Πύλη:Τέχνη/Επιλεγμένο άρθρο/Αρχείο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Αρχείο επιλεγμένων άρθρων της Πύλης

Ρινόκερος (ξυλογραφία)[επεξεργασία κώδικα]

Ρινόκερος, ξυλογραφία
Ρινόκερος, ξυλογραφία

Ο Ρινόκερος είναι γνωστή ξυλογραφία του Γερμανού ζωγράφου και χαράκτη Άλμπρεχτ Ντύρερ, που χρονολογείται το 1515. Το θέμα του έργου βασίστηκε στη γραπτή περιγραφή και στο πρόχειρο σχέδιο ανώνυμου καλλιτέχνη, ενός Ινδικού ρινόκερου που είχε μεταφερθεί στη Λισαβώνα τον ίδιο χρόνο και αποτελούσε το πρώτο ζωντανό δείγμα του θηλαστικού στην Ευρώπη από τη Ρωμαϊκή εποχή. Στα τέλη του 1515, ο βασιλιάς της Πορτογαλίας, Μανουέλ Α', πρόσφερε το ζώο ως δώρο στον Πάπα Λέοντα Ι', ωστόσο ο ρινόκερος απεβίωσε στις αρχές του 1516, κοντά στις ακτές της Ιταλίας, μετά από ναυάγιο του πλοίου που τον μετέφερε. Ζωντανός ρινόκερος ταξίδεψε ξανά στην Ευρώπη όταν ένα δεύτερο είδος έφθασε από την Ινδία στην αυλή του Φιλίππου Β' της Ισπανίας, περίπου το 1579.

Παρά τις ανατομικές ανακρίβειες του σχεδίου, η ξυλογραφία του Ντύρερ έγινε δημοφιλής στην Ευρώπη και αναπαράχθηκε πολλές φορές στη διάρκεια των επόμενων τριών αιώνων. Θεωρήθηκε ακριβής αναπαράσταση ενός ρινόκερου μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα, όταν εκτοπίστηκε από νεότερες, πιο ακριβείς και λεπτομερέστερες αναπαραστάσεις. Έχει χαρακτηριστεί ως η «εικόνα ζώου με τη μεγαλύτερη επίδραση στις τέχνες».

Τιτσιάνο[επεξεργασία κώδικα]

Αυτοπροσωπογραφία, 1567, λάδι σε μουσαμά, 86×65 εκ., Μουσείο Πράδο
Αυτοπροσωπογραφία, 1567, λάδι σε μουσαμά, 86×65 εκ., Μουσείο Πράδο

O Τιτσιάνο Βετσέλιο (Tiziano Vecellio ή Vecelli, π. 1485/90 - 27 Αυγούστου 1576), ευρύτερα γνωστός ως Τιτσιάνο, ήταν Ιταλός ζωγράφος της Αναγέννησης. Ανήκει στη σχολή της Βενετίας και θεωρείται ένας από τους σπουδαιότερους ζωγράφους της, του οποίου το έργο αντιπροσωπεύει τη μετάβαση από την παράδοση του 15ου αιώνα στην τεχνοτροπία που υϊοθετήθηκε κατά τον 16ο. Επηρέασε σημαντικούς ζωγράφους του επόμενου αιώνα, όπως τον Ρούμπενς και τον Βελάσκεθ. Διακρίθηκε εξίσου σε ένα ευρύ φάσμα θεμάτων, φιλοτεχνώντας προσωπογραφίες, αλληγορίες, θρησκευτικά έργα, ιστορικές και μυθολογικές σκηνές.

Καταγόταν από ευυπόληπτη οικογένεια, αρκετά μέλη της οποίας ασχολήθηκαν επίσης με τη ζωγραφική. Ο ίδιος εκπαιδεύτηκε στο εργαστήριο του Τζιοβάνι Μπελίνι και τα πρώιμα έργα του εμφανίζουν έντονες επιδράσεις από το ύφος του Τζορτζόνε. Έζησε και εργάστηκε κατά το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στη Βενετία, ωστόσο η πληθώρα παραγγελιών που ανέλαβε για βασιλείς και άλλους ευγενείς της ιταλικής επικράτειας, ευνόησε τη διάδοση της φήμης του πέρα από τα σύνορα της γενέτειράς του. Υπήρξε ένας από τους πλέον διακεκριμένους ζωγράφους της εποχής του, που έχαιρε μεγάλης αναγνώρισης. Στο εργαστήριο του μαθήτευσε πιθανότατα ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος και ο Τζιάκοπο Τιντορέτο, αν και είναι εν γένει δύσκολο να αναγνωριστούν συνεχιστές του έργου του.

Τζόρτζιο ντε Κίρικο[επεξεργασία κώδικα]

Τζόρτζιο ντε Κίρικο, Φωτογραφία του Carl Van Vechten (1936)
Τζόρτζιο ντε Κίρικο, Φωτογραφία του Carl Van Vechten (1936)

Ο Τζόρτζιο ντε Κίρικο (10 Ιουλίου 1888 - 20 Νοεμβρίου 1978) ήταν Ιταλός ζωγράφος, συγγραφέας και γλύπτης, γνωστός ως ένας από τους καλλιτέχνες που διαμόρφωσαν το ιδίωμα της Μεταφυσικής Ζωγραφικής (Pittura metafisica) αλλά και για την επιρροή που άσκησε σε καλλιτεχνικά ρεύματα του 20ού αιώνα, όπως ο υπερρεαλισμός και η Νέα Αντικειμενικότητα (Neue Sachlichkeit).

Οι πίνακες του διέπονται από οραματικά και ποιητικά στοιχεία, ενώ χαρακτηρίζονται από την ιδιαίτερη έμφαση τού ντε Κίρικο σε αινιγματικές συνθέσεις και στην αμφισημία των αντικειμένων. Το νεοκλασικό ύφος που υιοθέτησε μετά το 1919, όπως και σχεδόν το σύνολο των έργων του μετά την περίοδο της Μεταφυσικής Ζωγραφικής του, θεωρήθηκε από πολλούς κριτικούς υποδεέστερο, ωστόσο η παραγωγή του κατά την περίοδο 1911-19 αναγνωρίζεται από την πλειοψηφία τους ως σημαντική και ξεχωριστή στην ιστορία της μοντέρνας τέχνης.

Ρέμπραντ[επεξεργασία κώδικα]

Αυτοπροσωπογραφία, 1658, λάδι σε μουσαμά, 131,5 x 104 εκ., Frick Collection, Νέα Υόρκη
Αυτοπροσωπογραφία, 1658, λάδι σε μουσαμά, 131,5 x 104 εκ., Frick Collection, Νέα Υόρκη

O Ρέμπραντ Χάρμενσζον φαν Ράιν (Rembrandt Harmenszoon van Rijn, 15 Ιουλίου 1606 - 4 Οκτωβρίου 1669), γνωστός ευρύτερα ως Ρέμπραντ, ήταν μείζων Ολλανδός ζωγράφος και χαράκτης του 17ου αιώνα, που σήμερα συγκαταλέγεται μεταξύ των κορυφαίων ζωγράφων όλων των εποχών. Το όνομά του συμβολίζει την περίοδο τής «Χρυσής Εποχής» τής Ολλανδίας, στην οποία ανήκει χρονικά το έργο του. Φιλοτέχνησε συνολικά περίπου 400 πίνακες, περισσότερα από 1000 σχέδια ζωγραφικής και περίπου 290 χαρακτικά, αν και μέρος των έργων που αποδίδονται στον Ρέμπραντ – κυρίως έργα ζωγραφικής και σχέδια – αμφισβητείται.

Διακρίθηκε σε ένα ευρύ φάσμα θεμάτων, αναπαριστώντας προσωπογραφίες, τοπιογραφίες, καθώς και ιστορικές, βιβλικές, μυθολογικές ή αλληγορικές σκηνές. Το σύνολο του έργου του χαρακτηρίζεται στην πορεία του χρόνου από εκτεταμένες και βαθιές αλλαγές στο ύφος του, ένδειξη μίας διαρκούς αναζήτησης. Ακόμα σε κάθε μεμονωμένο έργο ή εκδοχή του, παρατηρούνται συνεχείς μετασχηματισμοί πριν την κατάληξη σε μία τελική εικαστική μορφή. Απέκτησε αρκετά σημαντική φήμη στην εποχή του, τόσο στην Ολλανδία όσο και διεθνώς, απολαμβάνοντας σε μεγάλο βαθμό καλλιτεχνική και κοινωνική αναγνώριση.

Φερνάντο Μποτέρο[επεξεργασία κώδικα]

Μπρούντζινο γλυπτό του Μποτέρο που εκτίθεται στην πλατεία Μποτέρο της Μεντεγίν στην Κολομβία
Μπρούντζινο γλυπτό του Μποτέρο που εκτίθεται στην πλατεία Μποτέρο της Μεντεγίν στην Κολομβία

Ο Φερνάντο Μποτέρο (Fernando Botero), γεννημένος στις 19 Απριλίου 1932, είναι σύγχρονος Κολομβιανός ζωγράφος και γλύπτης. Θεωρείται ένας από τους πιο πετυχημένους καλλιτέχνες της Λατινικής Αμερικής, του οποίου η φήμη έχει εδραιωθεί σε παγκόσμια κλίμακα. Το έργο του ξεχωρίζει για τις παραμορφωμένες διαστάσεις των αντικειμένων που απεικονίζει και για τις ογκώδεις και ευτραφείς ανθρώπινες μορφές του. Τα γλυπτά του είναι εμπνευσμένα από αρκετές διαφορετικές πηγές, με κυρίαρχες επιρροές από την πρώιμη αιγυπτιακή τέχνη και τα ανθρωπόμορφα αγγεία και γλυπτά των προκολομβιανών πολιτισμών. Χαρακτηρίζονται συχνά από τις γιγαντιαίες διαστάσεις τους και βασίζονται κυρίως στο μονόχρωμο μπρούντζο, αγαπημένο υλικό του Μποτέρο. Βασικό στοιχείο για το σύνολο των γλυπτών του είναι ακόμα η άρτια εκτέλεση και οι ομαλές, λείες επιφάνειες, στοιχείο που υπογραμμίζει τον αισθησιασμό των έργων.

Φρανσίσκο Γκόγια[επεξεργασία κώδικα]

Αυτοπροσωπογραφία, 1771-75, λάδι σε μουσαμά, 58x44 εκ., Ιδιωτική συλλογή
Αυτοπροσωπογραφία, 1771-75, λάδι σε μουσαμά, 58x44 εκ., Ιδιωτική συλλογή

Ο Φρανσίσκο Γκόγια (Francisco José de Goya y Lucientes, 30 Μαρτίου 174616 Απριλίου 1828) ήταν Ισπανός ζωγράφος και χαράκτης. Υπήρξε ζωγράφος της βασιλικής αυλής της Ισπανίας, προσφέροντας τις υπηρεσίες του σε τρεις γενιές μοναρχών και θεωρείται ο σπουδαιότερος Ισπανός καλλιτέχνης, από τα τέλη του 18ου αιώνα μέχρι τις αρχές του 19ου. Το έργο του, που ανήκει στην περίοδο του ροκοκό και του ρομαντισμού, περιλαμβάνει περισσότερους από 700 πίνακες ζωγραφικής, 900 σχέδια και σχεδόν 300 χαρακτικά, που στο σύνολό τους χαρακτηρίζονται από καινοτομίες και ρηξικέλευθα στοιχεία σύνθεσης.

Αν και υπήρξε διακεκριμένος και αναγνωρισμένος καλλιτέχνης στην Ισπανία, η φήμη του εξαπλώθηκε στην υπόλοιπη Ευρώπη αρκετές δεκαετίες μετά το θάνατό του. Κατά το 19ο αιώνα, το έργο του εκτιμήθηκε από τους ζωγράφους του ρομαντισμού, με κύριο θαυμαστή του τον Ντελακρουά, ενώ την ίδια στάση τήρησαν καλλιτέχνες και θεωρητικοί της τέχνης του 20ού αιώνα, με αποτέλεσμα να αναγνωρίζεται σήμερα ως ένας από τους μείζονες ζωγράφους όλων των εποχών, καθώς και ένας εκ των πρώτων «μοντέρνων» καλλιτεχνών.

Τέχνη του περιθωρίου[επεξεργασία κώδικα]

Πίνακας του Άντολφ Βέλφλι, 1921.
Πίνακας του Άντολφ Βέλφλι, 1921.

Ο όρος τέχνη του περιθωρίου περιγράφει καλλιτεχνικά έργα που δημιουργούνται έξω από τα όρια της γνωστής τέχνης, από ανθρώπους που δεν έχουν άμεση σχέση με τους καλλιτεχνικούς κύκλους. Το καλλιτεχνικό αυτό είδος ήρθε στην επιφάνεια από τον Γάλλο ζωγράφο και γλύπτη Ζαν Ντιμπιφέ (Jean Dubuffet), ο οποίος το περιέγραψε με τον όρο Art Brut (Ωμή Τέχνη), επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον του κυρίως στα έργα των έγκλειστων σε ψυχιατρικά ιδρύματα. Αργότερα, από τον κριτικό τέχνης Ρότζερ Κάρντιναλ, χρησιμοποιήθηκε ο όρος Outsider Art (τέχνη του περιθωρίου ή, πιο ελεύθερα, «τέχνη των απέξω»), που σήμερα συμπεριλαμβάνει και δημιουργίες καλλιτεχνών που δεν έχουν κάποιο ψυχικό πρόβλημα. Κατά κανόνα, αυτοί που εντάσσονται στο ρεύμα έχουν ελάχιστη έως καμία επαφή με τον κόσμο της τέχνης και συχνά χρησιμοποιούν πρωτότυπες τεχνικές ή υλικά. Πολλά έργα περιγράφουν ακραίες διανοητικές καταστάσεις, αντισυμβατικές ιδέες ή περίπλοκους φανταστικούς κόσμους. Mερικές φορές ο όρος χρησιμοποιείται καταχρηστικά για να προωθήσει το έργο ανθρώπων που απλά δεν ανήκουν στον "κόσμο της τέχνης", ανεξάρτητα από τις συνθήκες δημιουργίας ή το περιεχόμενο των έργων τους.

Ντιέγκο Βελάσκεθ[επεξεργασία κώδικα]

Αυτοπροσωπογραφία (1643)
Αυτοπροσωπογραφία (1643)

O Ντιέγκο Βελάσκεθ (Diego Rodríguez de Silva y Velázquez, Ιούνιος 1599 - 6 Αυγούστου 1660) ήταν ένας από τους σημαντικότερους Ισπανούς ζωγράφους της περιόδου του μπαρόκ, γνωστός κυρίως για τις προσωπογραφίες που φιλοτέχνησε ως καλλιτέχνης της αυλής του βασιλιά της Ισπανίας Φίλιππου Δ'. Αναγνωρίζεται σήμερα ως μία από τις κορυφαίες φυσιογνωμίες στην ιστορία της τέχνης, με σημαντική επίδραση στη ζωγραφική του 19ου αιώνα, ειδικότερα στο κίνημα του ιμπρεσιονισμού. Αρκετοί καλλιτέχνες της μοντέρνας τέχνης, όπως ο Πάμπλο Πικάσσο ή ο Σαλβαδόρ Νταλί, απέδωσαν επίσης φόρο τιμής στον ισπανό ζωγράφο, αναπαράγοντας ορισμένους από τους διασημότερους πίνακές του. Γεννήθηκε στη Σεβίλλη τον Ιούνιο του 1599, γόνος οικογένειας που ανήκε στην κατώτερη αριστοκρατία. Ο πατέρας του, Χουάν Ροντρίγκεθ ντε Σίλβα, ήταν ευγενούς πορτογαλικής καταγωγής και δικηγόρος στο επάγγελμα, ενώ η μητέρα του, Χερόνιμα Βελάσκεθ, ήταν μέλος της αριστοκρατίας της Σεβίλλης. Είχε επίσης πέντε αδελφούς και μία αδελφή, αν και λίγα είναι γνωστά για την εξέλιξη τους. Από νεαρή ηλικία έδειξε ιδιαίτερη κλίση στη ζωγραφική και σε ηλικία δώδεκα ετών άρχισε να εκπαιδεύεται πιθανότατα δίπλα στον Φρανθίσκο ντε Ερέρα τον Πρεσβύτερο (περ. 1590-1654).

Βικτώρ Βαζαρελί[επεξεργασία κώδικα]

Τρισδιάστατη δημιουργία του Βαζαρελί, Πεκς, Μουσείο Βαζαρελί
Τρισδιάστατη δημιουργία του Βαζαρελί, Πεκς, Μουσείο Βαζαρελί

Ο Βικτώρ Βαζαρελί (ουγγρικά: Vásárhelyi Győző, προφέρεται Βάσαρχεγκι) (9 Απριλίου 1906 - 15 Μαρτίου 1997) ήταν Ούγγρος ζωγράφος της μοντέρνας τέχνης και διάσημος καλλιτέχνης κατά τη μεταπολεμική περίοδο. Ανήκε στην παράδοση του Μπάουχαους και του κονστρουκτιβισμού, ενώ ο ίδιος υπήρξε πρόδρομος της «οπτικής τέχνης» (Οπ Αρτ) και κεντρική φυσιογνωμία των νεωτεριστικών τάσεων που απασχόλησαν την μεταπολεμική ευρωπαϊκή τέχνη. O Βαζαρελί υπήρξε ένας από τους διασημότερους καλλιτέχνες της μεταπολεμικής περιόδου, ειδικότερα στις δεκαετίες του 1960 και του 1970. Το έργο του διαπνέεται συνολικά από την πίστη του στην κοινωνική λειτουργία της τέχνης και την επιδίωξή του να ενσωματώσει το καλλιτεχνικό έργο στην καθημερινότητα. Ανέπτυξε μία εικαστική προσέγγιση που βασιζόταν στην άμεση οπτική αντίληψη του θεατή, ανεξάρτητα από το καλλιτεχνικό του υπόβαθρο ή την παιδεία του. Συχνά υποστήριζε πως η τέχνη του μέλλοντος θα έπρεπε να είναι προϊόν προγραμματισμού και μαζικής παραγωγής, με βάση το «πλαστικό αλφάβητο» που ο ίδιος επινόησε στη δεκαετία του 1950.

Μεσαιωνική μουσική[επεξεργασία κώδικα]

Τροβαδούροι
Τροβαδούροι

Με τον όρο Μεσαιωνική μουσική αναφερόμαστε στη μουσική παραγωγή την εποχή του μεσαίωνα. Αν και ο ακριβής προσδιορισμός των χρονικών της ορίων είναι δύσκολος, μπορεί να θεωρηθεί πως καλύπτει την περίοδο από το τέλος της εποχής του Γρηγοριανού μέλους μέχρι περίπου το 1400 και την αρχή της Αναγεννησιακής μουσικής. Η πρώιμη μεσαιωνική μουσική περιλαμβάνει το γρηγοριανό μέλος, όπως ονομάστηκε η λειτουργική μουσική της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, που πήρε το όνομα της από τον Γρηγόριο τον Α' που υπήρξε Πάπας της Ρώμης από το 590 έως το 604. Του Γρηγοριανού Μέλους είχε προηγηθεί το Αμβροσιανό Μέλος (4ος αιώνας). Ο Αμβρόσιος, επίσκοπος Μιλάνου, προσπαθώντας να βάλει τάξη στην αναρχία των ύμνων που χρησιμοποιούσε η Δυτική Εκκλησία, καθόρισε τη χρήση 4 τρόπων (κλιμάκων) καθώς και τους ύμνους που θα έπρεπε να ψάλλονται. Στο τέλος του 6ου αιώνα ο Πάπας Γρηγόριος αναθεώρησε και πάλι το σύνολο των μελωδιών που χρησιμοποιούσε η Καθολική Εκκλησία και καθόρισε ποιες ακριβώς μελωδίες θα ψάλλονται και σε ποιο σημείο της λειτουργίας.

Νικόλαος Γύζης[επεξεργασία κώδικα]

Νικόλαος Γύζης
Νικόλαος Γύζης

Ο Νικόλαος Γύζης (Σκλαβοχώρι Τήνου, 1 Μαρτίου 1842Μόναχο, 22 Δεκεμβρίου 1900 ή 4 Ιανουαρίου 1901 με το νέο ημερολόγιο) ήταν ένας από τους πιο σημαντικούς έλληνες ζωγράφους του 19ου αιώνα, της λεγόμενης Σχολής του Μονάχου. Ο Νικόλαος Γύζης ήταν ένα από τα έξι παιδιά του ξυλουργού Ονούφριου Γύζη και της Μαργαρίτας Γύζη, το γένος Ψάλτη, που ζούσαν στο Σκλαβοχώρι της Τήνου. Το 1850, η οικογένειά του μετοίκησε στην Αθήνα και ο μικρός Νικόλαος άρχισε να παρακολουθεί μαθήματα στην Σχολή των Ωραίων Τεχνών (μετέπειτα Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών), αρχικά ως ακροατής και, από το 1854 έως το 1864, ως κανονικός σπουδαστής. Με το τέλος των σπουδών του, γνωρίστηκε με τον πλούσιο φιλότεχνο Νικόλαο Νάζο, με την μεσολάβηση του οποίου έλαβε υποτροφία από το Ευαγές Ίδρυμα του Ναού της Ευαγγελιστρίας της Τήνου, προκειμένου να συνεχίσει τις σπουδές του στην Βασιλική Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου.

Ουίλλιαμ Μπλέηκ[επεξεργασία κώδικα]

Ο Ουίλλιαμ Μπλέηκ, πορτραίτο από τον Thomas Phillips.
Ο Ουίλλιαμ Μπλέηκ, πορτραίτο από τον Thomas Phillips.

Ο Ουίλλιαμ Μπλέηκ (28 Νοεμβρίου 175712 Αυγούστου 1827) ήταν ένας από τους σημαντικότερους Άγγλους Ποιητές και παράλληλα ζωγράφος, χαράκτης εικονογράφος, μυστικιστής και οραματιστής. Χαρακτηρίζεται συχνά ως ο "Προφήτης" της αγγλικής λογοτεχνίας και υπήρξε αναμφισβήτητα ένας από τους πλέον εκκεντρικούς και πολύπλευρους καλλιτέχνες. Αν και στην εποχή του χλευάστηκε ως παράφρων, σήμερα τιμάται ως μεγαλοφυΐα και συγκαταλέγεται ανάμεσα στους μείζονες ποιητές της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Γεννήθηκε στο Λονδίνο και η οικογένειά του ανήκε στη μεσαία τάξη. Ο πατέρας του Τζέημς Μπλέηκ ήταν αξιοσέβαστος έμπορος και μητέρα του ήταν η Catherine Hermitage. Οι γονείς του συνειδητοποίησαν από νωρίς πως το τρίτο από τα συνολικά πέντε παιδιά τους, διέθετε έντονη καλλιτεχνική κλίση και προσπάθησαν να βοηθήσουν τον Μπλέηκ προς αυτή την κατεύθυνση. Επέτρεψαν μάλιστα να εγκαταλείψει το συμβατικό σχολείο σε ηλικία δέκα ετών ώστε να αρχίσει να παρακολουθεί μαθήματα σε σχολή ζωγραφικού σχεδίου. Από μικρός, όπως ομολογούσε ο ίδιος βυθιζόταν σε εκστατικά οράματα.

Επτανησιακή Σχολή[επεξεργασία κώδικα]

Ν. Δοξαράς, Το γενέσιον της Παναγίας (18ος αι.). Λάδι σε μουσαμά, 400 εκ. x 300 εκ. Βυζαντινό Μουσείο Ζακύνθου.
Ν. Δοξαράς, Το γενέσιον της Παναγίας (18ος αι.). Λάδι σε μουσαμά, 400 εκ. x 300 εκ. Βυζαντινό Μουσείο Ζακύνθου.

Η Επτανησιακή Σχολή αποτελεί το πρώτο ελληνικό καλλιτεχνικό ρεύμα με σαφείς δυτικοευρωπαϊκές επιρροές, το οποίο εμφανίστηκε στα Επτάνησα στα μέσα του 17ου αιώνα και διήρκεσε μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα περίπου. Τα Επτάνησα από τον 17ο έως τον 19ο αι. βρέθηκαν διαδοχικά υπό ενετική, γαλλική και αγγλική κατοχή. Η σχετική ελευθερία που απολάμβαναν οι Επτανήσιοι, η οικονομική τους ευμάρεια και οι πολιτιστικές σχέσεις τους με την κοντινή Ιταλία είχαν ως αποτέλεσμα τα Επτάνησα να γίνουν ο χώρος όπου γεννήθηκε η ελληνική ζωγραφική, ή καλύτερα ο χώρος όπου η ελληνική ζωγραφική εγκατέλειψε την βυζαντινή παράδοση για να στραφεί προς την Δύση. Ένας άλλος παράγοντας που ευνόησε την δημιουργία της Επτανησιακής Σχολής ήταν η μετοίκηση στα Επτάνησα πολλών κρητών ζωγράφων, όταν η Κρήτη πέρασε από τα χέρια των Ενετών στα χέρια των Οθωμανών. Μεταξύ των κυριοτέρων ζωγράφων της λεγόμενης Κρητικοζακυνθινής Σχολής του 16ου και 17ου αι., αναφέρονται ο Μιχαήλ Δαμασκηνός, ο Δημήτριος και ο Γεώργιος Μόσχος, ο Μανώλης και ο Κωνσταντίνος Τζάνες, και ο Στέφανος Τσαγκαρόλας.

Σχολή του Μονάχου[επεξεργασία κώδικα]

Νικηφόρος Λύτρας, Η προσμονή (αχρονολόγητο;). Λάδι σε καμβά, 68 εκ. x 50 εκ., Εθνική Πινακοθήκη της Ελλάδας - Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου.
Νικηφόρος Λύτρας, Η προσμονή (αχρονολόγητο;). Λάδι σε καμβά, 68 εκ. x 50 εκ., Εθνική Πινακοθήκη της Ελλάδας - Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου.

Η Σχολή του Μονάχου, ή αλλιώς ακαδημαϊκός ρεαλισμός, αποτελεί το πλέον σημαντικό εικαστικό κίνημα στην Ελλάδα του 19ου αιώνα, με έντονες επιρροές από την ομώνυμη Βασιλική Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου (Münchner Akademie der Bildenden Künste). Η δημιουργία της ρομαντικής Σχολής του Μονάχου οφείλεται κατά κύριο λόγο στους ιδιαίτερους δεσμούς που δημιουργήθηκαν ανάμεσα στην Ελλάδα και την Βαυαρία στα χρόνια του Όθωνα. Εκείνη την εποχή, με την ενθάρρυνση και συνδρομή του ελληνικού Κράτους, πολλοί έλληνες καλλιτέχνες πήγαν στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου για να σπουδάσουν εικαστικές τέχνες, και κυρίως ζωγραφική. Αρκετοί από αυτούς επέστρεψαν αργότερα στην Ελλάδα για να διδάξουν στην Σχολή των Τεχνών (μετέπειτα Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών) της Αθήνας. Το έργο των ζωγράφων της Σχολής του Μονάχου διακρίνεται για την άριστη τεχνική στην χρήση των χρωμάτων σε βάρος της εκφραστικότητας.

Ντανταϊσμός[επεξεργασία κώδικα]

Ο Ντανταϊσμός ή Νταντά (Dada) είναι ένα καλλιτεχνικό κίνημα που αναπτύχθηκε μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο στις εικαστικές τέχνες καθώς και στη λογοτεχνία (κυρίως στην ποίηση), το θέατρο, την τέχνη και την γραφιστική. Μεταξύ άλλων, το κίνημα ήταν και μια διαμαρτυρία ενάντια στη βαρβαρότητα του πολέμου και αυτού που οι Ντανταϊστές πίστευαν ότι ήταν μια καταπιεστική διανοητική αγκύλωση, τόσο στην τέχνη όσο και στην καθημερινότητα. Ο Ντανταϊσμός χαρακτηρίζεται από εσκεμμένο παραλογισμό και απόρριψη των κυρίαρχων ιδανικών της τέχνης. Επηρέασε μεταγενέστερα κινήματα, συμπεριλαμβανομένου του σουρρεαλισμού.

Καραβάτζιο[επεξεργασία κώδικα]

Ο Καραβάτζιο σε προσωπογραφία του Ottavio Leoni (περ. 1621).
Ο Καραβάτζιο σε προσωπογραφία του Ottavio Leoni (περ. 1621).

Ο Μικελάντζελο Μερίζι (29 Σεπτεμβρίου 1571 - 18 Ιουλίου 1610), γνωστός περισσότερο ως Καραβάτζιο ήταν Ιταλός ζωγράφος με σημαντική συνεισφορά στη διαμόρφωση της μπαρόκ σχολής. Θεωρείται ένας από τους πλέον ριζοσπαστικούς και αντισυμβατικούς καλλιτέχνες της εποχής του. Γεννήθηκε το 1571, χρονολογία που επιβεβαιώνεται από μία πρόσφατη ανακάλυψη ενός συμβολαίου με το οποίο ανέλαβε μαθητευόμενος του ζωγράφου Σιμόνε Πετερτσάνο. Ο πατέρας του, Φέρμο Μερίζι, ήταν διακοσμητής-αρχιτέκτονας και εργαζόταν στην υπηρεσία του Φραντσέσκο Σφόρτσα, ο οποίος ήταν δούκας του Μιλάνου και μαρκήσιος του χωριού Καραβάτζιο. Θεωρείται πιθανότερο, πως πέρασε τα πρώτα του χρόνια στο Μιλάνο ενώ το 1576, λόγω της επιδημίας πανούκλας που ξέσπασε, η οικογένεια του μεταφέρθηκε στο Καραβάτζιο. Ο πατέρας του και ο θείος του δεν επέζησαν της επιδημίας και η μητέρα του μεγάλωσε τα πέντε συνολικά παιδιά της οικογένειας υπό συνθήκες οικονομικής ανέχειας.

Όπερα[επεξεργασία κώδικα]

Είσοδος της Όπερας Garnier στο Παρίσι (1865).
Είσοδος της Όπερας Garnier στο Παρίσι (1865).

Η όπερα αποτελεί μουσικό θεατρικό είδος, είναι δηλαδή μουσική σύνθεση που περιλαμβάνει συγχρόνως και σκηνική δράση. Οι διάλογοι των ηθοποιών της όπερας αποδίδονται με τη μορφή τραγουδιού ενώ η θεατρική παράσταση εκτυλίσσεται παρουσία ενός μουσικού συνόλου που μπορεί να είναι μία πλήρης συμφωνική ορχήστρα ή και μικρότερης κλίμακας. Ως είδος θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα μουσικά επιτεύγματα του Δυτικού πολιτισμού και παραμένει ένα από τα πιο δημοφιλή μουσικά είδη.

Ο όρος όπερα είναι ο πληθυντικός του λατινικού opus που σημαίνει το έργο, δηλώνοντας έτσι την ενσωμάτωση στην όπερα πολλών καλλιτεχνικών ειδών όπως η μουσική, το θέατρο, ο χορός και η σκηνογραφία. Αποδίδεται συχνά στα ελληνικά και ως μελόδραμα, αν και ο όρος αυτός είναι ευρύτερος. Όπερα ονομάζεται επίσης το θέατρο που φιλοξενεί τις παραστάσεις.

Θεία Κωμωδία[επεξεργασία κώδικα]

Ο Δάντης κρατώντας ένα αντίτυπο της Θείας Κωμωδίας. Διακρίνεται το βουνό του Καθαρτηρίου και η είσοδος στον Παράδεισο.
Ο Δάντης κρατώντας ένα αντίτυπο της Θείας Κωμωδίας. Διακρίνεται το βουνό του Καθαρτηρίου και η είσοδος στον Παράδεισο.

Η Θεία Κωμωδία του Δάντη γράφτηκε στο διάστημα 13081321 και θεωρείται το σπουδαιότερο ιταλικό επικό ποίημα καθώς και ένα από τα σημαντικότερα έργα στην ιστορία της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Ο αρχικός τίτλος του έργου ήταν Κωμωδία ενώ ο όρος Θεία προστέθηκε μεταγενέστερα από τον Βοκάκιο, τον 16ο αιώνα και συγκεκριμένα το 1555. Ο Δάντης, σε πρώτο πρόσωπο, περιγράφει ένα φανταστικό ταξίδι του στον Άδη, το οποίο ξεκινά -- κατά την πιθανότερη εκδοχή -- την Μεγάλη Παρασκευή του 1300, στις 8 Απριλίου και ενώ ο Δάντης είναι τριάντα πέντε ετών. Το ταξίδι παρουσιάζεται ως αληθινό, κυρίως μέσω της χρήσης πλήθους στοιχείων που παραθέτει ο Δάντης σχετικά με αυτό και των λεπτομερειών που δίνονται με πολύ μεγάλη ακρίβεια. Οι ώρες, οι τοποθεσίες και το δρομολόγιο του αφηγητή καταγράφονται με σχεδόν μαθηματική ακρίβεια. Κατά το πέρασμα του από την Κόλαση και το Καθαρτήριο, ο ποιητής συνοδεύεται από τον δάσκαλό του Βιργίλιο, ενώ η πορεία του στον Παράδεισο γίνεται με την παρουσία της Βεατρίκης, ο χαρακτήρας που αντιπροσωπεύει το γυναικείο πρότυπο κατά τον Δάντη και βασίζεται πιθανότατα στην Βεατρίκη Πορτινάρι, υπαρκτό πρόσωπο στη ζωή του Δάντη.

Σαλβαδόρ Νταλί[επεξεργασία κώδικα]

Ο Νταλί το 1939.
Ο Νταλί το 1939.

Ο Σαλβαδόρ Νταλί (11 Μαΐου 19043 Ιανουαρίου 1989) ήταν ένας από τους σημαντικότερους Ισπανούς ζωγράφους. Συνδέθηκε με το καλλιτεχνικό κίνημα του υπερρεαλισμού στο οποίο ανήκε για ένα διάστημα. Aποτελεί έναν από τους περισσότερο γνωστούς ζωγράφους του 20ου αιώνα και μια πολύ εκκεντρική φυσιογνωμία της σύγχρονης τέχνης. Ο Νταλί (πλήρες όνομα Salvador Felip Jacint Dalí Domènech) γεννήθηκε στην πόλη Φιγέρας της Ισπανίας και ανήκε σε μια οικονομικά ευκατάστατη οικογένεια. Ο πατέρας του ήταν δικηγόρος αλλά δεν φαίνεται πως ήταν ιδιαίτερα ενθουσιώδης με τις ικανότητες του Νταλί στη ζωγραφική και το σχέδιο, ικανότητες που έδειξε ότι διέθετε σε σχετικά νεαρή ηλικία. Χάρη κυρίως στην συμπαράσταση της μητέρας του, ο Νταλί παρακολούθησε τα πρώτα μαθήματα ζωγραφικής στη Δημοτική σχολή σχεδίου της πόλης του. Tο 1916 φιλοξενήθηκε από την οικογένεια του τοπικού καλλιτέχνη Ramon Pichot, της πόλης Καδακές, στη διάρκεια θερινών διακοπών της οικογένειας Νταλί, όπου και ήρθε σε επαφή για πρώτη φορά με την μοντέρνα ζωγραφική.

Αναγεννησιακή τέχνη[επεξεργασία κώδικα]

Αδάμ και Έυα, έργο του Albrecht Durer.
Αδάμ και Έυα, έργο του Albrecht Durer.

Με τον όρο Αναγεννησιακή τέχνη αναφερόμαστε στην καλλιτεχνική παραγωγή κατά την ιστορική περίοδο της Αναγέννησης. Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της ήταν η ανανέωση των θεμάτων και της αισθητικής στην Ευρώπη. Η καλλιτεχνική παραγωγή την περίοδο αυτή είναι δύσκολο να οριοθετηθεί χρονικά, ωστόσο θεωρούμε πως ξεκίνησε στην Ιταλία, τον 15ο αιώνα και διαδόθηκε στην υπόλοιπη Ευρώπη, με διαφορετικούς όμως ρυθμούς και σε διαφορετικό βαθμό ανάλογα με την γεωγραφική περιοχή. Τον 16ο αιώνα έφθασε σε πολλές χώρες στο απόγειό της.

Η Αναγεννησιακή τέχνη δεν χαρακτηρίστηκε από μια επιστροφή στο παρελθόν, αντίθετα, οι νέες τεχνικές σε συνδυασμό με το νέο πολιτικό, κοινωνικό και επιστημονικό πλαίσιο που διαμορφώθηκε εκείνη την εποχή, επέτρεψαν στους καλλιτέχνες να καινοτομήσουν. Επιπλέον, για πρώτη φορά, η τέχνη έγινε ιδιωτική, με την έννοια πως δεν διαμορφωνόταν από τη θρησκευτική ή πολιτική εξουσία, αλλά αποτελούσε προϊόν αποκλειστικά των ίδιων των καλλιτεχνών.

Μπαρόκ[επεξεργασία κώδικα]

Ο Άγιος Ματθαίος και ο άγγελος (Καραβάτζιο), 295x195 εκ, 1602.
Ο Άγιος Ματθαίος και ο άγγελος (Καραβάτζιο), 295x195 εκ, 1602.

Με τον όρο Μπαρόκ (Baroque) αναφερόμαστε είτε στην ιστορική περίοδο 1600 - 1750 που ακολούθησε την Αναγέννηση (ειδικότερα τον Μανιερισμό), είτε στο συγκεκριμένο καλλιτεχνικό ύφος που διαμορφώθηκε την περίοδο αυτή. Το ύφος του Μπαρόκ αποτέλεσε ένα νέο τρόπο έκφρασης που γεννήθηκε στη Ρώμη της Ιταλίας, απ' όπου εξαπλώθηκε σχεδόν σε ολόκληρη την Ευρώπη. Χαρακτηρίστηκε από ένα έντονο δραματικό και συναισθηματικό στοιχείο, ενώ εφαρμόστηκε κυρίως στην αρχιτεκτονική, τη γλυπτική και τη μουσική, αλλά συναντάται παράλληλα και στη λογοτεχνία ή τη ζωγραφική.
Ο όρος μπαρόκ προέρχεται πιθανότατα από την πορτογαλική λέξη barocco, που σημαίνει το ακανόνιστο μαργαριτάρι και ως επίθετο δηλώνει γενικά την έννοια του ασυνήθιστου ή παράδοξου. Η επιτυχία του Μπαρόκ οφείλεται σε ένα μεγάλο βαθμό και στην στήριξη της Καθολικής εκκλησίας, η οποία χρησιμοποίησε την τεχνοτροπία του και το δραματικό του ύφος για την αναπαράσταση πολλών θρησκευτικών θεμάτων που προκαλούσαν την συναισθηματική συμμετοχή του θεατή. Επιπλέον, η αριστοκρατία της εποχής και η βασιλική εξουσία ευνοήθηκε από το επιβλητικό ύφος του μπαρόκ για την κατασκευή ανάλογων κτιρίων ή παλατιών που ενίσχυαν το κύρος της. Σε χώρες με έντονη παρουσία του προτεσταντικού κινήματος, όπως η Ολλανδία ή η Αγγλία, το μπαρόκ δεν κατάφερε να επικρατήσει.

Μπαουχάους[επεξεργασία κώδικα]

Η σχολή Bauhaus το 1993
Η σχολή Bauhaus το 1993

Με τον όρο Μπαουχάους (γερμ. Bauhaus, ελλ. κυρ. μφ. κτιστό κτίριο) γίνεται αναφορά στην καλλιτεχνική και αρχιτεκτονική σχολή που αναπτύχθηκε την περίοδο 1919 - 1933 στη Γερμανία. Το ύφος της σχολής Μπαουχάους επέδρασε καταλυτικά στην εξέλιξη της σύγχρονης τέχνης. Η σχολή του Bauhaus λειτούργησε σε τρεις διαφορετικές γερμανικές πόλεις (Weimar από το 1919 ως το 1925, Dessau από το 1925 ως το 1932 και Βερολίνο από το 1932 ως το 1933) και κάτω από την διεύθυνση τριών διαφορετικών αρχιτεκτόνων (του Walter Gropius από το 1919 ως το 1928, του Hannes Meyer από το 1928 ως το 1930 και του Mies van der Rohe από το 1930 ως το 1933). Οι αλλαγές της έδρας της σχολής αλλά και της ηγεσίας της, συνδέονταν παράλληλα με μια αλλαγή και στην πολιτική του Bauhaus, την τεχνική του και το ύφος του. Χαρακτηριστικά μπορούμε να αναφέρουμε πως κατά την τελευταία περίοδο του Bauhaus, ο Mies van der Rohe το μετέτρεψε σε ιδιωτική σχολή όπου απαγόρευε σε υποστηρικτές του Meyer να εγγραφούν.