Πρώτος Κρητικός Πόλεμος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Πρώτος Κρητικός Πόλεμος
Ιστορικός χάρτης της Ελλάδας, κατά το 200 π.Χ.
Χρονολογία205 π.Χ. - 200 π.Χ.
ΤόποςΚρήτη, Ρόδος, ηπειρωτική Ελλάδα, Μικρά Ασία και Αιγαίο Πέλαγος
ΈκβασηΝίκη της Ρόδου
Αντιμαχόμενοι
Ηγετικά πρόσωπα

Ο Πρώτος Κρητικός Πόλεμος ήταν πόλεμος μεταξύ του 205 και 200 ​​π.Χ. που έφερε αντιμέτωπους τον βασιλιά της Μακεδονίας Φίλιππο Ε΄, την Αιτωλική Συμπολιτεία, πολυάριθμες πόλεις της Κρήτης (από τις οποίες οι πιο αξιόλογες ήταν οι πόλεις Ολούς και Ιεράπυτνα) και τη Σπάρτη από τη μία πλευρά, με τις δυνάμεις της Ρόδου από την άλλη, με την οποία αργότερα συμμάχησε ο Άτταλος Α΄ της Περγάμου, το Βυζάντιο, η Κύζικος, η Αθήνα και η Κνωσός.

Το 205 π.Χ., ολοκληρώθηκε ο Πρώτος Μακεδονικός Πόλεμος ενάντια στη Ρώμη. Επιθυμώντας να πάρει τον έλεγχο του συνόλου του ελληνικού κόσμου και επωφελούμενος του γεγονότος ότι οι Ρωμαίοι ήταν απασχολημένοι σε πόλεμο κατά της Καρχηδόνας, ο Φίλιππος συμμάχησε με την Αιτωλική Συμπολιτεία και τη Σπάρτη με στόχο την υποταγή της Ρόδου, της κυριότερης αντιπάλου του. Συμμάχησε επίσης και με αρκετές σημαντικές κρητικές πόλεις, ανάμεσα στις οποίες η Ιεράπυτνα και η Ολούς.[1] Με τον στόλο και την οικονομία των Ροδίων κατεστραμμένα από τη δραστηριότητα του σπαρτιατικού στόλου, ο Φίλιππος υπολόγιζε πως θα νικούσε εύκολα. Προκειμένου να επιτύχει ευκολότερα τους στόχους του, συμμάχησε επίσης με τον βασιλιά των Σελευκιδών, Αντίοχο Γ΄ τον Μέγα, ενάντια στον βασιλιά της πτολεμαϊκής Αιγύπτου, Πτολεμαίο Ε΄. Έχοντας ολοκληρώσει τις προετοιμασίες αυτές, ο Φίλιππος επιτέθηκε κατά πόλεων της Θράκης και της Προποντίδα που ήταν σύμμαχοι της Ρόδου και του Πτολεμαίου. Το 202 π.Χ., η Ρόδος και οι σύμμαχοί της, Πέργαμος, Κύζικος και Βυζάντιο, ένωσαν τους στόλους τους και νίκησαν τον Φίλιππο στη Ναυμαχία της Χίου. Λίγους μήνες μετά, ο μακεδονικός στόλος με τη σειρά του αναδείχτηκε νικητής στη Ναυμαχία της Λάδης. Όσο όμως ο Φίλιππος ήταν απασχολημένος με τις στρατιωτικές επιχειρήσεις στα εδάφη της Περγάμου, ο βασιλιάς της, Άτταλος Α΄, μετέβη στην Αθήνα προκειμένου να προκαλέσει αντιπερισπασμό. Πέτυχε να έρθει σε συμφωνία με τους Αθηναίους, οι οποίοι κήρυξαν αμέσως τον πόλεμο στον Φίλιππο, ο οποίος επιτέθηκε κατά της Αθήνας με τον στόλο και το πεζικό του. Στο μεταξύ, οι Ρωμαίοι τον προειδοποίησαν πως αν δεν απέσυρε τις δυνάμεις του θα εμπλέκονταν και πάλι στη διαμάχη. Ο Φίλιππος γνώρισε νέα ήττα από τον συνασπισμένο στόλο των Ροδίων και της Περγάμου, αφού όμως πρώτα κατέλαβε την Άβυδο, πόλη του Ελλησπόντου. Η πόλη έπεσε μετά από μακρά πολιορκία και η πλειονότητα των κατοίκων της αυτοκτόνησε.

Επιτιθέμενος και πάλι κατά της Αθήνας το 200 π.Χ., ο Φίλιππος απέρριψε de facto το τελεσίγραφο των Ρωμαίων που τον προειδοποιούσε να σταματήσει να επιτίθεται κατά των πόλεων της νότιας Ελλάδας. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την είσοδο της Ρώμης στον πόλεμο την ίδια χρονιά. Με τον τρόπο αυτό ο Κρητικός Πόλεμος φτάνει στο τέλος του, παραχωρώντας τη θέση του στον Δεύτερο Μακεδονικό Πόλεμο, ο οποίος ολοκληρώθηκε το 197 π.Χ. με τη συντριπτική νίκη των Ρωμαίων στις Κυνός Κεφαλές. Οι όροι της Συνθήκης των Τεμπών ήταν ιδιαίτερα αυστηροί, καθώς ο Φίλιππος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει όλες τις πόλεις της νότιας Ελλάδας που είχε υπό την κατοχή του, να παραδώσει ολόκληρο τον στόλο του, να αποστείλει τον γιο του, Δημήτριο, στη Ρώμη ως όμηρο και να πληρώσει μια τεράστια πολεμική αποζημίωση.

Ιστορικό υπόβαθρο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 205 π.Χ., ο Πρώτος Μακεδονικός Πόλεμος έλαβε τέλος με τη Συνθήκη της Φοινίκης, αφού είχε παρεμποδίσει την επέκταση του μακεδονικού κράτους προς τα δυτικά. Ακολούθως, η Ρώμη ενεπλάκη σε πόλεμο με την Καρχηδόνα και ο Φίλιππος Ε΄ ήλπισε να επωφεληθεί από την κατάσταση για να πάρει υπό τον έλεγχό του το σύνολο του υπόλοιπου ελληνικού κόσμου. Έτσι, ο Μακεδόνας μονάρχης έστρεψε τις φιλοδοξίες του προς την Ανατολή, και συγκεκριμένα προς το Αιγαίο Πέλαγος, ξεκινώντας την κατασκευή ενός πολύ αξιόλογου στόλου.[2] Γνώριζε, επίσης, πως η σύναψη συμμαχίας με κρητικές πόλεις θα τον βοηθούσε στους στόχους του.[1] Έχοντας νικήσει την Πέργαμο και δημιουργήσει συμμαχία με τους Αιτωλούς, δεν είχε στον υπόλοιπο ελληνικό χώρο άλλες ισχυρές δυνάμεις να του εναντιωθούν πέρα από τη Ρόδο. Η τελευταία ήταν την εποχή εκείνη ένα νησιωτικό κράτος το οποίο εξουσίαζε τη νοτιοανατολική Μεσόγειο, τόσο στρατιωτικά όσο και οικονομικά. Μέχρι την εποχή εκείνη η Ρόδος ήταν φιλικά προσκείμενη προς τον Φίλιππο, ωστόσο ήταν επίσης και σύμμαχος της Ρώμης, εχθρού της Μακεδονίας.[1]

Νόμισμα με τη μορφή του Φιλίππου Ε΄, βασιλιά της Μακεδονίας

Η Κρήτη από την πλευρά της ήταν διαιρεμένη μετά τον Πόλεμο της Λύττου, το 220 π.Χ. Η σύρραξη αυτή είχε προκαλέσει τη διπλωματική ρήξη ανάμεσα σε πολλές πόλεις του νησιού, ενώ είχε γεννήσει και συμμαχίες, ισχυρότερες από τις οποίες ήταν εκείνη με επίκεντρο την Κνωσσό (σύμμαχο της Ρόδου και των Αιτωλών) και εκείνη με επίκεντρο τη Γόρτυνα (σύμμαχο του Φιλίππου, της Αχαϊκής Συμπολιτείας και της Λύττου). Ωστόσο, στο εσωτερικό της δεύτερης ξέσπασε εμφύλια διαμάχη ανάμεσα στους υποστηρικτές της Κνωσσού και στους εχθρούς της. Τελικά οι πρώτοι υπερίσχυσαν, επιτρέποντας τη δημιουργία συμμαχίας ανάμεσα στις δύο πόλεις, η οποία κυριάρχησε στο νησί, με εξαίρεση την περιοχή της Λύττου,[3] εχθρική προς την πολιτική τους. Μαζί τους ήρθαν και οι πόλεις Πολυρρήνια και Λάππα. Οι πόλεις αυτές ήρθαν σε επαφή με τον Φίλιππο Ε', ο οποίος επωφελήθηκε της περίστασης για να ασκήσει επιρροή σε ένα νησί με στρατηγική σημασία για την κυριαρχία του στο Αιγαίο.[1] Μεγάλο μέρος του νησιού περνά πλέον στα χέρια του Φιλίππου και, το 216 π.Χ., οι Κρητικοί τον αναγνωρίζουν «προστάτη της Κρήτης».[4][5] Κατά πάσα πιθανότητα αυτή είναι η περίοδος κατά την οποία οι πόλεις της Κρήτης οργανώθηκαν σε ένα «Κοινόν», μια συμπολιτεία δηλαδή, στο εσωτερικό του οποίου κυριαρχούν η Γόρτυνα και η Κνωσσός. Η συμπολιτεία αυτή περιελάμβανε ένα συμβούλιο και μια λαϊκή εκκλησία, τα οποία κυρίως συγκαλούνταν στην Κνωσσό. Φαίνεται πως στα πλαίσια του Κοινού έγινε προσπάθεια δημιουργίας νόμων και ρύθμισης των σχέσεων μεταξύ των κρητικών πόλεων προκειμένου να διατηρηθεί η ειρήνη. Έκτοτε, το Κοινόν αποτελεί εργαλείο στα σχέδια του Φιλίππου για κυριαρχία στο Αιγαίο.[6]

Δραστηριότητες των Κρητών και ξέσπασμα του πολέμου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πιστεύεται πως η Ρόδος είχε επωμιστεί απο την Πέργαμο και τη Ρώμη το καθήκον της «αστυνόμευσης» των ελληνικών θαλασσών κατά τον 3ο αιώνα. Η πολιτική αυτή είχε σαν πρωταρχικό στόχο την καταπολέμηση της «πειρατείας» στην ανοιχτή θάλασσα.[7] Η σχετική ηρεμία που επικρατεί στο νησί βοηθά την τάξη των εμπόρων να ευημερεί και είναι εκείνη που εξωθεί το νησί στην «αστυνόμευση» των θαλασσών ώστε να προστατεύονται οι εμπορικές δραστηριότητες.[8]

Σύμφωνα με τον Διόδωρο, οι Κρήτες ξεκίνησαν τις δραστηριότητες χρησιμοποιώντας επτά πλοία. Πρόκειται για έναν αποκλεισμό στην ανοιχτή θάλασσα, ενάντια σε εμπορικά κυρίως πλοία κατευθυνόμενα δυτικά. Το γεγονός ότι ο Φίλιππος ασκούσε μεγάλη επιρροή στο νησί της Κρήτης, μας επιτρέπει να πιστεύουμε πως ο βασιλιάς της Μακεδονίας δεν ήταν αμέτοχος στις δραστηριότητες αυτές, που έπλητταν ευθέως τα συμφέροντα της Ρόδου.[6] Επιπλέον, ο Φίλιππος έπεισε τους συμμάχους του Αιτωλούς και Σπαρτιάτες να ξεκινήσουν κατά της Ρόδου.[1] Οι σύγχρονοι μελετητές δεν γνωρίζουν με ακρίβεια ποιες πόλεις ενεπλάκησαν, αλλά υπάρχουν ενδείξεις που καταδεικνύουν τις πόλεις Γόρτυνα, Ελεύθερνα (πόλη εχθρική προς τη Ρόδο) και την Ιεράπυτνα (η σύγχρονη Ιεράπετρα).

Το 205 π.Χ., η Ρόδος είχε αποδυναμωθεί αρκετά εξαιτίας των καταδρομών και έτσι ο Φίλιππος πέρασε στην επόμενη φάση του σχεδίου του: την ένοπλη σύγκρουση. Οι πόλεις Ιεράπυτνα, Ολούς και άλλες στα ανατολικά της Κρήτης κήρυξαν τον πόλεμο στη Ρόδο.[1]

Η έναρξη του Κρητικού πολέμου μπορεί να τοποθετηθεί στην επίθεση που εξαπέλυσε η Ιεράπυτνα κατά της Καλύμνου το 205 π.Χ. Ένα διάταγμα που εξέδωσε η Κάλυμνος, το οποίο απεστάλη κατόπιν στην Κω, αναφέρει: «Ο πόλεμος διεξήχθη εναντίον μας άδικα από τους κατοίκους της Ιεράπυτνας».[9] Αυτή τη φορά, η μάχη δεν έλαβε χώρα στο ανοιχτό πέλαγος, αλλά στην ακτή, και ήρθε σε πέρας από μακρά πλοία γεμάτα άνδρες, αλλά και από μικρότερα πλοιάρια.[10]

Η αντίδραση της Ρόδου στην πρόκληση αυτή ήταν διπλωματική. Σε πρώτη φάση, το νησί ζήτησε την παρέμβαση της Ρώμης κατά του Φιλίππου. Τη στιγμή αυτή όμως, η Ρώμη μόλις έβγαινε από τον Δεύτερο Καρχηδονιακό Πόλεμο και ήταν εξασθενημένη από τις μάχες. Η ρωμαϊκή σύγκλητος προσπάθησε μάταια να πείσει τον λαό να ψηφίσει πόλεμο, ακόμη κι όταν οι Πέργαμος, Κύζικος και Βυζάντιο συμμάχησαν με τη Ρόδο.[11]

Τελικά είναι η επίθεση κατά της Καλύμνου, εκείνη που επιφέρει την κήρυξη πολέμου από τους κατοίκους της Ρόδου κατά της Κρήτης. Μετά το γεγονός αυτό έλαβαν χώρα μια σειρά από επιθέσεις κατά της Νισύρου, συμμάχου της Ρόδου.[12]

Κατόπιν, οι Κρητικοί επιτέθηκαν για άλλη μια φορά στην Κάλυμνο και την Κω. Σε αυτή την περίσταση οι αρχαίες πηγές δεν αναφέρουν την Ιεράπυτνα, αλλά «εχθρούς» που κατέφθασαν με ισχυρές δυνάμεις. Είναι μάλλον απίθανο μοναχά η πόλη αυτή να συμμετείχε στην επιδρομή, καθώς η έκταση της επίθεσης καθιστά αδύνατη την εκδοχή να είχε μια και μοναδική πόλη τα οικονομικά μέσα να τη φέρει σε πέρας. Ο Λύσανδρος, ναύαρχος από την Κω, συνάντησε τελικά τον κρητικό στόλο νότια της Αντιμάχειας, όπου και πέτυχε σημαντική νίκη.[13]

Θαλάσσιες επιχειρήσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι σχέσεις της Σπάρτης με ορισμένες πόλεις της Κρήτης ανάγονταν στην πρώιμη αρχαιότητα, ιδιαίτερα με εκείνες που βρίσκονταν στα δυτικά του νησιού.[14] Σύμφωνα με τις πληροφοριές που παραθέτει ο ιστορικός Πολύβιος, ο Νάβις, ηγεμόνας της Σπάρτης, ενεπλάκη στα περιστατικά «πειρατείας» του 205 π.Χ. Ο Πιερ Μπρυλέ καταλήγει ότι ο Νάβις συμμετείχε κατόπιν στον πόλεμο κατά της Ρόδου στο πλευρό των Κρητών [14] κατακλύζοντας με πλοία τη θάλασσα γύρω από το Ακρωτήριο Μαλέας.[15] Σύμφωνα με τον Τίτο Λίβιο, ο Νάβις άντλησε μεγάλα κέρδη από την πειρατεία.[16] Το σίγουρο είναι πως είχε συμμάχους στην Κρήτη, οι οποίοι τον βοήθησαν στις επιχειρήσεις του.[14]

Ασχολούμενος ενεργά με το να ενθαρρύνει την πειρατεία σε βάρος των συμφερόντων της Ρόδου, ο Φίλιππος ανέθεσε στον Δικαίαρχο από την Αιτωλία να κάνει επιδρομές στο Αιγαίο. Του εμπιστεύτηκε είκοσι πλοία με την εντολή να βρει στα νησιά χρηματοδότηση προς ενίσχυση της Κρήτης.[17] Έτσι, ο Δικαίαρχος προέβη σε πράξεις επιδρομών τόσο στην ανοιχτή θάλασσα όσο και στις παράκτιες περιοχές, αντλώντας υπέρογκα χρηματικά ποσά από τα νησιά των Κυκλάδων.[17][18]

Ο Πολύβιος επιβεβαιώνει ότι ο Φίλιππος επιθυμούσε να συνεχίσουν οι Κρήτες να μάχονται τη Ρόδο με κάθε κόστος και γι' αυτό έστελνε αντιπροσώπους του να τους κρατούν σε εγρήγορση και να τους οδηγήσουν στην κλιμάκωση των εχθροπραξιών.[19] Δεν είναι γνωστό κατά πόσο ο βασιλιάς της Μακεδονίας άρχισε την περίοδο αυτή να βλέπει συμμαχικές του πόλεις στο νησί να εγκαταλείπουν την παράταξή του. Ωστόσο, προκειμένου να καταστρέψει τον στόλο της Ρόδου, σχεδίασε μια απάτη. Ο ιστορικός Πολύαινος διηγείται:

«Ο Ηρακλείδης, αρχιτέκτων από τον Τάραντα, του είχε τάξει πως θα έκαιγε ο ίδιος τον στόλο των Ροδίων. Προξένησε στον εαυτό του διάφορα τραύματα και, φτάνοντας στη Ρόδο, είπε: «Καταφεύγω σε σας, επειδή εσείς είστε η αιτία που ο Φιλιππος με κακομεταχειρίστηκε και με καταδίωξε. Επιθυμούσε να κάνει πόλεμο εναντίον σας, ενώ εγώ μοχθούσα να τον εμποδίσω. Και για να σας αποδείξω πως λέω την αλήθεια, ιδού τα γράμματα που έστελνε στους Κρήτες για να τους ξεσηκώσει να σας επιτεθούν από κοινού μαζί του». Οι Ρόδιοι πείστηκαν από τα γράμματα και έδωσαν καταφύγιο στον Ηρακλείδη. Μια νύχτα με δυνατό άνεμο εκείνος έβαλε φωτιά στους ναυστάθμους και στα εργαστήρια των Ροδίων, τα οποία κάηκαν ολοσχερώς μαζί με τα πλοία που βρίσκονταν εκεί».[20]

Με τον τρόπο αυτό καταστράφηκαν τριάντα πλοία.[21]

Ο Φίλιππος προκάλεσε κι άλλο τη Ρόδο καταλαμβάνοντας και αφανίζοντας την Κίο και την Μύρλεια, πόλεις στις ακτές της Προποντίδας. Κατόπιν προσέφερε τις πόλεις αυτές στον σύζυγο της κόρης του Απάμας, τον βασιλιά της Βιθυνίας, Προυσία Α΄. Ο τελευταίος τις ξαναέχτισε δίνοντάς τους τα ονόματα Προύσα και Απάμεια.

Σε αντάλλαγμα, ο Προυσίας υποσχέθηκε να επεκτείνει το βασίλειό του σε βάρος της Περγάμου (ο τελευταίος πόλεμος ανάμεσά τους ήταν το 205 π.Χ.) Η καταστροφή των πόλεων αυτών, ωστόσο, έφερε σε δύσκολη θέση τους Αιτωλούς επειδή αυτές ήταν μέλη της Αιτωλικής Συμπολιτείας. Η συμμαχία τους με τον Φίλιππο έκτοτε βασιζόταν μοναχά στον φόβο.[22] Στη συνέχεια, ο Φίλιππος επιτέθηκε και κατέκτησε τις πόλεις Λυσιμάχεια και Χαλκηδόνα, επίσης μέλη της Συμπολιτείας, κάτι που διέρρηξε οριστικά τις σχέσεις του με τους Αιτωλούς.[22]

Καθώς επέστρεφε στη Μακεδονία, ο στόλος του Φιλίππου έκανε στάση στη νήσο Θάσο. Ο στρατηγός Μητρόδωρος έστειλε αντιπροσωπεία στην πρωτεύουσα του νησιού. Οι κάτοικοι συμφώνησαν να ταχθούν με το μέρος του Φιλίππου αλλά με τις παρακάτω προϋποθέσεις: να μην εγκατασταθεί εκεί μακεδονικός στρατός, να μην πληρώνουν φόρο υποτελείας στον Φίλιππο, να μην παρέχουν στρατιώτες για τον μακεδονικό στρατό και να διατηρήσουν την αυτονομία τους.[23] Ο Μητρόδωρος έκανε αποδεκτούς τους όρους, κι έτσι οι κάτοικοι της Θάσου άνοιξαν τις πύλες της πρωτεύουσας του νησιού. Όταν εισήλθε στην πόλη, ο Φίλιππος διέταξε να εξανδραποδιστούν όλοι οι κάτοικοι και επέτρεψε τη λαφυραγωγία της πόλης.[23]

Προτομή του Αντίοχου Γ΄ στο Λούβρο

Ακολούθως, ο Φίλιππος υπέγραψε συνθήκη με τον Αντίοχο Γ΄ τον Μεγάλο, ηγεμόνα του κράτους των Σελευκιδών, ώστε να συνεργαστούν στην κατάκτηση των εδαφών του νεαρού βασιλιά της Αιγύπτου, Πτολεμαίου Ε΄ του Επιφανούς. Ο Φίλιππος συμφώνησε να βοηθήσει τον Αντίοχο στην κατάληψη της Αιγύπτου και της Κύπρου, ενώ ο Αντίοχος να βοηθήσει τον Φίλιππο να καταλάβει την Κυρήνη, τις Κυκλάδες και την Ιωνία.[24] Όταν οι συζητήσεις ολοκληρώθηκαν, ο στρατός του Φιλίππου επιτέθηκε στις κτήσεις του Πτολεμαίου στη Θράκη. Κατόπιν ο στόλος του κατέλαβε τη Σάμο, επίσης υπό τον έλεγχο της Αιγύπτου, αιχμαλωτίζοντας παράλληλα τον στόλο που στρατοπέδευε εκεί.[25] Ο μακεδονικός στόλος κινήθηκε μετά προς τα βόρεια, πολιορκώντας τη Χίο. Ο Φίλιππος υπολόγιζε να χρησιμοποιήσει τα νησιά του Βορείου Αιγαίου σαν ορμητήριο για την κατάκτηση της Ρόδου. Ωστόσο η πολιορκία της Χίου δεν πήγε σύμφωνα με τα σχέδιά του και ο συνδυασμένος στόλος της Περγάμου, της Ρόδου και των καινούριων συμμάχων τους, Κυζίκου και Βυζαντίου, εμπόδισε τους Μακεδόνες.[26] Ο Φίλιππος δεν είχε άλλη επιλογή από το να ριψοκινδυνεύσει μια ναυμαχία στο ανοικτό πέλαγος κοντά στις ακτές της Χίου, το 201 π.Χ.[26]

Η αναλογία ισχύος ανάμεσα στον μακεδονικό στόλο, τον οποίο αποτελούσαν περίπου 200 πλοία, και σε εκείνον των συμμάχων ήταν περίπου 2 προς 1 υπέρ των Μακεδόνων.[27][28] Η μάχη ξεκίνησε με επίθεση του Αττάλου, ο οποίος τέθηκε επικεφαλής της αριστερής πτέρυγας, ενάντια στη δεξιά πτέρυγα του Φιλίππου. Την ίδια στιγμή, η δεξιά πτέρυγα των συμμάχων, με διοικητή τον Θεοφιλίσκο, επιτέθηκε στην αριστερή των αντιπάλων τους. Τα στρατεύματα του Φιλίππου αντιστάθηκαν στις επιθέσεις στη δεξιά τους πτέρυγα και οδήγησαν σε υποχώρηση τους Ροδίους. Ο Θεοφιλίσκος, μαχόμενος στη ναυαρχίδα του, τραυματίστηκε μετά από τρεις επιθέσεις, αλλά κατάφερε να συγκεντρώσει τους άνδρες του και να απωθήσει τους αντιπάλους του.[29] Στη δεξιά τους πτέρυγα οι σύμμαχοι και ιδιαίτερα οι Ρόδιοι επικράτησαν και κατέλαβαν τη ναυαρχίδα του Φιλίππου, ενώ ο ναύαρχός του, ο Δημοκράτης, έχασε τη ζωή του κατά τη διάρκεια της μάχης.[30]

Στην αριστερή πτέρυγα των συμμάχων, ο Άτταλος αντιλήφθηκε πως ένα από τα πλοία του ήταν έτοιμο να βυθιστεί, ενώ ένα διπλανό ήταν σε μεγάλο κίνδυνο.[31] Αποφάσισε να σπεύσει σε βοήθειά τους με τέσσερις τετρήρεις και τη ναυαρχίδα του. Ο Φίλιππος, του οποίου η ναυαρχίδα ως εκείνη τη στιγμή δεν είχε συμμετάσχει στη σύγκρουση, είδε πως ο Άτταλος απομακρυνόταν από τους άνδρες του και ξεκίνησε να τον συναντήσει με τέσσερις πεντήρεις και τρεις ημιολίες.[31] Βλέποντας τον Φίλιππο να πλησιάζει, ο Άτταλος φοβήθηκε και προσήραξε το πλοίο του. Στη γέφυρα σκόρπισε ασήμι, πορφυρά ενδύματα και άλλα πολύτιμα αντικείμενα και κατέφυγε στις Ερυθρές. Όταν πλησίασαν οι Μακεδόνες, σταμάτησαν για να συλλέξουν τα πολύτιμα λάφυρα.[31] Ο Φίλιππος, πιστεύοντας πως ο Άτταλος σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια της καταδίωξης, επέστρεψε ώστε να επιτεθεί στη ναυαρχίδα της Περγάμου.[31]

Καθώς περνούσε η ώρα, η κατάσταση στη δεξιά πτέρυγα των συμμάχων σταθεροποιήθηκε και ο μακεδονικός στόλος εξαναγκάστηκε σε υποχώρηση, επιτρέποντας στους Ροδίους να τραβήξουν τα κατεστραμμένα πλοία τους στο λιμάνι της Χίου. Με τη σειρά της, η αριστερή πτέρυγα και το κέντρο ανάγκασαν επίσης τα εχθρικά πλοία να αποσυρθούν και επέστρεψαν στη Χίο χωρίς φθορές.[31]

Η μάχη αυτή αποδείχτηκε επιζήμια για τον Φίλιππο, καθώς 92 από τα πλοία του καταστράφηκαν και 7 άλλα αιχμαλωτίστηκαν.[32]

Από την πλευρά τους, οι στρατιώτες της Περγάμου έχασαν μόλις τρία πλοία και ένα που αιχμαλωτίστηκε, ενώ βυθίστηκαν μόνο τρία ροδιακά πλοία. Κατά τη διάρκεια της μάχης οι Μακεδόνες έχασαν 6.000 κωπηλάτες και 3.000 ναυτικούς, ενώ 2.000 άντρες οδηγήθηκαν στην αιχμαλωσία. Από την πλευρά των συμμάχων οι απώλειες ήταν σαφώς λιγότερες: η Πέργαμος έχασε 70 άνδρες και η Ρόδος 60, ενώ συνολικά 600 αιχμάλωτοι έπεσαν στα χέρια του εχθρού.[32] Εν τέλει, ο μακεδονικός στόλος αποδεκατίστηκε και τα νησιά του Αιγαίου σώθηκαν από μια ακόμη εισβολή.

Μετά τη μάχη οι Ρόδιοι ναύαρχοι αποφάσισαν να εγκαταλείψουν τη Χίο και να επιστρέψουν στην πατρίδα τους. Καθώς επέστρεφαν, ο ναύαρχος Θεοφιλίσκος υπέκυψε στα τραύματά του, έχοντας ορίσει τον Κλεωναίο διάδοχό του.[33] Μόλις ο στόλος πέρασε τα στενά ανάμεσα στη Λάδη και τη Μίλητο στις μικρασιατικές ακτές, δέχτηκε επίθεση από τους Μακεδόνες. Ο Φίλιππος πέτυχε συντριπτική νίκη σε αυτή την περίσταση, εξαναγκάζοντας τους Ρόδιους να επιστρέψουν στο νησί τους. Οι κάτοικοι της Μιλήτου, εντυπωσιασμένοι από τη νίκη αυτή απένειμαν στον Φίλιππο στεφάνους κατά την είσοδό του στην περιοχή τους.[34]

Μικρασιατική εκστρατεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Προτού εξαπολύσει την αντεπίθεσή του κατά του Φιλίππου, ο βασιλιάς της Περγάμου, Άτταλος Α΄, ενδυνάμωσε τα τείχη της πόλης του προκειμένου να είναι κατάλληλα προετοιμασμένος για επικείμενες επιθέσεις. Παίρνοντας αυτή την προφύλαξη καθώς και άλλες, ήλπιζε πως θα εμπόδιζε τον Φίλιππο να του αποσπάσει σημαντικό μέρος από τις εκτάσεις που είχε υπό την εξουσία του. Όταν ο Φίλιππος τελικά αποφάσισε να επιτεθεί στην Πέργαμο και έφτασε με τον στρατό του στα τείχη της πόλης, αντιλήφθηκε πως οι υπερασπιστές της ήταν λίγοι στον αριθμό. Συνεπώς, εξαπέλυσε επίθεση με τους ακροβολιστές του, οι οποίοι όμως αποκρούστηκαν εύκολα.[35]

Καταλαβαίνοντας ότι τα τείχη της πόλης ήταν ισχυρά, αποφάσισε να αποσυρθεί, όχι όμως προτού καταστρέψει ορισμένους ναούς, ανάμεσα στους οποίους το ιερό της Αφροδίτης και εκείνο του Νικηφορίου.[36] Αφού κατέλαβε τα Θυάτειρα, ο στρατός των Μακεδόνων κινήθηκε προς την πεδιάδα της Θήβας, στη Μυσία, με στόχο τη λαφυραγωγία της. Ωστόσο τα λάφυρα αποδείχτηκαν πολύ κατώτερα των προσδοκιών τους.[35] Φθάνοντας στη Θήβα, ο Φίλιππος ζήτησε από τον διορισμένο από τους Σελευκίδες κυβερνήτη της περιοχής, τον Ζεύξι, να τον προμηθεύσει με σιτηρά. Εντούτοις, εκείνος δεν παρείχε στον Φίλιππο τη βοήθεια που τόσο είχε ανάγκη.[35]

Ο Φίλιππος, απογοητευμένος από τις δυσκολίες που συνάντησε στη Μυσία, προήλασε νοτιότερα και λεηλάτησε τις πόλεις και τα χωριά της Καρίας (201 π.Χ.) Απείλησε την Πρίνασσο, ωστόσο αργότερα έστειλε πρεσβεία στους κατοίκους για να τους προτείνει διακανονισμό. Εκείνοι πήραν την απόφαση να εγκαταλείψουν την πόλη.[37] Στο στάδιο αυτό τα μακεδονικά στρατεύματα υπέφεραν από σοβαρότατη έλλειψη τροφίμων και γι' αυτό ο Φίλιππος κατέλαβε τη Μυούντα, την οποία προσέφερε κατόπιν στους κατοίκους της Μαγνησίας με αντάλλαγμα τρόφιμα για τους άνδρες του. Επειδή εκείνοι δεν είχαν σιτηρά, οι Μακεδόνες συμφώνησαν να παραλάβουν μια μεγάλη ποσότητα σύκων.[38] Κατόπιν, ο Φίλιππος κατέλαβε με τη σειρά και τοποθέτησε φρουρές στις πόλεις, Ίασο, Βαργυλία, Εύρωμο και Πέδασα. Τέλος, πολιόρκησε και κατέλαβε μια πόλη που ονομαζόταν Καύνος, η οποία ως τότε ελεγχόταν από τους Ροδίους.

Καθώς τα μακεδονικά στρατεύματα περνούσαν το χειμώνα στη Βαργυλία, οι στόλοι της Περγάμου και της Ρόδου ενώθηκαν και απέκλεισαν το λιμάνι. Η κατάσταση έγινε ιδιαίτερα δύσκολη για τους Μακεδόνες, που λίγο έλειψε να συνθηκολογήσουν.[25] Ωστόσο, ο Φίλιππος βγήκε από τη δύσκολη θέση χάρις στην πανουργία. Έστειλε έναν Αιγύπτιο λιποτάκτη να βρει τον Άτταλο και τους Ροδίους και να τους προειδοποιήσει πως θα εξαπέλυε επίθεση τη μεθεπόμενη ημέρα. Μαθαίνοντας το νέο οι σύμμαχοι άρχισαν να προετοιμάζουν τον στόλο τους για μάχη.[25] Όσο διαρκούσαν οι προετοιμασίες, ο Φίλιππος και ο στόλος του διέφυγαν κρυφά αφήνοντας φωτιές αναμμένες στο μέρος όπου στρατοπέδευαν, ώστε να νομίζει ο εχθρός ότι βρίσκονταν ακόμη εκεί.[25]

Όσο ο Φίλιππος ήταν απασχολημένος στη Μικρά Ασία, οι σύμμαχοί του, οι Ακαρνάνες, ενεπλάκησαν σε πόλεμο με την Αθήνα μετά τη θανάτωση δύο συμπατριωτών τους από τους Αθηναίους.[39] Οι Ακαρνάνες παραπονέθηκαν στον Φίλιππο για την πρόκληση αυτή κι εκείνος αποφάσισε να στείλει ένα στράτευμα υπό την καθοδήγηση του Νικάνορα του Ελέφαντα για να τους υποστηρίξει στις εχθροπραξίες στην Αττική.[28] Οι Μακεδόνες και οι σύμμαχοί τους, προτού επιτεθούν στην Αθήνα πραγματοποίησαν επιδρομές στην Αττική.[39] Έφτασαν μέχρι την Ακαδημία, όπου Ρωμαίοι απεσταλμένοι στην πόλη τους διέταξαν είτε να οπισθοχωρήσουν είτε να αντιμετωπίσουν τη Ρώμη εκ νέου σε πόλεμο.[28]

Ο μακεδονικός στόλος μόλις είχε βγει από τον αποκλεισμό του συμμαχικού στόλου, όταν διέταξε μια ναυτική μοίρα να κινηθεί προς την Αθήνα. Η τελευταία κατέπλευσε στον Πειραιά και αιχμαλώτισε τρία αθηναϊκά πλοία. Μετά την υποχώρηση των Μακεδόνων, ο στόλος των συμμάχων που τους ακολούθησε κατά μήκος του Αιγαίου εμφανίστηκε στην περιοχή της Αίγινας και τους επιτέθηκε. Οι Μακεδόνες γνώρισαν την ήττα και έχασαν τα πλοία των Αθηναίων. Ο Άτταλος και οι Ρόδιοι κατάφεραν ακολούθως να πείσουν την Αθήνα να κηρύξει τον πόλεμο κατά της Μακεδονίας.[40]

Έπειτα ο στόλος της Περγάμου αποσύρθηκε στη βάση του στην Αίγινα. Οι Ρόδιοι πραγματοποίησαν μια σειρά από επιχειρήσεις για να καταλάβουν τις Κυκλάδες, που την εποχή εκείνη ήταν υπό την επιρροή των Μακεδόνων, κάτι που κατάφεραν με εξαίρεση τα νησιά Άνδρο, Πάρο και Κύθνο, στα οποία στρατοπέδευαν μακεδονικές φρουρές.[41] Ο Φίλιππος διέταξε με τη σειρά του τον διοικητή της Εύβοιας, Φιλόκη, να επιτεθεί στην Αθήνα με 2.000 πεζικάριους και 200 ιππείς. Ο τελευταίος αποδείχτηκε ανίκανος να πάρει την πόλη, καταφεύγοντας απλώς στη λεηλασία της γύρω πεδιάδας.[42]

Πολιορκία της Αβύδου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στη Ρώμη κατέφθασαν απεσταλμένοι από τη Ρόδο, την Πέργαμο και την Αθήνα. Ενώπιον της Συγκλήτου παρουσίασαν τη συνθήκη που υπέγραψε ο Φίλιππος με τον Αντίοχο, καθώς και τα παράπονά τους σχετικά με τις επιθέσεις που δέχονταν τα εδάφη τους. Ως αποτέλεσμα οι Ρωμαίοι απέστειλαν στην Αίγυπτο τρεις αντιπροσώπους, τον Μάρκο Αιμίλιο Λέπιδο (μέλος της ίδιας γενεάς με τον Λέπιδο της Β΄ Τριανδρίας), τον Γάιο Κλαύδιο Νέρωνα και τον Πόπλιο Σεμπρώνιο Τουδιτάνο, με σκοπό να μεταβούν στη Ρόδο μετά τη συνάντησή τους με τον βασιλιά Πτολεμαίο Ε΄.[39]

Η Θρακική Χερσόνησος κατά την αρχαιότητα.

Την ίδια περίοδο ο Φίλιππος επιτέθηκε στη Μαρώνεια, την Κυψέλα, το Δορίσκο, το Σέρχαιο και τον Αίμο, πόλεις που ήταν υπό την εξουσία της Αιγύπτου.[42] Οι Μακεδόνες κατόπιν προήλασαν στη Θρακική Χερσόνησο, όπου καταλήφθηκαν οι πόλεις Πέρινθος, Σηστός, Ελαιούς, Αλωπεκόννησος, Καλλίπολη και Μάδυτος.[42] Ο Φίλιππος συνέχισε την πορεία του ως στην Άβυδο, την οποία προστάτευε μια φρουρά ανδρών της Περγάμου και της Ρόδου (200 π.Χ.) Ξεκίνησε την πολιορκία αποκλείοντας την πόλη από στεριά και θάλασσα, έτσι ώστε να είναι αδύνατος ο ανεφοδιασμός της. Οι υπερασπιστές της πόλης, γεμάτοι αυτoπεποίθηση, εξουδετέρωσαν κάποιες από τις πολιορκητικές μηχανές με τους δικούς τους καταπέλτες, ενώ κατάφεραν να κάψουν κάποιες άλλες.[43] Με τον εξοπλισμό τους κατεστραμμένο, οι Μακεδόνες άρχισαν να υποσκάπτουν τα τείχη της πόλης, καταφέρονοντας στο τέλος να κάνουν το εξωτερικό τείχος να καταρρεύσει.[43]

Η κατάσταση πλέον ήταν απελπιστική για τους υπερασπιστές της Αβύδου, και για τον λόγο αυτό αποφάσισαν να στείλουν δυο από τους επιφανέστερους πολίτες στον Φίλιππο για διαπραγματεύσεις. Μπροστά στον βασιλιά οι άνδρες αυτοί πρότειναν να παραδώσουν την πόλη με τον όρο να αφήσει από τη μια τους στρατιώτες των συμμάχων να φύγουν υπό καθεστώς ανακωχής, από την άλλη τους κατοίκους να εγκαταλείψουν τις εστίες τους με τα ρούχα που φορούσαν και να κατευθυνθούν με ασφάλεια όπου επιθυμούσαν. Η απάντηση του Φιλίππου ήταν είτε να παραδοθούν άνευ όρων είτε να παλέψουν σαν άνδρες.[43] Οι πρέσβεις, χωρίς να μπορούν να κάνουν τίποτε περισσότερο μετέφεραν στην πόλη την απάντηση του βασιλιά.

Μαθαίνοντας τα λόγια του Φιλίππου, οι πρόκριτοι της πόλης κάλεσαν λαϊκή συνέλευση προκειμένου να αποφασιστεί τι έπρεπε να κάνουν. Αποφάσισαν να απελευθερώσουν όλους τους σκλάβους για να εξασφαλίσουν την πίστη τους, να ασφαλίσουν τα παιδιά και τις γυναίκες που τα φρόντιζαν στο γυμνάσιο, καθώς και τις γυναίκες στον Ναό της Αρτέμιδος. Επίσης συμφώνησαν να συγκεντρώσουν όσο χρυσό και ασήμι διέθεταν μαζί με ρούχα για να τα δώσουν στα πλοία της Ρόδου και της Κυζίκου.[44] Πενήντα ηλικιωμένοι που απολάμβαναν το γενικό σεβασμό ορίστηκαν να επιβλέψουν τη διαδικασία αυτή. Κατόπιν όλοι οι πολίτες πήραν έναν όρκο. Ο Πολύβιος διηγείται:

«... όταν θα έβλεπαν το εσωτερικό τείχος να πέφτει στα χέρια του εχθρού, θα σκότωναν τα παιδιά και τις γυναίκες, θα έκαιγαν τα προαναφερθέντα πλοία, και, σύμφωνα με τις κατάρες που επικαλέστηκαν, θα πετούσαν το ασήμι και το χρυσάφι στη θάλασσα».[44]

Αφού ανακοινώθηκε ο όρκος, όλοι μαζί ορκίστηκαν ενώπιον των ιερέων να νικήσουν ή να πεθάνουν προσπαθώντας.

Όταν η άμυνα του εσωτερικού τείχους κατέρρευσε, οι άνδρες, πιστοί στον όρκο τους, ξεχύθηκαν από τα ερείπια και πολέμησαν δείχνοντας απαράμιλλο θάρρος, μαχόμενοι ακόμη και με το σώμα όταν τα όπλα τους κομματιάζονταν. Μέχρι να πέσει η νύχτα, οι Μακεδόνες είχαν υποχωρήσει στο στρατόπεδό τους. Τη νύχτα ορισμένοι από τους ηλικιωμένους πρόκριτους πήραν την απόφαση να προσπαθήσουν να διασώσουν τα παιδιά και τις γυναίκες παραδίδοντας το πρωί την πόλη.[45]

Ενώ συνέβαιναν αυτά, ο Άτταλος, μαθαίνοντας πως η Άβυδος βρισκόταν υπό πολιορκία διέπλευσε το Αιγαίο με προορισμό την Τένεδο. Από την πλευρά του ο νεότερος από τους Ρωμαίους πρέσβεις, ο Αιμίλιος Λέπιδος, κατέφθασε στην ίδια την Άβυδο, όπου και είχε συνάντηση με τον Φίλιππο.[46] Εκεί ενημέρωσε τον βασιλιά πως η Ρώμη ήταν αποφασισμένη να διεξαγάγει νέο πόλεμο μαζί του αν δεν σταματούσε να παρενοχλεί τις ελληνικές πόλεις και τις κτήσεις του Πτολεμαίου. Επιθυμούσαν δε να αποτελέσουν οι ίδιοι οι Ρωμαίοι τους διαιτητές ανάμεσα στους Μακεδόνες και τους Ροδίους. Αρχικά ο Φίλιππος έθεσε σαν επιχείρημα ότι η Ρόδος ξεκίνησε πρώτη τις εχθροπραξίες εναντίον του, αλλά ο Λέπιδος ανταπάντησε πως δεν συνέβαινε κάτι τέτοιο με την Αθήνα, την Άβυδο και άλλες πόλεις στις οποίες επιτέθηκε. Ο Φίλιππος μην μπορώντας να απαντήσει κάτι σε αυτό, συγχώρεσε τον Λέπιδο για το θάρρος των λόγων του, ζητώντας παράλληλα από τη Ρώμη να μη παραβεί τη συνθήκη ειρήνης, ειδάλλως ο ίδιος θα αμυνόταν σθεναρά.[46]

Όταν ο Φίλιππος εισήλθε τελικά στην Άβυδο τον περίμενε το αποτρόπαιο θέαμα εκείνων που έκαιγαν τις ίδιες τους τις περιουσίες, ενώ παράλληλα θανάτωναν με κάθε τρόπο τα μέλη της ίδιας τους της οικογένειας, πιστοί στον πρώτο τους όρκο. Ο Φίλιππος τότε ανακοίνωσε πως έδινε χάρη τριών ημερών σε όσους επιθυμούσαν να αυτοκτονήσουν. Οι κάτοικοι της Αβύδου όμως, νιώθωντας προδότες απέναντι σε αυτούς που είχαν πεθάνει αμυνόμενοι της πόλης, δεν επιθυμούσαν να μείνουν πλέον ζωντανοί. Έτσι κάθε οικογένεια θανάτωσε τα ίδια της τα μέλη.[46]

Μετά την πτώση της Αβύδου, ο Φίλιππος διέταξε νέα επίθεση εναντίον της Αθήνας. Ο στρατός του απέτυχε να καταλάβει τόσο την πόλη, όσο και την Ελευσίνα, ωστόσο η Αττική γνώρισε τέτοια λεηλασία, που μπορεί να συγκριθεί με εκείνη των Περσικών Πολέμων.[47]
Ως αποτέλεσμα όλων αυτών, οι Ρωμαίοι ενεπλάκησαν σε νέο πόλεμο με τους Μακεδόνες πραγματοποιώντας εισβολή στην Ιλλυρία. Ο Φίλιππος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τις εχθροπραξίες με τη Ρόδο και τις άλλες πόλεις για να αντιμετωπίσει τη ρωμαϊκή απειλή. Με τον τρόπο αυτό ξεκινά ο Δεύτερος Μακεδονικός Πόλεμος.

Με τη λήξη της εκστρατείας κατά της Ρόδου και της Περγάμου από τον Φίλιππο, η Ρόδος είχε τα μέσα να επιτεθεί στις κρητικές πόλεις Ολούντα και Ιεράπυτνα, καθώς και στις φιλικά προσκείμενες προς αυτές. Η Κνωσός, προκειμένου να διασφαλίσει την κυριαρχία της στην Κρήτη συμμάχησε με τους Ροδίους,[48] παράδειγμα που ακολούθησαν κι άλλες πόλεις από το κέντρο του νησιού. Μπροστά στο ενωμένο αυτό μέτωπο η Ιεράπυτνα παραδόθηκε.[48]

Συνέπειες του πολέμου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Μικρά Ασία, λίγα χρόνια μετά τον Κρητικό Πόλεμο, και συγκεκριμένα το 188 π.Χ., οπότε και έλαβε χώρα η "Συνθήκη της Απάμειας".

Σύμφωνα με τη συνθήκη που έθεσε τέλος στον πόλεμο αυτό, η Ιεράπυτνα υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει τις συμμαχίες της με οποιαδήποτε ξένη δύναμη, καθώς και να θέσει στη διάθεση της Ρόδου όλα τα λιμάνια και τις ναυτικές της βάσεις. Η συνθήκη ειρήνης, η οποία βρέθηκε στα ερείπια της πόλης Ολούντας, έθετε την πόλη υπό της κυριαρχία της Ρόδου.[48] Μετά τον πόλεμο η Ρόδος βρέθηκε να ελέγχει το μεγαλύτερο μέρος της ανατολικής Κρήτης. Επίσης, ήταν πλέον ελεύθερη να βοηθήσει τους συμμάχους της στον πόλεμο με τη Μακεδονία.

Ο κρητικός πόλεμος δεν είχε βραχυπρόθεσμες επιπτώσεις στην υπόλοιπη Κρήτη. Οι μισθοφόροι συνέχισαν τις προπολεμικές τους δραστηριότητες. Στη Μάχη στις Κυνός Κεφαλές, τρία χρόνια αργότερα, Κρήτες τοξότες πολέμησαν τόσο στο πλευρό των Ρωμαίων όσο και των Μακεδόνων.[49][50]

Η Ρόδος επίσης πήρε υπό τον έλεγχό της τις Κυκλάδες και ανέκτησε την κυριαρχία του Αιγαίου. Οι κτήσεις της στην ανατολική Κρήτη της επέτρεψαν να μειώσει το φαινόμενο της πειρατείας στην περιοχή, ωστόσο οι επιθέσεις δεν έπαψαν να υφίστανται, κάτι που οδήγησε στον Δεύτερο Κρητικό Πόλεμο.[48]

Ο Άτταλος Α' έφυγε από τη ζωή το 197 π.Χ., οπότε τον διαδέχτηκε ο γιος του Ευμένης Β΄. Ο τελευταίος συνέχισε την αντιμακεδονική πολιτική του πατέρα του. Η Πέργαμος βγήκε από τον πόλεμο έχοντας στα χέρια της πολλά νησιά που μέχρι τότε ήλεγχαν οι Μακεδόνες και τελικά αναδείχτηκε σε ισχυρότατο κράτος στον χώρο της Μικράς Ασίας, που ανταγωνίστηκε τους Σελευκίδες.[28]

Η Ιεράπυτνα, μια από τις πόλεις που ξεκίνησαν τον πόλεμο, ήταν κι από τις πρώτες που συνθηκολόγησαν με τη Ρόδο. Η αποδεκτή από πολλούς ιστορικούς χρονολογία είναι το 201 π.Χ. Οι κάτοικοι της Ιεράπυτνας αναγκάστηκαν να ανοίξουν την πόλη και τα λιμάνια τους στη Ρόδο, ενώ υποχρεώθηκαν να της παράσχουν υποστήριξη σε περίπτωση που απειλούνταν ή πολεμούσε ενάντια σε κάποιον σύμμαχο δικό τους. Επίσης η πόλη δεσμεύτηκε να πολεμήσει την «πειρατεία» σε ξηρά και θάλασσα.[51] Το περιεχόμενο της συνθήκης υποδηλώνει πως πρόκειται για σύναψη συμμαχίας, ωστόσο τοποθετεί την πόλη της Κρήτης σε υποδέεστερη θέση: ανοίγοντας τα λιμάνια και την πόλη, η Ιεράπυτνα χάνει μέρος της ανεξαρτησίας της. Παρόλα αυτά, αν και τα πλοία της Ρόδου μπορούσαν να εισέλθουν ανά πάσα στη στιγμή στα λιμάνια της Ιεράπυτνας, δεν υπάρχουν στοιχεία που υποδηλώνουν τη μόνιμη παρουσία ροδίτικης φρουράς στην πόλη.[51] Το όφελος της Ρόδου από μια τέτοια συμφωνία με την Ιεράπυτνα ήταν το γεγονός ότι είχαν μια κρητική πόλη που μπορούσε να δράσει κατά των πρώην συμμάχων της και για τον λόγο αυτό, αν και βρισκόταν σε θέση υπεροχής, η Ρόδος δεν διέταξε τον αφοπλισμό του στόλου της Ιεράπυτνας.[52]

Η πόλη Ολούς, βασικός αντίπαλος της Ρόδου στον πόλεμο, υπέγραψε συνθήκη ειρήνης με τη Ρόδο το 201 π.Χ. Ένα απόσπασμα επιγραφής που βρέθηκε στην πόλη αναπαράγει λέξη προς λέξη ορισμένους από τους όρους της συνθήκης.[52] Όπως έγινε και με την Ιεράπυτνα, έτσι και η πόλη αυτή έγινε προσβάσιμη στους Ροδίους, όπως και τα λιμάνια της. Η συμφωνία πρέπει να υπογράφτηκε μετά την αποστολή πρεσβείας στη Ρόδο, κάτι που μας επιτρέπει να υποθέσουμε πως η πόλη βρέθηκε σε πολύ δύσκολη θέση για να ζητήσει συνθηκολόγηση με τέτοιο τρόπο.[53]

Επιπροσθέτως, οι σύγχρονοι μελετητές διαθέτουν ορισμένες πληροφορίες για τον τύραννο της Σπάρτης, τον Νάβι, ειδικότερα σχετικά με τους όρους που του επέβαλε ο Φλαμινίνος μετά την ήττα του το 195 π.Χ. Ο Ρωμαίος στρατηγός υποστήριξε πως οι πράξεις «πειρατείας» του Νάβι κατέστησαν τα νερά στο Ακρωτήριο Μαλέας λιγότερο ασφαλή κι από εκείνα της Μακεδονίας.[16] Ο Νάβις υποχρεώθηκε να επιστρέψει στις παραθαλάσσιες πόλεις τα πλοία που είχε καταλάβει και να αποποιηθεί τα δικά του. Επίσης, υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει όλες του τις κτήσεις στην Κρήτη, παραδίδοντάς της στους Ρωμαίους.[54]

Ο πόλεμος αυτός αποδείχτηκε ιδιαίτερα επιζήμιος για τη Μακεδονία και τον Φίλιππο Ε΄, που έχασε μονομιάς ένα στόλο που του πήρε τρία χρόνια να συγκεντρώσει, καθώς και τους συμμάχους του Αιτωλική και Αχαϊκή Συμπολιτεία, οι οποίες προσχώρησαν στο στρατόπεδο των Ρωμαίων. Αμέσως μετά τον κρητικό πόλεμο, οι Δάρδανοι, μια φυλή βαρβάρων, πέρασε τα βόρεια σύνορα της Μακεδονίας, αν και ο Φίλιππος τους απέκρουσε σχετικά εύκολα.[55] Το 197 π.Χ., ο Φίλιππος ηττήθηκε από τις ρωμαϊκές δυνάμεις στις Κυνός Κεφαλές και αναγκάστηκε να παραδοθεί.[56] Η νέα αυτή ήττα τον υποχρέωσε να εγκαταλείψει τις περισσότερες από τις περιοχές που είχε κάτω από το σκήπτρο του εκτός Μακεδονίας. Επίσης υποχρεώθηκε να στείλει τον γιο του, Δημήτριο, σαν όμηρο στη Ρώμη και να καταβάλλει πολεμική αποζημίωση.[57] Ο γιος του Περσέας, που διεξήγαγε τον Τρίτο Μακεδονικό Πόλεμο, υπήρξε ο τελευταίος βασιλιάς της Μακεδονίας.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 1,5 Δετοράκης Θεοχάρης, «Ιστορία της Κρήτης», Αθήνα 1986 (β΄ έκδ. Ηράκλειο 1990)
  2. Green, «Alexander to Actium: The Historical Evolution of the Hellenistic Age», σελ. 305
  3. Πολύβιος, «Ιστορίαι» 4.53
  4. Tulard, «Histoire de la Crète», σελ.86
  5. Πολύβιος, «Ιστορίαι» 7.12
  6. 6,0 6,1 Brulé, «La Piraterie crétoise hellénistique», σελ. 34
  7. Brulé, «La Piraterie crétoise hellénistique», σελ. 29
  8. Brulé, «La Piraterie crétoise hellénistique», σελ. 30
  9. Brulé, «La Piraterie crétoise hellénistique», σελ. 35
  10. Brulé, «La Piraterie crétoise hellénistique», σελ. 37
  11. Matyszak, «The Enemies of Rome: From Hannibal to Attila the Hun»
  12. Brulé, «La Piraterie crétoise hellénistique», σελ. 41
  13. Brulé, «La Piraterie crétoise hellénistique», σελ. 35 - 38
  14. 14,0 14,1 14,2 Brulé, «La Piraterie crétoise hellénistique», σελ. 46
  15. Τίτος Λίβιος, «Ab Urbe Condita» 34.32
  16. 16,0 16,1 Τίτος Λίβιος, «Ab Urbe Condita» 34.36
  17. 17,0 17,1 Brulé, «La Piraterie crétoise hellénistique», σελ. 44
  18. Green, «Alexander to Actium: The Historical Evolution of the Hellenstic Age», σελ. 305
  19. Πολύβιος, «Ιστορίαι» 16.4
  20. Πολύαινος, «Στρατηγήματα» 5.17
  21. Brulé, «La Piraterie crétoise hellénistique», σελ. 45
  22. 22,0 22,1 Πολύβιος, «Ιστορίαι» 15.23
  23. 23,0 23,1 Πολύβιος, «Ιστορίαι» 15.24
  24. Green, «Alexander to Actium: The Historical Evolution of the Hellenstic Age», σελ. 304
  25. 25,0 25,1 25,2 25,3 Green, «Alexander to Actium: The Historical Evolution of the Hellenstic Age», σελ. 306
  26. 26,0 26,1 Πολύβιος, «Ιστορίαι» 16.2
  27. Πολύβιος, «Ιστορίαι» 16.2
  28. 28,0 28,1 28,2 28,3 Green, «Alexander to Actium: The Historical Evolution of the Hellenstic Age», σελ. 307
  29. Πολύβιος, «Ιστορίαι» 16.5
  30. Πολύβιος, «Ιστορίαι» 16.3
  31. 31,0 31,1 31,2 31,3 31,4 Πολύβιος, «Ιστορίαι» 16.6
  32. 32,0 32,1 Πολύβιος, «Ιστορίαι» 16.7
  33. Πολύβιος, «Ιστορίαι» 16.9
  34. Πολύβιος, «Ιστορίαι» 16.15
  35. 35,0 35,1 35,2 Πολύβιος, «Ιστορίαι» 16.1
  36. Πολύβιος, «Ιστορίαι» 16.1
  37. Πολύβιος, «Ιστορίαι» 16.27
  38. Πολύβιος, «Ιστορίαι» 16.24
  39. 39,0 39,1 39,2 Τίτος Λίβιος, «Ab Urbe Condita» 31.14
  40. Πολύβιος, «Ιστορίαι» 16.26
  41. Τίτος Λίβιος, «Ab Urbe Condita» 31.15
  42. 42,0 42,1 42,2 Τίτος Λίβιος, «Ab Urbe Condita» 31.16
  43. 43,0 43,1 43,2 Πολύβιος, «Ιστορίαι» 16.30
  44. 44,0 44,1 Πολύβιος, «Ιστορίαι» 16.31
  45. Πολύβιος, «Ιστορίαι» 16.31
  46. 46,0 46,1 46,2 Πολύβιος, «Ιστορίαι» 16.34
  47. Green, «Alexander to Actium: The Historical Evolution of the Hellenistic Age», σελ. 309
  48. 48,0 48,1 48,2 48,3 Δετοράκης Θεοχάρης, «Ιστορία της Κρήτης», σελ.77
  49. Τίτος Λίβιος, «Ab Urbe Condita» 33.4
  50. Τίτος Λίβιος, «Ab Urbe Condita» 33.5
  51. 51,0 51,1 Brulé, «La Piraterie crétoise hellénistique», σελ. 52
  52. 52,0 52,1 Brulé, «La Piraterie crétoise hellénistique», σελ. 54
  53. Brulé, «La Piraterie crétoise hellénistique», σελ. 55
  54. Brulé, «La Piraterie crétoise hellénistique», σελ. 47
  55. Matyszak, Enemies of Rome:From Hannibal to Attila the Hun
  56. Τίτος Λίβιος, «Ab Urbe Condita» 33.11
  57. Τίτος Λίβιος, «Ab Urbe Condita» 33.30

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αρχαίες Πηγές
Σύγχρονες Πηγές
  • Θεοχάρης Δετοράκης, Ιστορία της Κρήτης, Αθήνα 1986 (β' έκδ. Ηράκλειο 1990)
  • (Γαλλικά) Pierre Brulé, La Piraterie crétoise hellénistique, Les Belles Lettres, 1978 Ανάγνωση
  • (Αγγλικά) Peter Green, Alexander to Actium: The Historical Evolution of the Hellenistic Age, University of California Press, 1990. ISBN 0-500-01485-X
  • (Αγγλικά) Philip Matyszak, The Enemies of Rome:From Hannibal to Attila, Thames and Hudson, 2004. ISBN 0-500-25124-X
  • (Γαλλικά) Jean Tulard, Histoire de la Crète, PUF, 1979 ISBN 2-13-036274-5

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]