Ρινόκερος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Ρινόκεροι)
Ρινόκερος

Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Υπερσυνομοταξία: Δευτεροστόμια (Deuterostomia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Ομοταξία: Θηλαστικά (Mammalia)
Υφομοταξία: Θηριόμορφα (Theriiformes)
Υπερτάξη: Οπληφόρα (Ungulata)
Τάξη: Περισσοδάκτυλα (Perissodactyla)
Οικογένεια: Ρινοκεροτίδαι (Rhinocerotidae)

Ρινόκερος ή Ρινόκερως ονομάζεται κάθε μέλος της οικογένειας των Ρινοκεροτιδών. Είναι ογκώδες φυτοφάγο θηλαστικό της Ασίας και της Αφρικής που στο πάνω ρύγχος του έχει ένα ή δύο κέρατα. Ο ρινόκερος έχει σχεδόν άτριχο σώμα με πόδια κοντά και χοντρά μοιάζοντας με τον ελέφαντα και τον ιπποπόταμο.

Ο ρινόκερος με δύο κέρατα, το ένα πίσω από το άλλο, ονομάζεται και αφρικανικός ή μαύρος και είναι ο μικρότερος του είδους με μήκος 3-3,75 μέτρα, ύψος 1,5 μέτρα και βάρος 2 τόνους (πέλμα 20 * 20). Το πιο μακρύ από τα 2 κέρατα φθάνει τα 1,30 μέτρα. Είναι ο πιο επιθετικός του είδους, μοναχικός και δύστροπος, ενώ επιτίθεται όταν διαταραχθεί η ησυχία του. Ο πλατύρρινος, γνωστότερος ως λευκός, είναι ο μεγαλύτερος του είδους, με μήκος που φτάνει τα 4 μέτρα, ύψος τα 2 μέτρα και βάρος τους 3 τόνους. Φέρει επίσης δύο κέρατα, το χείλος του όμως είναι πλατύ, αντίθετα με τον «μαύρο» ρινόκερο του οποίου είναι μυτερό σαν προβοσκίδα, ο ίδιος βρίσκεται δε στις περιοχές της Νοτίου Αφρικής. Χαρακτηρίζεται ως πιο κοινωνικός, ζει σε μικρές ομάδες και είναι σπάνια επιθετικός. Το χρώμα του δέρματος και των δύο ειδών είναι γκριζωπό και δεν σχετίζεται με την ονομασία τους. Χαρακτηριστικό των αφρικανικών ρινόκερων είναι η συμβίωση τους με ένα είδος πτηνού, τους βουφάγους, που τρέφονται με παράσιτα του δέρματος.

Ο ασιατικός ρινόκερος συναντάται σε τρία διαφορετικά είδη. Ο ινδικός ρινόκερος αποτελεί το πλέον τυπικό είδος με ένα κέρατο, και βρίσκεται διασκορπισμένος στις περιοχές της Ινδίας, ενώ ελάχιστοι υπάρχουν στην Κεντρική Κίνα. Διαθέτει μήκος περίπου 3,9 μέτρα και βάρος περίπου 3 τόνους. Ο ρινόκερος της Σουμάτρας ή βοδάκ, είναι ο μικρότερος του είδους με μήκος 2,80 μέτρα, ενώ διαθέτει δύο κέρατα μικρότερα του αφρικανικού. Το τρίτο είδος, ο ρινόκερος της Ιάβας, είναι λίγο μικρότερος από αυτόν της Ινδίας και φέρει ένα κέρατο. Οι ρινόκεροι της Σουμάτρας και της Ιάβας είναι τα πιο σπάνια είδη και μπορεί να τα συναντήσει κανείς σε προστατευόμενα πάρκα και ζωολογικούς κήπους όπου γίνονται και προσπάθειες αναπαραγωγής τους.

Ο θηλυκός ρινόκερος γεννά ένα μικρό ύψους 65 εκατοστών και βάρους 65-70 κιλών, μετά από 15 μήνες κυοφορίας. Ο μέγιστος χρόνος ζωής του ρινόκερου είναι τα 50 χρόνια.

Εξέλιξη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Περισσοδάκτυλα κατά το πρώιμο Ηώκαινο. Απολιθώματα του Hyrachyus eximus που βρέθηκαν στη Βόρεια Αμερική χρονολογούνται από την περίοδο αυτή. Ο πρόγονος αυτός του ρινόκερου δεν είχε κέρατο και έμοιαζε περισσότερο με μικρό άλογο. Κατά το ύστερο Ηώκαινο εξελίχθηκαν τρεις οικογένεις, που συχνά αναφέρονται ως η υπεροικογένεια Rhinocerotoidea: οι Hyracodontidae, οι Amynodontidae και οι Ρινοκεροτίδες.

Ρινόκερος στο ζωολογικό κήπο του Σαν Ντιέγκο
Ινδικός ρινόκερος
Το δέρμα του ρινόκερου
Μαύρος ρινόκερος σε ζωολογικό κήπο του Σύδνεϋ
Λευκός ρινόκερος στη λίμνη Νακούρου της Κένυας

Το κέρατο του ρινόκερου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κέρατο ρινόκερου

Το πιο κοινό χαρακτηριστικό όλων των ρινόκερων είναι ένα μεγάλο κέρατο πάνω από τη μύτη. Τα κέρατα των ρινόκερων, σε αντίθεση με αυτά των βοοειδών αποτελούνται από κερατίνη και δεν έχουν οστό στο εσωτερικό τους. Αποτελούν συστατικό της παραδοσιακής ασιατικής ιατρικής και χρησιμοποιούνται για την κατασκευή λαβών σε στιλέτα στην Υεμένη και το Ομάν. Στην Μιανμάρ και στο Νεπάλ οι γεωργοί θάβουν στα χωράφια τα κέρατα των ρινόκερων ώστε να αυξηθεί η σοδειά τους.[2]

Μία επαναλαμβανόμενη παρανόηση είναι πως το κέρατο του ρινόκερου σε μορφή σκόνης χρησιμοποιείται ως αφροδισιακό στην παραδοσιακή κινεζική ιατρική. Στην πραγματικότητα χρησιμοποιείται ως αντιπυρετικό και σπασμολυτικό.[3] Παρόλο που η Κίνα έχει υπογράψει τη Συνθήκη κατά του εμπορίου ειδών χλωρίδας και πανίδας απειλούμενων με εξαφάνιση, δεν έχει παρατηρηθεί σημαντική μείωση της χρήσης κεράτων ρινόκερου, καθώς οι εξασκούντες την παραδοσιακή ιατρική δεν είναι πρόθυμοι να χρησιμοποιήσουν άλλα υποκατάστατα.[4] Σε πολλές περιπτώσεις, για να αποφευχθεί η λαθροθηρία, οι ρινόκεροι ακινητοποιούνται με ηρεμιστικό και το κέρατό τους αφαιρείται.

Θηρευτές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι ρινόκεροι λόγω του μεγέθους τους δεν έχουν ιδιαίτερα σοβαρούς εχθρούς.Ο μεγαλύτερος εχθρός για τον ρινόκερο είναι ο άνθρωπος ο οποίος μπορεί χρησιμοποιώντας όπλα να σκοτώσει πολύ εύκολα ακόμα και πλήρως ανεπτυγμένους ενήλικες αρσενικούς ρινόκερους. Ακόμα και οι πιο μεγάλοι σε μέγεθος ρινόκεροι μπορούν να πέσουν σχετικά εύκολα θύματα των λαθροκυνηγών. Όμως και οι ρινόκεροι έχουν καταγραφεί να σκοτώνουν ανθρώπους αν αισθανθούν ότι απειλούνται. Τα λιοντάρια αν και είναι γνωστό ότι σκοτώνουν βούβαλους και ιπποπόταμους εφόσον κυνηγούν ομαδικά παρατηρείται ότι αποφεύγουν τους ρινόκερους και ακόμα και όταν τους συναντάνε προτιμούν να κάνουν στην ακρή και να αποφύγουν την σύγκρουση. Έχουν παρατηρηθεί μόνο δύο επιθέσεις λιονταριών σε ρινόκερους μία στο Πάρκο Κρούγκερ όπου περίπου 20 λιοντάρια επιτέθηκαν σε έναν λευκό ρινόκερο και μία στο πάρκο Μασάι Μάρα όπου 16 λιοντάρια επιτέθηκαν σε έναν μαύρο ρινόκερο. Ο Κροκόδειλος του Νείλου πολύ σπάνια επιτίθεται σε μαύρους ρινόκερους όταν αυτοί πάνε να πιούνε νερό και αυτό γιατί δύσκολα μπορεί να τους συγκρατήσει. Έτσι ακολουθεί προσεκτική τακτική και επιτίθεται στον ρινόκερο μόνο αν αυτός μπεί σε βαθιά νερά με λάσπη έτσι ώστε να γλιστράει και να μην μπορεί να ξεφύγει από το δάγκωμα του κροκόδειλου. Στην συνέχεια κρατάει το παχύδερμο απο τα ρουθούνια προκαλώντας του ασφυξία μέχρι να πεθάνει. Μάλιστα μερικές φορές χρειάζονται περισσότεροι από ένας κροκόδειλοι για να το πετύχουν αυτό ανάλογα με το μέγεθος του ρινόκερου. Τέλος οι ύαινες επιτίθενται μόνο στα μικρά.

Πολιτιστικές αναφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ένας Ρινόκερος απεικονίζεται στο ρωμαϊκό ψηφιδωτό της Villa Romana del Casale, έναν αρχαιολογικό χώρο στη Σικελία της Ιταλίας.
Γλυπτό ενός Ρινόκερου στο κτήριο Βιολογικών Επιστημών του πανεπιστημίου Χάρβαρντ της Μασαχουσέτης των ΗΠΑ.

Ο μύθος των ρινόκερων που σβήνουν φωτιές κυκλοφορεί ευρέως στη Μαλαισία, την Ινδία και τη Μιανμάρ. Στη Μαλαισιανή γλώσσα οι ρινόκεροι αυτοί ονομάζονται badak api. Badak σημαίνει ρινόκερος, και api φωτιά. Το αν υπάρχει κάποια δόση αλήθειας σε αυτό τον μύθο δεν έχει αποδειχτεί καθώς δεν έχει καταγραφεί κάποια μαρτυρία του φαινομένου στην πρόσφατη ιστορία. Σε αυτό, ίσως έχει συμβάλλει και το γεγονός της μεγάλης μείωσης του αριθμού τους λόγω της λαθροθηρίας. Ο μύθος, αναφέρεται στην ταινία Και οι θεοί τρελάθηκαν όπως και σε ένα επισόδειο της σειράς Σίμπσονς.

Ο Ρινόκερος του Ντύρερ, μία ξυλογραφία του 1515.

Παρόλο που οι ρινόκεροι είναι χορτοφάγοι, στο βιβλίο Ο Τζέιμς και το τεράστιο ροδάκινο του συγγραφέα Ρόαλντ Νταλ ένας ρινόκερος που έχει ξεφύγει από τον ζωολογικό κήπο του Λονδίνου τρώει τους γονείς του κύριου χαρακτήρα.

Ο Άλμπρεχτ Ντύρερ δημιούργησε τη διάσημη ξυλογραφία ενός ρινόκερου το 1515, χωρίς να έχει δει ποτέ το ζώο που απεικόνισε. Έτσι, ο Ρινόκερος του Ντύρερ παρουσιάζει ατέλειες.

Στην ταινία Το χρονικό της Νάρνια: Το λιοντάρι, η μάγισσα και η ντουλάπα, πέντε Μαύροι ρινόκεροι παλεύουν ενάντια στη Λευκή Μάγισσα.

Στην Πολεμική Αεροπορία των Η.Π.Α. το ανεπίσημο όνομα του αεροσκάφους F-4 Phantom II είναι "Rhino", δηλαδή ρινόκερος λόγω του τεράστιου μεγέθους του και της ιδιαίτερης αντοχής του.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Haraamo, Mikko (15 Νοεμβρίου 2005). «Mikko's Phylogeny Archive entry on "Rhinoceratidae"». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 7 Μαρτίου 2008. Ανακτήθηκε στις 7 Ιανουαρίου 2008. 
  2. https://archive.today/20120715205421/tovima.dolnet.gr/print_article.php?e=B&f=12952&m=C14&aa=1 ΖΩΑ ΥΠΟ ΕΞΑΦΑΝΙΣΗ Είναι ένας άγριος, άγριος κόσμος Γιώργος Πανόπουλος Το ΒΗΜΑ, 04/06/2000 , Σελ.: C14
  3. Chinese Herbal Medicine: Materia Medica, Third Edition, by Dan Bensky, Steven Clavey, Erich Stoger, and Andrew Gamble. September 2004
  4. Parry-Jones, Rob and Amanda Vincent (January 3, 1998). «Can we tame wild medicine? To save a rare species, Western conservationists may have to make their peace with traditional Chinese medicine.». New Scientist 157 (2115). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2006-06-22. https://web.archive.org/web/20060622112853/http://seahorse.fisheries.ubc.ca/pdfs/parryjones_and_vincent1998_newscientist.html. Ανακτήθηκε στις 2008-08-04. 

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]