Στήλη του Λυσέως

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Στήλη του Λυσέου
ο Λυσέας έτοιμος να τελέσει θυσία.
Στο βάθρο σκηνή νίκης σε αγώνα ιπποδρομίας
ΟνομασίαΣτήλη του Λυσέου
Έτος δημιουργίας561-507 π.Χ.
Είδοςεπιτύμβια στήλη
Διαστάσεις195 x 48 εκ.
ΜουσείοΕθνικό Αρχαιολογικό
Μουσείο
Αριθμός καταλόγου30
δεδομένα

Η στήλη του Λυσέως είναι αρχαία αττική επιτύμβια στήλη.

Ιστορικό του ευρήματος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βρέθηκε κατά τις ανασκαφές που προέκυψαν από την κατασκευή της οικίας Μελά στην οδό Αιόλου στην Βελανιδέζα της Αττικής στις 28 Απριλίου του 1839. Η αξία του αρχικά παραγνωρίστηκε, μέχρι που διατηρήθηκε το 1878 από τον Γερμανό αρχιτέκτονα Φρίντριχ φον Τίερς, ο οποίος ενδιαφέρθηκε για τα ίχνη ζωγραφικής του, και ερμηνεύοντάς τα αποκάλυψε το πορτραίτο του Λυσέου. Φιλοξενείται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.

Περιγραφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πρόκειται για λίθο σχεδόν λείο, με λίγα άκοσμα περιγράμματα. Η παράσταση δεν ήταν ανάγλυφη όπως συνήθως, αλλά ζωγραφισμένη με έντονα χρώματα. Ένας άνδρας σε φυσικό μέγεθος στέκει απολύτως ήρεμος έτοιμος να τελέσει θυσία. Στηρίζεται στο έδαφος με ολόκληρα τα πέλματα των ποδιών του και είναι στραμμένος προς τα δεξιά. Είναι ντυμένος με μακρύ ιμάτιο μέχρι τα πόδια και κρατάει κάνθαρο στο δεξί και δέσμη κλαδιών δέντρου στο αριστερό. Στο χώρο μεταξύ των ποδιών του και του βάθρου είναι απεικονισμένος ένας ιππέας που καλπάζει προς τα δεξιά, ο οποίος ακολουθείται από τη σκιά ενός δεύτερου αλόγου χωρίς ιππέα. Στο κατεβασμένο χέρι το δεξί κρατάει κάνθαρο, στο υψωμένο χέρι το αριστερό κρατάει μια δέσμη κλαδιά.

Στη βάση του έχει την επιγραφή:

"Λυσέαι ἐνθάδε σεμα πατὲρ Σέμον ἐπέθεκεν'".

Ερμηνεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πρώτος που διέκρινε τα περιεχόμενα της ζωγραφικής ήταν ο Γερμανός αρχιτέκτονας και ζωγράφος Φρίντριχ φον Τίερς το 1878. Η μελέτη της έγχρωμης παράστασης αποκάλυψε ότι πρόκειται για τον Λυσέα, του οποίου τα χαρακτηριστικά δεν σώζονται επειδή λείπει το τμήμα που περιείχε το πρόσωπο και το κεφάλι. Οι ποικίλες αποχρώσεις της ζωγραφιάς από του κίτρινου λευκού χρώματος ως του ερυθροφαίου έδιναν κάποτε ζωηρή αίσθηση του απεικονιζόμενου νεκρού, αλλά τώρα έχουν ξεθωριάσει. Όπως μαθαίνουμε από την σωζόμενη επιγραφή τάφηκε στο ίδιο σημείο όπου είχε προηγουμένως ταφεί και ο πατέρας του, ο Σήμων. Ο νεκρός είχε ευγενή Αττική καταγωγή και πιθανώς να εξυπηρετούσε ως ιερέας ή ιπποτρόφος. Η ζωγραφιά στο βάθρο θυμίζει σκηνή νίκης σε αγώνα, ίσως στα Παναθήναια ή στα Πανελλήνια. Ο κάνθαρος είναι χθόνιο σύμβολο του Διονύσου, ενώ η δέσμη στο χέρι χρησιμοποιείτο στην λατρεία για ραντισμό.

Καλλιτεχνική αξιολόγηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η στήλη του Λυσέως αποδεικνύει ότι η τεχνική της ερυθρόμορφης αγγειογραφίας εξελίχθηκε στα Αττικά εργαστήρια, έχοντας ως πρότυπο τη ζωγραφική σε μάρμαρο. Παράλληλα είναι ανεκτίμητης αξίας, διότι αφόσον είναι χρονολογήσιμο, χρονολογείται και το ξεκίνημα της ερυθρόμορφης αγγειογραφίας.

Ιστορική τοποθέτηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά το σχήμα των γραμμάτων η στήλη αυτή κατατάσσεται στις επιτύμβιες μεγαλογραφίες, τεχνική ανάλογη και προφανώς προγενέστερη των κατοπινών ενταφίων ληκύθων. Η στήλη ανήκει στην εποχή πριν από τους Περσικούς πολέμους, στο δεύτερο μισό του 6ου αιώνα π.Χ. Τοποθετείται στους τελευταίους χρόνους του Πεισιστράτου (561 έως 527 π.Χ.) και αρχαιότερο της δημοτικής μεταρρύθμισης του Κλεισθένη (508-507 π.Χ.).

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]