Σλιβοβίτσα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ρακί από κορόμηλο μάρκας
"Еленской сливова".

Σλιβοβίτσα (σερβικά: шљивовица / šljivovica‎‎, τσεχικά: slivovice‎‎, στα φινλανδικά: slivovits, γερμανικά: Sliwowitz, Sli­bo­witz‎‎, για το βοσνιακά: šljivovica, κροατικά: šljivovica‎‎, ουγγρικά: sligovica‎‎, ιταλικά: slivovitz‎‎, σλαβομακεδονικά: сливова‎‎, πολωνικά: śliwowica‎‎, ρουμανικά: şliboviţă‎‎, ρωσικά: сливовица‎‎, σλοβακικά: slivovica‎‎, σλοβενικά: slivovka‎‎) είναι αλκοολούχο ποτό παραγόμενο από την απόσταξη πολτού από κορόμηλα ή δαμάσκηνα που έχουν υποστεί ζύμωση.[1] Πρόκειται για ένα παραδοσιακό ποτό στις χώρες της Βαλκανικής χερσονήσου, της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, κυρίως, για τους σλαβικούς λαούς και τους γειτονικούς τους λαούς όπως οι Ούγγροι, οι Ρουμάνοι και οι Αλβανοί. Η σλιβοβίτσα είναι το εθνικό ποτό στη Σερβία, μέσο για φυσική ανταλλαγή στην Αλβανία και το ποτό που χρησιμοποιείται στα μνημόσυνα για να τιμήσουν τις ψυχές των νεκρών συγγενών στην Πολωνία.[2]

Χαρακτηριστικά της σλιβοβίτσα σε ορισμένες χώρες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Λείανση κορόμηλων σε πολτό πριν το βράσιμο.
Η σλιβοβίτσα παράγεται από διάφορες επιχειρήσεις απόσταξης ποτών.

Το παραδοσιακό για τη Βουλγαρία είναι το ρακί από την περιοχή της πόλης Τρογιάν. Η απόσταξη και η επεξεργασία υγρών στη διάρκεια της παλαίωσης ξεκίνησε στο Μοναστήρι Τρογιάν πίσω στο 14ο αιώνα, και η συνταγή φυλασσόταν ως μυστικό και μεταβιβαζόταν από ηγούμενο σε ηγούμενο. Είναι γνωστό μόνον ότι, εκτός από την ζύμωση των φρούτων, στο ρακί οι μοναχοί πρόσθεταν και 40 είδη βοτάνων, τα οποία του έδιναν μια υπέροχη γεύση και άρωμα. Αργότερα η απόσταξη φρούτων έξω από τα όρια της μονής.[3] Το 1871 ο Ούγγρος ταξιδιώτης Φέλιξ Κάνιτς αναφέρθηκε στα χρονικά του στους κατοίκους του Τρογιάν που έβραζαν ρακί από τοπικές ποικιλίες δαμάσκηνων, που χαρακτηρίζονται από υψηλή περιεκτικότητα σε ζάχαρη και των οποίων τα κουκούτσια ξεχωρίζονταν εύκολα.[4] Στις περιοχές Τετέβεν, Λεσηντρέν, Ελένα, Κιουστεντίλ υπάρχουν και άλλα τοπικά ονόματα για ρακές φρούτων, γεγονός που είναι αποτέλεσμα της αναπαραγωγής τοπικών ποικιλιών κορόμηλων, που αρχίζει από τη ζύμωση των φρούτων και στη συνέχεια ακολουθεί η απόσταξη.

Στην Πολωνία η απόσταξη των φρούτων αποτελεί παράδοση για τη χώρα, ιδιαίτερα για τις νότιες ορεινές περιοχές της. Ως μία από τις καλύτερες μάρκες θεωρείται η Лонцка сливовица, που παράγεται στο χωριό Λόντσκο.[5] Πριν από τον Δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο μεγάλες ποσότητες σλιβοβίτσας παράγονταν από την εβραϊκή κοινότητα της χώρας.

Στην Τσεχία η παραδοσιακή περιοχή παραγωγής της σλιβοβίτσα είναι η Μοραβία, ιδιαίτερα στο ανατολικό και νότιο τμήμα της.

Στη Σερβία, η σλιβοβίτσα είναι ένα από τα Εθνικά σύμβολα της Σερβίας. Οι ρακές που παράγονται από φρούτα είναι παραδοσιακό ποτό, που παράγεται σε πιο μεγάλη κλίμακα από τον πληθυσμό σε οικιακές συνθήκες. Η μεγαλύτερη ποσότητα ρακής παράγεται στην περιοχή Σουμάντια. Το 2004, η χώρα παρήγαγε 400 000 λίτρα σλιβοβίτσα. Η Σερβία είναι η πιο μεγάλη εξαγωγέας σλιβοβίτσα στον κόσμο και η δεύτερη τη τάξει εξαγωγέας σε ποσότητα σε κορόμηλα.«FAOSTAT» (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 16 Μαΐου 2014. 

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. (Αγγλικά) Artemas, Ward.
  2. (Αγγλικά) 2013 СЛИВОВИЦА FESTIVAL Αρχειοθετήθηκε 2016-10-27 στο Wayback Machine.. // www.slivovitz.us. Ανακτήθηκε στις 2014-05-17.
  3. «Тайните на Троянската сливова» (στα Βουλγαρικά). Десант. Ανακτήθηκε στις 22 Σεπτεμβρίου 2010. 
  4. «Троян – меката на сливовата ракия ни очаква» (στα Βουλγαρικά). БНР. Ανακτήθηκε στις 16 Μαΐου 2014. 
  5. «Uwaga podrabiana Śliwowica» (στα Πολωνικά). www.fakt.pl. 15 Φεβρουαρίου 2010. Ανακτήθηκε στις 31 Ιουλίου 2013.