Σαρδάνα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η σαρδάνα (sardana) είναι παραδοσιακός λαϊκός χορός που θεωρείται ο εθνικός χορός της Καταλονίας. Είναι συλλογικός χορός στον οποίον συμμετέχουν τόσο άνδρες όσο και γυναίκες πιασμένες από το χέρι σε έναν κλειστό κύκλο. Τα βήματα πραγματοποιούνται στις μύτες των ποδιών ενώ η μουσική παίζεται από την κόπλα. Το όνομα σαρδάνα μπορεί να αναφέρεται τόσο στον χορό όσο και στη μουσική.

Ο χορός, όπως τον γνωρίζουμε σήμερα χρονολογείται από τα μέσα του 19ου αιώνα. Από τότε έχει επεκταθεί τόσο ώστε σήμερα να υπάρχουν πάνω από τριάντα χιλιάδες παρτιτούρες με διαφορετικές σαρδάνες. Ο χορός ήταν προσωρινά απαγορευμένος κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Φράνκο ενώ το έτος 2010 η Ζενεραλιτάτ της Καταλονίας την καταχώρησε στον Κατάλογο των Εορταστικής Κληρονομιάς της Καταλονίας.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Προέλευση και εξέλιξη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κεραμεικό που απεικονίζει μία σαρδάνα

Η προέλευση της σαρδάνα είναι άγνωστη. Η μορφή της δηλώνει, σύμφωνα με ορισμένους συγγραφείς, ότι μπορεί να αναχθεί στην προρρωμαϊκή περίοδο. Γι' αυτό είναι πολλοί οι θρύλοι που την εντοπίζουν στην αρχαία Ελλάδα, όπου αφθονούσαν οι κυκλικοί χοροί. Αργότερα υιοθετήθηκε από τους λαούς της Ιβηρικής. Χωρίς να παρουσιάζουν τον ίδιο βαθμό χορογραφικής και μουσικής τυποποίησης παρόμοιοι κυκλικοί χοροί με ρυθμό 6/8 εντοπίζονται και σε άλλες περιοχές όπως την Προβηγκία, τη Γαλικία, την Αστούριας, την Καστίλλη και την Πορτογαλία.

Η ετυμολογία της λέξης σαρδάνα είναι άγνωστη. Προσπάθειες έγιναν να συνδεθεί τόσο με την αρχαία Κερρητανία, σημερινή Σερδάνια, όσο και με τη Σαρδηνία χωρίς όμως καμία να είναι σίγουρη. Οι πρώτες αναφορές σε κάποιον ομώνυμο χορό εντοπίζονται στον 16ο αιώνα αλλά και πάλι αγνοείται το κατά πόσον ομοίαζε με τον σημερινό που επίσημα γεννιέται στα μέσα του 19ου αιώνα. Ορμώμενος από την ύπαρξη της κοφτής σαρδάνα που με τη σειρά της προήλθε από τον κοντραπάς, θρησκευτικό χορό της Βόρειας Καταλονίας και του Ενπορδά, ο Χοσέ Βεντούρα.

Ο Βεντούρα επεξέτεινε τη χορογραφία κι εμπλούτισε τα μουσικά όργανα δημιουργώντας τη μακρά σαρδάνα. Συνεχιστής του ήταν ο Μικέλ Παρδάς από το Ενπορδά, που εξέδωσε το πρώτο χορογραφικό εγχειρίδιο για τη σαρδάνα. Σταδιακά ο χορός εξαπλώθηκε στην κεντρική Καταλονία κι έφτασε μέχρι τη Βαρκελώνη όπου διάφορες μουσικές μπάντες τον ενσωμάτωσαν στο ρεπερτόριό τους. Μέχρι τα τέλη του αιώνα ωστόσο συνέχισε να ταυτίζεται με το Ενπορδά και να χορεύεται από Ενπορδανούς.

Στο πρώτο τρίτο του 20ού αιώνα η σαρδάνα κατέκτησε τη θέση του εθνικού χορού της Καταλονίας χάρη στην προώθηση που έλαβε από μέλη του πολιτικού και πολιτισμικού καταλανισμού όπως τον Φρανσέσκ Καμπό. Όσον αφορά τη σύνθεση, εμφανίστηκαν επώνυμοι συνθέτες όπως ο Ενρίκ Μορέρα και ο Ζοζέπ Σέρα, τραβώντας η σαρδάνα την προσοχή και ξένων διάσημων όπως ο Ιγκόρ Στραβίνσκι. Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας ο χορός απαγορεύτηκε εφόσον είχε λάβει πλέον αποφασιστικά διαστάσεις συμβόλου του καταλανικού εθνικισμού. Μετά τον Ισπανικό Εμφύλιο οι σύλλογοι σαρδάνας τόσο στην κατεξοχήν Καταλονία όσο και στη Βόρεια Καταλονία και την Ανδόρα συνέβαλαν στην εξάπλωσή της. Το 1990 ιδρύθηκε η Καταλανική Ομοσπονδία Σαρδάνας και δύο χρόνια αργότερα στην τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων της Βαρκελώνης χόρεψαν τη σαρδάνα πάνω από 600 χορευτές.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]


Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Nonell, Jaume i Subirana, Lluís (1988). Compàs. Compendi bàsic de la pràctica sardanista. Ed. Caixa de Barcelona. Obres Socials. ISBN 84-7580-535-3