Στρατόπεδο συγκέντρωσης Νταχάου

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Νταχάου
Η κύρια είσοδος του Νταχάου όπου υπάρχει η διάσημη επιγραφή Arbeit macht frei (Η εργασία απελευθερώνει)
Συντεταγμένες48°16′08″N 11°28′14″E / 48.268889°N 11.470556°E / 48.268889; 11.470556Συντεταγμένες: 48°16′08″N 11°28′14″E / 48.268889°N 11.470556°E / 48.268889; 11.470556
ΤύποςΣτρατόπεδο συγκέντρωσης
ΧώραΓερμανία
ΠεριοχήΆνω Βαυαρία
ΔιαχειριστέςΣουτσστάφφελ (Ες-Ες)
Αρχική χρήσηΠολιτική φυλακή
Περίοδος λειτουργίας1933–1960
ΤρόφιμοιΡώσσοι, Ουκρανοί, Γάλλοι, Γιουγκοσλάβοι, Τσέχοι, Γερμανοί, Αυστριακοί, Εβραίοι, Πολωνοί, Έλληνες
Αριθμός νεκρών31,951
Απελευθερώθηκε απόΗ.Π.Α., 29 Απριλίου 1945
ΙστότοποςΣτρατόπεδο Συγκέντρωσης Νταχάου

Το Στρατόπεδο συγκέντρωσης Νταχάου (γερμ. Konzentrationslager Dachau) ήταν στρατόπεδο συγκέντρωσης της Ναζιστικής Γερμανίας που δημιούργησε η Γκεστάπο, μετά την άνοδο στην εξουσία του Αδόλφου Χίτλερ, το 1933. Το στρατόπεδο κατασκευάστηκε στην πόλη Νταχάου που βρίσκεται κοντά στο Μόναχο. Στο στρατόπεδο αυτό οι Ναζιστές συγκέντρωναν και βασάνιζαν, αρχικά τους αντιστασιακούς Γερμανούς και αργότερα αιχμαλώτους κάθε ηλικίας, κυρίως Εβραίους και διάφορες άλλες πληθυσμιακές ομάδες ή μειονότητες από τις χώρες που καταλάμβαναν. Ανάμεσα σ' εκείνους που πέρασαν από το φριχτό αυτό στρατόπεδο ή βρήκαν το θάνατο εκεί, συγκαταλέγονται και 5 Έλληνες αγωνιστές, όπως ο τότε γενικός γραμματέας του ΚΚΕ Νίκος Ζαχαριάδης. Το Νταχάου λειτούργησε μέχρι τη συντριβή της Ναζιστικής Γερμανίας το 1945.

Ίδρυση, λειτουργία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το στρατόπεδο ιδρύθηκε τον Μάρτιο του 1933 πάνω στα απομεινάρια ενός εργοστασίου πυρομαχικών του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Ήταν το πρώτο από τα Στρατόπεδα συγκέντρωσης που δημιούργησαν οι Ναζί. Ο Χάινριχ Χίμλερ, ως αρχηγός της Αστυνομίας του Μονάχου, το περιέγραψε επίσημα ως "το πρώτο στρατόπεδο συγκέντρωσης για πολιτικούς κρατουμένους"[1]. Σε αυτό μεταφέρθηκαν αρχικά αντίπαλοι του καθεστώτος, Σοσιαλδημοκράτες, Κομμουνιστές και συνδικαλιστές. Τον πρώτο χρόνο λειτουργίας του αριθμούσε περίπου 4.800 κρατουμένους. Συν τω χρόνω, όμως, άρχισαν να αυξάνονται καθώς μεταφέρθηκαν εκεί και Μάρτυρες του Ιεχωβά, Ρομά και ομοφυλόφιλοι. Οι Εβραίοι αρχικά ήσαν ελάχιστοι και ανήκαν σε κάποια από τις πιο πάνω ομάδες. Πρώτος διοικητής του στρατοπέδου ήταν ο Χίλμαρ Βέκερλε (Hilmar Wäkerle), ο οποίος ύστερα από τετράμηνη θητεία αντικαταστάθηκε από τον Τέοντορ Άικε (Theodor Eicke). Τον Μάιο του 1933 υπήρχαν ήδη εκεί 1.200 πολιτικοί κρατούμενοι.

Στις αρχές του 1937 ξεκίνησαν εργασίες επέκτασης του στρατοπέδου. Τις εργασίες αυτές υποχρεώθηκαν να εκτελέσουν οι κρατούμενοι, ξεκινώντας από την κατεδάφιση των εγκαταστάσεων του παλαιού εργοστασίου. Χτίστηκαν ξύλινα καταλύματα και βοηθητικές εγκαταστάσεις, μεταξύ των οποίων και κρεματόριο. Οι εργασίες αυτές εκτελέσθηκαν μέσα σε φρικτές για τους κρατούμενους συνθήκες και ολοκληρώθηκαν στα μέσα του 1938. Το στρατόπεδο δεν υπέστη σημαντικές κτιριακές αλλαγές μέχρι την απελευθέρωσή του από τις Συμμαχικές δυνάμεις το 1945. Το στρατόπεδο αποτελούνταν από 32 κτίρια για κρατούμενους, ένα από τα οποία προοριζόταν αποκλειστικά για τους ιερείς όλων των βαθμίδων, που αντετίθεντο στο καθεστώς (υπολογίζεται ότι "φιλοξενήθηκαν" εκεί περίπου 3.000 ιερείς και θεολόγοι), και ένα ήταν δεσμευμένο για "ιατρικά πειράματα". Ολόκληρο το στρατόπεδο περιβαλλόταν από αγκαθωτό ηλεκτροφόρο συρματόπλεγμα, μετά το οποίο ακολουθούσε τάφρος και υπήρχαν επτά εν συνόλω υπερυψωμένες σκοπιές. Το στρατόπεδο αποτέλεσε πρότυπο οργάνωσης και των υπολοίπων στρατοπέδων που δημιούργησε το Ναζιστικό καθεστώς.

Πλάι στο στρατόπεδο υπήρχαν και άλλες εγκαταστάσεις των SS, όπως η "Σχολή ιατρικής εκπαίδευσης" και η "Σχολή οικονομικής διαχείρισης" για στελέχη της οργάνωσης, καθώς και ένα κέντρο εκπαίδευσης για την οργάνωση και διοίκηση στρατοπέδων συγκέντρωσης. Οι πλέον διάσημοι "απόφοιτοι" αυτού του κέντρου ήταν ο Ρούντολφ Ες (Rudolf Hoess), ο οποίος έγινε διοικητής του στρατοπέδου εξόντωσης του Άουσβιτς (Auschwitz), ο Άντολφ Άιχμαν και ο Γιόζεφ Κράμερ (Josef Kramer), Διοικητής του Στρατοπέδου Μπέργκεν-Μπέλζεν (Bergen-Belsen). Δημιουργήθηκαν, επίσης, δευτερεύοντα στρατόπεδα για τη διαμονή κρατουμένων που εκιμσθώνονταν σε επιχειρήσεις και, αργότερα, ένα μικρότερο στρατόπεδο για γυναίκες κρατούμενες (1944).

Αμέσως μετά την ολοκλήρωση των εργασιών στάλθηκαν εκεί αρκετές χιλιάδες συλληφθέντες στην Αυστρία, πολλοί από τους οποίους ήταν Εβραίοι (κύρια για παράβαση των Νόμων της Νυρεμβέργης).

Ο αριθμός των κρατουμένων μεγάλωσε ακόμη περισσότερο ύστερα από τα γεγονότα της Νύχτας των Κρυστάλλων, τον Νοέμβριο του 1938. Τότε μεταφέρθηκαν εκεί περίπου 10.000 Εβραίοι, οι περισσότεροι, όμως, αποχώρησαν ύστερα από μερικούς μήνες, αφού υπέγραψαν δήλωση υποχρεωτικής μετανάστευσης[2].

Ο αριθμός των κρατουμένων αυξήθηκε σημαντικά από το 1940 και ύστερα. Οι κρατούμενοι περνούσαν μια πύλη, η οποία έφερε την επιγραφή "Arbeit macht frei" (= Η εργασία απελευθερώνει). Περίπου 33.000 κρατούμενοι διαμοιράστηκαν σε "θυγατρικά" στρατόπεδα και από εκεί εκμισθώνονταν σε επιχειρήσεις και βιομηχανίες, τόσο ιδιωτικές όσο και κρατικές, για χειρωνακτική εργασία. Τα χρήματα της εκμίσθωσης, φυσικά, δεν κατέληγαν στους κρατούμενους αλλά στο Ταμείο των SS.

Ειδοποίηση από τη διοίκηση του στρατοπέδου στην κ. Ζελίνσκι, πως ο άντρας της πέθανε και το σώμα του αποτεφρώθηκε στο κρατικό κρεματόριο του στρατοπέδου

Την περίοδο 1933 - 1945 καταγράφηκαν επίσημα 206.000 κρατούμενοι - υπήρξαν, όμως, και άλλοι που δεν καταγράφηκαν, όπως πολλοί Σοβιετικοί αιχμάλωτοι πολέμου. Αν και το Νταχάου δεν ήταν στρατόπεδο εξόντωσης, καταγράφηκαν 31.000 θάνατοι κρατουμένων, κύρια λόγω των πολύ κακών συνθηκών διαβίωσης αλλά και εκτελέσεων από δεσμοφύλακες. Δεν είναι, επίσης, καταγεγραμμένα όλα τα θύματα των ιατρικών πειραμάτων που εκτελούνταν εκεί με προϊστάμενο το Δρα Ζίγκμουντ Ράσερ (Sigmund Rascher), μέλος των Waffen-SS (Ενόπλων SS), που έκανε έρευνες για λογαριασμό της Λουφτβάφε. Φυσικά, οι εντολές των SS ήταν να εκτελείται οποιοσδήποτε κρατούμενος υπέπιπτε στο παραμικρό παράπτωμα. Οι εκτελέσεις των Σοβιετικών αιχμαλώτων, επίσης, δεν καταγράφηκαν ποτέ[3]. Δημιουργήθηκε, έτσι, πρόβλημα με την διαχείριση των πτωμάτων, καθώς το αρχικό κρεματόριο διέθετε μόνο δύο αποτεφρωτήρες. Κατασκευάστηκε, έτσι, επέκτασή του με τέσσερεις επιπλέον αποτεφρωτήρες και στην επέκταση αυτή περιλήφθηκαν εξ αρχής και πέντε θάλαμοι αερίων (έναρξη κατασκευής 1942, ολοκλήρωση το 1943). Οι θάλαμοι αυτοί δεν προορίζονταν για την εξόντωση κρατουμένων αλλά για την απολύμανση, καθώς υπήρχε έντονος και δικαιολογημένος ο φόβος για εμφάνιση τύφου που οφειλόταν στις φθείρες. Ο πέμπτος θάλαμος χρησιμοποιήθηκε για εξόντωση κρατουμένων, καθώς παρουσιάζει σαφείς κατασκευαστικές διαφορές από τους υπόλοιπους τέσσερις και πιθανότατα προοριζόταν για χρήση στα πλαίσια του Προγράμματος ευθανασίας Τ-4, όπως φαίνεται από επιστολή του Ράσερ στον Χίμλερ το 1942.

Προς το τέλος του πολέμου, οι συνθήκες διαβίωσης χειροτέρευσαν σημαντικά, καθώς δεν υπήρχαν και τα σχετικά εφόδια, ενώ οι SS μετέφεραν εκεί συνεχώς κρατούμενους από τα στρατόπεδα που βρίσκονταν σε κατεχόμενες χώρες, φοβούμενοι είτε την απελευθέρωση είτε τη δραπέτευσή τους. Οι συνθήκες υγιεινής ήταν ανύπαρκτες, με αποτέλεσμα το θάνατο περίπου 15.000 ατόμων την περίοδο αυτή, ενώ συνεχίζονταν και οι εκτελέσεις αιχμαλώτων πολέμου από αποσπάσματα.

Μνημείο για τα θύματα μπροστά στο μουσείο που λειτουργεί σήμερα στο πρώην στρατόπεδο Νταχάου

Το στρατόπεδο απελευθερώθηκε στις 28 Απριλίου 1945. Οι Διοικητές του Βάις και Όττο πρόλαβαν να διαφύγουν. Οι κρατούμενοι δεν απελευθερώθηκαν αμέσως, γιατί υπήρχε φόβος διασποράς του τύφου, που είχε ξεσπάσει στο στρατόπεδο κατά τις τελευταίες ημέρες λειτουργίας του. Το θέαμα που αντίκρυσαν οι απελευθερωτές του ήταν από τα πλέον φρικτά που μπορεί να αντικρύσει άνθρωπος, όπως περιγράφουν ο Βίκτορ Μάουρερ, εκπρόσωπος του Ερυθρού Σταυρού, και οι Αμερικανοί αξιωματικοί και στρατιώτες που μπήκαν στο στρατόπεδο.

Σήμερα, το Στρατόπεδο του Νταχάου έχει μετατραπεί σε μνημείο από τη Γερμανική Κυβέρνηση[4].

Έλληνες κρατούμενοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Νίκος Ζαχαριάδης
  • Διονύσιος Χατζόπουλος
  • Αρτέμιος Γρηγοράκης
  • Μελέτιος Γαλανόπουλος
  • Γεώργιος Βλαντής

Προτεινόμενη βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης, Νταχάου, Προφορικές και επιστολικές μαρτυρίες, εκδ. Μένανδρος, Αθήνα 2014. ISBN: 978-618-5033-20-0

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Μουσείο Ολοκαυτώματος ΗΠΑ
  2. Jewish Genealogy - Dachau
  3. «Ιστορία του Ολοκαυτώματος». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 5 Φεβρουαρίου 2007. Ανακτήθηκε στις 21 Φεβρουαρίου 2008. 
  4. «Ιστορικό Μνημείο του Νταχάου». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 24 Απριλίου 2006. Ανακτήθηκε στις 21 Φεβρουαρίου 2008. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]