Πρόβλημα του κακού

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Το πρόβλημα του κακού αναφέρεται στην ερώτηση πώς συμβιβάζεται η ύπαρξη του κακού με ένα πανάγαθο, πάνσοφο και παντοδύναμο Θεό.[1][2]. Το επιχείρημα από το κακό προσπαθεί να δείξει ότι η συνύπαρξη του κακού με ένα τέτοιο Θεό είναι απίθανη ως αδύνατη. Οι απόπειρες να δειχτεί πως είναι συμβατή η έννοια του Θεού με την ύπαρξη του κακού, ονομάζονται θεοδικία.

Το πρόβλημα του κακού συχνά παρουσιάζεται με δύο μορφές: Το λογικό πρόβλημα και το αποδεικτικό πρόβλημα του κακού. Η λογική μορφή του προβλήματος προσπαθεί να δείξει πως λογικά η συνύπαρξη του Θεού με το κακό είναι αδύνατη[1][3] ενώ η αποδεικτική μορφή του, προσπαθεί να δείξει ότι με δεδομένη την ύπαρξη του κακού στον κόσμο, είναι απίθανο να υπάρχει ένας παντοδύναμος, πάνσοφος και πανάγαθος θεός.[2] Το πρόβλημα του κακού, έχει επεκταθεί ώστε να συμπεριλαμβάνει και μη ανθρώπινες μορφές ζωής, όπως για παράδειγμα την κακοποίηση ζώων.[4]

To πρόβλημα του κακού εφαρμόζεται κυρίως στις μονοθεϊστικές θρησκείες, όπως ο Χριστιανισμός, το Ισλάμ και ο Ιουδαϊσμός, σύμφωνα με τις οποίες, υπάρχει ένας θεός ο οποίος είναι παντοδύναμος, πάνσοφος και πανάγαθος.[5]αλλά έχει εξεταστεί και για άλλες μη θεϊστικές ή πολυθεϊστικες θρησκείες όπως ο Βουδισμός, Ινδουϊσμός και Τζαϊνισμός.[6][7] και άλλες θεωρίες όπως η κοσμική ηθική[8][9][10] και η εξελικτική ηθική.[11]Ωστόσο, το πρόβλημα του κακού συνήθως παρουσιάζεται με θεολογικό περιεχόμενο[1][3]

Τα επιχειρήματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το πρόβλημα του κακού, αναφέρεται στη δυσκολία να συμβιβαστεί η ύπαρξη ενός πάνσοφου, παντοδύναμου και πανάγαθου θεού, με την ύπαρξη κακού και δυστυχίας στον κόσμο. .[2][6][12] Το πρόβλημα μπορεί να περιγραφεί θεωρητικά και πρακτικά.[2] Το πρακτικό πρόβλημα είναι στη δυσκολία να πιστέψει κάποιος σε ένα Θεό ο οποίος αγαπάει τον κόσμο, όταν αντικρίσει στον πραγματικό κόσμο επιδημίες, πολέμους, δολοφονίες, βιασμούς, τρομοκρατικές επιθέσεις όπου αθώα παιδιά, γυναίκες και άντρες, ή αγαπημένα μας πρόσωπα γίνονται θύματα.[13][14][15] Το πρόβλημα του κακού, θεωρητικά, μπορεί να περιγραφεί και μελετηθεί από μελετητές και ακαδημαϊκούς σε δύο μορφές: το λογικό πρόβλημα και το αποδεικτικό πρόβλημα.[2]

Το λογικό πρόβλημα του κακού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το λογικό πρόβλημα αποδίδεται συνήθως στον Επίκουρο,[α] και είναι ως εξής:

  1. Αν υπάρχει ένας παντοδύναμος, πάνσοφος και πανάγαθος θεός, τότε δεν πρέπει να υπάρχει κακό.
  2. Υπάρχει κακό στον κόσμο.
  3. Άρα ένας παντοδύναμος, πάνσοφος και πανάγαθος θεός, δεν υπάρχει

Ακολούθησαν μοντέρνες μορφές του επιχειρήματος:[2]

  1. Ο Θεός υπάρχει.
  2. Ο Θεός είναι παντοδύναμος, παντογνώστης, και πανάγαθος.
  3. Ένας πανάγαθος θεός θα ήθελε να αποτρέψει όλα τα κακά.
  4. Ένας παντογνώστης θεός γνωρίζει όλους τους τρόπους με τους οποίους το κακό μπορεί να δημιουργηθεί και γνωρίζει όλους τους τρόπους με τους οποίους το κακό θα μπορούσε να αποτραπεί.
  5. Ένας παντοδύναμος θεός έχει τη δύναμη να αποτρέψει το κακό να υπάρξει.
  6. Ένας θεός ο οποίος είναι παντογνώστης και γνωρίζει κάθε τρόπο με τον οποίο το κακό μπορεί να υπάρξει, ο οποίος είναι παντοδύναμος και άρα σε θέση να αποτρέψει το κακό να υπάρξει και ο οποίος είναι πανάγαθος και επομένως δεν επιθυμεί το κακό να υπάρξει θα αποτρέψει σίγουρα την ύπαρξη αυτού του κακού.
  7. Η ύπαρξη του κακού όμως δεν έχει αποτραπεί, καθώς το κακό υπάρχει.
  8. Άρα δεν υπάρχει ο παντοδύναμος, παντογνώστης και πανάγαθος θεός.

Τα δυο αυτά επιχειρήματα αποτελούν τη λογική μορφή του προβλήματος του κακού. Επιχειρούν αν δείξουν πώς οι προϋποθέσεις του θεού, οδηγούν σε λογική αντίφαση και άρα δεν είναι σωστές.

Το αποδεικτικό πρόβλημα του κακού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το παράδειγμα του William L. Rowe για το φυσικό κακό:«Σε μια μακρινή απόσταση σε ένα δάσος, ένας κεραυνός κτυπάει δέντρα με αποτέλεσμα να υπάρξει φωτιά. Στη φωτιά, ένα μικρό ελαφάκι εγκλωβίζεται, υπόκειται σε φρικτά εγκαύματα και ξαπλωμένο περιμένει με αγωνία τον θάνατο ο οποίος θα έρθει σε λίγες μέρες».[17] Ο Rowe σημειώνει και το παράδειγμα του ανθρωπογενούς κακού, όπου ένα αθώο παιδί είναι θύμα της βίας και υποφέρει. [17]

Το αποδεικτικό πρόβλημα του κακού (επίσης αναφέρεται και ως πιθανολογικό ή και επαγωγικό) προσπαθεί να αποδείξει πως η ύπαρξη του Θεού, παρότι λογική, είναι απίθανη ή μειώνει τις πιθανότητες να υπάρχει ένας Θεός.

Μια εκδοχή από τον William L. Rowe:

  1. Υπάρχουν στιγμές πολύ έντονης δυστυχίας, όπου ένα παντοδύναμο και πάνσοφο ον θα μπορούσε να αποτρέψει χωρίς την απώλεια ενός μεγαλύτερου καλού ή την πρόκληση κάποιου άλλου χειρότερου κακού.
  2. Ένα σοφό ον, πλήρως καλό, θα μπορούσε να αποτρέψει την εμφάνιση κάθε κακού, εκτός αν δεν μπορούσε να το κάνει χάνοντας ένα μεγαλύτερο καλό ή προκαλώντας μεγαλύτερο κακό ,
  3. (Άρα) Δεν υπάρχει ένα παντοδύναμο, πάνσοφο και πανάγαθο ον. [2]

Άλλη εκδοχή από τον Πολ Ντρέιπερ:

  1. Αχρείαστο κακό υπάρχει .
  2. Η υπόθεση της αδιαφορίας, δηλαδή πως υπάρχουν υπερβατικά όντα τα οποία αδιαφορούν για το αχρείαστο κακό στη Γη, αποτελεί καλύτερη εξήγηση για το (1) παρά ο θεϊσμός.
  3. Αρα, σύμφωνα με τις ενδείξεις, ένας θεός, έτσι όπως τον κατανοούν συχνά οι θεϊστές, δεν υπάρχει.[18]

Πρόβλημα του κακού και η κακοποίηση των ζώων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το πρόβλημα του κακού έχει επεκταθεί και πέραν της ανθρώπινης δυστυχίας, για να συμπεριλάβει τον πόνο των ζώων από τη σκληρότητα, ασθένειες και το κακό.[4] Μια εκδοχή αυτού του προβλήματος, υπολογίζει τα ζώα τα οποία υποφέρουν από φυσικές καταστροφές, όπως τη βία και τον φόβο που αντιμετωπίζουν τα ζώα από άλλα αρπακτικά και φυσικές καταστροφές, σε όλη την ιστορία της εξέλιξης. Αυτό ονομάζεται ως το Δαρβινικό πρόβλημα του κακού ο οποίος το εξέφρασε ως ακολούθως: [19]

ο πόνος τόσων εκατομμυρίων κατώτερων ζώων που μοιάζει ατελείωτη στον χρόνο, είναι προφανώς ασυμβίβαστη με την ύπαρξη ενός δημιουργού δεσμευμένου στο καλό

— Charles Darwin, 1856[20]

Η δεύτερη εκδοχή του προβλήματος του κακού που βρίσκει εφαρμογή στα ζώα και τον άσκοπο πόνο που βιώνουν, αφορά τον πόνο που προκαλείται στα ζώα από τους ανθρώπους, όταν τα κακοποιούν, τα πυροβολούν ή τα σφάζουν. Αυτή η εκδοχή έχει χρησιμοποιηθεί από μελετητές όπως τον John Hick για να ανταπαντήσει σε όσους ισχυρίζονται πως η δυστυχία είναι μέσο για να βελτιωθούν οι ηθικές αξίες ή η δυστυχία ορισμένων προκαλεί μεγαλύτερο καλό αργότερα, καθώς τα ζώα είναι αθώα, αβοήθητα, χωρίς ηθική αλλά θύματα τα οποία έχουν αισθήσεις.[21][22] Σύμφωνα με τον ακαδημαϊκό Michael Almeida αυτή η εκδοχή «ίσως είναι η πιο σοβαρή και δύσκολη εκδοχή του προβλήματος του κακού»[23] Το πρόβλημα του κακού για τα ζώα, σημειώνει ο Almeida, μπορεί να εκφραστεί ως[24][β]

Απαντήσεις, άμυνες και θεοδικίες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι απαντήσεις στο πρόβλημα του κακού, έχουν παραδοσιακά ταξινομηθεί ως άμυνες ή θεοδικίες, αν και δεν συμφωνούν οι συγγραφείς στους ορισμούς τους.[1][2]

Γενικά, άμυνα κατά του προβλήματος του κακού, αναφέρεται η προσπάθεια να εξουδετερωθεί το πρόβλημα του κακού, δείχνοντας πως δεν υπάρχει λογική ασυνέπεια ανάμεσα στην ύπαρξη του θεού και της ύπαρξης του κακού. Η Θεοδικία, ένας όρος που επινόησε ο Λάιμπνιτς (από τις λέξεις θεός και δίκη αναφέρεται στην προσπάθεια να δικαιολογηθεί ο ο Θεός, δείχνοντας ότι η ύπαρξη του θεού είναι συμβατή με την ύπαρξη του κακού.[2] Ο Richard Swinburne ισχυρίζεται πως δεν έχει νόημα να υποθέτουμε «ευρύτερο καλό» αν δεν ξέρουμε ποιο ακριβώς είναι αυτό το ευρύτερο καλό- αλλοιώς δεν υπάρχει επιτυχημένη θεοδικία.[26] Έτσι, ορισμένοι συγγραφείς βλέπουν τα επιχειρήματα όπως η επίκληση στους δαίμονες ή τον πτώση του ανθρώπου ως λογικές, αλλά όχι πολύ πιθανές και άρα θεωρούν τα επιχειρήματα αυτά ως καλές άμυνες αλλά όχι ως καλές θεοδικίες[2]

Σκεπτικός θεϊσμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο σκεπτικός θεϊσμός αμύνεται στο πρόβλημα του κακού, ισχυριζόμενος πως ο θεός επιτρέπει στο κακό να συμβεί, ώστε να αποτρέψει ένα μεγαλύτερο κακό ή να προκαλέσει απάντηση η οποία θα οδηγήσει σε ένα μεγαλύτερο καλό.[27]Έτσι, ο βιασμός ή η δολοφονία ενός αθώου μωρού, θεωρείται ότι ο Θεός εχει ένα μεγαλύτερο σκοπό, τον οποίο ο άνθρωπος δεν μπορεί να κατανοήσει, αλλά μπορεί να οδηγήσει σε ένα μικρότερο κακό ή ένα μεγαλύτερο καλό. [27] Αυτό ονομάζεται σκεπτικιστικός θεϊσμός, διότι το επιχείρημα έχει στόχο να ενθαρρύνει τη σκέψη για τον θεϊσμό, είτε προσπαθώντας να εξηγήσει τις κρυμμένες επιθυμίες του Θεού, είτε προσπαθώντας να την εξηγήσει βασιζόμενη στην αδυναμία του ανθρώπινου νου να κατανοήσει.[27][28]

Η άμυνα του μεγαλύτερου καλού, συνήθως χρησιμοποιείται ως απάντηση περισσότερο για το αποδεικτικό πρόβλημα[28] ενώ η απάντηση ελεύθερης βούλησης για το λογικό πρόβλημα.[29] Οι περισσότεροι ακαδημαϊκοί, ασκούν κριτική στον σκεπτικό θεϊσμό επειδή «υποτιμά την πόνο» και επιπλέον, δεν απαντά γιατί ο πανάγαθος θεός δεν αποτρέπει τον πόνο να εμφανιστεί, αλλά προτιμά τον ρόλο κάποιου που προσπαθεί να κρατήσει ισορροπίες[30]

Η απάντηση του «μεγαλύτερου καλού»[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μερικές λύσεις οι οποίες έχουν προταθεί είναι ότι η παντοδυναμία δεν απαιτεί την ικανότητα να πραγματοποιήσει κάτι λογικά ακατόρθωτο. Οι θεωρίες του μεγαλύτερου καλού, χρησιμοποιούν αυτή την άποψη, επιχειρηματολογώντας για ύπαρξη του καλού μεγάλης αξίας, την οποία ο Θεός δεν μπορεί να πραγματοποιήσει, χωρίς να αφήσει να υπάρχει κακό, και άρα υπάρχουν κακά τα οποία δεν μπορούμε να περιμένουμε ότι μπορεί να αποτρέψει, παρά το ότι είναι παντοδύναμος. Θεολόγοι επιχειρηματολογούν, πως αφού δεν μπορεί κάποιος να κατανοήσει πλήρως το συνολικό πλάνο του Θεού, κανένας δεν μπορεί να ισχυριστεί πως τα κακά γεγονότα δεν στοχεύουν σε ένα ανώτερο σκοπό. Έτσι, το κακό έχει ρόλο να παίξει στα χέρια του θεού για να κτίσει ένα καλύτερο κόσμο.[31].

Ελεύθερη βούληση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μια άλλη απάντηση στο πρόβλημα του κακού, είναι πως αποτελεί συνέπεια της ελεύθερης βούλησης, η οποία είναι ιδιότητα η οποία έχει αποδοθεί στους ανθρώπους από τον Θεό.[32][33] Η ελεύθερη βούληση είναι η πηγή του καλού και του κακού, και με την ελεύθερη βούληση έρχεται η δυνατότητα για κακοποίηση, όταν οι άνθρωποι δρουν ανήθικα. Άνθρωποι με ελεύθερη βούληση «αποφασίζουν να προκαλέσουν πόνο και να δράσουν επί των άλλων με κακούς τρόπους» και είναι οι συγκεκριμένοι που λαμβάνουν αυτές τις αποφάσεις, όχι ο Θεός.[34] Επιπλέον, το επιχείρημα της ελεύθερης βούλησης εισηγείται πως θα ήταν λογικά ασυνεπές για τον Θεό να εμποδίζει το καλό εξαναγκάζοντας τους ανθρώπους και μειώνοντας την ελεύθερη βούληση, επειδή δεν θα είναι πια ελεύθεροι.[32][33] Αυτή η ερμηνεία δεν απαντάει πλήρως στο πρόβλημα του κακού, επειδή μερική δυστυχία και κακό δεν είναι αποτέλεσμα συνειδητών επιλογών, αλλά είναι αποτέλεσμα είτε της άγνοιας είτε φυσικών αιτιών (π.χ. ένα παιδί να υποφέρει από ασθένειες)[32][33]

Ο Alvin Plantinga υποστηρίζει μία εκτεταμένη εκδοχή για την άμυνα της ελεύθερης βούλησης. Αρχικά, εκτιμά πως το ηθικό κακό είναι αποτέλεσμα της ελεύθερης βούλησης του ανθρώπου. Στο δεύτερο μέρος της άμυνας του προτείνει τη λογική πιθανότητα πως ένα «πανίσχυρο μη ανθρώπινο πνεύμα» (όχι θεϊκό υπερφυσικό ον και πεσμένοι άγγελοι)[1][35] του οποίου η ελεύθερη θέληση είναι υπεύθυνη για τα φυσικά κακά, συμπεριλαμβανομένων των σεισμών, κατακλυσμών, ασθενειών. Οι περισσότεροι μελετητές εκτιμούν πως το επιχείρημα του Plantinga λύνει το λογικό πρόβλημα του κακού, δείχνοντας πως ο θεός και το κακό είναι συμβατά.[36] αλλά άλλοι μελετητές διαφωνούν κάθετα.[37] Αυτοί που διαφωνούν, ισχυρίζονται ότι ενώ εξηγεί τις ασθένειες και τις φυσικές καταστροφές όπως τα θέτει η λογική εκδοχή του προβλήματος του κακού, είναι εξαιρετικά απίθανο ότι αυτά τα κακά (σεισμοί, πυρκαγιές κτλ.) δεν έχουν φυσικές αιτίες τις οποίες ένας πανάγαθος θα μπορούσε να προλάβει[1] Σύμφωνα με τον Michael Tooley, αυτή η άμυνα είναι εξαιρετικά απίθανη, επειδή το να υποφέρει κάποιος από φυσικές καταστροφές, εμφανίζεται τοπικά ενώ υπάρχουν ορθολογιστικές εξηγήσεις για την εμφάνιση τους και είναι ακατανόητο γιατί ένα υπερφυσικό ον θα προτιμούσε να προκαλέσει τοπικό κακό, σε αθώα παιδιά για παράδειγμα, και γιατί ο Θεός δεν σταματάει τον πόνο τους ενώ είναι παντοδύναμος.[38]

Κριτικοί της απάντησης της ελεύθερης βούλησης, αμφισβητούν πως κατά πόσο αυτή η εκδοχή μπορεί να εξηγήσει όλο το κακό που υπάρχει στη Γη. Ένα σημείο σε αυτή την εκδοχή είναι ότι η αξία της ελεύθερης βούλησης είναι ικανή να δικαιολογήσει ορισμένα μικρά κακά, είναι λιγότερο ξεκάθαρο ότι είναι τόσο σημαντική για να δικαιολογήσει μεγαλύτερα κακά όπως ο βιασμός και ο φόνος. Ειδικά αυτά τα φρικτά εγκλήματα, αποτελούν το σημείο της σύγχρονης φιλοσοφικής έρευνας [39]. Ένα άλλο σημείο είναι ότι οι δράσεις των ελεύθερων ατόμων τα οποία προάγουν το κακό, συνήθως καταστρέφουν την ελευθερία αυτού που υφίσταται το κακό· για παράδειγμα, η δολοφονία ενός μικρού παιδιού, εμποδίζει το παιδί από το να χρησιμοποιήσει τη δική του ελεύθερη βούληση. Σε τέτοιες περιπτώσεις, η ελευθερία του παιδιού υποβαθμίζεται σε σχέση με την ελευθερία του εγκληματία και δεν είναι ξεκάθαρο γιατί ο θεός δεν κάνει κάτι για αυτό, αλλά παραμένει αδρανής.[40]

Μια άλλη γραμμή κριτικής για τη θεωρία της ελεύθερης βούλησης αποτελεί η θεωρία ότι το κακό θα μπορούσε να μειωθεί με μέσα τα οποία δεν επηρεάζουν την ελεύθερη βούληση. Ο Θεός θα μπορούσε να το κατορθώσει κάνοντας τις ηθικές πράξεις ιδιαιτέρως απολαυστικές, ή τις κακές πράξεις αδύνατες, επιτρέποντας ταυτόχρονα να υπάρχει ελεύθερη βούληση.[41]Υποστηρικτές της θεωρίας της ελεύθερης βούλησης, ισχυρίζονται πως αυτό θα σταματούσε πλέον να συνιστά ελεύθερη βούληση[32][33] Κριτικοί ισχυρίζονται πως αυτή η άποψη υπονοεί πως θα ήταν εξίσου κακό να προσπαθήσει κάποιος να μειώσει το κακό στον κόσμο, κάτι που ελάχιστοι υποστηρίζουν[1]

Μια τρίτη πρόκληση για την άμυνα της ελεύθερης βούλησης είναι το φυσικό κακό. Εξ ορισμού, το φυσικό κακό δεν προκύπτει από ανθρώπινες πράξεις αλλά φυσικές διαδικασίες που καταλήγουν σε καταστροφές, όπως εκρήξεις ηφαιστείων και σεισμοί..[42] Υπερασπιστές της θεωρίας της ελεύθερης βούλησης απαντούν με διάφορους τρόπους. Ο Alvin Plantinga, ακολουθώντας τη γραμμή του Αυγουστίνου του Ιππώνος και άλλοι έχουν επιχειρηματολογήσει πως το φυσικό κακό προκύπτει από υπερφυσικά όντα όπως οι δαίμονες. [35] [43] ή

  • το φυσικό κακό είναι αποτελεσμα των φυσικών νόμων[44]
  • το φυσικό κακό μας δίνει γνώση για το κακό, ώστε να κάνουμε τις ελεύθερες επιλογές μας πιο σημαντικές από ότι θα ήταν αλλιώς.[45] ή
•το φυσικό κακό είναι μηχανισμός θεϊκής τιμωρίας για ηθικά κακά στα οποία υπέπεσαν οι άνθρωποι, άρα το φυσικό κακό δικαιολογείται.[46]

Υπάρχει επίσης συζήτηση σχετικά με τη συμβατότητα της ηθικής της ελεύθερης επιλογής και την απουσίας του κακού στον παράδεισο [47][48] με την πανσοφία και παναγαθότητα του Θεού.[49]

Ελεύθερη βούληση και κακοποίηση των ζώων

Μια από τις μεγαλύτερες αδυναμίες της άμυνας της ελεύθερης βούλησης, είναι η αντιφατικότητα της, ή μη εφαρμογή της στα κακά τα οποία αντιμετωπίζουν τα ζώα. Μερικοί μελετητές, δηλώνουν πως η ελεύθερη βούληση, ή η υπόθεση του μεγαλύτερου καλού, δεν βρίσκει εφαρμογή στα ζώα. [50][51] Απαντώντας, ορισμένοι μελετητές εισηγήθηκαν πως η έννοια της ελεύθερης βούλησης, ισχύει και στα ζώα, τα οποία και εκείνα επωφελούνται από την ελευθερία τους, αν και έρχεται με κόστος: τους κινδύνους που συνεχώς αντιμετωπίζουν[52]

Η άμυνα των ελεύθερων ζώων έχει δεχτεί κριτική, σε περιπτώσεις ζώων σε κλουβιά, σε φάρμες ή κατοικίδια τα οποία δεν είναι ελεύθερα και εχουν ιστορικά ζήσει το κακό και τον πόνο από τους ιδιοκτήτες τους. Επιπλέον, ακόμη και τα άγρια ζώα αντιμετωπίζουν φρικτά κακά όπως τα εγκαύματα και αργό θάνατο μετά από πυρκαγιές και άλλες καταστροφές ή από τραύματα που προκάλεσαν άλλα ζώα θηρευτές, και είναι ασαφές γιατί ο θεός δημιούργησε αυτά τα ελεύθερα ζώα τα οποία να κλίνουν σε τέτοιο έντονο πόνο.[52] Μια άλλη γραμμή κριτικής είναι ότι αν ο Θεός είναι πανάγαθος, παντοδύναμος και πάνσοφος, θα μπορούσε να φτιάξει ένα κόσμο με ελεύθερα όντα χωρίς να είναι ηθικά κακά, όπου όλα θα επιλέγουν το καλό και θα είναι γεμάτα αγάπη, καλοσύνη, κατανόηση, χωρίς βια και γεμάτο χαρά, όπου η Γη θα ήταν όπως ο παράδεισος. Αν ο Θεός όντως δημιούργησε παράδεισο με την αγάπη του, θα μπορούσε να δημιουργήσει και μια Γη χωρίς κακό και πόνο για τους ανθρώπους και τα ζώα[53]

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Η απόδοση του επιχειρήματος στον Επίκουρο, ίσως αποδόθηκα λανθασμένα στον Επίκουρο, από τον Λακτάντιο ο οποίος, υπό την σκοπιά του Χριστιανού, θεωρούσε τον Επίκουρο ως άθεο[16]
  2. Ο Nicola Creegan έχει παρουσιάσει το λογικό και αποδεικτικό πρόβλημα του κακού το οποίο εφαρμόζεται στα ζώα[25]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 1,5 1,6 Tooley.
  2. 2,00 2,01 2,02 2,03 2,04 2,05 2,06 2,07 2,08 2,09 Trakakis.
  3. 3,0 3,1 Bebee.
  4. 4,0 4,1 Inwagen 2008, σελ. 120, 123-6.
  5. O'Leary, 1998 & p-34-5:As Max Weber notes, however, it is in monotheistic religions that this problem becomes acute.
  6. 6,0 6,1 Harvey 2013, σελ. 141.
  7. Hermanp, σελ. 5.
  8. Rengger 2005, σελ. 2-16.
  9. Kivy 1980, σελ. 63.
  10. Kekes 1990.
  11. Becker 2013, σελ. 147.
  12. Boyd 2003, σελ. 55-8.
  13. Swinton 2007, σελ. 33-5,119,143.
  14. Neiman 2004, σελ. 119-20.
  15. de Winter 2012, σελ. 69-70.
  16. Larrimore 2001, σελ. xix-xxi.
  17. 17,0 17,1 Rowe, σελ. 336-7.
  18. Draper 1989, σελ. 331-50.
  19. Murray 2008, σελ. 8.
  20. Murray 2008, σελ. 2.
  21. Inwagen 2008, σελ. 204-6.
  22. Rowe, 2007 & ps:the fawn's suffering example, σελ. 61-64.
  23. Almedia 2012, σελ. 193-4.
  24. Almedia 2012, σελ. 194-217.
  25. Creegan 2013, σελ. 44.
  26. Honderich 2005, evil, the problem of:το συγκεκριμένο κεφάλαιο έχει συγγραφεί από τον Richard Swinburne
  27. 27,0 27,1 27,2 Wilks 2014.
  28. 28,0 28,1 Dougherty 2014, σελίδες 265-5.
  29. Harris 2002, σελίδες 243-4.
  30. Dougherty 2014, σελίδες 265-73.
  31. Whitney 2014.
  32. 32,0 32,1 32,2 32,3 Boyd 2003, σελίδες 55–58, 69–70, 76, 96.
  33. 33,0 33,1 33,2 33,3 Lacewing 2014, σελ. 239.
  34. Boyd 2003, σελ. 69.
  35. 35,0 35,1 Plantinga 1974, σελ. 58.
  36. meister 2009, σελ. 134.
  37. Sobel 2004, σελίδες 436-7.
  38. Alvin Plantinga· Michael Tooley (2009). Knowledge of God. John Wiley & Sons. σελίδες 101–05. ISBN 978-1-4443-0131-1. 
  39. Adams 2000, σελ. 203.
  40. Adams 2000, σελ. 26.
  41. Lewis 1996, σελ. 24-5:"We can, perhaps, conceive of a world in which God corrected the results of this abuse of free will by His creatures at every moment: so that a wooden beam became soft as grass when it was used as a weapon, and the air refused to obey me if I attempted to set up in it the sound waves that carry lies or insults. But such a world would be one in which wrong actions were impossible, and in which, therefore, freedom of the will would be void; nay, if the principle were carried out to its logical conclusion, evil thoughts would be impossible, for the cerebral matter which we use in thinking would refuse its task when we attempted to frame them."
  42. "The Two Types of Evil," at http://www.bbc.co.uk/schools/gcsebitesize/rs/god/chgoodandevilrev1.shtml. Accessed 10 July 2014.
  43. Hanson 1977, σελ. 62.
  44. Polkinghorne 2003, σελ. 14.
  45. Swinburne 1996, σελίδες 108-9"the operation of natural laws producing evils gives humans knowledge (if they choose to seek it) of how to bring about such evils themselves. Observing you can catch some disease by the operation of natural processes gives me the power either to use those processes to give that disease to other people, or through negligence to allow others to catch it, or to take measures to prevent others from catching the disease." In this way, "it increases the range of significant choice... The actions which natural evil makes possible are ones which allow us to perform at our best and interact with our fellows at the deepest level"
  46. Hanson 1997, σελ. 100.
  47. Oppy 2006, σελίδες 314-9.
  48. Simon Cushing (2010). «Evil, Freedom and the Heaven Dilemma» (PDF). Challenging Evil: Time, Society and Changing Concepts of the Meaning of Evil. Inter-Disciplinary Press. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 17 Μαΐου 2013. Ανακτήθηκε στις 10 Απριλίου 2014. 
  49. Beebe.
  50. Griffin 1991, σελίδες 94-5.
  51. Feinberg 2004, σελίδες 94-5.
  52. 52,0 52,1 Creegan 2013, σελ. 48.
  53. Creegan 2013, σελίδες 48-51.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εγκυκλοπαίδειες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]