Ρήμα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Ρήμα είναι το μέρος του λόγου που δηλώνει ότι ένα πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (το υποκείμενο) ενεργεί ή παθαίνει κάτι ή βρίσκεται σε μια κατάσταση. Σε κάθε πρόταση υπάρχει ρήμα.[1]

Χαρακτηριστικά του ρήματος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το ρήμα ως μέρος του λόγου στα ελληνικά έχει τα εξής χαρακτηριστικά:[1]

  • Διάθεση: Η οποία δηλώνει τι κάνει, τι παθαίνει ή σε ποια κατάσταση είναι το υποκείμενο. Υπάρχουν τέσσερις διαθέσεις:
    • Ενεργητική: Αυτή η διάθεση δηλώνει μία ενέργεια που ξεκινάει από το υποκείμενο. Ανάλογα με το που πηγαίνει η ενέργεια του ρήματος υπάρχουν οι εξής υποκατηγορίες:
      • Αμετάβατα: Η ενέργεια που εκφράζεται από το ρήμα δε μεταβαίνει κάπου.
      • Μεταβατικά μονόπτωτα: Η ενέργεια μεταβαίνει σε ένα αντικείμενο.[2]
      • Μεταβατικά δίπτωτα: Η ενέργεια μεταβαίνει σε δύο αντικείμενα, ένα άμεσο και ένα έμμεσο.
    • Μέση: Η ενέργεια ξεκινά από το υποκείμενο και καταλήγει στο ίδιο το υποκείμενο.
    • Παθητική: Το υποκείμενο δέχεται μία ενέργεια. Συνήθως στην πρόταση υπάρχει και ποιητικό αίτιο.
    • Ουδέτερη: Το υποκείμενο βρίσκεται σε μία κατάσταση.
  • Φωνή: Υπάρχουν δύο φωνές η ενεργητική και η παθητική. Γενικά, ρήματα σε ενεργητική φωνή είναι ενεργητικής διάθεσης, ενώ ρήματα σε παθητική φωνή είναι παθητικής διάθεσης. Τα ρήματα ενεργητικής διάθεσης λήγουν στο πρώτο πρόσωπο της οριστικής του ενεστώτα σε , ενώ τα ρήματα παθητικής διάθεσης λήγουν σε -μαι.[1]
  • Έγκλιση: Δηλώνει πώς θέλουμε να παρουσιάσουμε τη σημασία του ρήματος. Υπάρχουν τρεις εγκλίσεις, απαρέμφατο και μετοχή:
    • Οριστική: Δηλώνει το πραγματικό και το βέβαιο (απλή οριστική). Φανερώνει το δυνατό (δυνητική οριστική), το πιθανό (πιθανολογική οριστική), ευχή (ευχετική οριστική), παράκληση.
    • Υποτακτική: Δηλώνει ενδεχόμενο, το επιθυμητό και άλλες συγγενικές σημασίες (προτροπή (προτρεπτική υποτακτική), παραχώρηση (παραχωρητική υποτακτική), ευχή (ευχετική υποτακτική), το δυνατό (δυνητική υποτακτική), απορία (απορηματική υποτακτική), το πιθανό (πιθανολογική υποτακτική), προσταγή (προστακτική υποτακτική)> ή απαγόρευση (απαγορευτική υποτακτική). Η υποτακτική συνοδεύεται από μόρια.
    • Προστακτική: Δηλώνει προσταγή. Η προσταγή μπορεί να γίνει: προτροπή, απαγόρευση, παράκληση, ευχή, έντονη ενέργεια
    • Απαρέμφατο: Άκλιτος τύπος που χρησιμοποιείται στο σχηματισμό ορισμένων χρόνων.
    • Μετοχή: Όνομα επίθετο και ρήμα. Μετοχή έχει ο ενεστώτας στην ενεργητική και στην παθητική φωνή και ο παρακείμενος στην παθητική.
  • Ποιόν ενέργειας: Ο τρόπος που παρουσιάζεται η ενέργεια του ρήματος. Υπάρχουν τρεις τρόποι παρουσίασης:
    • Μη συνοπτικός (εξακολουθητικός), με διάρκεια ή επανάληψη.
    • Συνοπτικός, χωρίς διάρκεια ή επανάληψη.
    • Συντελεσμένος, για κάτι που έχει συντελεστεί, ολοκληρωθεί.
  • Χρόνος: Δηλώνει το χρόνο του συμβάντος.[1]
    • Ενεστώτας: Παροντικός και εξακολουθητικός χρόνος.
    • Παρατατικός: Παρελθοντικός και εξακολουθητικός χρόνος.
    • Αόριστος: Παρελθοντικός και στιγμιαίος χρόνος.
    • Στιγμιαίος Μέλλοντας: Μελλοντικός και στιγμιαίος χρόνος.
    • Εξακολουθητικός Μέλλοντας: Μελλοντικός και εξακολουθητικός χρόνος.
    • Παρακείμενος: Παροντικός και συντελεσμένος χρόνος.
    • Υπερσυντέλικος: Παρελθοντικός και συντελεσμένος χρόνος.
    • Συντελεσμένος μέλλοντας: Μελλοντικός και συντελεσμένος χρόνος.
  • Αριθμός: Δηλώνει αν το υποκείμενο είναι ένα ή πολλά πρόσωπα, ζώα ή πράγματα. Υπάρχουν δύο αριθμοί ρημάτων:[1]
    • Ενικός αριθμός: αναφέρεται σε ένα μόνο υποκείμενο.
    • Πληθυντικός αριθμός: αναφέρεται σε δύο ή περισσότερα υποκείμενα.
  • Πρόσωπο: Δηλώνει τα πρόσωπα της ομιλίας. Υπάρχουν τρία πρόσωπα:[1]
    • α΄ πρόσωπο (εγώ, εμείς)
    • β΄ πρόσωπο (εσύ, εσείς)
    • γ΄ πρόσωπο (αυτός, αυτή, αυτό, αυτοί, αυτές, αυτά)


Βοηθητικά ρήματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην ελληνική γλώσσα βοηθητικά ρήματα είναι τα ρήματα είμαι και έχω όταν χρησιμοποιούνται για τον περιφραστικό σχηματισμό των χρόνων.[1]

Απολεξικοποιημένα ρήματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πολλές φορές αντί του ρήματος που δηλώνει κάποια ενέργεια χρησιμοποιείται περιφραστικά το σύμπλεγμα ενός ρήματος και της ενέργειας. Αντί του απαντώ λέμε δίνω απάντηση. Τα ρήματα που χρησιμοποιούμε για τέτοιες περιφράσεις τα ονομάζουμε απολεξικοποιημένα ρήματα. Σε αυτές τις περιπτώσεις το απολεξικοποιημένο ρήμα λειτουργεί σαν βοηθητικό ρήμα και χρησιμεύει για να δείξει το χρόνο ή το πρόσωπο ή το είδος της ενέργειας, δηλαδή έχει γραμματική και όχι λεξική σημασία. Στις προτάσεις αυτές λέμε ότι το ουσιαστικό που χρησιμοποιείται υποστηρίζεται ρηματικά.[3]


Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 1,5 1,6 Καρανικόλας, Αλέξανδρος (2003). Νεοελληνική Γραμματική. Οργανισμός Εδκόσεων Διδακτικών Βιβλίων. ISBN 960-06-0024-4. 
  2. Καρανικόλας, Αλέξανδρος (2003). Συντακτικό της Νέας Ελληνικής. Οργανισμός Εκδόσεων Διδακτικών Βιβλίων. ISBN 960-06-0023-6. 
  3. Μπαμπινιώτης, Γιώργος (2005). ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ (Β΄ έκδοση). ΚΕΝΤΡΟ ΛΕΞΙΚΟΛΟΓΙΑΣ. ISBN 960-86190-1-7.  (Β΄ Ανατύπωση)