Προϊστορική αρχαιολογία

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η προϊστορική αρχαιολογία ένας τομέας αρχαιολογικής έρευνας που καλύπτει όλες τις προαστικές κοινωνίες του κόσμου, οι οποίες εξ ορισμού δε διαθέτουν κανένα γραπτό αρχείο. Επομένως, είναι διακριτό το σύνολο των ερευνητικών διαδικασιών και της ερμηνείας των υλικών υπολειμμάτων, της καθημερινής ζωής, της κοινωνικής οργάνωσης και της διαμόρφωσης συμβολικών κωδίκων των προϊστορικών κοινωνιών. Όντας η «καθαρότερη» μορφή αρχαιολογίας, ελλείψει γραπτών μαρτυριών, υπήρξε το επίκεντρο ενδιαφέροντος σε ό,τι αφορά στη μεθοδολογική καινοτομία, σε θεωρητικό και τεχνολογικό επίπεδο. Οι προϊστορικοί αρχαιολόγοι βασίζονται αποκλειστικά στα υλικά υπολείμματα, προκειμένου να διαμορφώσουν τις εκτιμήσεις και τις ερμηνείες τους. Καθώς η ερμηνεία τέτοιων έμμεσων μαρτυριών της ανθρώπινης δραστηριότητας απαιτεί διεπιστημονικές προσεγγίσεις, η προϊστορική αρχαιολογία διατηρεί μια στενή σχέση με την ανθρωπολογία. Δεδομένου μάλιστα ότι επεκτείνεται στη μελέτη ανθρώπινων πληθυσμών προγενέστερων του σύγχρονου h. sapiens sapiens, συνδέεται στενά με τη βιολογία, τη φυσική ανθρωπολογία και τη γεωλογία.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αυτό το σύνολο επιστημών ήλθε στην ύπαρξη μόλις τον δέκατο ένατο αιώνα και η έννοια της «προϊστορίας» προέκυψε ως προϊόν των εξελικτικών ιδεών και της αναγνώρισης της μακροχρόνιας ύπαρξης των ανθρώπινων ειδών, σε μια κλίμακα που δεν επιτρεπόταν από τις φονταμενταλιστικές στη βάση τους θρησκευτικές πεποιθήσεις περί της δημιουργίας και της ύπαρξης του κόσμου[1]. Ακολούθησε μια παράδοση συγκριτικής ανθρωπολογίας, στη βάση της Αναγέννησης και του Διαφωτισμού, που τράφηκε από εθνικιστικές ενίοτε ανησυχίες του ρομαντικού ευρωπαϊκού κινήματος. Η θεμελιώδης δέσμευση της αρχαιολογίας με τα υλικά υπολείμματα –προϊόν της ανάγκης διερεύνησης και τεκμηρίωσης του κλασικού κυρίως κόσμου- στην προϊστορική αρχαιολογία έλαβε σταδιακά μια διαφορετική μορφή. Ο εμπλουτισμός του αρχαιολογικού αρχείου με μαρτυρίες υλικών καταλοίπων προσέφερε ένα στιβαρό υπόστρωμα για τη θεμελίωση της ερμηνευτικής μεθοδολογίας, ανεξαρτήτως ερμηνευτικού μοντέλου.

Τα αρχικά κέντρα της προϊστορικής αρχαιολογίας στα αρχικά στάδια ανάπτυξής της ήταν τα μουσεία, δηλαδή περιφερειακές και εθνικές συλλογές ή διεθνείς, στις μεγάλες πόλεις των αποικιακών δυνάμεων. Σημαντικά κέντρα έρευνας ήταν επίσης οι πανεπιστημιακές συλλογές και τα εθνικά αρχαιολογικά ιδρύματα όπως το Deutsches Archaeologisches Institut στη Γερμανία, που λειτουργούσαν σε όλη την Ευρώπη και την Εγγύς Ανατολή.

Ελλάδα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σε ό,τι αφορά στον ελλαδικό κυρίως χώρο αλλά και τη γενικότερη ανασκαφική έρευνα, η προϊστορική αρχαιολογία στρέφεται σε υπαίθριες θέσεις, στις οποίες περιλαμβάνονται σπήλαια και βραχοσκεπές και σε προϊστορικούς οικισμούς, αναζητώντας μαρτυρίες μόνιμης εγκατάστασης, τεχνικής εξειδίκευσης, οικοτεχνικών δραστηριοτήτων, τροφοπαρασκευαστικών κατασκευών, παραγωγικότητας και διακίνησης αγαθών, όπως επίσης και στοιχεία πυροτεχνολογίας, μεταλλουργίας, κεραμεικής, υδραυλικών εγκαταστάσεων, ταφικών κατασκευών, κοινωνικής διαφοροποίησης και πρώιμης αστικοποίησης[2].

Θεωρήσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σε ό,τι αφορά στην προϊστορική αρχαιολογία θα μπορούσε να προσδιορίσει κανείς ως εστιακό σημείο τη διεπιστημονικότητα στον τομέα της έρευνας και την εφαρμογή ποικίλων μεθόδων ερμηνείας για την κατανόηση της ζωής του προϊστορικού ανθρώπου. Στοιχεία παρέχονται από τις οικολογικές αλλαγές της πρώιμης περιόδου του Ολόκαινου και των κοινωνικών παραγόντων που οδήγησαν στην εμφάνιση της γεωργίας και άλλων εντατικοποιημένων μεθόδων παραγωγής τροφής, οργάνωσης του κοινωνικού χώρου και τελικά της ανάπτυξης αστικών πολιτισμών. Εδώ χρειάζεται να τονίσουμε –παρά τις αντιρρήσεις ορισμένων σχολών αρχαιολογικής σκέψης- ότι θα έπρεπε να περιλαμβάνεται, επίσης, η μελέτη του αποικισμού μεγάλων και σημαντικών περιοχών, όπως ο Ειρηνικός Ωκεανός.

Ένα σημαντικό αλλά λιγότερο εμφανές και διερευνώμενο σύνολο προβλημάτων –από τότε που πέθανε ο Βηρ Γκόρντον Τσάιλντ το 1957- αφορά στη σχέση μεταξύ των αστικών κοινωνιών και των περιφερειακών κοινοτήτων που επηρεάζονται από την αύξησή τους στην Ασία, την Ευρώπη και την Αμερική. Η ενσωμάτωση τεχνολογιών και ιδεών που δημιουργούνται σε αστικά πλαίσια και ο μετασχηματισμός τους στους γηγενείς πολιτισμούς είναι ένα θέμα που ενώνει τους επαγγελματίες της αρχαιολογίας και άλλων ιστορικών ειδικοτήτων σε όλο τον κόσμο, από την 4η έως τη 2η Π.Κ.Ε. χιλιετία.

Από όλους τους κλάδους της αρχαιολογίας, η μελέτη και η ερμηνεία των προϊστορικών περιόδων απεικονίζει ενίοτε διαδοχικές πολιτιστικές ταλαντεύσεις ή φάσεις μετάβασης (π.χ. νεολιθική επανάσταση ή αστική επανάσταση) παρούσες ακόμη και σε σύγχρονες κοινωνίες. Ωστόσο, αν και οι ερευνητές από καιρό έχουν αναγνωρίσει ότι η μετάβαση στις καλλιεργητικές κοινωνίες της Εγγύς Ανατολής κατά την Νεολιθική ήταν σημαντικό οικονομικό γεγονός, μόνον πρόσφατα άρχισε να συζητείται η φύση των αλλαγών στην κοινωνική οργάνωση της περιόδου και η φύση της κοινωνικής οργάνωσης σε διαφορετικές κλίμακες. Στηριγμένοι στην κατανόησή της ευρύτερης εξελικτικής τροχιάς αυτής της μετάβασης, οι αρχαιολόγοι κατευθύνουν τώρα την προσοχή τους στο κοινωνικό πλαίσιο της νεολιθικής ζωής στην οικογένεια[3].

Αντικείμενο αυτής της στροφής στο κοινωνικό πλαίσιο αποτελεί ο ορισμός των εννοιών στα προϊστορικά αντικείμενα της τέχνης, όχι όμως με το υφολογικό παράδειγμα της κλασικής αρχαιολογίας για τα αντικείμενα τέχνης. Η αρχαία τέχνη αρχίζει να γίνεται κατανοητή συχνά από την άποψη της επικοινωνίας και της έκφρασης. Η τέχνη συνδέεται συχνά με την επιβίωση, τη θρησκεία και την ταυτότητα - τα «μεγάλα ζητήματα» της κοινωνικής ζωής- αλλά και με τον καθημερινό υλικό πολιτισμό[4]. Ως εκ τούτου αποτελεί σημαντικό τμήμα της έρευνας για την προϊστορική αρχαιολογία.

Σημειώσεις και παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Trigger, 2005, 7.
  2. Πυργάκης, 2002, 13, 73.
  3. Kuijt, 2002, 311.
  4. Vesa-Pekka Herva et al, 2002, 96.

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Kuijt, Ian, 2002, Life in Neolithic Farming Communities: Social Organization, Identity, and Differentiation, New York: Kluwer Academic.
  • Πυργάκη, Μ., 2002, «Η εποχή του λίθου στον ελληνικό χώρο», Αρχαιολογία στον Ελληνικό χώρο, τομ. Β΄ Πάτρα: ΕΑΠ.
  • Trigger Bruce, G., 2005, Μια ιστορία της αρχαιολογικής σκέψης, Αθήνα: Αλεξάνδρεια.
  • Vesa-Pekka Herva - Janne Ikäheimo, 2002, "Defusing Dualism: Mind, Materiality and prehistoric Art", στο Norwegian Archaeological Review, Vol 35, No 2 / Oct 01, 95–108.