Ραϊμόντο Μοντεκκούκολι

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ραϊμόντο Μοντεκκούκολι
Γέννηση21 Φεβρουαρίου 1609
Πάβουλο νελ Φρινιάνο, Ιταλία
Θάνατος16 Οκτωβρίου 1680 (71 ετών)
Λιντς, Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, Αυστρία
ΕνταφιασμόςΚίρχε αμ Χοφ, Βιέννη
Χώρα Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία
Εν ενεργεία1629-1675
ΒαθμόςΣτρατάρχης
Μάχες/πόλεμοιΤριακονταετής Πόλεμος
ΤιμέςΤάγμα του Χρυσόμαλλου Δέρατος
ΣύζυγοςMaria Margareta of Dietrichstein
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Ραϊμόντο, κόμης του Μοντεκούκκολι ή Μοντεκούκουλι (Raimondo Montecuccoli, 21 Φεβρουαρίου 160916 Οκτωβρίου 1680) ήταν Ιταλός στρατιωτικός διοικητής, ο οποίος υπηρέτησε ως στρατηγός των Αψβούργων και ήταν επίσης πρίγκιπας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και Ναπολιτάνος δούκας του Μέλφι.

Πρώτα χρόνια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Μοντεκούκκολι γεννήθηκε στις 21 Φεβρουαρίου 1609 στο Καστέλλο ντι Μοντεκούκκολο στο Παβούλλο νελ Φρινιάνο, κοντά στη Μόντενα. Η οικογένειά του ήταν βουργουνδικής καταγωγής και είχε εγκατασταθεί στη βόρεια Ιταλία κατά τον 10ο αιώνα.[1]

Πρώτα χρόνια στρατιωτικής υπηρεσίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην ηλικία των δεκαέξι ετών, ο Μοντεκούκκολι ξεκίνησε να υπηρετεί ως απλός στρατιώτης υπό τον θείο του, κόμη Ερνέστο Μοντεκούκκολι (πέθανε το 1633), διακεκριμένο στρατηγό των Αυστριακών. Τέσσερα χρόνια αργότερα, ύστερα από έντονη δράση στη Γερμανία και τις Κάτω Χώρες κατά τη διάρκεια του Τριακονταετούς Πολέμου, έγινε λοχαγός πεζικού. Τραυματίστηκε σοβαρά στην έφοδο κατά του Νοϋμπράντενμπουργκ, ενώ τραυματίστηκε εκ νέου την ίδια αυτή χρονιά (1631) στη διάρκεια της πρώτης μάχης του Μπράιτενφελντ, όπου και αιχμαλωτίστηκε από τους Σουηδούς.[1]

Τραυματίστηκε και πάλι στο Λύτσεν το 1632, ενώ κατά την περίοδο ανάρρωσής του έλαβε τον βαθμό του ταγματάρχη στο σύνταγμα του θείου του. Λίγο καιρό αργότερα έγινε αντισυνταγματάρχης ιππικού. Διακρίθηκε για τις υπηρεσίες του στην πρώτη μάχη του Νέρντλινγκεν (1634), καθώς και στην έφοδο κατά του Καϊζερσλάουτερν την επόμενη χρονιά οπότε προήχθη σε συνταγματάρχη λόγω των εξαιρετικών του υπηρεσιών και ανδραγαθημάτων, μίας εφόρμησής του μέσω του ρήγματος των τειχών επικεφαλής του βαρέος ιππικού του.[1]

Πολέμησε στη Πομερανία, τη Βοημία και τη Σαξονία (αιφνιδιασμός του Βόλμιρστατ, μάχες του Βίτστοκ και του Τσέμνιτς), ενώ το 1639 πιάστηκε αιχμάλωτος στο Μέλνικ και κρατήθηκε για δυόμισι χρόνια στο Στεττίνο και τη Βαϊμάρη. Στη διάρκεια της αιχμαλωσίας του σπούδασε στρατιωτική επιστήμη, καθώς και τη γεωμετρία του Ευκλείδη, την ιστορία του Τάκιτου, και την αρχιτεκτονική του Βιτρούβιου, ενώ ταυτόχρονα κατέστρωνε τα σχέδια των μελλοντικών του μεγάλων πολεμικών έργων.[1]

Στρατιωτικός Διοικητής[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Επιστρέφοντας στην Ιταλία και στα πεδία των μαχών το 1642, ο Μοντεκούκκολι τέθηκε επικεφαλής μισθοφόρων στην υπηρεσία του Δούκα της γενέτειράς του, Μόντενα, στη διάρκεια του Πρώτου Πολέμου του Κάστρο,[2][3] αλλά όταν αυτή η ένοπλη σύγκρουση κατέληξε σε αδιέξοδο, αποσύρθηκε.[εκκρεμεί παραπομπή] Η ανάμειξή του, αν και κατανοητή δεδομένης της σχέσης του με τη Μόντενα, ήταν τουλάχιστον ασυνήθιστη ως προς το γεγονός ότι βρέθηκε αντιμέτωπος με τις δυνάμεις του Πάπα Ουρβανού Η΄.

Το Καστέλλο Μοντεκούκκολο στη Μόντενα

Το 1643, προβιβάστηκε σε υποστράτηγο και έγινε μέλος του πολεμικού συμβουλίου. Το διάστημα 1645-46 υπηρέτησε στην Ουγγαρία ενάντια στον Πρίγκιπα Ρακόσι της Τρανσυλβανίας, στο Δούναβη και τον Νέκαρ ενάντια στους Γάλλους, και στη Σιλεσία και τη Βοημία ενάντια στους Σουηδούς. Η νίκη του στο Τρίμπελ της Σιλεσίας του απέφερε την προαγωγή του σε στρατηγό του ιππικού, ενώ στη μάχη του Τσούσμαρσχάουζεν το 1648 η λυσσαλέα του άμυνα στην οπισθοφυλακή γλίτωσε τα αυτοκρατορικά στρατεύματα από τον αφανισμό.[1]

Για λίγα χρόνια μετά την Ειρήνη της Βεστφαλίας ο Μοντεκούκκολι αφοσιώθηκε στις υποθέσεις του πολεμικού συμβουλίου, και μετέβη στη Φλάνδρα και την Αγγλία ως εκπρόσωπος του αυτοκράτορα, καθώς και στη Σουηδία ως απεσταλμένος του Πάπα στη Βασίλισσα Χριστίνα, ενώ στη Μόντενα αναδείχτηκε νικητής σε ιπποτικό τουρνουά που έλαβε χώρα στην πόλη.[1]

Το 1657, λίγο μετά τον γάμο του με την Κόμισσα Μαργαρίτα φον Ντίτριχσταϊν, διετάχθη από τον Αυτοκράτορα να λάβει μέρος στην εκστρατεία των Αψβούργων (όπως είχε συμφωνηθεί μεταξύ του Βασιλιά της Πολωνίας και του Αυτοκράτορα) ενάντια στον Πρίγκιπα Ρακόσι, τον Κάρολο Ι΄ Γουσταύο της Σουηδίας και τους Κοζάκους, οι οποίοι είχαν, ήδη, το 1655, επιτεθεί στο Βασίλειο της Πολωνίας στη διάρκεια του πολέμου ο οποίος είναι γνωστός στη Πολωνία ως Ο Κατακλυσμός ή σε άλλες χώρες ως ο Δεύτερος Βόρειος Πόλεμος. Στη διάρκεια του πολέμου αυτού, προβιβάστηκε σε διοικητή μεραρχίας.[1]

Έγινε στρατάρχης του αυτοκρατορικού στρατού και η μεραρχία του, μαζί με τη μεραρχία του Στεφάν Τσαρνιέτσκι, τον στρατό του Φρειδερίκου Γουλιέλμου και τις δανικές δυνάμεις, συμμετείχε στις πολεμικές συγκρούσεις που έλαβαν χώρα στη Δανία ενάντια στους Σουηδούς εισβολείς. Τελικά ο πόλεμος αυτό ολοκληρώθηκε με την Ειρήνη της Ολίβα το 1660 και ο Μοντεκούκκολι επέστρεψε στην Αυστρία.[1]

Τελευταία χρόνια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Από το 1661 μέχρι το 1664 ο Μοντεκούκκολι υπερασπίστηκε την Αυστρία εναντίον των Τούρκων και στο αββαείο του Αγίου Γοτθάρδου τους νίκησε σε αποφασιστική μάχη. Τιμήθηκε με το παράσημο του Χρυσομάλλου Δέρατος κι έγινε πρόεδρος του πολεμικού συμβουλίου και αρχηγός του πυροβολικού. Στην εκστρατεία του 1673 κατά των Γάλλων εκτέλεσε επιτυχείς ελιγμούς κατά του Τυρρέν και κατέλαβε τη Βόννη. Αποσύρθηκε από τον στρατό το 1674 αλλά ανακλήθηκε μετά τις νέες λαμπρές επιτυχίες του Τυρρέν. Μετά τον θάνατο του τελευταίου στη μάχη του Σάλτσμπαχ ο Μοντεκούκκολι εισέβαλε στην Αλσατία και ενεπλάκη σε νέο πόλεμο ελιγμών με τον Μεγάλο Κοντέ αυτήν τη φορά. Τελευταίο του επίτευγμα ήταν η πολιορκία του Φίλιπσμπουργκ.

Κατά το υπόλοιπο της ζωής του ο Μοντεκούκκολι ασχολήθηκε με διοικητικά καθήκοντα και συγγραφή στρατιωτικών έργων στη Βιέννη. Το 1679 έγινε πρίγκιπας της αυτοκρατορίας και δούκας του Μέλφι. Πέθανε από ατύχημα στο Λιντς τον Οκτώβριο του 1680.


Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 1,5 1,6 1,7 Chisholm 1911, σελ. 714.
  2. Black 2002, σελ. 162.
  3. Paoletti 2008, σελ. 28.

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]


Αυτό το λήμμα βασίζεται ή περιλαμβάνει κείμενο από λήμμα της Encyclopædia Britannica του 1911 που αποτελεί κοινό κτήμα.