Πομερανική γλώσσα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Στεφάν Ράμουουτ, Λεξικό της Πομερανικής (Κασουβικής) γλώσσας, δημοσιευθέν στην Κρακοβία, 1893.

Η Πομερανική είναι μια ομάδα των Λεχιτικών διαλέκτων που μιλιούνταν στον Μεσαίωνα στην γεωγραφική περιοχή της Πομερανίας. Σχετίζονται σε μεγαλύτερο βαθμό με Πολαμπιανές διαλέκτους, οι οποίες βρίσκονται δυτικότερα, και με τις Πολωνικές διαλέκτους, οι οποίες βρίσκονται νοτιότερα γεωγραφικά.

Ακολουθώντας την γερμανοποίηση της Πομερανίας λόγω της ενσωμάτωσής της στην Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και την μαζική εισδοχή Γερμανών και άλλων γερμανόφωνων εποίκων στα ύστερα μεσαιωνικά χρόνια, ο πληθυσμός αφομοίωσε της παραλλαγές της Κάτω Γερμανικής γλώσσας (αγγλ.: Pommersch) και οι περισσότερες από τις Σλαβικές διαλέκτους της Πομερανικής εξαφανίστηκαν. Η μοναδική ζώσα απόγονος της Πομερανικής γλώσσας είναι η Κασουβική γλώσσα που μιλιέται στην Ανατολική Πομερανία. Μια άλλη παραλλαγή της Πομερανικής, η Σλοβινσιανή, εξαφανίστηκε στις αρχές του 20ου αιώνα.

Άλλες Σλαβικές διάλεκτοι που χρησιμοποιούνταν από ιθαγενείς πληθυσμούς στην Πομερανία περιλαμβάνουν την Κοτσιέβιατσι, Μπορόβιατσι, και την Κραΐνιατσι. Οι διάλεκτοι αυτές, εντούτοις, ανήκουν στην Πολωνική γλώσσα, αλλά έχουν μεταβατικό χαρακτήρα και μοιράζονται μερικά κοινά χαρακτηριστικά με την Πομερανική γλώσσα. Ο Φρίντριχ Λόρεντς θεωρεί ότι τουλάχιστον οι διάλεκτοι της Κοτσιέβιατσι και της Μπορόβιατσι ήταν παραδοσιακά Πομερανικές, αλλά εκπολωνίστικαν λόγω του Πολωνικού εποικισμού των περιοχών. Από την άλλη, η διάλεκτος του Κραΐνιατσι, σύμφωνα με τον Λόρεντς, ήταν κατά πάσα πιθανότητα παραδοσιακά Πολωνική.

Η Πομερανική γλώσσα, και η μόνη μορφή της που επιβιώνει, η Κασουβική, παραδοσιακά δεν έχει αναγνωριστεί από την πλειονότητα των Πολωνών γλωσσολόγων και έχει αντιμετωπιστεί στην Πολωνία ως "η πιο ξεχωριστή διάλεκτος της Πολωνικής γλώσσας". Μάλιστα κάποιοι Πολωνοί γλωσσολόγοι προσπάθησαν να φαιδρύνουν τα εγχειρήματα για δημιουργία μιας πρότυπης μορφής της Κασουβικής/Πομερανικής γλώσσας, και να υποτιμήσουν εκείνους τους Κασουβιανούς συγγραφείς που εργάστηκαν για αυτό. Εντούτοις, υπήρξαν και κάποιοι Πολωνοί γλωσσολόγοι που αναγνώρισαν την Πομερανική ως ξεχωριστή γλώσσα. Ο πιο εξέχων από αυτούς ήταν ο Στεφάν Ραμούουτ, συγγραφέας ενός Πομερανό-Πολωνικού λεξικού από τα τέλη του 19ου αιώνα, και ο Άλφρεντ Μάγιεβιτς που ανοιχτά αποκάλεσε γλώσσα την Κασουβική την δεκαετία του 1980.

Ακολουθώντας την κατάρρευση της Κομμουνιστικής Πολωνίας, η στάση της Πολωνίας σχετικά με το καθεστώς της Κασουβικής γλώσσας άλλαξε σταδιακά. Όλο και περισσότερο αντιμετωπίστηκε ως μια πλήρως αναπτυγμένη γλώσσα, καθώς διδάσκεται σε κρατικά σχολεία και έχει μια περιορισμένη χρήση στη δημόσια τηλεόραση και το ραδιόφωνο. Ένας νόμος που πέρασε από το Πολωνικό κοινοβούλιο το 2005 αναγνωρίζει την Κασουβική ως την μοναδική περιφερειακή γλώσσα στην Δημοκρατία της Πολωνίας και παρέχει το δικαίωμα για την επίσημη χρήση της σε δέκα κοινότητες όπου οι ομιλητές της Κασουβικής γλώσσας συνιστούν τουλάχιστον το 10 τοις εκατό του πληθυσμού.

Βιβλιογραφικές αναφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Friedhelm Hinze, Wörterbuch und Lautlehre der deutschen Lehnwörter im Pomoranischen (Kaschubischen), Βερολίνο 1965
  • Friedrich Lorentz, Geschichte der Pomoranischen (Kaschubischen) Sprache, Βερολίνο και Λειψία, 1925
  • Friedrich Lorentz, Pomoranisches Wörterbuch, Τόμος I-V, Βερολίνο 1958-1983
  • Stefan Ramułt, Słownik języka pomorskiego, czyli kaszubskiego, Κρακοβία, 1893