Πόλεμοι των Διαδόχων

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Οι επαρχίες της Μακεδονικής Αυτοκρατορίας κατά τη Συμφωνία της Βαβυλώνας το 323 π.Χ. και τη μετέπειτα Συμφωνία του Τριπαράδεισου το 321 π.Χ.

Οι Πόλεμοι των Διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου είναι μία σειρά από συγκρούσεις μεταξύ των στρατηγών του Μεγάλου Αλεξάνδρου για την ηγεμονία της αχανούς Μακεδονικής Αυτοκρατορίας, έπειτα από τον θάνατο του. Έγιναν το διάστημα 322-281 π.Χ.

Το υπόβαθρο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις 10 Ιουνίου 323 π.Χ. ο Αλέξανδρος ο Μέγας απεβίωσε αφήνοντας την τεράστια Αυτοκρατορία του, που εκτεινόταν από την Ελλάδα ως την κοιλάδα του Ινδού στην Ινδία. Το τέλος του άφησε τους Μακεδόνες σε πολύ δύσκολη θέση. Η σκληρότητα του Φιλίππου Β΄ και του Αλεξάνδρου Γ¨ ενάντια σε πιθανούς στασιαστές, άφησαν την Αυτοκρατορία χωρίς έναν σαφή και ικανό διάδοχο. Η δυναστεία των Αργεαδών είχε περιοριστεί στον μειωμένης αντίληψης, ετεροθαλή αδελφό του Φίλιππο Γ΄ Αρριδαίο, τον γιο του Αλέξανδρο Δ΄ που δεν είχε γεννηθεί ακόμη και τον υποτιθέμενο νόθο γιο του Ηρακλή, ένα παιδί. Επίσης ήταν οι γυναίκες της οικογένειας: η μητέρα του Ολυμπιάδα, η (αμφιθαλής) αδελφή του Κλεοπάτρα και οι ετεροθαλείς αδελφές του Θεσσαλονίκη και Κυνάνη.

Χωρίς ο Αλέξανδρος ο Μέγας να έχει επιλέξει διάδοχο, δημιουργήθηκε σχεδόν αμέσως διαμάχη μεταξύ των στρατηγών ως προς το ποιος θα έπρεπε να είναι ο διάδοχος. Ο Μελέαγρος και το πεζικό υποστήριξαν την υποψηφιότητα του Αρριδαίου, ενώ ο Περδίκκας, γενικός διοικητής του ιππικού, υποστήριξε τον Αλέξανδρο Δ΄ που θα γεννούσε η Ρωξάνη. Συμφωνήθηκε να κυβερνήσουν και οι δύο μαζί (αν η Ρωξάνη γεννούσε αγόρι). Ο Περδίκκας θα γινόταν επιμελητής (αντιβασιλιάς) της Αυτοκρατορίας και ο Μελέαγρος βοηθός του. Σύντομα όμως ο Περδικκας φόνευσε τον Μελέαγρο και τους ηγέτες του πεζικού και ανέλαβε την εξουσία.

Οι στρατηγοί του ιππικού, που είχαν υποστηρίξει τον Περδίκκα, αμείφθηκαν στη διανομή της Βαβυλώνας με σατραπείες σε διάφορα μέρη της Αυτοκρατορίας: ο Πτολεμαίος έλαβε την Αίγυπτο, ο Λαομέδων τη Συρία και τη Φοινίκη, ο Φιλώτας την Κιλικία, ο Πείθων τη Μηδία, ο Αντίγονος τη Φρυγία, τη Λυκία και την Παμφυλία. Ο Άσανδρος έλαβε την Καρία, ο Μένανδρος τη Λυδία, ο Λυσίμαχος τη Θράκη, ο Λεοννάτος την Ελλησποντική Φρυγία και ο Νεοπτόλεμος την Αρμενία. Τη Μακεδονία και την υπόλοιπη Ελλάδα θα κυβερνούσε ο Αντίπατρος (που την κυβερνούσε επί Αλεξάνδρου Γ΄) και ο Κρατερός, ενώ ο γραμματέας του Αλεξάνδρου, ο Ευμένης ο Καρδιανός, έλαβε την Καππαδοκία και την Παφλαγονία.

Στην ανατολή ο Περδίκκας άφησε γενικά αυτά που κανόνισε ο Αλέξανδρος άθικτα: ο Τάξιλος και ο Πόρος κυβερνούσαν τα βασίλειά τους στην Ινδία. Ο Οξυάρτης, πεθερός του Αλεξάνδρου, τα Γάνδαρα, ο Σιβύρτιος την Αραχωσία και τη Γεδρωσία, ο Στασάνωρ την Αρία και τη Δρανγιανή, ο Φίλιππος τη Βακτρία και τη Σογδιανή, ο Φραταφέρνης την Παθία και την Υρκανία, ο Πευκέστας την Περσίδα, ο Τληπτόλεμος την Καραμανία, ο Ατροπάτης τη βόρεια Μηδία, ο Άρχων τη Βαβυλωνία και ο Αρκεσίλας τη βόρεια Μεσοποταμία.

Ο Λαμιακός Πόλεμος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα νέα του τέλους του Αλεξάνδρου Γ΄ έγιναν αφορμή εξέγερσης στην Ελλάδα, που έγινε γνωστή ως Λαμιακός Πόλεμος. Η Αθήνα και άλλες πόλεις ενώθηκαν μαζί και πολιόρκησαν τον Αντίπατρο στο φρούριό του στη Λαμία. Ο Αντίπατρος ανακουφίστηκε από μία δύναμη που έστειλε ο Λεοννάτος, ο οποίος σκοτώθηκε στις εχθροπραξίες. Ο πόλεμος τελείωσε, όταν έφθασε ο Κρατερός με στόλο και νίκησε τους Αθηναίους στη μάχη του Κραννώνα στις 5 Σεπτεμβρίου 322 π.Χ. Για ένα διάστημα αυτό έβαλε τέλος στην αντίδραση των Ελληνικών πόλεων έναντι της Μακεδονικής κυριαρχίας. Εν τω μεταξύ ο Πείθων κατέστειλε μία εξέγερση Ελλήνων εποίκων στα ανατολικά μέρη της Αυτοκρατορίας και ο Περδίκκας με τον Ευμένη υπέταξαν την Καππαδοκία.

Μακεδόνες στρατιώτες με τα όπλα και τον εξοπλισμό τους, από τάφο στον Άγ. Αθανάσιο της Θεσσαλονίκης, 4ος αι. π.Χ.

Α΄ Πόλεμος των Διαδόχων, 322-320 π.Χ.[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Περδίκκας, που είχε ήδη μνηστευθεί την κόρη του Αντίπατρου Νίκαια, προσπάθησε να νυμφευτεί την αδελφή του Αλεξάνδρου Γ΄, την Κλεοπάτρα, καθώς ο γάμος θα έδινε στον Περδίκκα δικαίωμα στον θρόνο της Μακεδονίας. Τότε ο Ανίπατρος, ο Κρατερός και ο Αντίγονος συγκρότησαν συμμαχία εναντίον της αυξανόμενης δύναμης του Περδίκκα. Ο Αντίπατρος έστειλε τον στρατό του υπό τη διοίκηση του Κρατερού στη Μικρά Ασία. Αυτό ήταν η αρχή του Πρώτου από τους Πολέμους των Διαδόχων. Ο Μένανδρος, ο Άσανδρος και ο Πτολεμαίος τους ακολούθησαν σε εξέγερση κατά του Περδίκκα. Η ακριβής αρχή του πολέμου πυροδοτήθηκε από την κλοπή από τον Πτολεμαίο του σώματος του Αλεξάνδρου, όταν το παρέκκλινε από την πορεία του και το έφερε στην Αίγυπτο. Αν και ο Ευμένης νίκησε τον Κρατερό στη μάχη του Ελλησπόντου (321 π.Χ.), αυτό δεν απέφερε τίποτα, καθώς ο Περδίκκας φονεύθηκε από τους στρατηγούς του Πείθωνα, Σέλευκο και Αντιγένη κατά την εισβολή στην Αίγυπτο (έπειτα από μία αποτυχημένη διάβαση του Νείλου).

Ο Πτολεμαίος διαπραγματεύθηκε με τους δολοφόνους του Περδίκκα, κάνοντας τον Πείθωνα και τον Αρριδαίο αντιβασιλείς στη θέση του Περδίκκα, αλλά σύντομα αυτοί ήλθαν σε νέα συμφωνία με τον Αντίπατρο στη Συμφωνία του Τριπαραδείσου. Ο Αντίπατρος έγινε αντιβασιλιάς της Αυτοκρατορίας, και οι δύο βασιλείς μετακινήθηκαν στη Μακεδονία. Ο Αντίγονος έγινε στρατηγός της Ασίας και παρέμεινε υπεύθυνος της Φρυγίας, Λυκίας και Παμφυλίας, ενώ πρόσθεσε και τη Λυκαονία στις κτήσεις του. Ο Πτολεμαίος διατήρησε την Αίγυπτο, ο Λυσίμαχος τη Θράκη, ενώ στους τρεις φονείς του Περδίκκα, τους Σέλευκο, Πείθωνα και Αντιγένη, δόθηκαν οι επαρχίες της Βαβυλωνίας, Μηδίας και Σουσιανής αντίστοιχα. Ο Αρριδαίος, πρώην αντιβασιλιάς, έλαβε την Ελλησποντική Φρυγία. Ο Αντίγονος ανέλαβε το καθήκον να εκτοπίσει τον Ευμένη, πρώην υποστηρικτή του Περδίκκα. Στην πράξη ο Αντίπατρος διατήρησε για τον εαυτό του τον έλεγχο στην Ευρώπη, ενώ ο Αντίγονος, ως στρατηγός της Ανατολής, κατείχε όμοια θέση στην Ασία.

Αν και ο Πρώτος Πόλεμος τελείωσε με το τέλος του Περδίκκα, οι οπαδοί του συνέχισαν. Ο Ευμένης ήταν ακόμη ελεύθερος με έναν νικηφόρο στρατό στη Μικρά Ασία. Το ίδιο και ο Αλκέτας, ο Άτταλος, ο Δόκιμος και ο Πολέμων, οι οποίοι είχαν επίσης συγκεντρώσει τον στρατό τους στη Μικρά Ασία. Το 319 π.Χ. ο Αντίγονος, αφού έλαβε ενισχύσεις από τον Ευρωπαϊκό στρατό του Αντίπατρου, εκστράτευσε πρώτος εναντίον του Ευμένη (βλέπε μάχη της Ορκυνίας) και μετά εναντίον των ενωμένων δυνάμεων των Αλκέτα, Άτταλου, Δόκιμου και Πολέμωνα (βλέπε μάχη της Κρητόπολης), νικώντας τους όλους.

Οι διοικητικές περιοχές των διαδόχων του Αλεξάνδρου Γ΄.

Β΄ Πόλεμος των Διαδόχων, 318-315 π.Χ.[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ένας άλλος πόλεμος ξέσπασε σύντομα μεταξύ των διαδόχων. Στις αρχές του 318 π.Χ. ο Αρριδαίος κυβερνήτης της Ελλησποντικής Φρυγίας, προσπάθησε να καταλάβει την Κύζικο. Ο Αντίγονος, ως στρατηγός της Ασίας, το θεώρησε προσβολή στην εξουσία του και κάλεσε τον στρατό του από τις χειμερινές τους διαμονές. Έστειλε έναν στρατό εναντίον του Αρριδαίου, ενώ ο ίδιος βάδισε με τον κύριο στρατό του στη Λυδία εναντίον του κυβερνήτη της Κλείτου, τον οποίο εκτόπισε από την επαρχία του.

Ο Κλείτος διέφυγε στη Μακεδονία και ενώθηκε με τον Πολυπέρχοντα τον νέο επιμελητή (αντιβασιλιά) της Αυτοκρατορίας, που αποφάσισε να βαδίσει με τον στρατό του νότια για να αναγκάσει τις Ελληνικές πόλεις να πάρουν το μέρος του, εναντίον του Κάσσανδρου και του Αντίγονου. Ο Κάσσανδρος, ενισχυμένος με στρατό και έναν στόλο από τον Αντίγονο, απέπλευσε για την Αθήνα και εμπόδιζε τις προσπάθειες του Πολυπέρχοντα να καταλάβει την πόλη. Από την Αθήνα ο Πολυπέρχων βάδισε στη Μεγαλόπολη, που είχε πάρει το μέρος του Κασσάνδρου και πολιόρκησε την πόλη. Η πολιορκία απέτυχε και ο Πολυπέρχων έπρεπε να αποσυρθεί, χάνοντας πολύ από το κύρος του και τις πιο πολλές από τις Ελληνικές πόλεις. Τελικά ο Πολυπέρχων αποσύρθηκε στην Ήπειρο με το βρέφος βασιλιά Αλέξανδρο Ε΄. Εκεί ενώθηκε με τις δυνάμεις της Ολυμπιάδας, μητέρας του Αλεξάνδρου Γ΄, και μπόρεσε να εισβάλει ξανά στη Μακεδονία. Ο βασιλιάς Φίλιππος Γ¨ Αρριδαίος, ετεροθαλής αδελφός του Αλεξάνδρου Γ΄, έχοντας αυτομολήσει στην πλευρά του Κασσάνδρου, με την προτροπή της συζύγου του Ευρυδίκης, αναγκάστηκε να φύγει, όμως στην Αμφίπολη αιχμαλωτίστηκε. Αυτός εκτελέστηκε και η σύζυγός του εξαναγκάστηκε να γίνει αυτόχειρας· και οι δύο θάνατοι υποτίθεται ότι υποκινήθηκαν από την Ολυμπιάδα. Ο Κάσσανδρος ανασυντάχθηκε ακόμη μία φορά και κατέλαβε τη Μακεδονία. Η Ολυμπιάδα σκοτώθηκε και ο Κάσσανδρος ανέλαβε τον έλεγχο του βρέφους βασιλιά και της μητέρας του. Τελικά ο Κάσσανδρος έγινε η κυρίαρχη δύναμη στο Ευρωπαϊκό μέρος της Αυτοκρατορίας, εξουσιάζοντας στη Μακεδονία και σε μεγάλα μέρη της υπόλοιπης Ελλάδας.

Εν τω μεταξύ ο Ευμένης, που είχε συγκεντρώσει έναν μικρό στρατό στην Καππαδοκία, συνασπίστηκε με τον Πολυπέρχοντα και την Ολυμπιάδα. Πήγε με τον στρατό του στο βασιλικό θησαυροφυλάκιο στα Κύινδα της Κυλικίας, όπου χρησιμοποίησε τα χρήματα για να στρατολογήσει μισθοφόρους. Επίσης εξασφάλισε την πίστη 6000 βετεράνων του Αλεξάνδρου Γ΄, των Αργυράσπιδων και των Υπάσπιδων, που στάθμευαν στην Κιλικία. Την άνοιξη του 317 π.Χ. οδήγησε τον στρατό του στη Φοινίκη και ξεκίνησε να μαζεύει μία ναυτική δύναμη για να υποστηρίξει τον Πολυπέρχοντα. Ο Αντίγονος πέρασε το υπόλοιπο του 318 π.Χ. παγιώνοντας τη θέση του και συγκεντρώνοντας στόλο. Μετά χρησιμοποίησε τον στόλο του (υπό τη διοίκηση του Νικάνωρα, που είχε επιστρέψει από την Αθήνα) εναντίον του στόλου του Πολυπέρχοντα στον Ελλήσποντο. Σε μία διάρκειας δύο ημερών μάχη κοντά στο Βυζάντιο, ο Νικάνωρας και ο Αντίγονος κατέστρεψαν τον στόλο του Πολυπέρχοντα. Έπειτα, αφού τακτοποίησε τις υποθέσεις του στη δυτική Μικρά Ασία, ο Αντίγονος βάδισε εναντίον του Ευμένη ως επικεφαλής ενός μεγάλου στρατού. Ο Ευμένης έσπευσε να φύγει από τη Φοινίκη και βάδισε με τον στρατό του ανατολικά, για να μαζέψει υποστήριξη από τις ανατολικές επαρχίες. Ήταν επιτυχής σε αυτό, καθώς οι περισσότεροι σατράπες στην ανατολή τον ακολούθησαν (όταν έφθασε στη Σουσιανή) και έτσι υπερδιπλασίασε τον στρατό του. Βάδισαν στη Μεσοποταμία, τη Βαβυλωνία, τη Σουσιανή και τη Μηδία, ώσπου αντίκρυσαν ο ένας τον άλλο σε ένα πεδίο στην επαρχία της Παραιτακηνής, στη νότια Μηδία. Εκεί πολέμησαν σε μία μεγάλη μάχη, τη Μάχη της Παραιτακηνής, που τελείωσε ισόρροπα. Το επόμενο έτος 315 συγκρούστηκαν σε μία άλλη μεγάλη μάχη, τη Μάχη της Γαβιηνής, επίσης με αμφίρροπο αποτέλεσμα, κατά την οποία μερικοί από τους στρατιώτες του Αντίγονου λεηλάτησαν το εχθρικό στρατόπεδο. Χρησιμοποιώντας τα λάφυρα ως μέσο διαπραγμάτευσης, ο Αντίγονος χρημάτισε τους Αργυράσπιδες, που συνέλαβαν και του παρέδωσαν τον Ευμένη. Ο Αντίγονος εκτέλεσε τον Ευμένη και δύο αξιωματικούς εκείνου. Με το τέλος του Ευμένη, ο πόλεμος στο ανατολικό μέρος της Αυτοκρατορίας έπαυσε.

Ο Αντίγονος και ο Κάσσανδρος είχαν κερδίσει τον πόλεμο. Ο Αντίγονος ήλεγχε τη Μικρά Ασία και τις ανατολικές επαρχίες, ο Κάσσανδρος ήλεγχε τη Μακεδονία και μεγάλα τμήματα της Ελλάδας, ο Λυσίμαχος τη Θράκη και ο Πτολεμαίος την Αίγυπτο, Συρία, Κυρήνη και Κύπρο. Οι εχθροί τους ήταν νεκροί ή με σοβαρά μειωμένη δύναμη και επιρροή.

Ο Ευμένης ο Καρδιανός μάχεται με τον Νεοπτόλεμο. Χαλκογραφία του 1878.

Γ΄ Πόλεμος των Διαδόχων, 314-311 π.Χ.[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αν και η εξουσία του έμοιαζε σύγουρη μετά τη νίκη του επί του Ευμένη, οι ανατολικές δυναστείες ήταν απρόθυμες να δουν τον Αντίγονο κυβερνήτη όλης της Ασίας. Το 314 π.Χ. απαίτησαν από τον Αντίγονο να παραχωρήσει τη Λυκία και την Καππαδοκία στον Κάσσανδρο, την Ελλησποντική Φρυγία στον Λυσίμαχο, όλη τη Συρία στον Πτολεμαίο, τη Βαβυλωνία στον Σέλευκο και να μοιραστεί τους θησαυρούς που είχε καταλάβει. Η μόνη απάντηση του Αντίγονου ήταν ότι τους συμβουλεύει να είναι έτοιμοι για πόλεμο. Στον πόλεμο αυτόν ο Αντίγονος αντιμετώπισε μία συμμαχία των Πτολεμαίου (με τον Σέλευκο στην υπηρεσία του), Λυσίμαχου και Κάσσανδρου. Στην αρχή της εποχής της εκστρατείας το 314 π.Χ. ο Αντίγονος εισέβαλε στη Συρία και τη Φοινίκη, οι οποίες ήταν υπό τον έλεγχο του Πτολεμαίου, και πολιόρκησε την Τύρο. Ο Κάσσανδρος και ο Πτολεμαίος άρχισαν να υποστηρίζουν τον Άσανδρο σατράπη της Καρίας εναντίον του Αντιγόνου, που διοικούσε τις γειτονικές περιοχές της Λυκίας, Λυδίας και Μεγάλης Φρυγίας. Τότε ο Αντίγονος έστειλε τον Αριστόδημο με 1000 τάλαντα στην Πελοπόννησο να στρατολογήσει μισθοφόρους για να πολεμήσει τον Κάσσανδρο, συμμάχησε με τον Πολυπέρχοντα που ήλεγχε ακόμη μέρη της Πελοποννήσου, και διακήρυξε την ελευθερία των Ελλήνων για να τους πάρει με το μέρος του.

Επίσης έστειλε τον ανιψιό του Πτολεμαίο με στρατό δια μέσου της Καππαδοκίας στον Ελλήσποντο για να αποκόψει τον Άσανδρο από τους Λυσίμαχο και Κάσσανδρο. Ο Πτολεμαίος ήταν επιτυχής, εξασφαλίζοντας τα βορειοδυτικά της Μικράς Ασίας για τον Αντίγονο, καθώς εισέβαλε στην Ιωνία/Λυδία και συγκράτησε τον Άσανδρο στην Καρία, αλλά δεν μπόρεσε να εκβάλει τον αντίπαλό του από τη σατραπεία εκείνου. Τελικά ο Αντίγονος αποφάσισε να εκστρατεύσει εναντίον του ίδιου του Ασάνδρου, αφήνοντας τον μεγαλύτερο γιο του Δημήτριο να προστατεύει τη Συρία και τη Φοινίκη εναντίον του Πτολεμαίου. Ο Πτολεμαίος και ο Σέλευκος εισέβαλαν από την Αίγυπτο και νίκησαν τον Δημήτριο στη μάχη της Γάζας (312 π.Χ.). Έπειτα από τη μάχη, ο Σέλευκος πήγε ανατολικά και εξασφάλισε τον έλεγχο της Βαβυλώνας (της παλιάς του σατραπείας) και μετά πήγε να εξασφαλίσει τις ανατολικές σατραπείες της Αυτοκρατορίας του Αλεξάνδρου Γ΄.

Ο Αντίγονος, έχοντας νικήσει τον Άσανδρο, έστειλε τους ανιψιούς του Τελεσφόρο και Πτολεμαίο στην Ελλάδα να πολεμήσουν τον Κάσσανδρο, ενώ ο ίδιος επέστρεψε στη Συρία/Φοινίκη, εκτοπίζοντας τον Πτολεμαίο Α΄ και έστειλε τον Δημήτριο ανατολικά να φροντίσει τον Σέλευκο. Αν και ο Αντίγονος τώρα κατέληξε σε συμβιβασμό ειρήνης με τους Πτολεμαίο, Λυσίμαχο και Κάσσανδρο, συνέχισε τον πόλεμο με τον Σέλευκο, προσπαθώντας να ανακτήσει τον έλεγχο των ανατολικών εσχατιών της Αυτοκρατορίας. Παρά το ότι πήγε ανατολικά ο ίδιος το 310 π.Χ., δεν μπόρεσε να νικήσει τον Σέλευκο (μάλιστα έχασε μία μάχη με αυτόν) και έπρεπε να εγκαταλείψει τις ανατολικές σατραπείες.

Τότε περίπου ο Κάσσανδρος σκότωσε τον νεαρό Αλέξανδρο Δ΄ και τη μητέρα εκείνου Ρωξάνη. Έτσι η δυναστεία των Αργεαδών, που κυβέρνησε τη Μακεδονία για αιώνες, εξέλιπε. Προς το παρόν όλοι οι στρατηγοί συνέχιζαν να αναγνωρίζουν τον αποβιώσαντα Αλέξανδρο Δ΄ ως βασιλιά, μια και ο Κάσσανδρος δεν είχε δημόσια ανακοινώσει τους θανάτους, αλλά φαινόταν καθαρά ότι κάποια στιγμή ένας ή όλοι τους θα διεκδικούσαν τη βασιλεία.

Στο τέλος του πολέμου υπήρχαν πέντε Διάδοχοι εναπομείναντες: ο Κάσσανδρος στη Μακεδονία και Θεσσαλία, ο Λυσίμαχος στη Θράκη, ο Αντίγονος στη Μικρά Ασία, Συρία και Φοινίκη, ο Σέλευκος στις ανατολικές επαρχίες και ο Πτολεμαίος στην Αίγυπτο και την Κύπρο. Κάθε ένας από αυτούς κυβερνούσε ως βασιλιάς (σε όλα εκτός από το όνομα).

Ο Βαβυλωνιακός Πόλεμος, 311-309 π.Χ.[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Βαβυλωνιακός Πόλεμος είναι η σύγκρουση το διάστημα 311-309 π.Χ. μεταξύ του Αντιγόνου Α΄ Μονόφθαλμου της Μακεδονίας και του Σελεύκου Α΄ Νικάτωρα, που τελείωσε με νίκη του δεύτερου. Η σύρραξη έπαυσε κάθε πιθανότητα αποκατάστασης της Αυτοκρατορίας του Αλεξάνδρου του Μεγάλου, αποτέλεσμα που επιβεβαιώθηκε στη μάχη της Ιψού.

Τα βασίλεια των διαδόχων μετά τη μάχη της Ιψού το 301 π.Χ.: Κασσάνδρου, Λυσιμάχου, Σελεύκου Α΄, Πτολεμαίου Α΄.

Δ΄ Πόλεμος των Διαδόχων, 308-301 π.Χ.[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σύντομα ο πόλεμος ξεκίνησε πάλι. Ο Πτολεμαίος επέκτεινε την εξουσία του στο Αιγαίο και την Κύπρο, ενώ ο Σέλευκος ταξίδευσε στην ανατολή για να παγιώσει τον έλεγχό του στις αχανείς ανατολικές επαρχίες της Αυτοκρατορίας του Αλεξάνδρου. Ο Αντίγονος ανανέωσε τον πόλεμο, στέλνοντας τον γιο του Δημήτριο να ανακτήσει τον έλεγχο της ηπειρωτικής Ελλάδας. Το 307 κατέλαβε την Αθήνα, εκτοπίζοντας τον Δημήτριο τον Φαληρέα, κυβερνήτη που είχε θέσει ο Κάσσανδρος, και ανακηρύσσοντας την πόλη ελεύθερη πάλι. Τώρα ο Δημήτριος έστρεψε την προσοχή του στον Πτολεμαίο, εισβάλοντας στην Κύπρο και νικώντας τον στόλο του Πτολεμαίου στη ναυμαχία της Σαλαμίνας Κύπρου (306 π.Χ.). Έπειτα από τη νίκη ο Αντίγονος και ο Δημήτριος έλαβαν το στέμμα και σύντομα ακολουθήθηκαν από τους Πτολεμαίο, Σέλευκο, Λυσίμαχο και τελικά τον Κάσσανδρο.

Το 306 ο Αντίγονος προσπάθησε να εισβάλει στην Αίγυπτο, αλλά καταιγίδες εμπόδισαν τον στόλο του Δημητρίου να του φέρει προμήθειες και έτσι αναγκάστηκε να επιστρέψει σπίτι του. Τώρα με τον Κάσσανδρο και τον Πτολεμαίο αδύναμους, και τον Σέλευκο να κατέχει ακόμη την ανατολή, ο Αντίγονος και ο Δημήτριος έστρεψαν την προσοχή τους στη Ρόδο, που πολιορκήθηκε από τον στρατό του Δημητρίου το 305 π.Χ. Το νησί είχε ενισχυθεί από στρατό των Πτολεμαίου, Λυσίμαχου και Κασσάνδρου. Τελικά οι Ρόδιοι έφθασαν σε συμβιβασμό με τον Δημήτριο: θα υποστήριζαν τον Αντίγονο και τον Δημήτριο εναντίον όλων των εχθρών, σώζοντας τον μεγάλο σύμμαχό τους Πτολεμαίο. Ο Πτολεμαίος πήρε τον τίτλο του Σωτήρα για τον ρόλο του στην εμπόδιση της πτώσης της Ρόδου, αλλά η νίκη ήταν τελικά του Δημητρίου, καθώς αυτή του άφησε τα χέρια ελεύθερα για να επιτεθεί στον Κάσσανδρο στην Ελλάδα. Ο Δημήτριος επέστρεψε στην Ελλάδα, νίκησε τον Κάσσανδρο και δημιούργησε μία νέα Ελληνική Ομοσπονδία, με τον ίδιο στρατηγό, για να υπερασπιστεί τις Ελληνικές πόλεις από όλους τους εχθρούς (και ιδιαίτερα τον Κάσσανδρο).

Μπροστά σε αυτές τις καταστροφές ο Κάσσανδρος ζήτησε ειρήνη, αλλά ο Αντίγονος την απέρριψε και ο Δημήτριος εισέβαλε στη Θεσσαλία, όπου ενεπλάκη σε αμφίρροπες συμπλοκές με τον Κάσσανδρο. Αλλά τώρα ο Κάσσανδρος κάλεσε ενίσχυση από τους συμμάχους του: ο Λυσίμαχος εισέβαλε στη Μικρά Ασία και ανάγκασε τον Δημήτριο να αφήσει τη Θεσσαλία και να στείλει τον στρατό του στη Μικρά Ασία για να συνδράμει τον πατέρα του. Με τη βοήθεια του Κασσάνδρου, ο Λυσίμαχος διέσχισε το μεγαλύτερο μέρος της ανατολικής Μικράς Ασίας, αλλά σύντομα (το 301 π.Χ.) απομοώθηκε από τον Αντίγονο και τον Δημήτριο κοντά στην Ιψό. Εδώ ήρθε η αποφασιστική παρέμβαση του Σέλευκου, που έφθασε έγκαιρα για να σώσει τον Λυσίμαχο από την καταστροφή και να συντρίψει ολικά τον Αντίγονο στη μάχη της Ιψού. Ο Αντίγονος σκοτώθηκε στη μάχη και ο Δημήτριος διέφυγε πίσω στην Ελλάδα, προσπαθώντας να διατηρήσει τα λείψανα της εξουσίας του εκεί. Ο Λυσίμαχος και ο Σέλευκος διαίρεσαν τα Ασιατικά εδάφη του Αντιγόνου μεταξύ τους: ο Λυσίμαχος έλαβε τη δυτική Μικρά Ασία και ο Σέλευκος την υπόλοιπη, εκτός της Κυλικίας και της Καρίας, που πήαν στον αδελφό του Κασσάνδρου, τον Πλείσταρχο.

Ο αγώνας για τη Μακεδονία, 298-285 π.Χ.[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα γεγονότα των επόμενων 15 ετών περιστρέφονται γύρω από δολοπλοκίες για τον έλεγχο της Μακεδονίας της ίδιας. Ο Κάσσανδρος απεβίωσε το 298 π.Χ. και οι γιοί του Αντίπατρος Β΄ και Αλέξανδρος Ε΄ αποδείχθηκαν αδύναμοι. Έπειτα από φιλονικία με τον αδελφό του, ο Αλέξανδρος Ε΄ κάλεσε τον Δημήτριο, που διατηρούσε τον έλεγχο της Κύπρου, της Πελοποννήσου και πολλών νησιών του Αιγαίου και που είχε γρήγορα καταλάβει την Κιλικία και τη Λυκία από τον αδελφό του Κάσσανδρου, όπως το ίδιο έκανε και ο Πύρρος της Ηπείρου. Αφού ο Πύρρος παρενέβη για να καταλάβει τη συνοριακή περιοχή της Αμβρακίας, ο Δημήτριος εισέβαλε, σκότωσε τον Αλέξανδρο και ανέλαβε τον έλεγχο της Μακεδονίας για τον εαυτό του (294 π.Χ.). Ενόσω ο Δημήτριος παγίωνε την εξουσία του στην ηπειρωτική Ελλάδα, τα συνοριακά εδάφη του κατελήφθησαν από τον Λυσίμαχο (που είχε ανακαταλάβει τη δυτική Μικρά Ασία), τον Σέλευκο (που κατείχε το μεγαλύτερο μέρος της Κιλικίας) και τον Πτολεμαίο (που είχε ανακτήσει την Κύπρο, την ανατολική Κιλικία και τη Λυκία).

Σύντομα ο Δημήτριος εκτοπίστηκε από τη Μακεδονία από μία εξέγερση, που την υποστήριζε η συμμαχία του Λυσίμαχου με τον Πύρρο, οι οποίοι διαίρεσαν το βασίλειο μεταξύ τους, αφήνοντας την υπόλοιπη Ελλάδα υπό τον έλεγχο τού γιου του Αντίγονου Β΄ Γονατά. Ο Δημήτριος ξεκίνησε μία εισβολή στα ανατολικά το 287 π.Χ. Αν και αρχικά είχε επιτυχία, ο Δημήτριος τελικά αιχμαλωτίστηκε από τον Σέλευκο το 286 π.Χ. και ήπιε έως θανάτου δύο έτη μετά.

Ο ανταγωνισμός του Λυσίμαχου και του Σέλευκου, 285-281 π.Χ.[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αν και ο Λυσίμαχος και ο Πύρρος είχαν συνεργαστεί στο να εκδιώξουν τον Αντίγονο Β΄ Γονατά από τη Θεσσαλία και την Αθήνα, στην αιχμαλωσία του Δημητρίου διαφώνησαν και ο Λυσίμαχος εκδίωξε τον Πύρρο από το μερίδιό του στη Μακεδονία.

Δυναστικοί αγώνες υπήρχαν επίσης στην Αίγυπτο, όπου ο Πτολεμαίος Α΄ αποφάσισε να κάνει τον νεότερο γιο του Πτολεμαίο Β΄ Φιλάδελφο διάδοχό του και όχι τον πρεσβύτερο Πτολεμαίο Κεραυνό. Τότε ο Κεραυνός διέφυγε στον Σέλευκο Α΄, απεβίωσε όμως ειρηνικά στην κλίνη του το 282 π.Χ. και ο Φιλάδελφος τον διαδέχθηκε.

Σύντομα ο Λυσίμαχος έκανε το μοιραίο λάθος να σκοτώσει τον γιο (από την 1η σύζυγό του) Αγαθοκλή, επειδή έτσι το είπε η 2η σύζυγός του Αρσινόη Β΄ το 282 π.Χ. Τότε η χήρα του Αγαθοκλή, η Λυσάνδρα, διέφυγε στον Σέλευκο Α΄, ο οποίος έκανε τώρα πόλεμο εναντίον του Λυσίμαχου. Ο Σέλευκος Α΄, αφού διόρισε τον γιο του Αντίοχο διοικητή των Ασιατικών εδαφών, νίκησε και σκότωσε τον Λυσίμαχο στη μάχη του Κουροπεδίου στη Λυκία το 281 π.Χ. Αλλά ο Σέλευκος Α΄ δεν έζησε για να χαρεί τον θρίαμβό του για πολύ· σχεδόν αμέσως δολοφονήθηκε από τον Πτολεμαίο Κεραυνό για άγνωστο λόγο.

Η επιδρομές των Γαλατών και η εγκατάστασή τους, 280-275 π.Χ.[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Πτολεμαίος Κεραυνός δεν θα απολάμβανε την εξουσία στη Μακεδονία για πολύ. Το τέλος του Λυσιμάχου άφησε το σύνορο στον Δούναβη ανοικτό σε βαρβαρικές επιδρομές και σύντομα φυλές Γαλατών διέτρεξαν την Ελλάδα εισβάλοντας στη Μικρά Ασία. Ο Πτολεμαίος Κεραυνός σκοτώθηκε από τους εισβολείς, και έπειτα από μερικά έτη χάους, ο Αντίγονος Β΄ Γονατάς (γιος του Δημητρίου Α΄) αναδύθηκε ως βασιλιάς της Μακεδονίας. Στην Ασία ο γιος του Σελεύκου Α΄, ο Αντίοχος Α΄, επίσης κατάφερε να νικήσει τους Γαλάτες εισβολείς, που εγκαταστάθηκαν στην κεντρική Μικρά Ασία, σε μέρος της ανατολικής Φρυγίας, που από τότε έμεινε γνωστή ως Γαλατία.

Τώρα, έπειτα από 50 έτη από το τέλος του Αλεξάνδρου, αποκαταστάθηκε κάποιο είδος τάξης. Ο Πτολεμαίος Α΄ κυβερούσε την Αίγυπτο, τη νότια Συρία (τη λεγόμενη Κοίλη Συρία) και διάφορες περιοχές της νότιας ακτής της Μικράς Ασίας. Ο Αντίοχος Α΄ κυβερνούσε τις αχανείς Ασιατικές περιοχές της Αυτοκρατορίας, ενώ η Μακεδονία και η υπόλοιπη Ελλάδα (εκτός της Αιτωλικής Συμπολιτείας) περιήλθε στον Αντίγονο Β΄.

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]


Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Shipley, Graham (2000) The Greek World After Alexander. Routledge History of the Ancient World. (Routledge, Νέα Υόρκη)
  • Walbank, F. W. (1984) The Hellenistic World, The Cambridge Ancient History, volume VII. part I. (Κέιμπριτζ)
  • Waterfield, Robin (2011). Dividing the Spoils - The War for Alexander the Great’s Empire (hardback). Νέα Υόρκη: Oxford University Press. σελ. 273. ISBN 978-0-19-957392-9.