Ρωσική επανάσταση του 1905

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ρωσική Επανάσταση 1905
Βόμβες βρέθηκαν σε εργαστήρια εκρηκτικών των επαναστατών - 1907
Χρονολογία1905-1907 ή 1908
ΤόποςΡωσία
ΈκβασηΉττα των επαναστατικών δυνάμεων, διατήρηση της εξουσίας από τον Τσάρο
Αντιμαχόμενοι

Ρωσική Αυτοκρατορία

  • Ρωσικός Αυτοκρατορικός Στρατός
  • Οχράνα

Πολιτική στήριξη από:

Κοινωνική στήριξη από:

  • Ρώσοι αριστοκράτες και γαιοκτήμονες

Γεωργοί και εργάτες

  • Εθνικιστές

Πολιτική στήριξη από:

Ηγετικά πρόσωπα
Απώλειες
Εκατοντάδες με χιλιάδες
Χιλιάδες με δεκάδες χιλιάδες

Ρωσική Επανάσταση του 1905 (ρωσικά: Ру́сская револю́ция 1905 го́да‎‎) ή Πρώτη Ρωσική επανάσταση αποκαλούνται τα γεγονότα που σημειώθηκαν στα εδάφη της Ρωσικής Αυτοκρατορίας από το 1905 μέχρι το 1907. Αφορμή της επανάστασης αποτέλεσε η δολοφονία αμάχων εργατών κατά τη διάρκεια ειρηνικής διαμαρτυρίας στην πρωτεύουσα, Πετρογκράντ (νυν Αγία Πετρούπολη), που έγινε γνωστή και ως Ματωμένη Κυριακή ή Κόκκινη Κυριακή, στις 9 (22) Ιανουαρίου 1905. Μετά την Ματωμένη Κυριακή σημειώθηκαν απεργίες στον στρατό και ανταρσίες στον στόλο εναντίον της μοναρχίας. Αυτές οι απεργίες είχαν ως αποτέλεσμα το μανιφέστο της 17ης Οκτωβρίου του 1905, το οποίο επέτρεπε ελευθερία συνείδησης, λόγου, συνεδρίασης και ενώσεων. Επίσης δημιουργήθηκε η Βουλή, ένωση του Κρατικού Σοβιέτ και της Κρατικής Δούμας της Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Ωστόσο, αργότερα ακολούθησε η ανατροπή της 3ης Ιουνίου του 1907 και οι αρχές δεν τηρούσαν τους όρους του μανιφέστου της 17ης Οκτωβρίου του 1905. Οι κοινωνικές διαμάχες συνεχίστηκαν και αργότερα η χώρα οδηγήθηκε στην γνωστή Οκτωβριανή επανάσταση του 1917.

Η άνοδος της αντίστασης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις αρχές του 20ου αιώνα, Ρώσοι φιλελεύθεροι σχημάτισαν την Ένωση των Συνταγματιστών του Ζέμστβο (1903) και την Ένωση για την Απελευθέρωση (1904) οι οποίες προπαγάνδιζαν την συνταγματική μοναρχία. Οι Ρώσοι σοσιαλιστές αποτελούνταν από δύο μεγάλες ομάδες: το Κόμμα των Σοσιαλεπαναστατών, που ακολουθούσε τη λαϊκιστική ρωσική παράδοση, και το μαρξιστικό Ρωσικό Σοσιαλιστικό Δημοκρατικό Κόμμα των Εργαζομένων. Το φθινόπωρο του 1904, οι φιλελεύθεροι ξεκίνησαν μια σειρά από συνεστιάσεις γιορτάζοντας την 40η επέτειο της θέσπισης φιλελεύθερων διατάξεων για τα δικαστήρια και καλώντας για πολιτικές μεταρρυθμίσεις και την θέσπιση ενός συντάγματος. Στις 13 Δεκεμβρίου [Π.Η. 30 Νοεμβρίου] 1904, το Δημοτικό Συμβούλιο της Μόσχας πέρασε μια απόφαση, απαιτώντας την θέσπιση ενός εκλεγμένου εθνικού νομοθετικού σώματος, πλήρη ελευθερία του τύπου, και ανεξιθρησκεία. Ακολούθησαν παρόμοιες αποφάσεις και εκκλήσεις από άλλα δημοτικά συμβούλια πόλεων και συμβούλια ζέμστβο.

Ο Τσάρος Νικόλαος Β' της Ρωσίας έκανε μια κίνηση για να ικανοποιήσει πολλά απ΄αυτά τα αιτήματα, διορίζοντας τον φιλελεύθερο Πιότρ Ντμίτριεβιτς Σβιατοπόλκ-Μίρσκϊι ως Υπουργό των Εσωτερικών μετά τη δολοφονία του Βιάτσεσλαβ φον Πλέβε. Στις 25 Δεκεμβρίου [Π.Η. 12 Δεκεμβρίου] 1904, ο Τσάρος εξήγγειλε ένα μανιφέστο υποσχόμενος την επέκταση των Ζέμστβο και των αρμοδιοτήτων των τοπικών συμβουλίων, ασφάλιση για τους βιομηχανικούς εργάτες, την απελευθέρωση των Ινορόντσι, και την κατάργηση της λογοκρισίας. Εντούτοις, το κρίσιμο σημείο της νομοθέτησης από αντιπροσωπευτικό εθνικό σώμα έλειπε από το μανιφέστο.

Έτη Μέσος όρος απεργιών κατ΄έτος
1862-9 6
1870-84 20
1885-94 33
1895-1905 176

[1]

Η έναρξη της επανάστασης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Δεκέμβριο του 1904, μια απεργία κηρύχθηκε στο Εργοστάσιο Πουτίλοφ (προμηθευτή των σιδηροδρόμων και του πυροβολικού) στην Αγία Πετρούπολη. Συμπαθούντες απεργοί σε άλλα σημεία της πόλης ανέβασαν τον αριθμό των απεργούντων σε πάνω από 80,000. Ο αμφιλεγόμενος Ορθόδοξος ιερέας Γκεόργκι Γκαπόν, που ήταν επικεφαλής της υποστηριζόμενης από την αστυνομία εργατικής ένωσης, οδήγησε μια τεράστια πορεία εργατών στα Χειμερινά Ανάκτορα για να παραδώσουν μια δέσμη αιτημάτων στον Τσάρο την Κυριακή, 22 Ιανουαρίου [Π.Η. 9 Ιανουαρίου] 1905. Τα στρατεύματα που φύλαγαν τα Χειμερινά Ανάκτορα και είχαν εντολή να μην επιτρέψουν στους διαδηλωτές να περάσουν πέρα από ένα συγκεκριμένο σημείο, σύμφωνα με τον Σεγκέι Βίττε, άνοιξαν πυρ εναντίον τους, με αποτέλεσμα να πέσουν περισσότεροι από 200 έως 1000 νεκροί. Το γεγονός έμεινε γνωστό ως Ματωμένη Κυριακή, και θεωρείται συνήθως ως το σημείο έναρξης της ενεργητικής φάσης της επανάστασης.

Τα γεγονότα στην Αγία Πετρούπολη προκάλεσαν δημόσια κατακραυγή και μια σειρά από μαζικές απεργίες απλώθηκαν τάχιστα σε όλα τα βιομηχανικά κέντρα της Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Πολωνοί σοσιαλιστές — τόσο του PPS και του SDKPiL — κάλεσαν για γενική απεργία. Με το τέλος του Ιανουαρίου του 1905, πάνω από 400,000 εργάτες στη Ρωσική Πολωνία βρίσκονταν σε απεργία (δείτε στο Επανάσταση στο Βασίλειο της Πολωνίας (1905–1907)). Οι μισοί από τους βιομηχανικούς εργάτες της Ρωσίας κατέβηκαν σε απεργία το 1905, ενώ στην Πολωνία το 93.2%.[2] Υπήρχαν επίσης απεργίες στη Φινλανδία και στη Βαλτική ακτή. Στη Ρίγα 80 διαδηλωτές σκοτώθηκαν στις 26 Ιανουαρίου [Π.Η. 13 Ιανουαρίου] 1905 και στη Βαρσοβία μερικές μέρες αργότερα περισσότεροι από 100 απεργοί πυροβολήθηκαν στους δρόμους. Μέχρι τον Φεβρουάριο, ξέσπασαν απεργίες στην Καυκασία, και περί τον Απρίλιο, στα Ουράλια και πιο πέρα. Το Μάρτιο, όλα τα ανώτερα ακαδημαϊκά ιδρύματα αναγκάστηκαν να κλείσουν για το υπόλοιπο της χρονιάς, προσθέτοντας με αυτόν τον τρόπο τους ριζοσπαστικούς φοιτητές στις δυνάμεις των απεργών εργατών. Μια απεργία εργατών στους σιδηροδρόμους στις 21 Οκτωβρίου [Π.Η. 8 Οκτωβρίου] 1905 γρήγορα αναπτύχθηκε σε μια γενική απεργία στην Αγία Πετρούπολη και στη Μόσχα. Αυτή με τη σειρά της προέτρεψε στη θέσπιση του βραχύβιου Σοβιέτ της Αγίας Πετρούπολης των αντιπροσώπων των εργατών, μια μεγάλη ομάδα μενσεβίκων που καθοδηγούνταν από τον Τρότσκι, ο οποίος οργάνωσε την απεργιακή δράση σε πάνω από 200 εργοστάσια.[3] Στις 26 Οκτωβρίου [Π.Η. 13 Οκτωβρίου] 1905, πάνω από 2 εκατομμύρια εργάτες βρίσκονταν σε απεργία και σχεδόν σε όλη τη Ρωσία δεν υπήρχε σιδηρόδρομος σε λειτουργία. Η αυξανόμενη ενδοεθνική σύγκρουση σε όλη την περιοχή του Καυκάσου είχε ως αποτέλεσμα τις Αρμενο-Ταταρικές σφαγές, προκαλώντας μεγάλες ζημιές στις πόλεις και στις πετρελαϊκές πηγές της Μπακού.

Με τον ανεπιτυχή και αιματηρό Ρωσοϊαπωνικό Πόλεμο (1904–1905) υπήρξε αναταραχή στις εφεδρείες του στρατού. Στις 2 Ιανουαρίου, 1905 απωλέσθηκε το Πορτ Άρθουρ, και ο Ρωσικός Στόλος της Βαλτικής ηττήθηκε στη Μάχη της Τσουσίμα. Τον Φεβρουάριο του 1905, ο Ρωσικός στρατός ηττήθηκε στο Μούκντεν, χάνοντας σχεδόν 80,000 άντρες στη μάχη. Ο Βίττε στάλθηκε για να συνάψει ειρήνη, διαπραγματευόμενος τη Συνθήκη του Πόρτσμουθ (υπογράφτηκε στις 5 Σεπτεμβρίου [Π.Η. 23 Αυγούστου] 1905). Το 1905, υπήρξαν ναυτικές ανταρσίες στη Σεβαστούπολη, το Βλαδιβοστόκ, και την Κροστάνδη, με αποκορύφωμα τον Ιούνιο με την ανταρσία στο κατάστρωμα του Θωρηκτού Ποτέμκιν — με μερικές πηγές να ισχυρίζονται ότι πάνω από 2,000 να έχουν σκοτωθεί κατά τις επιχειρήσεις αποκατάστασης της τάξης.[4] Οι ανταρσίες αποδιοργανώθηκαν και γρήγορα συντρίφθηκαν. Παρά τις ανταρσίες αυτές, οι ένοπλες δυνάμεις ήταν σε μεγάλο βαθμό απολίτικες και παρέμειναν κυρίως νομιμόφρονες, ακόμα κι αν ήσαν δυσαρεστημένες — έτσι χρησιμοποιήθηκαν ευρέως από την κυβέρνηση για να ελέγξουν την γενικευμένη αναταραχή του 1905.

Οι εθνικές ομάδες είχαν εξαγριωθεί από τον εκρωσισμό που είχε αναληφθεί από τον Αλέξανδρο Β΄. Οι Πολωνοί, οι Φινλανδοί και οι επαρχίες της Βαλτικής επεδίωκαν όλες αυτονομία, καθώς και ελευθερία για τη χρήση της εθνικής τους γλώσσας και την προώθηση της δικής τους κουλτούρας.[5] Οι μουσουλμανικές ομάδες ήταν επίσης ενεργές — Το Πρώτο Συνέδριο της Μουσουλμανικής Ένωσης πραγματοποιήθηκε τον Αύγουστο του 1905. Συγκεκριμένες ομάδες άδραξαν την ευκαιρία για ξεκαθάρισμα των διαφορών μεταξύ τους παρά με την κυβέρνηση. Κάποιοι εθνικιστές προέβησαν σε πογκρόμ κατά των Εβραίων, πιθανόν με τη βοήθεια της κυβέρνησης, με αποτέλεσμα τον θάνατο πάνω από 3000 Εβραίων.[6]

Ο αριθμός των κρατουμένων σε όλη τη Ρωσική Αυτοκρατορία, που είχε φτάσει στους 116,376 το 1893, έπεσε πάνω από το ένα τρίτο στο χαμηλό των 75,009 τον Ιανουάριο του 1905, κυρίως εξαιτίας των μαζικών αμνηστεύσεων που χορηγήθηκαν από τον Τσάρο;[7] ο ιστορικός S G Wheatcroft αναρωτήθηκε για το ρόλο που έπαιξαν αυτοί οι εγκληματίες στην κοινωνική αναταραχή του 1905–6.[7]

Η αντίδραση της Κυβέρνησης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Τσάρος απέλυσε από τα καθήκοντά του τον Υπουργό Εσωτερικών Πιότρ Ντμίτριεβιτς Σβιατοπόλκ, στις 18 Φεβρουαρίου [Π.Η. 5 Φεβρουαρίου] 1905 και διόρισε μια κυβερνητική επιτροπή "για να διερευνήσει χωρίς καθυστέρηση τα αίτια της δυσφορίας στις τάξεις των εργατών στην πόλη της Αγίας Πετρούπολης και τα προάστιά της ", δηλαδή μια εξέταση του απεργιακού κινήματος. Η επιτροπή είχε ως επικεφαλής τον Γερουσιαστή ΝΒ Σιντλόφσκι, ένα μέλος του Κρατικού Συμβουλίου, και περιελάμβανε κρατικούς αξιωματούχους, διοικητές των κρατικών εργοστασίων, και ιδιοκτήτες ιδιωτικών εργοστασίων. Σκόπευε επίσης να συμπεριλάβει και αντιπροσώπους των εργατών που εκλέγονταν με ένα σύστημα 2 σταδίων. Οι εκλογές από τους εκπροσώπους των εργατών είχαν, ωστόσο, μπλοκαριστεί από τους σοσιαλιστές που ήθελαν να εκτρέψουν τους εργάτες από τις εκλογές στην ένοπλο αγώνα . Στις 5 Μαρτίου [Π.Η. 20 Φεβρουαρίου] 1905, η Επιτροπή διαλύθηκε χωρίς να έχει καν αρχίσει τις εργασίες της.

Μετά τη δολοφονία του θείου του, του Μεγάλου Δούκα Σεργκέι Αλεξάντροβιτς, στις 17 Φεβρουαρίου [Π.Η. 4 Φεβρουαρίου] 1905, ο Τσάρος συμφώνησε να κάνει νέες παραχωρήσεις. Στις 18 Φεβρουαρίου [Π.Η. 5 Φεβρουαρίου] 1905 δημοσίευσε το Διάταγμα Μπιλίγκιν, το οποίο υπόσχονταν το σχηματισμό μια συμβουλευτικής συνέλευσης, θρησκευτική ανεκτικότητα, ελευθερία του λόγου (με τη μορφή των γλωσσικών δικαιωμάτων για την Πολωνική μειονότητα) και μείωση των πληρωμών εξαγοράς για τους αγρότες.

Στις 24 και 25 Μαΐου [Π.Η. 11 και 12 Μαΐου] 1905, περίπου 300 Ζέμστβο και τοπικοί αντιπρόσωποι πραγματοποίησαν 3 συναντήσεις στη Μόσχα, οι οποίες πέρασαν μια απόφαση, ζητώντας λαϊκή εκπροσώπηση σε εθνικό επίπεδο. Στις 6 Ιουνίου [Π.Η. 24 Μαΐου] 1905, ο Νικόλαος ο Β' δέχτηκε μια αντιπροσωπεία των Ζέμστβο. Απαντώντας στις ομιλίες του Πρίγκιπα Σεργκέι Τρουμπετσκόϊ και του κυρίου Φιόντροφ, ο Τσάρος επιβεβαίωσε την υπόσχεσή του να συγκαλέσει μια συνέλευση αντιπροσώπων του λαού.

Η κορύφωση της επανάστασης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ιλιά Ρέπιν, 17 Οκτωβρίου 1905

Ο Νικόλαος Β' της Ρωσίας συμφώνησε στις 18 Φεβρουαρίου [Π.Η. 5 Φεβρουαρίου] στη δημιουργία μιας Κρατικής Δούμας της Ρωσικής Αυτοκρατορίας αλλά μόνον με συμβουλευτικές αρμοδιότητες. Όταν αποκαλύφθηκαν οι αδύναμες εξουσίες και οι περιορισμοί που τίθονταν στο εκλεκτορικό σώμα, η αναταραχή διπλασιάστηκε. Το Σοβιέτ της Αγίας Πετρούπολης είχε ήδη συγκροτηθεί και κάλεσε για γενική απεργία τον Οκτώβριο, άρνηση πληρωμής φόρων, και την ανάληψη των καταθέσεων από τις τράπεζες.

Τον Ιούνιο και τον Ιούλιο του 1905, υπήρξαν πολλές εξεγέρσεις στην ύπαιθρο κατά τις οποίες οι αγρότες απαλλοτρίωναν εκτάσεις και εργαλεία.[8] Αναταραχές στο ελεγχόμενο από τη Ρωσία Βασίλειο του Κογκρέσου κορυφώθηκαν τον Ιούνιο του 1905 στην Εξέγερση του Λοντζ. Παραδόξως, μόνο ένας γαιοκτήμονας αναφέρθηκε ότι σκοτώθηκε.[9] Πολύ μεγαλύτερη βία ασκήθηκε στους αγρότες που βρίσκονταν έξω από την κοινότητα: 50 θάνατοι αναφέρθηκαν εκεί.

Το Οκτωβριανό Μανιφέστο, γραμμένο από τον Σεργκέι Βίττε και τον Αλέξις Ομπολένσκϊι, παρουσιάστηκε στον Τσάρο στις 14 Οκτωβρίου [Π.Η. 1 Οκτωβρίου]. Ακολουθούσε από κοντά τα αιτήματα του Συμβουλίου των Ζέμστβο το Σεπτέμβριο, εξασφαλίζοντας βασικά πολιτικά δικαιώματα, επιτρέποντας τον σχηματισμό πολιτικών κομμάτων, επεκτείνοντας το προνόμιο προς την καθολική ψηφοφορία, και εγκαθιδρύοντας τη Δούμα ως το κεντρικό νομοθετικό σώμα. Ο Τσάρος περίμενε και πρόβαλλε τις αντιρρήσεις του επί τρεις ημέρες, αλλά τελικά υπέγραψε το μανιφέστο στις 30 Οκτωβρίου [Π.Η. 17 Οκτωβρίου] 1905, που οφείλονταν στην επιθυμία του να αποφύγει μια σφαγή, και στη συνειδητοποίηση ότι οι στρατιωτικές δυνάμεις ήταν ανεπαρκείς για να πράξει διαφορετικά. Έδειξε μετανιωμένος για την υπογραφή του εγγράφου, λέγοντας ότι αισθάνεται "αηδιασμένος από ντροπή για την προδοσία της δυναστείας... προδοσία που ήταν πλήρης".

Όταν διακηρύχθηκε το Μανιφέστο υπήρξαν αυθόρμητες εκδηλώσεις υποστήριξης σε όλες τις μεγάλες πόλεις. Οι απεργίες στην Αγία Πετρούπολη και αλλού επίσημα τερματίστηκαν ή γρήγορα κατέρρευσαν. Πολιτική αμνηστία προσφέρθηκε επίσης. Οι παραχωρήσεις αυτές ήρθαν χέρι-χέρι με ανανεωμένη και ωμή δράση ενάντια στην εξέγερση. Υπήρξε επίσης μια αρνητική αντίδραση από τα συντηρητικά στοιχεία της κοινωνίας, με επιθέσεις ακροδεξιών σε απεργούς, ακροαριστερούς και Εβραίους.

Κι ενώ οι Ρώσοι φιλελεύθεροι ήταν ικανοποιημένοι από το Οκτωβριανό Μανιφέστο και είχαν κάνει προετοιμασίες για τις επερχόμενες εκλογές στη Δούμα, ριζοσπάστες σοσιαλιστές και επαναστάτες αποκήρυξαν τις εκλογές και κάλεσαν για ένοπλη εξέγερση με σκοπό την καταστροφή της Αυτοκρατορίας.

Μερικές από τις εξεγέρσεις του Νοεμβρίου του 1905 στη Σεβαστούπολη, με επικεφαλής τον απόστρατο υποπλοίαρχο Πιότρ Σμιντ, κατευθύνθηκαν ενάντια στην κυβέρνηση, ενώ άλλες δεν είχαν συγκεκριμένη κατεύθυνση. Αυτές περιελάμβαναν τρομοκρατία, εργατικές απεργίες, εξεγέρσεις αγροτών, και στρατιωτικές ανταρσίες που καταπνίγηκαν μόνο μετά από άγριες μάχες. Ο σιδηρόδρομος περί τη λίμνη Βαϊκάλη έπεσε στα χέρια των επιτροπών των απεργών και στρατιωτών που είχαν αυτομολήσει γυρίζοντας από τη Μαντζουρία μετά τον Ρωσοϊαπωνικό Πόλεμο. Ο Τσάρος έπρεπε να στείλει ένα ειδικό απόσπασμα πιστών σε αυτόν στρατευμάτων προκειμένου να αποκαταστήσει την τάξη στον Υπερσιβηρικό Σιδηρόδρομο.

Ένα τρένο έχει ανατραπεί στον κύριο σιδηροδρομικό σταθμό στην Τιφλίδα το 1905

Στο διάστημα μεταξύ της 5 και 7 Δεκεμβρίου [Π.Η. 22 και 24 Νοεμβρίου], ακολούθησε μια γενική απεργία από τους Ρώσους εργάτες. Η κυβέρνηση έστειλε στρατεύματα στις 7 Δεκεμβρίου, και μια άγρια μάχη ξέσπασε στους δρόμους. Μια εβδομάδα αργότερα εμφανίστηκε το Σύνταγμα Σεμενόφσκιϊ, και χρησιμοποίησε πυροβόλα όπλα για να σπάσει τις διαδηλώσεις και να και να απομονώσει τις περιοχές των εργατών. Στις 18 Δεκεμβρίου [Π.Η. 5 Δεκεμβρίου], με περίπου χίλιους νεκρούς και τμήματα της πόλης να βρίσκονται σε συντρίμμια, οι εργάτες παραδόθηκαν. Μετά τον τελικό σπασμό της Μόσχας, οι εξεγέρσεις τερματίστηκαν τον Δεκέμβριο του 1905.

Σύμφωνα με τα μεγέθη που παρουσιάστηκαν στη Δούμα από τον καθηγητή Μαξίμ Κοβαλέφσκι, από τον Απρίλιο 1906, περισσότεροι από 14,000 άνθρωποι εκτελέστηκαν και 75,000 φυλακίστηκαν.[10] Ο ιστορικός Μπράϊαν Τέϊλορ διαβεβαιώνει ότι ο αριθμός των νεκρών στην Επανάσταση του 1905 ήταν "χιλιάδες", και αναφέρεται στην ύπαρξη μιας πηγής που ανεβάζει το μέγεθος σε πάνω από 13,000 θανάτους.[6]

Η Δούμα και ο Στολίπιν[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ανάμεσα στα πολιτικά κόμματα που σχηματίστηκαν, ή αναγνωρίστηκαν ως νόμιμα, ήταν οι φιλελεύθεροι-διανοούμενοι του Συνταγματικού Δημοκρατικού κόμματος (το Καντέτς), η αγροτική ηγεσία της Εργατικής Ομάδας (Τρουντόβικς), και οι λιγότερο φιλελεύθεροι Ένωση της 17ης Οκτώβρη (οι Οκτωβριστές), και η αντιδραστική Ένωση των Γαιοκτημόνων.

Οι εκλογικοί νόμοι δημοσιεύθηκαν το Δεκέμβριο του 1905— με την ψήφο να είναι προνόμιο για τους άνδρες πολίτες άνω των 25 ετών, εκλέγοντας δια μέσου τεσσάρων εκλεκτορικών κολεγίων. Επρόκειτο για ένα ετεροβαρές εκλογικό σύστημα όπου οι ψήφοι μερικών τμημάτων της κοινωνίας άξιζαν περισσότερο από άλλα. Για παράδειγμα, η ψήφος ενός γαιοκτήμονα μετρούσε 45 φορές περισσότερο από την ψήφο ενός βιομηχανικού εργάτη. Οι πρώτες εκλογές για τη Δούμα έγιναν έγιναν το Μάρτιο του 1906 και είχαν μποϊκοταριστεί από τους σοσιαλιστές, τους SR και τους Μπολσεβίκους. Στην Πρώτη Δούμα, υπήρχαν 170 αντιπρόσωποι για το Κάντετς, 90 Τρουντόβικς, 100 αντιπρόσωποι αγροτών με διαφορετικές γραμμές, 63 εθνικιστές με διαφόρων αποχρώσεων, και 16 Οκτωβριστές.

Τον Απρίλιο του 1906, η Κυβέρνηση εξέδωσε τους νέους Θεμελιώδεις Νόμους, θέτοντας τα όρια αυτής της νέας πολιτικής τάξης. Ο Τσάρος αναγνωρίζονταν ως απόλυτος ηγέτης, με πλήρη έλεγχο της εκτελεστικής εξουσίας, της εξωτερικής πολιτικής, της εκκλησίας, και των ενόπλων δυνάμεων. Το status της Δούμας άλλαξε, μετατρεπόμενη σε μια κάτω βουλή με τα λιγότερα από τα μισά μέλη της να είναι εκλεγμένα, και τα μισά διορισμένα από το Τσαρικό Κρατικό Συμβούλιο. Η νομοθεσία όφειλε να εγκρίνεται από τη Δούμα, το Συμβούλιο, και τον Τσάρο για να γίνει νόμος, και σε "εξαιρετικές συνθήκες" η κυβέρνηση μπορούσε να παρακάμψει τη Δούμα.

Τον Απρίλιο του 1906, ο Σεργκέι Βίττε παραιτήθηκε, αφού είχε διαπραγματευτεί τη διομολόγηση δανείου ύψους σχεδόν 900 εκατομμυρίων ρουβλιών για την ανόρθωση των οικονομικών της Ρωσικής κυβέρνησης. Προφανώς ο Τσάρος είχε χάσει την εμπιστοσύνη του προς αυτόν. Ο μεταγενέστερα γνωστός ως "ο πιο σπουδαίος πολιτικός της ύστερης Ρωσικής Αυτοκρατορίας", ο Βίττε αντικαταστάθηκε από τον Ιβάν Γκορεμύκιν. Στις 19 Μαΐου [Π.Η. 6 Μαΐου] 1906, ο Γκορεμύκιν αντικαταστάθηκε κι ο ίδιος από τον Πιότρ Στολίπιν.

Απαιτώντας περαιτέρω φιλελευθεροποίηση και δράση ως μια πλατφόρμα για "ακτιβιστές", η Πρώτη Δούμα διαλύθηκε από τον Τσάρο τον Ιούλιο του 1906. Παρά τις ελπίδες των Καντέτς και τους φόβους της κυβέρνησης, δεν υπήρχε γενικευμένη λαϊκή αντίδραση σ΄αυτό. Ωστόσο, μια απόπειρα δολοφονίας του Πιότρ Στολίπιν οδήγησε σε γενικευμένο ανθρωποκυνηγητό για τρομοκράτες, και μέσα στους επόμενους έξι μήνες πάνω από χίλιοι άνθρωποι είχαν απαγχονιστεί.

Το Πραξικόπημα του Ιουνίου 1907 αποτέλεσε το τέλος της επανάστασης. Η Δούμα διαλύθηκε και οι σοσιαλδημοκράτες αντιπρόσωποι συνελήφθησαν. Η μονοκρατορία του Τσάρου αποκαταστάθηκε.

Η άνοδος της τρομοκρατίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα έτη 1904 και 1907 υπήρξαν μια περίοδος παρακμής για τα μαζικά κινήματα, όπως οι απεργίες και οι πολιτικές διαδηλώσεις, αλλά επίσης μια περίοδος για την άνοδο της πολιτικής τρομοκρατίας. Η SR Combat Organization και άλλες ένοπλες ομάδες πραγματοποίησαν πολυάριθμες δολοφονίες στοχοποιώντας στελέχη της δημόσιας διοίκησης, την αστυνομία, και πραγματοποιώντας κλοπές. Μεταξύ 1906 και 1909, οι επαναστάτες σκότωσαν 7,293 ανθρώπους, εκ των οποίων οι 2,640 ήταν αξιωματούχοι, και τραυμάτισαν 8,061.[11]

Επιφανή θύματα των δολοφονιών περιελάμβαναν τους:

Η καταπίεση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα έτη της επανάστασης χαρακτηρίστηκαν από μια δραματική άνοδο των μεγεθών σε θανατικές καταδίκες και εκτελέσεις. Διαφορετικά μεγέθη στους αριθμούς των εκτελέσεων αποτέλεσαν αντικείμενο σύγκρισης από τον Γερουσιαστή Νικολάι Ταγκάντσεφ,[12] και έχουν περιληφθεί στον πίνακα που ακολουθεί.

Έτος Αριθμός εκτελέσεων βάσει διαφορετικών καταλόγων
Έκθεση του Υπουργείου Εσωτερικών Υποθέσεων, Τμήμα Αστυνομικών Υποθέσεων προς την Κρατική Δούμα στις 19 Φεβρουαρίου [Π.Η. 6 Φεβρουαρίου] 1909. Έκθεση του Υπουργείου Πολέμου, τμήμα Στρατιωτικής Δικαιοσύνης Εκτιμήσεις από τον Όσκαρ Γκρούζενμπεργκ. Έκθεση του Μιχαήλ Μποροβιτίνοφ, επικεφαλής βοηθός του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Κεντρικής Διοίκησης των Φυλακών, στο Διεθνές Συνέδριο για τις Φυλακές στην Ουώσινγκτον, 1910.
1905 10 19 26 20
1906 144 236 225 144
1907 456 627 624 1139
1908 825 1330 1349 825
Σύνολο 1435 + 683[13] = 2118 2212 2235 2628
Έτος Αριθμός εκτελέσεων
1909 537
1910 129
1911 352
1912 123
1913 25

Οι αριθμοί αυτοί αναπαριστούν μόνον εκτελέσεις πολιτών,[14] και δεν περιλαμβάνουν έναν μεγάλο αριθμό συνολικών εκτελέσεων από κατασταλτικές μονάδες του στρατού και εκτελέσεις στρατιωτικού προσωπικού που προέβαινε σε ανταρσίες.[15]

Ο Πιοτρ Κροπότκιν σημειώνει επίσης ότι οι επίσημες στατιστικές δεν περιλαμβάνουν εκτελέσεις που έγιναν στην διάρκεια εκστρατειών κολασμού, ειδικά στη Σιβηρία, τον Καύκασο, και τις Βαλτικές επαρχίες.[14]

Μέχρι το 1906 υπήρχαν 4,509 πολιτικοί κρατούμενοι στη ρωσική Πολωνία, 20% του συνόλου της αυτοκρατορίας.[16]

Το Σοβιέτ του Ιβάνοβο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Ιβάνοβο Βονζεσένσκ ήταν γνωστό ως το 'Ρωσικό Μάντσεστερ' για τις τεράστιες μονάδες μύλων υφαντουργίας. Το 1905 οι επαναστάτες της περιοχής εκεί ήταν στη συντριπτική πλειοψηφία τους Μπολσεβίκοι. Ήταν η πρώτη οργάνωση Μπολσεβίκων όπου οι εργάτες ξεπερνούσαν αριθμητικά τους διανοούμενους.

11 Μαΐου 1905: Η 'Ένωση', η επαναστατική ηγεσία, καλεί όλες τις μονάδες υφαντουργίας σε απεργία.

12 Μαΐου: Η απεργία αρχίζει. Οι ηγέτες των απεργών συναντιούνται στα δάση της περιοχής.

13 Μαΐου: 40,000 εργάτες συγκεντρώνονται μπροστά στο κτίριο της Διοίκησης για να παραδώσουν στον Σβίρσκιϊ, τον περιφερειακό επιθεωρητή εργοστασίων, μια λίστα με αιτήματα.

14 Μαΐου: Αντιπρόσωποι των εργατών εκλέγονται μετά από πρόταση του [17] Σβίρσκιϊ. Θέλει ανθρώπους για να διαπραγματευτεί μαζί τους. Μια μαζική συγκέντρωση πραγματοποιείται στην Πλατεία Διοικητηρίου. Ο Σβίρσκιϊ τους μεταδίδει ότι οι ιδιοκτήτες των μύλων δεν θα ικανοποιήσουν τα αιτήματά τους αλλά θα διαπραγματευτούν με τους εκλεγμένους αντιπροσώπους τους που θα έχουν ασυλία σε οποιαδήποτε καταδίωξη σύμφωνα με τον κυβερνήτη.

15 Μαΐου: Ο Σβίρσκιϊ μεταφέρει στους απεργούς ότι οι μπορούν να διαπραγματευτούν μόνο σε επίπεδο εργοστασίου ξεχωριστά αλλά ότι μπορούν να κάνουν εκλογές οπουδήποτε. Οι απεργοί εκλέγουν αντιπροσώπους ανά εργοστάσιο επί τόπου στους παρακείμενους δρόμους. Αργότερα οι αντιπρόσωποι εκλέγουν έναν πρόεδρο.

17 Μαΐου: οι συνελεύσεις μετακινούνται στις όχθες του ποταμού Τάλκα μετά από πρόταση του Αρχηγού της Αστυνομίας.

27 Μαΐου: Η αίθουσα συσκέψεων των αντιπροσώπων σφραγίζεται.

3 Ιουνίου: Οι Κοζάκοι διαλύουν συνέλευση των εργατών, συλλαμβάνοντας πάνω από 20. Οι εργάτες αρχίζουν να σαμποτάρουν τις τηλεφωνικές γραμμές και πυρπολούν έναν μύλο.

9 Ιουνίου: Ο αρχηγός της αστυνομίας παραιτείται.

12 Ιουνίου: όλοι οι κρατούμενοι απελευθερώνονται. Οι ιδιοκτήτες των Μύλων καταφεύγουν στη Μόσχα. Καμία πλευρά δεν υποχωρεί.

27 Ιουνίου: οι εργάτες συμφωνούν για την λήξη της απεργίας την 1η Ιουλίου.

Φινλανδία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Διαδηλωτές στο Γιακομπστάντ

Στο Μεγάλο Δουκάτο της Φινλανδίας, το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Φινλανδίας οργάνωσε τη γενική απεργία του 1905 (12–19 Νοεμβρίου [Π.Η. 30 Οκτωβρίου — 6 Νοεμβρίου]). Οι Κόκκινοι Φρουροί συγκροτήθηκαν ως σώμα, υπό την αρχηγία του Γιόχαν Κοκ. Κατά τη γενική απεργία, η Κόκκινη Διακήρυξη, γραμμένη από τον Φινλανδό πολιτικό και δημοσιογράφο Ίργιο Μεκέλιν,μοιράστηκε στο Τάμπερε, απαιτώντας τη διάλυση της Γερουσίας της Φινλανδίας, καθολική ψηφοφορία, πολιτικές ελευθερίες και κατάργηση της λογοκρισίας. Ο αρχηγός των συνταγματικών, Λέο Μεχελίν συνέταξε το Μανιφέστο του Νοεμβρίου το οποίο οδήγησε στην κατάργηση της Δίαιτας της Φινλανδίας και των "Τεσσάρων Κτήσεων", και στη δημιουργία του σύγχρονου Κοινοβουλίου της χώρας. Είχε ως αποτέλεσμα επίσης τη προσωρινή ανάσχεση της πολιτικής εκρωσισμού που ξεκίνησε το 1899.

Στις 12 Αυγούστου [Π.Η. 30 Ιουλίου] 1906, εκδηλώθηκε εξέγερση από τους Ρώσους ναύτες στο οχυρό της Σουομενλίννα, στο Ελσίνκι. Η Κόκκινη Φρουρά των Φινλανδών υποστήριξε την εξέγερση με μια γενική απεργία, αλλά εν τέλει καταπνίγηκε από τον στόλο της Βαλτικής σε εξήντα μέρες.

Εσθονία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στο Κυβερνείο της Εσθονίας, οι Εσθονοί απαίτησαν ελευθερία του τύπου και των συγκεντρώσεων, καθολική ψηφοφορία, και εθνική αυτονομία. Στις 29 Οκτωβρίου [Π.Η. 16 Οκτωβρίου], ο ρωσικός στρατός άνοιξε πυρ σε μια συγκέντρωση σε έναν εμπορικό δρόμο στο Τάλιν, σκοτώνοντας 94 και τραυματίζοντας πάνω από 200. Το Μανιφέστο του Οκτωβρίου υποστηρίχθηκε στην Εσθονία και η σημαία της Εσθονίας επιδείχθηκε δημόσια για πρώτη φορά. Ο Γιάαν Τόνισσον χρησιμοποίησε τις νέες πολιτικές ελευθερίες για να διευρύνει τα δικαιώματα των Εσθονών ιδρύοντας το πρώτο Εσθονικό πολιτικό κόμμα - το Κόμμα της Εθνικής Προόδου.

Ένας άλλος, πιο ριζοσπαστικός πολιτικός οργανισμός ιδρύθηκε επίσης, η Ένωση Εσθονών Εργατών Σοσιαλδημοκρατών. Οι μετριοπαθείς υποστηρικτές του Τόνισσον και οι πιο ριζοσπαστικοί υποστηρικτές του Γιάαν Τέεμαντ δεν μπόρεσαν να πετύχουν μια συμφωνία σχετικά με το πως θα συνεχίσουν την επανάσταση, εκτός του γεγονότος ότι και οι δύο ήθελαν τον περιορισμό των δικαιωμάτων των Γερμανών της Βαλτικής και τον τερματισμό της Ρωσοποίησης. Οι ριζοσπαστικές απόψεις χαιρετίστηκαν δημόσια και τον Δεκέμβριο του 1905, στρατιωτικός νόμος επιβλήθηκε στο Τάλιν. Συνολικά 160 επαύλεις λεηλατήθηκαν, με τον στρατό να αντιδρά σκοτώνοντας 400 εργάτες και χωρικούς. Τα κέρδη των Εσθονών από την επανάσταση ήταν ελάχιστα, αλλά η σφιχτή σταθερότητα που κυριάρχησε μεταξύ του 1905 και του 1917 επέτρεψε στους Εσθονούς την προσδοκία για εθνική πολιτειακή οργάνωση.

Λετονία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά τους πυροβολισμούς εναντίον των διαδηλωτών στην Αγία Πετρούπολη μια εκτεταμένη γενική απεργία ξέσπασε στη Ρίγα. Στις 26 Ιανουαρίου [Π.Η. 13 Ιανουαρίου], Ρωσικά στρατεύματα άνοιξαν πυρ εναντίον διαδηλωτών σκοτώνοντας 73 και τραυματίζοντας 200 ανθρώπους. Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού του 1905, η εστία των επαναστατικών γεγονότων μετακινήθηκε στην ύπαιθρο με μαζικές συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις. 470 νέα ενοριακά συμβούλια εξελέγησαν σε ποσοστό 94% όλων των ενοριακών συμβουλίων στη Λετονία. Το Συνέδριο των Αντιπροσώπων των ενοριακών συμβουλίων πραγματοποιήθηκε στη Ρίγα τον Νοέμβριο. Το φθινόπωρο του 1905, ένοπλες συγκρούσεις ανάμεσα στη γερμανική αριστοκρατία της Βαλτικής και Λετονούς αγρότες ξέσπασαν σε αγροτικές περιοχές του Λιβλάντ και του Κούρλαντ. Στο Κούρλαντ, κατέλαβαν και περικύκλωσαν μια σειρά από πόλεις. Στο Λίβλαντ, κατάφεραν να ελέγξουν τη σιδηροδρομική γραμμή Rūjiena-Pärnu.[18] Στην περιοχή της Κουρλάνδης ανακηρύχθηκε στρατιωτικός νόμος τον Αύγουστο του 1905, και στη Λίβλαντ αργά τον Νοέμβριο. Δυνάμεις ειδικών αποστολών στάλθηκαν στα μέσα Δεκεμβρίου προκειμένου να καταστείλουν το κίνημα. Εκτέλεσαν 1.170 ανθρώπους χωρίς δίκη ή προηγούμενη έρευνα και έκαψαν 300 σπίτια χωρικών. Το 1906, το επαναστατικό κίνημα σταδιακά καταλάγιασε.

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Abraham Ascher, The Revolution of 1905: a short history, σελ. 6
  2. Robert Blobaum, Feliks Dzierzynski and the SDKPiL: a study of the origins of Polish Communism, σελ.123
  3. Voline (2004). Unknown Revolution, Κεφάλαιο 2: The Birth of the "Soviets"
  4. Bascomb, N (2007). Red Mutiny: Eleven Fateful Days on the Battleship Potemkin. Boston: Houghton Mifflin.
  5. Kevin O'Connor, The History of the Baltic States, Greenwood Press, ISBN 0-313-32355-0, Google Print, σελ.58
  6. 6,0 6,1 Taylor, BD (2003). Politics and the Russian army: civil-military relations, 1689–2000. Cambridge University Press. σελ.69.
  7. 7,0 7,1 Wheatcroft, SG (2002). Challenging traditional views of Russian history. Palgrave Macmillan. The Pre-Revolutionary Period, σελ.34.
  8. Paul Barnes, R Paul Evans, Peris Jones-Evans (2003). GCSE History for WJEC Specification A. Heinemann. σελ.68
  9. Richard Pipes, The Russian Revolution, σελ. 48
  10. Larned, J. N. (1910). "History for ready reference, Vol VII", σελ. 574. Springfield, MA: The C. A. Nicholson Co., Publishers. (The original source for this information, according to the book, was Professor Maksim Kovalevsky, who presented these figures in the Duma on May 2, 1906, "in the presence of M. Stolypin, who did not contest it."
  11. Galina Mikhaĭlovna Ivanova, Carol Apollonio Flath and Donald J. Raleigh, Labour camp socialism: the Gulag in the Soviet totalitarian system (2000), σελ.6
  12. «Article Death penalty in Russia». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 12 Ιουλίου 2009. Ανακτήθηκε στις 4 Απριλίου 2012. 
  13. 683 executions by sentences of Field Courts Martial, acting from 1 Σεπτεμβρίου [Π.Η. 19 Αυγούστου] 1906, to 3 Μαΐου [Π.Η. 20 Απριλίου] 1907 were listed separately and not subdivided by year.
  14. 14,0 14,1 «Executions». Dwardmac.pitzer.edu. Ανακτήθηκε στις 15 Μαρτίου 2012. 
  15. «Death penalty in Russia». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 12 Ιουλίου 2009. Ανακτήθηκε στις 4 Απριλίου 2012. 
  16. Robert Blobaum: Feliks Dzierzynsky and the SDKPiL: A study of the origins of Polish Communism, σελ. 149
  17. Solomon Schwarz, The Russian Revolution of 1905, σελίδες 135-7 335-8
  18. Bleiere, Daina· Ilgvars Butulis· Antonijs Zunda· Aivars Stranga· Inesis Feldmanis (2006). History of Latvia : the 20th century. Ρίγα: Jumava. σελ. 68. ISBN 9984-38-038-6. OCLC 70240317. 
Σημειώσεις
  • Abraham Ascher; The Revolution of 1905, vol. 1: Russia in Disarray; Stanford University Press, Stanford, 1988
  • Abraham Ascher; The Revolution of 1905, vol. 2: Authority Restored; Stanford University Press, Stanford, 1994
  • Abraham Ascher; The Revolution of 1905: A Short History; Stanford University Press, Stanford, 2004
  • Donald C. Rawson; Russian Rightists and the Revolution of 1905; Cambridge Russian, Soviet and Post-Soviet Studies, Cambridge University Press, Cambridge, 1995
  • François-Xavier Coquin; 1905, La Révolution russe manquée; Editions Complexe, Paris, 1999
  • François-Xavier Coquin and Céline Gervais-Francelle (Editors); 1905 : La première révolution russe (Actes du colloque sur la révolution de 1905), Publications de la Sorbonne et Institut d'Études Slaves, Paris, 1986
  • John Bushnell; Mutiny amid Repression: Russian Soldiers in the Revolution of 1905-1906; Indiana University Press, Bloomington, 1985
  • Anna Geifman. Thou Shalt Kill: Revolutionary Terrorism in Russia, 1894-1917.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]