Σεκταρισμός

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Σεκταρισμός ή Σεχταρισμός (αγγλ. sectarism < λατ. secta) ονομάζεται η αυστηρή προσκόλληση στις πεποιθήσεις μιας σέκτας.

Ο όρος αυτός χρησιμοποιείται επίσης για να περιγράψει την στενότητα πνεύματος και την έλλειψη ανεκτικότητας όσον αφορά την στάση και συμπεριφορά ομάδας ατόμων, που παρουσιάζεται σε θρησκευτικό, πολιτικό ή άλλο επίπεδο και εκδηλώνεται με την προσκόλληση σε μια ιδεολογία, δόγμα ή παράδοση με αδιαλλαξία και φανατισμό. Ο σεκταρισμός την περίπτωση αυτή μπορεί να περιλαμβάνει διακρίσεις και αποδοκιμασία προς εκείνους που είναι εκτός σέκτας.

Χρησιμοποιείται επίσης αναφορικά με ομάδες που ενυπάρχουν σε θρησκεύματα ή ομολογίες της ίδιας θρησκείας.

Σεκταρισμός και Χριστιανισμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σε σχέση με τον βασικό ορισμό του σεκταρισμού που αναφέρεται στο σύνολο των αρχών και των πεποιθήσεων που έχουν τα μέλη μιας θρησκευτικής σέκτας, μια χριστιανική σέκτα παρουσιάζεται συχνά ως Αποσχιστικού τύπου, απορρίπτει δηλ. τις επικρατούσες χριστιανικές εκκλησίες με βάση μια κριτική εξωτερικού τύπου του 17ου αιώνα, η οποία σύμφωνα με την Φιλοσοφία της θρησκείας είναι πλέον απαρχαιωμένη και μη αποδεκτή[1].

Αν και όλες οι σέκτες παρουσιάζονται να μονοπωλούν το ενδιαφέρον και την καθοδήγηση του Θεού, όπως και την κατοχή της αλήθειας σε σχέση με τις επικρατούσες εκκλησίες επειδή ισχυρίζονται ότι εγκατέλειψαν τις αρχές τους [2], για όσους βρίσκονται εκτός της επιρροής αυτών των ομάδων θεωρείται δυνατόν να προσδιοριστεί η αρχή τους και να ερμηνευτεί η παρουσία τους με πολιτικά και κοινωνικοοικονομικά κριτήρια[3].

Οι σέκτες, συχνά προσδιορίζονται νομικά ως οργανώσεις και ενώ κάποιες από αυτές αν και ισχυρίζονται ότι αποτελούν "θρησκεία", συχνά αμφισβητούνται[4] ενώ υπάρχουν φορές που έχουν απορριφθεί κατηγορίες για παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων κατά χωρών που τις θεωρούν υπεύθυνες είτε για τη διανοητική αποσταθεροποίηση των μελών τους, είτε για οικονομικούς εξαναγκασμούς, για διάρρηξη των σχέσεων των πολιτών με το περιβάλλον τους κ.ά.

Ο όρος "αιρέσεις" που χρησιμοποιείται κάποιες φορές γι' αυτό το φαινόμενο, αντιμετωπίζεται από αυτές τις θρησκευτικές ομάδες ως παραπειστικός, διότι υπονοεί μια παρέκκλιση από κάποιο "ορθό" δόγμα το οποίο εκείνες δεν αποδέχονται. Ο όρος σέχτα (sect) που χρησιμοποιείται διεθνώς θεωρείται καλύτερος, αλλά κι αυτός δεν έχει καμιά νομική βαρύτητα σε χώρες που υποτίθεται ότι δεν διώκουν το θρησκευτικό φρόνημα[5].

Υποσημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Μπέγζος Μ., Ευρωπαϊκή Φιλοσοφία της Θρησκείας, σελ. 52: "Η κριτική φιλοσοφία της θρησκείας [...] ασκεί εσωτερική κριτική στη θρησκεία, αντί της εξωτερικής του διαφωτισμού. Μέτρο κρίσεως του χριστιανισμού [...] δεν είναι ό,τι φαίνεται ή διαπράττεται εν ονόματι του Χριστού (σταυροφορίες, ιεροεξεταστικός θεσμός), αλλά μόνο ό,τι συνάδει με τον Χριστό και τη [...] παράδοση της Εκκλησίας του."
  2. Dictionary of Christianity in America, InterVarsity Press, 1990, λήμμα: "Sect": they seek to reassert authentic religious principles which they claim have been abandoned or compromised.
    Harper's Bible dictionary, San Francisco: Harper & Row, 1985, λήμμα: "Sect": a sociological category usually referring to a religious group protesting against a parent body
    Nelson's new Christian dictionary, Thomas Nelson Pubs, 2001, λήμμα: "Sect": follow a special set of teachings or practices and reject the mainstream or traditional church.
  3. Sacred Companies: Organizational Aspects of Religion and Religious Aspects of Organizations, Oxford University Press, 1998, κεφ. 5, "Identifying Characteristics of "Religious" Organizations"
  4. Στη Γαλλία, ακραία φαινόμενα όπως οι μαζικές αυτοκτονίες των μελών του Τάγματος του Ηλιακού Ναού στο Βέλγιο το 1994 οδήγησαν σε αυξημένη επαγρύπνηση όσον αφορά 173 θρησκευτικές ομάδες οι οποίες προσδιορίστηκαν ως "αιρέσεις", σε μια ανφορά γνωστή ως "Gest/Guyard Report"). Αυτό περιλάμβανε τη συγκρότηση διυπουργικού παρατηρητηρίου σεκτών για την αναφορά αδικημάτων, τη δημοσίευση σχετικών πληροφοριών και τον οικονομικό έλεγχό τους.
    Μεταξύ αυτών περιλήφθηκαν οι Σαϊεντολόγοι, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά και η Opus Dei. Αυτό είχε ως συνέπεια να αντιδράσουν δημόσια ακόμη και με έννομα μέσα κάποιες από αυτές τις θρησκευτικές ομάδες. Για παράδειγμα, στο επίσημο περιοδικό της Καθολικής Εκκλησίας «SNOP», ο αιδεσιμότατος Ζαν Βερνέτ (τ. 1086, 15/1/01) αντιτίθεται στην πρόταση νόμου που προβλέπει ένα ιδιώνυμο αδίκημα για ορισμένες αιρέσεις και υποστηρίζει ότι αρκεί το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο για την αντιμετώπιση των παράνομων πράξεων που διαπράττονται από ορισμένα μέλη αιρέσεων. Μάλιστα, ο καθολικός ιερωμένος εξέφρασε το φόβο ότι "ορισμένοι επιθυμούν να μετατρέψουν τον αντιαιρετικό αγώνα σε αντιεκκλησιαστικό αγώνα".
    Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά, το τρίτο σε μέγεθος θρήσκευμα στη Γαλλία, κατέφυγαν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων καθώς μέσω αυτού του προσδιορισμού θα αποτελούσαν θύματα μισαλλόδοξης συμπεριφοράς και θα εξέπιπταν του δικιαώματος της μη φορολόγησης των συνεισφορών από τα μέλη τους. Το Δικαστήριο απέρριψε στο σύνολό της την προσφυγή καθώς δεν θεώρησε ότι θίγονται με άμεσο τρόπο τα συμφέροντά τους αλλά και πρότεινε την μελλοντική εξέταση κατά περίπτωση όταν θα προκύψουν πιθανές μισαλλόδοξες συμπεριφορές.
    Επίσης, το Δικαστήριο σημείωσε σχετικά με την έκθεση που κατήρτισε η Γαλλική Εθνοσυνέλευση περί των επικινδύνων αιρέσεων ότι, "δεν έχει καμία νομική ισχύ και δεν αποτελεί βάση για οποιαδήποτε ποινική ή διοικητική διαδικασία".
    Αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, όπως στην υπόθεση Κοκκινάκης κατά Ελλάδας, επιβεβαίωσαν κατ' επανάληψη ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά αποτελούν νόμιμη και "γνωστή" θρησκεία, η οποία μπορεί ελεύθερα να ασκεί τις πρακτικές της και να πιστεύει στα δόγματά της μέσα στα πλαίσια του νόμου.
    Το 2002, το Συμβούλιο της Ευρώπης προώθησε μια απόφαση κατά του νόμου αυτού και κάλεσε την Γαλλική κυβέρνηση να αναθεωρήσει τη στάση της. Στις 27/5/2005, ο γάλλος πρωθυπουργός Ζαν Πιερ Ραφαρέν και με εγκύκλιο που κυκλοφόρησε αναθεώρησε την προγενέστερη κυβερνητική απόφαση και ουσιαστικά κατάργησε τη λίστα των "αιρετικών" ομάδων: «Η εμπειρία μας έδειξε ότι η προσπάθεια του κράτους να χαρακτηριστεί ως αίρεση κάποια ομάδα και η στήριξη των ενεργειών του πάνω σ' αυτόν και μόνο το χαρακτηρισμό δεν εξασφαλίζει την απαραίτητη ισορροπία μεταξύ της ανάγκης να αντιμετωπιστεί η δράση κάποιων ομάδων και του σεβασμού των ελευθεριών και της αρχής του λαϊκού κράτους». Επίσης, ανέφερε ότι οι αρχές θα πρέπει να εστιάζουν τις προσπάθειές τους σε εκείνες τις σέκτες που αποτελούν τον μεγαλύτερο κίνδυνο, συγκεκριμένα σε εκείνες τις "μικρές, ρευστές" ομάδες οι οποίες είναι "λιγότερο εύκολο να εντοπιστούν".
    (Πηγές: Η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Διεθνής Έκθεση Θρησκευτικής Ελευθερίας 2005, Γαλλία, Η απόφαση του Συμβουλίου της Ευρώπης το 2002 που ζητάει από τη Γαλλία να επανεξετάσει τον επίμαχο νόμο, Άρθρο του Ιού της εφημερίδας Ελευθεροτυπία (12/3/2006) με θέμα «Ταύτιση Κράτους και Εκκλησίας: Δημοκρατία υπό αίρεση», Κοκκινάκης κατά Ελλάδας)
  5. Βλέπε άρθρο "Ταύτιση Κράτους και Εκκλησίας: Δημοκρατία υπό αίρεση" του Ιού της Ελευθεροτυπίας, 12 Μαρτίου 2006.

Βιβλιογραφία-Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]