Magazine of History (2013) 27#2 σσ: 33–36.
  30. Kenneth H. Wheeler, "Local Autonomy and Civil War Draft Resistance: Holmes County, Ohio Αρχειοθετήθηκε 2018-09-29 στο Wayback Machine.." Civil War History. v.45#2 1999. σσ. 147-

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Eicher, John H., and David J. Eicher. Civil War High Commands. Stanford, CA: Stanford University Press, 2001. (ISBN 0-8047-3641-3).
  • Grant, Ulysses S. Personal Memoirs of U.S. Grant. 2 vols. Charles L. Webster & Company, 1885–86. (ISBN 0-914427-67-9).
  • Glatthaar, Joseph T. Forged in Battle: The Civil War Alliance of Black Soldiers and White Officers. New York: Free Press, 1990. (ISBN 978-0-02-911815-3).
  • Hattaway, Herman, and Archer Jones. How the North Won: A Military History of the Civil War. Urbana: University of Illinois Press, 1983. (ISBN 0-252-00918-5).
  • McPherson, James M. What They Fought For, 1861–1865. Baton Rouge: Louisiana State University Press, 1994. (ISBN 978-0-8071-1904-4).

Επιπλέον βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]