Πουρμπουάρ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Το πουρμπουάρ (γαλλικά: pourboire· παλιότερη γραφή: pour-boire) είναι μια συνηθισμένη στην Ελλάδα λέξη που αποδίδει τον όρο φιλοδώρημα. Προέρχεται από τις γαλλικές λέξεις pour και boire που κατά κυριολεξία σημαίνουν "Για να πιείς". Άρα, έμμεσα, κάποιος δίνει ένα φιλοδώρημα σε κάποιον "για να πιεί κάτι". Συνήθως το πουρμπουάρ δίνεται ως μια μορφή ευχαριστίας σε κάποιον που παρείχε μια εξυπηρέτηση ή μια υπηρεσία σε ικανοποιητικό για τον αποδέκτη της βαθμό. Σε ορισμένες περιπτώσεις δίνεται και χωρίς να συντρέχει κάποιος ιδιαίτερος λόγος. Στην Ελλάδα το πουρμπουάρ είναι πολύ συνηθισμένο, ειδικά σε περιπτώσεις ψυχαγωγίας και εστίασης, χωρίς όμως να λείπουν και άλλες περιπτώσεις (π.χ. μια σύντομη χειρωνακτική εργασία ή μια χρήσιμη πληροφορία).

Κάθε τόπος έχει τους δικούς του άγραφους κανόνες για το πουρμπουάρ και κάθε γλώσσα χρησιμοποιεί διαφορετικές ορολογίες για να το περιγράψει. Είναι ενδιαφέρον ότι στην τουρκική γλώσσα ονομάζεται μπαχσίς (bahşiş - λέξη περσικής ρίζας), μόνο που στην Τουρκία ήταν κάποτε υποχρεωτικό βάσει ενός παλιού νόμου για άμεση φορολογία ο οποίος δεν ισχύει στις περισσότερες περιπτώσεις πια, όμως η "υποχρέωση" αυτή παρέμεινε ως τις μέρες μας.

Από τη λέξη μπαχσίς προήλθε και η λέξη μπαχτσίσι ή μπαξίσι στην Ελλάδα και μ' αυτόν τον τρόπο αναφέρεται κάθε περίπτωση που κάποιος καλείται να πληρώσει με υπερτίμηση ένα προϊόν ή μια υπηρεσία χωρίς τη θέλησή του, συνήθως με δυσαρέσκεια.