Πειραιάς Ιπποθοωντίδας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Αυτό το λήμμα αφορά την αρχαία πόλη και τον αρχαίο δήμο της Ιπποθοωντίδας φυλής. Για τη σύγχρονη πόλη, δείτε: Πειραιάς. Για τον σύγχρονο δήμο, δείτε: Δήμος Πειραιά.
Πειραιάς Ιπποθοωντίδας
Πιθανή όψη του Πειραιά κατά την αρχαιότητα,
σε αναπαράσταση του 19ου αιώνα.
Γενικά στοιχεία
ΟνομασίαΠειραιεύς
Μεταγενέστερη ονομασίαΠειραιάς
Κύριος οικισμόςΜουνιχία, Πειραιεύς
Διοικητικά στοιχεία
Ταυτότηταδήμος της αρχαίας Αθήνας
Ονομασία δήμουΔήμος Πειραιώς
Ονομασία δημότηΠειραιεύς
ΦυλήΙπποθοωντίδα
Τριττύςάστεως
Έδρα τριττύοςΠειραιεύς
ΚοινότηταΤεράκωμος ή Τεράκωμοι
Σύστημα εξουσίαςΠόλη–κράτος
Πολιτικό σύστημαΑθηναϊκή Δημοκρατία
Τίτλος ηγέτηδήμαρχος
Λήψη αποφάσεωνΑρχαία Βουλή & Δήμος
Αριθμός βουλευτών
1η περίοδος
508 – 307/306 π.Χ.
9
2η περίοδος
307/306–224/223 π.Χ.
10
3η περίοδος
224/223–201/200 π.Χ.
10
4η περίοδος
201/200 π.Χ.– 126/127
άγνωστος
5η περίοδος
126/127–3ος αιώνας
άγνωστος
Ιστορική εξέλιξη
Ίδρυση508 ΠΚΕ
Λήξη3ος αιώνας
Αντικαταστάθηκε απόΔήμος Πειραιά
Τελικό συμβάνΚαταστροφή από τον Σύλλα (87/86 π.Χ.)
Λατρευτικές παραδόσεις
ΙεράΙερό της Μουνιχίας Αρτέμιδος

Ιερό της Βένδιδος
Ιερό του Δία Σωτήρος και της Αθηνάς Σωτείρας
Ιερό της Ελλιμενίας Αθηνάς
Ιερό του Μειλιχίου Διός
Ιερό του Φιλίου Διός
Ιερό της Ευπλοίας Αφροδίτης
Ιερό του Ασκληπιού

και ιαματικά λουτρά αφιερωμένα σε διάφορες θεότητες.
ΕορτέςΜουνίχια
Βενδίδεια
Παναθήναια
ΜυθολογίαΙπποθόωντας, Μούνιχος, Ηετίωνας
Αρχαιολογία
Αξιόλογα κτίσματαΑκρόπολη Μουνιχίας, Ιπποδάμειος Αγορά του Πειραιά
αγορά Εμπορείου, Θέατρο του Διονύσου
Θέατρο της Ζέας
Φρούρια–οχυράΙσχυρά περιμετρικά τείχη Πειραιά
& Μακρά Τείχη
ΛιμάνιαΛιμένας Μουνιχίας
Λιμένας Ζέας
Λιμένας Κανθάρου
Τεχνικά έργαΣηράγγιον
Σπηλιά Αρετούσας
Άλλα έργαΗετιώνεια Ακτή και Ηετιώνεια Πύλη
Άλκιμον Ακρωτήριον
Τάφος Θεμιστοκλή
ΑνασκαφέςΛόφος της Μουνιχίας.[1]
ΕκθέματαΑρχαιολογικό Μουσείο Πειραιά
Περιοχή
ΑττικήΠειραϊκή χερσόνησος
Οι δήμοι της αρχαίας Αθήνας
Commons page Σχετικά πολυμέσα


Ο Πειραιεύς ή Πειραιάς (αρχαία ελληνικά: Πειραιεύς‎‎), (ο δήμος: Πειραιώς, Πειραιά), ήταν αρχαίος οικισμός - πόλη και δήμος της Ιπποθοωντίδας (περιοχή και φυλή της αρχαίας Αθήνας).

Ονομασία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο δήμος πήρε το όνομά του, σύμφωνα με μια εκδοχή από τον αρχικό νησιωτικό χαρακτήρα του Πειραιά και τη λέξη «περαιεύς», που σήμαινε ο «πορθμεύς» (αρχαίο ρήμα: περαιόω), δηλαδή αυτός που αναλάμβανε να περάσει, με πλοιάριο, τους επιβάτες από τη φαληρική ακτή στην απέναντι όχθη της τότε νήσου του Πειραιά. Σύμφωνα μάλιστα με τον Στέφανο τον Βυζάντιο, «πορθμεύς» λεγόταν όχι μόνο ο «πειραιεύς» αλλά και ο «πειραιός», ενώ με βάση τους Ι. Δραγάτση και Α. Χατζή το όνομα από προσηγορικό μεταβλήθηκε σταδιακά σε τοπωνυμικό. Η άποψη αυτή του Στέφανου του Βυζαντίου ενισχυόταν επίσης από την παράλληλη υπάρχουσα ονομασία «Πειραιός», με την ίδια έννοια, και του λιμανιού της αρχαίας Κορίνθου.[2] Με την άποψη αυτή συμφωνούσαν και οι J. Schmidt και K. Wahrman (1929). Σύμφωνα όμως, με μια άλλη εκδοχή, το όνομα το δήμου παράγεται από τη λέξη «πέραν» (κατά την λέξη «αντιπέραν όχθη»), επειδή ανάμεσα στην νησίδα του Πειραιά και τις απέναντι ακτές, μεσολαβούσε τόπος ελώδης, το γνωστό «αλίπεδον».

Τοποθεσία του αρχαίου δήμου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Χάρτης του Πειραιά το 1908 (από το έργο "Baedeker's Handbook of Greece", Leipzig.)

Ο δήμος του Πειραιώς, ήταν δήμος του άστεως της Αθήνας.[3] Το κέντρο του αρχαίου δήμου πιθανότατα βρισκόταν στο λόφο της Μουνιχίας.[4]

Η συμμετοχή του δήμου στην αρχαία Βουλή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο δήμος, η ύπαρξη του οποίου επιβεβαιώνεται και από διάφορες επιγραφές,[5] ως μέλος της Ιπποθοωντίδας φυλής, συμμετείχε με 9 βουλευτές στην αρχαία Βουλή των 500, κατά την πρώτη περίοδο (508 – 307/306 π.Χ.). Κατά τη δεύτερη (307/306 – 224/223 π.Χ.) και την τρίτη περίοδο (224/223 – 201/200 π.Χ.) ο δήμος αντιπροσωπευόταν με 10 βουλευτές στη Βουλή των 600. Κατά την τέταρτη (201/200 π.Χ. – 126/127) και την πέμπτη περίοδο (126/127 – 3ος αιώνας) είναι άγνωστος ο αριθμός βουλευτών–αντιπροσώπων του δήμου.

Οι κάτοικοι του Πειραιώς[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο δημότης του αρχαίου δήμου ονομαζόταν Πειραιεύς. Ο Πειραιάς έγινε το κεντρικό λιμάνι της Αθήνας τον πέμπτο αιώνα π.Χ., στη θέση του λιμανιού του Φαλήρου, κατά τη διάρκεια των Περσικών Πολέμων, όταν το οχύρωσε ο Θεμιστοκλής.[6][7] Προηγουμένως ο τύραννος Ιππίας είχε οχυρώσει κι αυτός τον λόφο της Μουνιχίας. Στην κλασική εποχή ο δήμος άρχισε να επεκτείνεται με βάση το αρχιτεκτονικό–ρυμοτομικό σχέδιο, σε ορθογώνιο σχήμα, το οποίο σχεδίασε ο Ιππόδαμος ο Μιλήσιος.[8]

Μουνιχία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κύριο λήμμα: Μουνιχία

Ο Στράβων μιλά για την περιοχή του Πειραιά ως μια ακτή γεμάτη με κοιλότητες και υψώματα, κατάλληλα προς κατοίκηση.[9] Ο λόφος της Μουνιχίας που κατηφόριζε προς τη θάλασσα, ήταν καλυμμένος με σπίτια, σύμφωνα με τα σχέδια από τον ίδιο αρχιτέκτονα που διακρίνονταν για την ομορφιά τους.

Αρχαία θέατρα του Πειραιά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το αρχαίο θέατρο της Ζέας, δίπλα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Πειραιά.

Θέατρο του Διονύσου

Στη δυτική πλαγιά του λόφου της Μουνιχίας, υπήρχε το θέατρο του Διονύσου, όπου διεξάγονταν τα αγροτικά Διονύσια. Αυτό το θέατρο ήταν αρκετά μεγάλο, δεδομένου ότι μερικές φορές πραγματοποιήθηκαν εκεί συναντήσεις των Αθηναίων.[10][11] Μερικοί σύγχρονοι ιστορικοί υποστηρίζουν ότι υπήρχαν δύο θέατρα στην περιοχή, το μεν ένα στην περιοχή της Ζέας και το δε άλλο στον λόφο της Μουνιχίας, ενώ παλαιότερη αναφορά μιλά για μόνο ένα. Η ασάφεια αυτή πηγάζει από την ανακάλυψη ερειπίων και στο λόφο και κοντά στο λιμάνι της Ζέας. Ωστόσο, άλλοι ερευνητές πιστεύουν ότι το θέατρο ήταν ένα μόνο, στην περιοχή του λόφου της Μουνιχίας και ότι τα ερείπια στην Ζέα ανήκαν σε άλλης χρήσης κτίριο.

Θέατρο της Ζέας

Κύριο λήμμα: Αρχαίο θέατρο Ζέας

Δίπλα από το Αρχαιολογικό Μουσείο Πειραιά και εντός του ευρύτερου χώρου του, έχουν αποκαλυφθεί τα θεμέλια της σκηνής και ερείπια των καθισμάτων του θεάτρου της Ζέας, κατασκευασμένου περί τον 3ο αιώνα π.Χ., από Ακτίτη λίθο.[12]

Ακρόπολη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην Μουνιχία βρισκόταν η ακρόπολη του Πειραιά στην οποία κατέληγε και ένας δρόμος, ο οποίος ξεκινούσε από την Ιπποδάμεια Αγορά.[13][14]

Πολεοδομική Μελέτη Πειραιώς[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το αρχετυπικό ιπποδάμειο σύστημα ή σχέδιο, αναφερόμενο διαχρονικά και ως «διαμαντένιο πλέγμα», το οποίο επινόησε και εφάρμοσε για τον Πειραιά, στα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ., (το 460 π.Χ.) ο Ιππόδαμος ο Μιλήσιος απετέλεσε την πρότυπη πολεοδομική μελέτη για πολλές από τις μεταγενέστερες γνωστές πόλεις της κλασικής εποχής. Με μια σειρά από ευρείες και ευθείες οδούς, οι οποίες τέμνονταν σε γωνίες 45 και 135 μοιρών, σχεδίασε την «ιδανική πόλη» για 10.000 πολίτες διαιρεμένους σε τρεις τάξεις (στρατιώτες, τεχνίτες και αγρότες ή/και ευγενείς), με τη γη διαμοιρασμένη επίσης σε τρεις κατηγορίες (ιερή, δημόσια και ιδιωτική). Με βάση την «Πολεοδομική Μελέτη Πειραιώς» (451 π.Χ.) κατασκευάστηκαν «γειτονιές», με μικρές ομάδες σπιτιών. Σύμφωνα με τις αρχαιολογικές ανασκαφές,[15] σε τμήματα οικιών και αρχαίων οδών συμπληρώθηκαν οι γνώσεις των αρχαιολόγων για το πολεοδομικό ιπποδάμειο σύστημα, καθώς και την τοπογραφία της αρχαίας πόλης. Τα τμήματα του αρχαίου οικισμού άρχισαν να αποκαλύπτονται στην περίοδο 2000-2009. Το ακριβές σχέδιο του οικισμού δεν είναι πάντως ακόμα γνωστό, καθώς την ισοπέδωσε ο Σύλλας, ενώ η κατασκευή του σύγχρονου λιμανιού προκάλεσε επίσης καταστροφές σε τμήμα του οικοδομικού ιστού του αρχαίου οικισμού. Σώζεται η περιγραφή του Αριστοτέλη: «Ιππόδαμος εύρε την των πόλεων διαίρεσιν και τον Πειραιά κατέτεμε». Η εκτέλεση του όλου έργου φαίνεται ότι διήρκεσε 60 χρόνια και απασχόλησε πολλούς ειδικούς και τεχνίτες, από όλη την Ελλάδα.

Ιπποδάμειος Αγορά του Πειραιά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κύριο λήμμα: Ιπποδάμεια Αγορά

Η Αγορά του Πειραιά, η οποία λεγόταν και Αγορά των Δημοτών (Ελευθέρων), ονομάστηκε Ιπποδάμειος Αγορά του Πειραιά καθώς είχε σχεδιαστεί από τον Ιππόδαμο με μακρείς δρόμους, πλατείες και ευθείες, οι οποίες δημιούργησαν για την Αγορά αυτή, μια εικόνας, η οποία ήταν σε πλήρη και σαφέστατη αντίθεση με την Αρχαία Αγορά της Αθήνας, με τα στενά και δαιδαλώδη δρομάκια της.[16] Στην Αγορά αυτή του Πειραιά έφθαναν τα εμπορεύματα από το εξωτερικό, αφού πληρωνόταν «τέλος εκτελωνισμού» ίσο με το 1/50 της αξίας τους. Η Ιπποδάμειος Αγορά δεν σώζεται, ακόμη και η θέση της αμφισβητείται. Ανεγέρθηκε στο κέντρο της εσωτερικής πόλης, παρόλο που υπήρχε και άλλη προγενέστερη Αγορά κοντά στο λιμάνι,[7] καθώς το εσωτερικό μέρος του Πειραιά αποτελούσε ξεχωριστό τμήμα από το λιμάνι. Η Ιπποδάμειος Αγορά διασταυρωνόταν με μία κεντρική οδό, που έφθανε μέχρι την οπίσθια πλευρά του θεάτρου, που οικοδομήθηκε στα τέλη του 3ου αι. π.Χ. και με μία άλλη οδό παρελάσεως των εκκλησιαστικών πομπών, η οποία ήταν κάθετη στην πρώτη. Η δεύτερη αυτή οδός ξεκινούσε από το μυχό του κεντρικού λιμένα, περνούσε από τον οίκο των Διονυσιαστών και κατέληγε διαμέσου της αγοράς στο ιερό της Μουνιχίας Αρτέμιδος. Επίσης στο τείχος του πολεμικού λιμανιού της Ζέας, υπήρχε πύλη προς την Ιπποδάμειο Αγορά. Η Ιπποδάμειος Αγορά περιβαλλόταν από ιδιωτικές οικίες και δημόσια οικοδομήματα, η ακριβής θέση των οποίων παραμένει άγνωστη. Υπήρχαν ιερά και βωμοί, από τα οποία είναι γνωστό προς το παρόν μόνο το ιερό της Εστίας, και επίσης Αγορανόμοιο, για τη ζύγιση των τροφίμων, τον έλεγχο των τιμών, τις νοθεύσεις και τις αποκρύψεις. Στην περιοχή της υπήρχαν επίσης διάφοροι τάφοι μεταξύ των οποίων του Θράσωνα.

Το πιο δημοκρατικό πνεύμα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 403 π.Χ., όταν ο Θρασύβουλος προσπάθησε να ανατρέψει την κυβέρνηση των Τριάκοντα Τυράννων, έκανε τον δήμο έναν από τους ακρογωνιαίους λίθους της αθηναϊκής δημοκρατίας:[17][18][19][20] Ίσως για τον λόγο αυτό ο Αριστοτέλης περιγράφει τον Πειραιά ως «το πιο δημοκρατικό πνεύμα της ίδιας της πόλης της Αθήνας». [21]

Φρουρά Μουνιχίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Την ελληνιστική εποχή τοποθετήθηκε στο λόφο της Μουνιχίας μια μόνιμη φρουρά, δεδομένης της σημασίας της θέσης: Η πρώτη φρουρά ενδεχομένως τοποθετήθηκε εκεί, από τον Αντίπατρο, μετά την ήττα των Αθηναίων και της αντιμακεδονικής επαναστατικής δύναμης, στη Μάχη της Κραννώνας το 322 π.Χ., ενάντια στους Μακεδόνες.[22][23] Όταν η Αθήνα παραδόθηκε στον Κάσσανδρο, το 318 π.Χ., η φρουρά διατηρήθηκε και ήταν χάρη σε αυτήν, που ο Δημήτριος ο Φαληρεύς κυβέρνησε την πόλη της Αθήνας για τα επόμενα δέκα χρόνια. Το 307 π.Χ. οι Μακεδόνες εκδιώχθηκαν από τον Δημήτριο Α 'της Μακεδονίας, αλλά, κατά την επιστροφή του από την Ασία το 299 π.Χ., αποκατέστησε εκ νέου την φρουρά. Ο Ολυμπιόδωρος, επώνυμος άρχων της αρχαίας Αθήνας κατά το 293 π.Χ., ήλεγξε και πάλι αυτή την φρουρά, το 287 π.Χ. , όταν ο Δημήτριος ο Πολιορκητής στερήθηκε της εξουσίας.[22][24] [25][26] Η μακεδονική φρουρά διατήρησε τον έλεγχο στην Μουνιχία και κατά την περίοδο των Αντιγόνου Β΄ Γονατά και Δημητρίου Β΄, αλλά τα στρατεύματα βρίσκονται εδώ στάλθηκαν μακριά, έναντι αμοιβής, από τον Άρατο τον Σικυώνιο.[27][28]

Τα λιμάνια του Πειραιά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο δήμος ήταν εξοπλισμένος, μαζί με το πιο σημαντικό λιμάνι της πόλης το «Κεντρικόν» με τρία λιμάνια[9] στην περιοχή της Ακτής, σημερινής πειραϊκής χερσονήσου. Κατά την αρχαιότητα το λιμάνι του Κανθάρου (τμήμα στο σημερινό κεντρικό λιμάνι), ήταν ο μεγαλύτερος πολεμικός λιμένας της Αθήνας, ακολουθούσε ως δεύτερος μεγαλύτερος πολεμικός λιμένας το λιμάνι της Ζέας (σημερινή Μαρίνα Ζέας ή Πασαλιμάνι) και το λιμάνι της Μουνιχίας (σημερινό Μικρολίμανο ή Τουρκολίμανο), το μικρότερο από αυτά:

Κύριο λήμμα: Λιμένας Μουνιχίας
  • Το λιμάνι της Μουνιχίας, το μικρότερο πολεμικό λιμάνι του Πειραιά, γνωστό σήμερα ως Μικρολίμανο και παλαιότερα γνωστό ως Τουρκολίμανο, έχει ωοειδές σχήμα και βρίσκεται στην ανατολική πλευρά του Πειραιά, κάτω από το ομώνυμο φρούριο της Μουνιχίας, με θέα την είσοδο του Σαρωνικού. Χρησιμοποιούταν μόνο από πολεμικά πλοία, δεν ήταν συνδεδεμένο άμεσα με το κύριο οικισμό της Αθήνας και ήταν ακατάλληλο για την εμπορική κίνηση, λόγω των απότομων ακτών.
Κύριο λήμμα: Λιμένας Ζέας
  • Το λιμάνι της Ζέας, ή παλαιότερα γνωστό ως Πασαλιμάνι είναι ο δεύτερος σε μέγεθος λιμένας του Πειραιά με σχήμα κυκλικό. το οποίο επίσης ήταν σημείο υποδοχής πολεμικών πλοίων, εξακολουθούσε να χρησιμοποιείται για στρατιωτικούς σκοπούς κατά τον 1ο αιώνα. Η λέξη «Ζέα», όνομά του λιμανιού αυτού και της περιοχής του, όπως εξακριβώθηκε από επιγραφή, που βρέθηκε στο μυχό του λιμένα, προ της σημερινής πλατείας Κανάρη, και επί της οποίας υπήρχε το συμβόλαιο της «εν Ζέα Σκευοθήκης του Αττικού Ναυστάθμου», προέρχεται κατά πάσα πιθανότητα από την Ζέα Αρτέμιδα, μιας από τις θεότητες, οι οποίες λατρεύονταν στον δήμο. Το λιμάνι είχε τους περισσότερους νεώσοικους, σε ακτινωτή διάταξη επί της παραλίας του.
Κύριο λήμμα: Λιμένας Κανθάρου
  • Το λιμάνι του Κανθάρου, το μεγαλύτερο, το οποίο σήμερα είναι τμήμα του Κεντρικού Λιμανιού του Πειραιά, αλλά του οποίου το μεγαλύτερο μέρος παραμένει θαμμένο κάτω από το νεώτερο λιμάνι και το οποίο κατά την εποχή του Ξενοφώντα ήταν κοντά σε μικρό βάλτο, που ονομάζονταν Αλαί. Σήμερα το παλαιό αυτό λιμάνι βρίσκεται σε αβαθές μέρος κοντά στον σημερινό ναό του Αγίου Διονυσίου, λίγες εκατοντάδες μέτρα βορειότερα του παλαιού νεκροταφείου του Πειραιά, όπου το έδαφος συνεχίζει να είναι πηλώδες όπως και τότε.[29] Μπροστά των Αλών ήταν ο λιμένας Αλών.[30] Παρά το γεγονός ότι το λιμάνι αυτό υποστήριζε κυρίως στρατιωτικούς σκοπούς με ελλιμενισμό πολεμικών πλοίων και κατά πάσα πιθανότητα στην αποβάθρα του υπήρχε οπλοστάσιο το οποίο μπορούσε να εξοπλίσει περίπου χίλια σκάφη,[9][31][32][33][34] σταδιακά μετατράπηκε και σε λιμάνι με εμπορική χρήση, το οποίο ονομαζόταν «Εμπόριο»[15] (Εμπορείον ή Γενικόν Κατάστημα), από το κτίριο που οικοδομήθηκε εκεί για να εξυπηρετεί τους εμπορικούς σκοπούς. Υπήρχαν και άλλες αντίστοιχες εμπορικές υποδομές, συνολικά πέντε, όπως η Μακρά Στοά,[15] το Δείγμα, (αρχαία ελληνικά: Δεῖγμα‎‎), όπου οι έμποροι εξέθεταν τα εμπορεύματά τους,[35] επίσης υπήρχε η Αλφιτοπώλις (αρχαία ελληνικά: Ἀλφιτοπῶλις‎‎), η σπουδαιότερη σιταποθήκη του Πειραιά,[15] ενώ σε άλλα δύο κτίρια δεν δόθηκαν, ή δεν είναι γνωστά, τα ονόματά τους. Μεταξύ του Εμπορείου και του Κανθάρου υπήρχε ο ναός της Αφροδίτης, ο οποίος χτίστηκε από τον Κόνωνα, μετά τη νίκη του στην Ναυμαχία της Κνίδου. Το 1843 ανακαλύφθηκε στήλη που οριοθετούσε τα σύνορα μεταξύ των δύο τμημάτων του λιμένα. Η ανασκαφή που έγινε στη συμβολή των οδών Ποσειδώνος και Γούναρη στον Πειραιά, εντόπισε τμήμα της «Μακράς Στοάς», της μεγαλύτερης από τις πέντε που συνιστούσαν το «Εμπόριο», ένα χώρο οριοθετημένο στην παράλια ζώνη του Μεγάλου Λιμένος, «του Κανθάρου», που ήταν προορισμένος για την εμπορική δραστηριότητα.[15]

Άλκιμον Ακρωτήριον–Τάφος Θεμιστοκλή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις εκβολές του τελευταίου λιμανιού, στα δεξιά, ήταν το Άλκιμον Ακρωτήριον,[36] αριστερά προς την Ηετιώνεια. Στο Άλκιμον βρισκόταν ο τάφος του Θεμιστοκλή, του οποίου τα οστά μεταφέρθηκαν από την Μαγνησία του Μαιάνδρου.[7][36] Σύμφωνα με άλλη εκδοχή του 19ου αιώνα, η τοποθεσία του τάφου ήταν ο «Άλκιμους» και πιστευόταν ότι ήταν το όνομα ενός χωριού ή δήμου της Αττικής της Λεοντίδας φυλής, το οποίο βρίσκονταν στα ανατολικά του Πειραιά και τα ερείπια αυτού του χωριού πίστευαν ότι φαίνονταν ακόμα. Πάντως ο μόνος, προς το παρόν, γνωστός δήμος της Λεοντίδας στα ανατολικά του Πειραιά, με παρεμφερές όνομα, αλλά σε αρκετά μακρινή απόσταση από τον Πειραιά, είναι ο δήμος Αλιμούς.

Ηετιώνεια Ακτή και Ηετιώνεια Πύλη [Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κύριο λήμμα: Ηετιώνεια
Σωζώμενα ερείπια Ηετιώνειας Πύλης

Η Ηετιώνεια, με το φρούριο της, το οποίο χτίστηκε το 411 π.Χ., έλεγχε την είσοδο του λιμανιού.[37] Ο μικρός κόλπος στο εξωτερικό ακρωτήρι είναι πιθανώς αναγνωρίσιμο ως ο «Κωφὸς λιμήν» (αρχαία ελληνικά: Κωφός Λιμήν‎‎), ο οποίος αναφέρεται από τον Ξενοφώντα. Το 411/410 π.Χ., η Βουλή των «Τετρακοσίων», υπό τον έλεγχο ολιγαρχικών, αποφάσισε να οχυρώσει την Ηετιώνεια Ακτή ή Ηετιωνεία, η οποία ήταν ο πρώτος ορμίσκος αριστερά της εισόδου στον κεντρικό λιμένα του Πειραιά καθώς και η προεξοχή της ακτής που σχημάτιζε αυτόν. Η οχύρωση αυτή, η οποία θα επέτρεπε στους ολιγαρχικούς να απομονώσουν το λιμάνι, από μια πιθανή είσοδο του Αθηναϊκού στόλου, που βρισκόταν στη Σάμο και τον θεωρούσαν πλέον εχθρικό προς αυτούς, εξαγρίωσε τον πληθυσμό του Πειραιά, ο οποίος επαναστάτησε και συνέβαλε τα μέγιστα στην πτώση της ολιγαρχικής κυβέρνησης. Η Ηετιώνεια ή Ηετιωνεία, το όνομα της οποίας οφείλεται όπως σημειώνουν ο Στέφανος Βυζάντιος και ο Αρποκρατίων στον μυθικό ήρωα του Πειραιά τον Ηετίωνα, ο οποίος κατέκτησε σύμφωνα με τον μύθο την περιοχή αυτή, απέκτησε λοιπόν τείχος το οποίο εκτεινόταν σε όλο το μήκος της βορειοδυτικής παραλίας του αρχαίου λιμένα και έφθανε μέχρι τον οχυρό πύργο της Ηετιωνείας όπου και συναντούσε το παλαιό τείχος του Θεμιστοκλή. Μεταξύ δε του παλαιού και του νέου τείχους ανήγειραν τη Μέγιστη Στοά όπου εκεί και υποχρέωναν τους εισαγωγείς σίτου να τον αποθηκεύουν, αλλά και να τον πωλούν χονδρικά, ώστε να πατάξουν την μέχρι τότε αισχροκέρδεια και να γίνεται ο έλεγχος αυστηρότερα. Η «Μέγιστη Στοά» δεν πρέπει να συγχέεται με την Ιπποδάμεια Αγορά. Στους νεότερους χρόνους με τις εν τω μεταξύ γεωλογικές μεταβολές η Ηετιώνεια άρχιζε από τον είσπλου στο λιμένα και κατέληγε προ των Αλών του Πειραιά. Στην έκταση αυτή περιλαμβάνονταν ο ορμίσκος της Ηετιωνείας και η ομώνυμη χερσονησίδα. Διασώζεται επίσης ερείπια της αρχαίας «Ηετιώνεια Πύλης», η οποία βρίσκεται δυτικά των σιδηροδρομικών γραμμών του παλαιού σιδηροδρομικού σταθμού Πειραιά.

Οχυρώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Χάρτης του αμυντικού συστήματος της Αθήνας, 1784, Ζαν Ζακ Μπαρτελεμύ.

Το 493 π.Χ. Ο Θεμιστοκλής εκλέχθηκε άρχων και έθεσε ως κύριο στόχο του την ανάδειξη της Αθήνας σε κυρίαρχη ναυτική δύναμη: Υπό την καθοδήγησή του, οι Αθηναίοι άρχισαν την κατασκευή ενός νέου λιμανιού στον Πειραιά, που θα αντικαθιστούσε αυτό του Φαλήρου. Ακολούθησε η δημιουργία των πολύ ισχυρών τειχών του Πειραιά. Ο Πειραιάς, μαζί με το Ηετιώνειον Άκρον και το έλος των Αλών, περιβαλλόταν από μακρά τείχη μήκους 60 σταδίων,[38] προβάλλοντας άμυνα πολύ πιο ισχυρή από ό, τι μπορούσε να προβάλλει ο κεντρίκος οικισμός της αρχαίας Αθήνας. Τα τείχη αυτά ήταν ψηλότερα από το σύνηθες, καθώς ο Θεμιστοκλής δεν ήθελε να είναι «μισό ύψος».[39] Τα τείχη, κατά την κλασική αρχαιότητα, ήταν ύψους 40 αρχαϊκών πήχεων [40] (περίπου 18 μέτρα) από το οποίο ύψος, μπορεί να γίνει αντιληπτό το μέγεθος του αρχικού έργου. Όσον αφορά το πάχος του τείχους, εκτιμάται ότι ήταν περίπου 4,5 μέτρα, ωστόσο, πιστεύεται ότι στο σχέδιο του ο Θεμιστοκλής προέβλεψε την ένωση των πλευρών με λαξευμένες πέτρες και μέταλλα (σίδηρο και μόλυβδο) και την πλήρωση του ενδιάμεσου χώρου μεταξύ τους με δυο άμαξες μεταφοράς γεμίσματος, οι οποίες μετακινούνταν παράλληλα κι από τις δυο πλευρές.[39] Αυτές οι οχυρώσεις του αρχαίου Πειραιά, συνδέονταν με αυτές του κεντρικού οικισμού της αρχαίας Αθήνας, μέσα από τα «Μακρά Τείχη».[7] Ο αρχιτέκτονας και σε αυτό το έργο ήταν επίσης ο Ιππόδαμος ο Μιλήσιος. Οι τοίχοι του τείχους προσχωρούσαν μέσα στα λιμάνια και εκτείνονταν με προμαχώνες για να σχηματίσουν τις «Θαλάσσιες Πύλες», τα στόμια των λιμένων,[26] οι οποίες, εν καιρώ πολέμου, ήταν κλειδωμένες με αλυσίδες. Αυτοί οι προμαχώνες ονομάζονταν «χηλές» (αρχαία ελληνικά: χηλαί‎‎). [41][42] [43][44]

Αρχαίοι ναοί[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στον δήμο υπήρχαν πολλά θρησκευτικά κέντρα, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της Μουνιχίας Αρτέμιδος, τόπος ασύλου για μετανοούντες εγκληματίες,[13][45] και της θρακικής θεάς Βένδιδος, γνωστό και ως «Βενδίδειον».[13] Υπήρχαν, επίσης, ένας ναός του Διός Σωτήρος[9][46] και της Σώτειρας Ελλιμενίας Αθηνάς, τα ιερά του Μειλιχίου Διός και του Φιλίου Διός, της Ευπλοίας Αφροδίτης, του Ασκληπιού, γνωστό ως «Ασκληπείον»,[15] καθώς και ιαματικά λουτρά αφιερωμένα σε διάφορες θεότητες.

Εορτές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κύριο λήμμα: Μουνίχια
Κύριο λήμμα: Μουνιχιών

Τα Μουνίχια ήταν η πιο σπουδαία από τις ετήσιες εορτές, που διεξάγονταν στον αρχαίο Πειραιά. Γίνονταν, στις 16 του μήνα Μουνιχιώνα, (συμπίπτει με τη σύγχρονη 1η Απριλίου), προς τιμή της Μουνιχίας Αρτέμιδος, στο Ιερό της Μουνιχίας Αρτέμιδος το οποίο βρισκόταν στον ομώνυμο λόφο της Μουνιχίας. Οι εορτές αυτές πιθανώς προήλθαν από τον μυθικό ήρωα Μούνιχο και μεταγενέστερα πραγματοποιούνταν ταυτόγχρονα με τις επίσης ετήσιες εορτές των «επινίκιων» της Ναυμαχίας της Σαλαμίνας.

Κύριο λήμμα: Βενδίδεια

Κατά τους κλασσικούς χρόνους, οι Θράκες, οι οποίοι είχαν μετοικήσει στην Αθήνα γιόρταζαν στον Πειραιά τα Βενδίδεια προς τιμήν της θρακικής θεότητας Βένδειας τη 19η ημέρα του μήνα Θαργηλιώνα, γιορτή στην οποία αναφέρεται ο Πλάτων στο έργο του «Πολιτεία».[47].

Επίσης μια ημέρα πριν από τα Παναθήναια έφηβοι που συμμετείχαν στα Βενδίδεια μεταφέρονταν με συνοδεία από καβαλάρηδες, με ένα άλογο για κάθε φυλή, με δάδες από το Πρυτανείο της Αθήνας προς το ναό της θεάς στον Πειραιά.[13]

Τεράκωμος ή Τεράκωμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο δήμος του Πειραιά, μαζί με τους δήμους του Φαλήρου, της Ξυπετής και των Θυμαιταδών συναποτελούσαν την κοινότητα–ενότητα με την ονομασία “Τεράκωμος“ ή “Τεράκωμοι”,[48] η οποία είχε το ιερό του Ηρακλή, ως κοινό σημείο. Σύμφωνα με την αρχαιολόγο Έφη Λυγκούρη: «Η αρχική κώμη του Πειραιά η οποία μαζί με τα γειτονικά χωριά, τους μετέπειτα δήμους της Ξυπετής (Νέο Φάληρο, Μοσχάτο), του Φαλήρου (Παλαιό Φάληρο) και των Θυμαιτάδων (Κερατσίνι) αποτελούσε σύμφωνα με τον Πολυδεύκη ένα τετράκωμο με κέντρο το ιερό του Ηρακλέους στα Καμίνια προς τιμήν του οποίου τελούνταν αγώνες».[49] Μεταξύ των τεσσάρων αυτών δήμων - κωμών τελούνταν και αγώνες. Στα Καμίνια κοντά στην εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής της συνοικίας Απόλλωνα (ή, εναλλακτικά, στον Άγιο Ιωάννη Ρέντη), πιθανολογείται ότι υπήρχε το Τετράκωμον Ηράκλειον, δηλαδή το κοινό ιερό προς τιμή του θεού Ηρακλή. Σε αυτό συνηγορεί η ανεύρεση επιγραφών με ονόματα νικητών κατά τους αγώνες στο Ηράκλειο.[50]

Σπηλιά Αρετούσας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κύριο λήμμα: Σπηλιά Αρετούσας

Ένα τεχνητό υδραυλικό έργο, το οποίο είναι μέσα σε ένα βαθύ όρυγμα-σπήλαιο, με τη μεταγενέστερη ονομασία Σπηλιά Αρετούσας, βρίσκεται στη δυτική πλευρά της κορυφής του λόφου της Μουνιχίας, γνωστού σήμερα ως λόφου του Προφήτη Ηλία στην Καστέλλα (Πειραιά). Οι ως τώρα αρχαιολογικές έρευνες θεωρούν ότι πρόκειται πιθανώς για δεξαμενή ή/και υδραγωγείο. Οι είσοδοι στην σπηλιάς αυτής, είναι κλειστές και περιφραγμένες πίσω από τις εγκαταστάσεις των υφισταμένων νεότερων υδατοδεξαμενών.

Σηράγγιον[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κύριο λήμμα: Σηράγγιο

Το Σηράγγιον ή Σηραγγείον ή Σήραγγα, είναι επίσης μια σπηλαιώδης κατασκευή ή/και υπόγεια δίοδος, στην ανατολική πλευρά της Καστέλλας, σε απότομη βραχώδη ακτή, πάνω από τη θάλασσα, στη σημερινή θέση «Βοτσαλάκια».

Φρεαττύς[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κύριο λήμμα: Φρεαττύδα

Επιπλέον, στον δήμο Πειραιά, στην περιοχή της σημερινής Φρεαττύδας,[51][52] ήταν η έδρα της «Φρεαττύδος» (αρχαία ελληνικά: Φρεαττύς‎‎) δικαστηρίου γνωστού για τις υπερασπίσεις και τις κρίσεις επανένταξης καταδικασμένων σε εξορία, οι οποίοι απολογούνταν μέσα από μια βάρκα για να αποφευχθεί η παραβίαση της ποινής τους.[51]

Νεκροπόλεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Νεκροταφείο κοντά στον Άγιο Διονύσιο: Το νεκροταφείο περιέχει ταφικούς περιβόλους του 4ου αι. π.Χ., ενώ δίπλα υπάρχει και τμήμα της οχυρωματικής τάφρου. Αποκαλύφθηκαν στο χώρο του σταθμού ΟΣΕ στον Άγιο Διονύσιο.[15]
  • Νεκροταφείο στα Καμίνια: Αποκαλύφθηκαν τάφοι διαφόρων τύπων των πρώιμων ελληνιστικών χρόνων και επιτύμβιες στήλες του 4ου αι. π.Χ. σε οικόπεδο της οδού Ερμουπόλεως, στα Καμίνια.[15]

Η στρατηγική σημασία του Πειραιά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Θουκυδίδης, στο έργο του «Ιστορίαι», λέει ότι πολλές φορές ο Θεμιστοκλής ήθελε να μετακινήσει το κέντρο της πόλης της Αθήνας προς τον Πειραιά, με δεδομένη τη μεγάλη σημασία του λιμανιού σε αυτόν τον δήμο, αλλά χωρίς επιτυχία.[53] Τέσσερις φορές τον χρόνο, δικαστές, καταγεγραμμένοι σε πίνακα των δέκα ανδρών ανά ειδικότητα (αγορανόμοι, αστυνόμοι, μετρονόμοι και σιτοφύλακες) πραγματοποιούσαν εμπορικούς ελέγχους, καταμερισμένοι σε δύο κλιμάκια, εκ των οποίων το ένα εργαζόταν στον κύριο οικισμό της Αθήνας και το δεύτερο στον Πειραιεύς.

Όταν οι νέοι, σε ηλικία δεκαοκτώ ετών, ξεκινούσαν την υποχρεωτική στρατιωτική θητεία τους, παρουσιάζονταν στον Πειραιά και στην Ακτή, όπου εκπαιδεύονταν στις βασικές αρχές του πολέμου.[54]

Αρχαιολογικό Μουσείο Πειραιά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αρχαιολογικό Μουσείο Πειραιά

Στο Αρχαιολογικό Μουσείο Πειραιά, το οποίο βρίσκεται στην περιοχή μεταξύ Τερψιθέας και Πασαλιμανίου εκτίθενται ευρήματα από το βόρειο νεκροταφείο της αρχαίας πόλης του Πειραιά και άλλα ευρήματα τα οποία βρέθηκαν κατά την οικοδόμηση της σύγχρονης πόλης, καθώς και η σειρά των νεοαττικών πλακών από ναυάγιο ρωμαϊκού πλοίου στο λιμάνι του Πειραιά, τα ευρήματα του ιερού της Μουνιχίας και εκείνα του ιερού της Μητρός των Θεών του Μοσχάτου.

H Αθηνά του Πειραιά, Αρχαιολογικό Μουσείο Πειραιά.
H μικρή Άρτεμις του Πειραιά, Αρχαιολογικό Μουσείο Πειραιά.
H μεγάλη Άρτεμις του Πειραιά, Αρχαιολογικό Μουσείο Πειραιά.
Ο Απόλλων του Πειραιά, Αρχαιολογικό Μουσείο Πειραιά.
Η τραγική μάσκα του Πειραιά, Αρχαιολογικό Μουσείο Πειραιά.

Tον Ιούλιο του 1959, οι αρχαιολόγοι Γιάννης Παπαδημητρίου και Ευθύμιος Μαστροκώστας ανακάλυψαν σημαντικά ευρήματα στην περιοχή του Πειραιά, ανάμεσα στα οποία ήταν το ορειχάλκινο άγαλμα της Αθηνάς, (Αθηνά του Κηφισοδότου ή του Ευφράνωρος). Σταδιακά εκτός από το κολοσσιαίο χάλκινο άγαλμα της Αθηνάς, αποκαλύφθηκαν το μαρμάρινο αγαλματίδιο της Αρτέμιδος Κινδυάδος, τα χάλκινα αγάλματα της «μικρής» και της «μεγάλης Αρτέμιδος», ένα χάλκινο τραγικό προσωπείο, μια χάλκινη ασπίδα και δύο μαρμάρινες ερμαϊκές στήλες. Τα ευρήματα αρχικά μεταφέρθηκαν στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο για συντήρηση και από το 1983 τα αγάλματα πήραν την οριστική τους θέση στο Αρχαιολογικό Μουσείο Πειραιά.

Η εξέλιξη ως το σύγχρονο Πειραιά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κύριο λήμμα: Πειραιάς

Η κατοίκηση της περιοχής του Πειραιά συνεχίστηκε και στα χρόνια που ακολούθησαν την κλασική εποχή. Ο Πειραιάς καταστράφηκε σχεδόν ολοσχερώς από τον Σύλλα και, από εκείνη τη στιγμή, στον οικισμό άρχισε η περίοδος παρακμής, η οποία τον οδήγησε στο να είναι, κατά τον 1ο αιώνα, απλά «ένα μικρό χωριό, που βρίσκεται γύρω από το λιμάνι και το ναό του Διός Σωτήρος».[9] Ο Σύλλας, μετά την άφιξή του, στην Αττική επικέντρωσε τις προσπάθειές του στην πολιορκία του Πειραιά προκειμένου να πλήξει την Αθήνα, την οποία και κατέλαβε το 87/86 π.Χ.[55] Ακολούθησε μια μακρά περίοδος παρακμής όπου ο Πειραιάς ερημώθηκε κατά καιρούς, φτάνοντας μέχρι τον 19ο αιώνα και την μεταφορά της πρωτεύουσας του νεοσύστατου τότε ελληνικού κράτους στην Αθήνα το 1834, οπότε ξεκίνησε μια νέα περίοδος ανάπτυξης της πόλης, με την σταδιακή αύξηση του πληθυσμού της. Το 2011, ο δήμος Πειραιάς υπολογίζονταν, με βάση την επίσημη απογραφή, σε 163.688 κατοίκους.

Προσωπικότητες από τον Πειραιά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Υπήρξαν διάφοροι γνωστοί πολίτες από τον δήμο του Πειραιώς, όπως ο συντριήραρχος της Καλλενίκης Βαθύλλος ο Πειραιεύς, ο βουλευτής Βασιλείδης ο Πειραιεύς, ο βουλευτής Βενούστος ο Πειραιεύς γιος του Βενούστου, ο βουλευτής Βερυλλανός (Αλέξανδρος) ο Πειραιεύς, ο βουλευτής Βίων ο Πειραιεύς, ο βουλευτής Γλαύκος ο Πειραιεύς, ο πολέμαρχος Γλαύκος ο Πειραιεύς γιος του Λυσάνδρου, ο βουλευτής Δημήτριος ο Πειραιεύς, ο βουλευτής Δημοκλής ο Πειραιεύς γιος του Δημοκλείδου, ο βουλευτής Δημοσθένης (Αίλιος) ο Πειραιεύς, ο βουλευτής Δίκαιος ο Πειραιεύς γιος του Δικαίου, ο γραμματέας των ταμίων της Αθηνάς Διόγνις ο Πειραιεύς γιος του Ισάνδρου, ο βουλευτής Διόδωρος ο Πειραιεύς, ο βουλευτής Διοκλής ο Πειραιεύς, ο βουλευτής Διονύσιος ο Πειραιεύς γιος του Πίστου, ο γραμματέας του δήμου Δυνατός ο Πειραιεύς γιος του Κριτοδήμου κ.α.[56] Από τους πλέον γνωστούς, οι οποίοι είχαν κάποιου είδους σχέση με το δήμο ή την περιοχή του ήταν επίσης οι:

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές - σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. John S. Traill: Demos and trittys. Epigraphical and topographical studies in the organization of Attica. Athenians Victoria College, Toronto 1986, p. 136.
  2. Στέφανος Βυζάντιος, "Εθνικά", ("Stephani Byzantii Ἐθνικων quæ supersunt." Gr. Edidit Anton Westermann, Λειψία 1839), [...] "Πειραιός, ούτως εκαλείτο ο λιμήν της Αττικής, Πειραιός δε και το εθνικόν, ύστερον δε Πειραιεύς δήμος της Ιπποθοωντίδος φυλής. ό δημότης Πειραιεύς, τα τοπικά εκ, Πειραιώς, εις τόπον εις Πειραιά, εν τόπω εν Πειραιεί και Πειραιοί. λέγεται και κτητικώς Πειραϊκός μετά συστολής του α. έστι και της Κορινθίας λιμήν. λέγεται δε και Πειρητίδος ιερός όρνις ως από του πειρήτης αρσενικού. έστι δε δήλον ως από του Πειραιά Πειραιάτης και Πειραιείτης και καθ’ υφαίρεσιν τής ει διφθόγγου Πειραίτης". [...], σελ. 228.
  3. [...] "Piraeus: (Πειραιεύς/Peiraieús, Latin Piraeus, modern Piraeus). [1] Attic deme. [2] Companion to Telemachus. [1] Attic deme. I. Topography. Large Attic deme of the phyle Hippothontis, main harbour of Athens on the west coast of Attica, c. 7 km from Athens. Its territory is a peninsula stretching c. 3 km into the Saronikos Kolpos, between the Aegaleos in the north and the Hymettus in the east". [...], Lohmann, Hans (Bochum), Piraeus
  4. John S. Traill: Demos and trittys. Epigraphical and topographical studies in the organization of Attica. Athenians Victoria College, Toronto 1986, p. 136.
  5. Πειρ Attica (IG I-III), στην ιστοσελίδα: epigraphy.packhum.org
  6. Διόδωρος Σικελιώτης, «Ιστορική Βιβλιοθήκη», ΙΑ΄, 41: [...] "Τοῦ δ´ ἐνιαυσίου χρόνου διεληλυθότος Ἀθήνησι μὲν ἦν ἄρχων Ἀδείμαντος, ἐν Ῥώμῃ δὲ κατεστάθησαν ὕπατοι Μάρκος Φάβιος Οὐιβλανὸς καὶ Λεύκιος Οὐαλέριος Πόπλιος. ἐπὶ δὲ τούτων Θεμιστοκλῆς διὰ τὴν στρατηγίαν καὶ ἀγχίνοιαν ἀποδοχῆς ἔτυχεν οὐ μόνον παρὰ τοῖς πολίταις, ἀλλὰ καὶ παρὰ πᾶσι τοῖς Ἕλλησι. διὸ καὶ μετεωριζόμενος ἐπὶ τῇ δόξῃ πολὺ μείζοσιν ἄλλαις ἐπιβολαῖς ἐχρήσατο πρὸς αὔξησιν ἡγεμονίας ἀνηκούσαις τῇ πατρίδι. τοῦ γὰρ καλουμένου Πειραιῶς οὐκ ὄντος λιμένος κατ´ ἐκείνους τοὺς χρόνους, ἀλλ´ ἐπινείῳ χρωμένων τῶν Ἀθηναίων τῷ προσαγορευομένῳ Φαληρικῷ, μικρῷ παντελῶς ὄντι, ἐπενόησε τὸν Πειραιᾶ κατασκευάζειν λιμένα, μικρᾶς μὲν προσδεόμενον κατασκευῆς, δυνάμενον δὲ γενέσθαι λιμένα κάλλιστον καὶ μέγιστον τῶν κατὰ τὴν Ἑλλάδα. ἤλπιζεν οὖν τούτου προσγενομένου τοῖς Ἀθηναίοις δυνήσεσθαι τὴν πόλιν ἀντιποιήσασθαι τῆς κατὰ θάλατταν ἡγεμονίας• τριήρεις γὰρ τότε πλείστας ἐκέκτηντο, καὶ διὰ τὴν συνέχειαν τῶν ναυμαχιῶν ἐμπειρίαν καὶ δόξαν μεγάλην τῶν ναυτικῶν ἀγώνων περιεπεποίηντο. πρὸς δὲ τούτοις τοὺς μὲν Ἴωνας ὑπελάμβανε διὰ τὴν συγγένειαν ἰδίους ἕξειν, τοὺς δὲ ἄλλους τοὺς κατὰ τὴν Ἀσίαν Ἕλληνας δι´ ἐκείνους ἐλευθερώσειν, ἀποκλινεῖν τε ταῖς εὐνοίαις πρὸς τοὺς Ἀθηναίους διὰ τὴν εὐεργεσίαν, τοὺς δὲ νησιώτας ἅπαντας καταπεπληγμένους τὸ μέγεθος τῆς ναυτικῆς δυνάμεως ἑτοίμως ταχθήσεσθαι μετὰ τῶν δυναμένων καὶ βλάπτειν καὶ ὠφελεῖν τὰ μέγιστα. τοὺς γὰρ Λακεδαιμονίους ἑώρα περὶ μὲν τὰς πεζὰς δυνάμεις εὖ κατεσκευασμένους, πρὸς δὲ τοὺς ἐν ταῖς ναυσὶν ἀγῶνας ἀφυεστάτους". [...]
  7. 7,0 7,1 7,2 7,3 Παυσανίας, «Ελλάδος περιήγησις», «Αττικά», 1, 2-3.: "ὁ δὲ Πειραιεὺς δῆμος μὲν ἦν ἐκ παλαιοῦ, πρότερον δὲ πρὶν ἢ Θεμιστοκλῆς Ἀθηναίοις ἦρξεν ἐπίνειον οὐκ ἦν• Φαληρὸν δέ—ταύτῃ γὰρ ἐλάχιστον ἀπέχει τῆς πόλεως ἡ θάλασσα—, τοῦτό σφισιν ἐπίνειον ἦν, καὶ Μενεσθέα φασὶν αὐτόθεν ταῖς ναυσὶν ἐς Τροίαν ἀναχθῆναι καὶ τούτου πρότερον Θησέα δώσοντα Μίνῳ δίκας τῆς Ἀνδρόγεω τελευτῆς. Θεμιστοκλῆς δὲ ὡς ἦρξε—τοῖς τε γὰρ πλέουσιν ἐπιτηδειότερος ὁ Πειραιεὺς ἐφαίνετό οἱ προκεῖσθαι καὶ λιμένας τρεῖς ἀνθ᾽ ἑνὸς ἔχειν τοῦ Φαληροῖ—τοῦτό σφισιν ἐπίνειον εἶναι κατεσκευάσατο• καὶ νεὼς καὶ ἐς ἐμὲ ἦσαν οἶκοι καὶ πρὸς τῷ μεγίστῳ λιμένι τάφος Θεμιστοκλέους. φασὶ γὰρ μεταμελῆσαι τῶν ἐς Θεμιστοκλέα Ἀθηναίοις καὶ ὡς οἱ προσήκοντες τὰ ὀστᾶ κομίσαιεν ἐκ Μαγνησίας ἀνελόντες• φαίνονται δὲ οἱ παῖδες οἱ Θεμιστοκλέους καὶ κατελθόντες καὶ γραφὴν ἐς τὸν Παρθενῶνα ἀναθέντες, ἐν ᾗ Θεμιστοκλῆς ἐστι γεγραμμένος. [1.3] θέας δὲ ἄξιον τῶν ἐν Πειραιεῖ μάλιστα Ἀθηνᾶς ἐστι καὶ Διὸς τέμενος• χαλκοῦ μὲν ἀμφότερα τὰ ἀγάλματα, ἔχει δὲ ὁ μὲν σκῆπτρον καὶ Νίκην, ἡ δὲ Ἀθηνᾶ δόρυ. ἐνταῦθα Λεωσθένην, ὃς Ἀθηναίοις καὶ τοῖς πᾶσιν Ἕλλησιν ἡγούμενος Μακεδόνας ἔν τε Βοιωτοῖς ἐκράτησε μάχῃ καὶ αὖθις ἔξω Θερμοπυλῶν καὶ βιασάμενος ἐς Λάμιαν κατέκλεισε τὴν ἀπαντικρὺ τῆς Οἴτης, τοῦτον τὸν Λεωσθένην καὶ τοὺς παῖδας ἔγραψεν Ἀρκεσίλαος. ἔστι δὲ τῆς στοᾶς τῆς μακρᾶς, ἔνθα καθέστηκεν ἀγορὰ τοῖς ἐπὶ θαλάσσης—καὶ γὰρ τοῖς ἀπωτέρω τοῦ λιμένος ἐστὶν ἑτέρα—, τῆς δὲ ἐπὶ θαλάσσης στοᾶς ὄπισθεν ἑστᾶσι Ζεὺς καὶ Δῆμος, Λεωχάρους ἔργον. πρὸς δὲ τῇ θαλάσσῃ Κόνων ᾠκοδόμησεν Ἀφροδίτης ἱερόν, τριήρεις Λακεδαιμονίων κατεργασάμενος περὶ Κνίδον τὴν ἐν τῇ Καρικῇ χεῤῥονήσῳ. Κνίδιοι γὰρ τιμῶσιν Ἀφροδίτην μάλιστα, καί σφισιν ἔστιν ἱερὰ τῆς θεοῦ• τὸ μὲν γὰρ ἀρχαιότατον Δωρίτιδος, μετὰ δὲ τὸ Ἀκραίας, νεώτατον δὲ ἣν Κνιδίαν οἱ πολλοί, Κνίδιοι δὲ αὐτοὶ καλοῦσιν Εὔπλοιαν. [1.4] ἔστι δὲ καὶ ἄλλος Ἀθηναίοις ὁ μὲν ἐπὶ Μουνυχίᾳ λιμὴν καὶ Μουνυχίας ναὸς Ἀρτέμιδος ".
  8. Αριστοτέλης, «Πολιτικά», Βιβλίον β΄, 1267b: [...] "Ἱππόδαμος δὲ Εὐρυφῶντος Μιλήσιος (ὃς καὶ τὴν τῶν πόλεων διαίρεσιν εὗρε καὶ τὸν Πειραιᾶ κατέτεμεν, γενόμενος καὶ περὶ τὸν ἄλλον βίον περιττότερος διὰ φιλοτιμίαν οὕτως [25] ὥστε δοκεῖν ἐνίοις ζῆν περιεργότερον τριχῶν τε πλήθει καὶ κόσμῳ πολυτελεῖ, ἔτι δὲ ἐσθῆτος εὐτελοῦς μὲν ἀλεεινῆς δέ, οὐκ ἐν τῷ χειμῶνι μόνον ἀλλὰ καὶ περὶ τοὺς θερινοὺς χρόνους, λόγιος δὲ καὶ περὶ τὴν ὅλην φύσιν εἶναι βουλόμενος) πρῶτος τῶν μὴ πολιτευομένων ἐνεχείρησέ τι περὶ πολιτείας [30] εἰπεῖν τῆς ἀρίστης. κατεσκεύαζε δὲ τὴν πόλιν τῷ πλήθει μὲν μυρίανδρον, εἰς τρία δὲ μέρη διῃρημένην• ἐποίει γὰρ ἓν μὲν μέρος τεχνίτας, ἓν δὲ γεωργούς, τρίτον δὲ τὸ προπολεμοῦν καὶ τὰ ὅπλα ἔχον. διῄρει δ’ εἰς τρία μέρη τὴν χώραν, τὴν μὲν ἱερὰν τὴν δὲ δημοσίαν τὴν δ’ ἰδίαν• ὅθεν [35] μὲν τὰ νομιζόμενα ποιήσουσι πρὸς τοὺς θεούς, ἱεράν, ἀφ’ ὧν δ’ οἱ προπολεμοῦντες βιώσονται, κοινήν, τὴν δὲ τῶν γεωργῶν ἰδίαν. ᾤετο δ’ εἴδη καὶ τῶν νόμων εἶναι τρία μόνον• περὶ ὧν γὰρ αἱ δίκαι γίνονται, τρία ταῦτ’ εἶναι τὸν ἀριθμόν, ὕβριν βλάβην θάνατον. ἐνομοθέτει δὲ καὶ δικαστήριον ἓν τὸ [40] κύριον, εἰς ὃ πάσας ἀνάγεσθαι δεῖν τὰς μὴ καλῶς κεκρίσθαι δοκούσας δίκας• τοῦτο δὲ κατεσκεύαζεν ἐκ τινῶν γερόντων αἱρετῶν".
  9. 9,0 9,1 9,2 9,3 9,4 Στράβων, «Γεωγραφικά», Βιβλίο Θ΄, 1.15: [...] "Λόφος δ᾽ ἐστὶν ἡ Μουνυχία χερρονησιάζων καὶ κοῖλος καὶ ὑπόνομος πολὺ μέρος φύσει τε καὶ ἐπίτηδες ὥστ᾽ οἰκήσεις δέχεσθαι, στομίωι δὲ μικρῶι τὴν εἴσοδον ἔχων. ὑποπίπτουσι δ᾽ αὐτῶι λιμένες τρεῖς. τὸ μὲν οὖν παλαιὸν ἐτετείχιστο καὶ συνώικιστο ἡ Μουνυχία παραπλησίως ὥσπερ ἡ τῶν Ῥοδίων πόλις, προσειληφυῖα τῶι περιβόλωι τόν τε Πειραιᾶ καὶ τοὺς λιμένας πλήρεις νεωρίων, ἐν οἷς καὶ ἡ ὁπλοθήκη Φίλωνος ἔργον• ἄξιόν τε ἦν ναύσταθμον ταῖς τετρακοσίαις ναυσίν, ὧν οὐκ ἐλάττους ἔστελλον Ἀθηναῖοι. τῶι δὲ τείχει τούτωι συνῆπτε τὰ καθειλκυσμένα ἐκ τοῦ ἄστεος σκέλη• ταῦτα δ᾽ ἦν μακρὰ τείχη τετταράκοντα σταδίων τὸ μῆκος, συνάπτοντα τὸ ἄστυ τῶι Πειραιεῖ. οἱ δὲ πολλοὶ πόλεμοι τὸ τεῖχος κατήρειψαν καὶ τὸ τῆς Μουνυχίας ἔρυμα, τόν τε Πειραιᾶ συνέστειλαν εἰς ὀλίγην κατοικίαν τὴν περὶ τοὺς λιμένας καὶ τὸ ἱερὸν τοῦ Διὸς τοῦ σωτῆρος• τοῦ δὲ ἱεροῦ τὰ μὲν στοΐδια ἔχει πίνακας θαυμαστούς, ἔργα τῶν ἐπιφανῶν τεχνιτῶν, τὸ δ᾽ ὕπαιθρον ἀνδριάντας. κατέσπασται δὲ καὶ τὰ μακρὰ τείχη, Λακεδαιμονίων μὲν καθελόντων πρότερον Ῥωμαίων δ᾽ ὕστερον, ἡνίκα Σύλλας ἐκ πολιορκίας εἷλε καὶ τὸν Πειραιᾶ καὶ τὸ ἄστυ ". [...]
  10. Θουκυδίδης, «Ιστορίαι», Βιβλίο Η, 93: [...] "XCIII. τῇ δ' ὑστεραίᾳ οἱ μὲν τετρακόσιοι ἐς τὸ βουλευτήριον ὅμως καὶ τεθορυβημένοι ξυνελέγοντο• οἱ δ' ἐν τῷ Πειραιεῖ ὁπλῖται τόν τε Ἀλεξικλέα ὃν ξυνέλαβον ἀφέντες καὶ τὸ τείχισμα καθελόντες ἐς τὸ πρὸς τῇ Μουνιχίᾳ Διονυσιακὸν θέατρον ἐλθόντες καὶ θέμενοι τὰ ὅπλα ἐξεκλησίασαν, καὶ δόξαν αὐτοῖς εὐθὺς ἐχώρουν ἐς τὸ ἄστυ καὶ ἔθεντο αὖ ἐν τῷ Ἀνακείῳ τὰ ὅπλα. [2] ἐλθόντες δὲ ἀπὸ τῶν τετρακοσίων τινὲς ᾑρημένοι πρὸς αὐτοὺς ἀνὴρ ἀνδρὶ διελέγοντό τε καὶ ἔπειθον οὓς ἴδοιεν ἀνθρώπους ἐπιεικεῖς αὐτούς τε ἡσυχάζειν καὶ τοὺς ἄλλους παρακατέχειν, λέγοντες τούς τε πεντακισχιλίους ἀποφανεῖν, καὶ ἐκ τούτων ἐν μέρει ᾗ ἂν τοῖς πεντακισχιλίοις δοκῇ τοὺς τετρακοσίους ἔσεσθαι, τέως δὲ τὴν πόλιν μηδενὶ τρόπῳ διαφθείρειν μηδ' ἐς τοὺς πολεμίους ἀνῶσαι. [3] τὸ δὲ πᾶν πλῆθος τῶν ὁπλιτῶν ἀπὸ πολλῶν καὶ πρὸς πολλοὺς λόγων γιγνομένων ἠπιώτερον ἦν ἢ πρότερον καὶ ἐφοβεῖτο μάλιστα περὶ τοῦ παντὸς πολιτικοῦ• ξυνεχώρησάν τε ὥστε ἐς ἡμέραν ῥητὴν ἐκκλησίαν ποιῆσαι ἐν τῷ Διονυσίῳ περὶ ὁμονοίας". [...]
  11. Ξενοφών, «Ελληνικά», Βιβλίο Β΄, κεφάλαιο IV, 31-33: [...] " 31 πέμπων δὲ πρέσβεις ὁ Παυσανίας πρὸς τοὺς ἐν Πειραιεῖ ἐκέλευεν ἀπιέναι ἐπὶ τὰ ἑαυτῶν: ἐπεὶ δ' οὐκ ἐπείθοντο, προσέβαλλεν ὅσον ἀπὸ βοῆς ἕνεκεν, ὅπως μὴ δῆλος εἴη εὐμενὴς αὐτοῖς ὤν. ἐπεὶ δ' οὐδὲν ἀπὸ τῆς προσβολῆς πράξας ἀπῆλθε, τῇ ὑστεραίᾳ λαβὼν τῶν μὲν Λακεδαιμονίων δύο μόρας, τῶν δὲ Ἀθηναίων ἱππέων τρεῖς φυλάς, παρῆλθεν ἐπὶ τὸν κωφὸν λιμένα, σκοπῶν πῇ εὐαποτειχιστότατος εἴη ὁ Πειραιεύς. 32 ἐπεὶ δὲ ἀπιόντος αὐτοῦ προσέθεόν τινες καὶ πράγματα αὐτῷ παρεῖχον, ἀχθεσθεὶς παρήγγειλε τοὺς μὲν ἱππέας ἐλᾶν εἰς αὐτοὺς ἐνέντας, καὶ [τοὺς] τὰ δέκα ἀφ' ἥβης συνέπεσθαι: σὺν δὲ τοῖς ἄλλοις αὐτὸς ἐπηκολούθει. καὶ ἀπέκτειναν μὲν ἐγγὺς τριάκοντα τῶν ψιλῶν, τοὺς δ' ἄλλους κατεδίωξαν πρὸς τὸ Πειραιοῖ θέατρον ". [...]
  12. Αρχαιολογικό Μουσείο Πειραιά Αρχειοθετήθηκε 2016-10-31 στο Wayback Machine., από την ιστοσελίδα: www.destinationpiraeus.com/gr
  13. 13,0 13,1 13,2 13,3 Ξενοφών, «Ελληνικά», Βιβλίο Β΄, κεφάλαιο IV, 10-11: [...] "ἐκ δὲ τούτου λαβὼν ὁ Θρασύβουλος τοὺς ἀπὸ Φυλῆς περὶ χιλίους ἤδη συνειλεγμένους, ἀφικνεῖται τῆς νυκτὸς εἰς τὸν Πειραιᾶ. οἱ δὲ τριάκοντα ἐπεὶ ᾔσθοντο ταῦτα, εὐθὺς ἐβοήθουν σύν τε τοῖς Λακωνικοῖς καὶ σὺν τοῖς ἱππεῦσι καὶ τοῖς ὁπλίταις: ἔπειτα ἐχώρουν κατὰ τὴν εἰς τὸν Πειραιᾶ ἁμαξιτὸν ἀναφέρουσαν. 11 οἱ δὲ ἀπὸ Φυλῆς ἔτι μὲν ἐπεχείρησαν μὴ ἀνιέναι αὐτούς, ἐπεὶ δὲ μέγας ὁ κύκλος ὢν πολλῆς φυλακῆς ἐδόκει δεῖσθαι οὔπω πολλοῖς οὖσι, συνεσπειράθησαν ἐπὶ τὴν Μουνιχίαν. οἱ δ' ἐκ τοῦ ἄστεως εἰς τὴν Ἱπποδάμειον ἀγορὰν ἐλθόντες πρῶτον μὲν συνετάξαντο, ὥστε ἐμπλῆσαι τὴν ὁδὸν ἣ φέρει πρός τε τὸ ἱερὸν τῆς Μουνιχίας Ἀρτέμιδος καὶ τὸ Βενδίδειον: καὶ ἐγένοντο βάθος οὐκ ἔλαττον ἢ ἐπὶ πεντήκοντα ἀσπίδων. οὕτω δὲ συντεταγμένοι ἐχώρουν ἄνω".
  14. Δημοσθένης, «Προς Τιμόθεον υπέρ Χρέως», 22: [...] "[22] Ἀφικομένου γὰρ Ἀλκέτου καὶ Ἰάσονος ὡς τοῦτον ἐν τῷ μαιμακτηριῶνι μηνὶ τῷ ἐπ᾽ Ἀστείου ἄρχοντος ἐπὶ τὸν ἀγῶνα τὸν τούτου, βοηθησόντων αὐτῷ, καὶ καταγομένων εἰς τὴν οἰκίαν τὴν ἐν Πειραιεῖ τὴν ἐν τῇ Ἱπποδαμείᾳ ἑσπέρας ἤδη οὔσης, ἀπορούμενος ὑποδέξασθαι αὐτούς, πέμψας ὡς τὸν πατέρα τὸν ἐμὸν Αἰσχρίωνα τὸν ἀκόλουθον τὸν αὑτοῦ, ἐκέλευσεν αἰτήσασθαι στρώματα καὶ ἱμάτια καὶ φιάλας ἀργυρᾶς δύο, καὶ μνᾶν ἀργυρίου δανείσασθαι.
  15. 15,0 15,1 15,2 15,3 15,4 15,5 15,6 15,7 Ανασκαφές ΚΣΤ' Εφορείας Προίστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων[νεκρός σύνδεσμος]", (pdf), Υπουργείο Πολιτισμού, σελ. 27-29.
  16. (DE) Karl Friedrich Hermann, "Disputatio de Hippodamo Milesio ad Aristotelis Politic II. 5", Marburg, Sumtibus Elwerti Bibliopolae Academicis, 1841.
  17. Διόδωρος Σικελιώτης, «Ιστορική Βιβλιοθήκη», ΙΔ΄, 33: [...] "Ὁ δὲ Θρασύβουλος τὴν ἱκανὴν φυλακὴν τοῦ χωρίου καταλιπὼν ἐξήγαγε τοὺς φυγάδας, ὄντας χιλίους καὶ διακοσίους• ἐπιθέμενος δὲ τῇ τῶν ἐναντίων παρεμβολῇ νυκτὸς ἀπροσδοκήτως καὶ συχνοὺς ἀποκτείνας, τοὺς ἄλλους διὰ τὸ παράδοξον ἐξέπληξε καὶ φυγεῖν εἰς Ἀθήνας ἠνάγκασεν. Μετὰ δὲ τὴν μάχην ὁ Θρασύβουλος εὐθὺς μὲν ὥρμησεν ἐπὶ τὸν Πειραιᾶ καὶ κατελάβετο τὴν Μουνυχίαν, λόφον ἔρημον καὶ καρτερόν, οἱ δὲ τύραννοι τῇ δυνάμει πάσῃ καταβάντες εἰς τὸν Πειραιᾶ προσέβαλον τῇ Μουνυχίᾳ, Κριτίου τὴν ἡγεμονίαν ἔχοντος. Ἐπὶ πολὺν δὲ χρόνον τῆς μάχης καρτερᾶς γενομένης, οἱ μὲν τύραννοι τοῖς πλήθεσιν ὑπερεῖχον, οἱ δὲ φυγάδες τῇ τῶν τόπων ὀχυρότητι. Τέλος δὲ Κριτίου πεσόντος οἱ μετὰ τῶν τριάκοντα κατεπλάγησαν καὶ πρὸς τοὺς ὁμαλωτέρους τόπους κατέφυγον, οὐ τολμώντων τῶν φυγάδων εἰς ἐκείνους καταβαίνειν. Μετὰ δὲ ταῦτα συχνῶν ἀφισταμένων πρὸς τοὺς φυγάδας, οἱ περὶ τὸν Θρασύβουλον ἐξαίφνης ἐπέθεντο τοῖς ἐναντίοις, καὶ μάχῃ κρατήσαντες ἐκυρίευσαν τοῦ Πειραιῶς. Εὐθὺ δὲ πολλοὶ μὲν τῶν ἐκ τῆς πόλεως ἐπιθυμοῦντες ἀπαλλαγῆναι τῆς τυραννίδος συνέρρεον εἰς τὸν Πειραιᾶ, πάντες δ´ οἱ κατὰ τὰς πόλεις διερριμμένοι φυγάδες ἀκούοντες τὰ προτερήματα τῶν περὶ Θρασύβουλον, ἧκον εἰς Πειραιᾶ, καὶ τὸ λοιπὸν ἤδη πολὺ ταῖς δυνάμεσιν οἱ φυγάδες ὑπερεῖχον• διὸ καὶ πολιορκεῖν τὴν πόλιν ἐπεχείρησαν. Οἱ δ´ ἐν ταῖς Ἀθήναις τοὺς μὲν τριάκοντα τῆς ἀρχῆς παύσαντες ἐκ τῆς πόλεως ἐξέπεμψαν, δέκα δ´ ἄνδρας κατέστησαν αὐτοκράτορας, εἰ δύναιντο, μάλιστα φιλικῶς διαλύεσθαι τὸν πόλεμον. Οὗτοι δὲ παραλαβόντες τὴν ἀρχὴν τούτων μὲν ἠμέλησαν, ἑαυτοὺς δὲ τυράννους ἀποδείξαντες ἀπὸ Λακεδαίμονος τετταράκοντα ναῦς μετεπέμψαντο καὶ στρατιώτας χιλίους, ὧν ἦρχε Λύσανδρος. Παυσανίας δὲ ὁ τῶν Λακεδαιμονίων βασιλεύς, φθονῶν μὲν τῷ Λυσάνδρῳ, θεωρῶν δὲ τὴν Σπάρτην ἀδοξοῦσαν παρὰ τοῖς Ἕλλησιν, ἀνέζευξε μετὰ δυνάμεως πολλῆς, καὶ παραγενηθεὶς εἰς Ἀθήνας διήλλαξε τοὺς ἐν τῇ πόλει πρὸς τοὺς φυγάδας. Διόπερ Ἀθηναῖοι μὲν ἐκομίσαντο τὴν πατρίδα καὶ τὸ λοιπὸν τοῖς ἰδίοις νόμοις ἐπολιτεύοντο, τοῖς δ´ εὐλαβουμένοις, μή τι πάθωσι διὰ τὰ γενόμενα κατὰ τὸ συνεχὲς αὐτῶν ἀδικήματα, τὴν Ἐλευσῖνα κατοικεῖν συνεχώρησαν.[...]
  18. Αριστοτέλης, «Αθηναίων Πολιτεία», 38: [...] "XXXVIII: Μετὰ δὲ ταῦτα καταλαβόντων τῶν ἀπὸ Φυλῆς τὴν Μουνιχίαν, καὶ νικησάντων μάχῃ τοὺς μετὰ τῶν τριάκοντα βοηθήσαντας, ἐπαναχωρήσαντες μετὰ τὸν κίνδυνον οἱ ἐκ τοῦ ἄστεως, καὶ συναθροισθέντες εἰς τὴν ἀγορὰν τῇ ὑστεραίᾳ τοὺς μὲν τριάκοντα κατέλυσαν, αἱροῦνται δὲ δέκα τῶν πολιτῶν αὐτοκράτορας ἐπὶ τὴν τοῦ πολέμου κατάλυσιν. οἱ δὲ παραλαβόντες τὴν ἀρχήν, ἐφ´ οἷς μὲν ᾑρέθησαν οὐκ ἔπραττον, ἔπεμπον δ´ εἰς Λακεδαίμονα βοήθειαν μεταπεμπόμενοι καὶ χρήματα δανειζόμενοι. χαλεπῶς δὲ φερόντων ἐπὶ τούτοις τῶν ἐν τῇ πολιτείᾳ, φοβούμενοι μὴ καταλυθῶσιν τῆς ἀρχῆς, καὶ βουλόμενοι καταπλῆξαι τοὺς ἄλλους (ὅπερ ἐγένετο), συλλαβόντες Δημάρετον οὐδενὸς ὄντα δεύτερον τῶν πολιτῶν ἀπέκτειναν, καὶ τὰ πράγματα βεβαίως εἶχον, συναγωνιζομένου Καλλιβίου τε καὶ τῶν Πελοποννησίων τῶν παρόντων, καὶ πρὸς τούτοις ἐνίων τῶν ἐν τοῖς ἱππεῦσι• τούτων γάρ τινες μάλιστα τῶν πολιτῶν ἐσπούδαζον μὴ κατελθεῖν τοὺς ἀπὸ Φυλῆς. ὡς δ´ οἱ τὸν Πειραιέα καὶ τὴν Μουνιχίαν ἔχοντες, ἀποστάντος ἅπαντος τοῦ δήμου πρὸς αὐτούς, ἐπεκράτουν τῷ πολέμῳ, τότε καταλύσαντες τοὺς δέκα τοὺς πρώτους αἱρεθέντας ἄλλους εἵλοντο δέκα τοὺς βελτίστους εἶναι δοκοῦντας, ἐφ´ ὧν συνέβη καὶ τὰς διαλύσεις γενέσθαι καὶ κατελθεῖν τὸν δῆμον, συναγωνιζομένων καὶ προθυμουμένων τούτων. προειστήκεσαν δ´ αὐτῶν μάλιστα Ῥίνων τε ὁ Παιανιεὺς καὶ Φάυλλος ὁ Ἀχερδούσιος• οὗτοι γὰρ πρίν τε Παυσανίαν 〚τ´〛 ἀφικέσθαι διεπέμποντο πρὸς τοὺς ἐν Πειραιεῖ, καὶ ἀφικομένου συνεσπούδασαν τὴν κάθοδον. ἐπὶ πέρας γὰρ ἤγαγε τὴν εἰρήνην καὶ τὰς διαλύσεις Παυσανίας ὁ τῶν Λακεδαιμονίων βασιλεύς, μετὰ τῶν δέκα διαλλακτῶν τῶν ὕστερον ἀφικομένων ἐκ Λακεδαίμονος, οὓς αὐτὸς ἐσπούδασεν ἐλθεῖν• οἱ δὲ περὶ τὸν Ῥίνωνα διά τε τὴν εὔνοιαν τὴν εἰς τὸν δῆμον ἐπῃνέθησαν, καὶ λαβόντες τὴν ἐπιμέλειαν ἐν ὀλιγαρχίᾳ, τὰς εὐθύνας ἔδοσαν ἐν δημοκρατίᾳ, καὶ οὐδεὶς οὐδὲν ἐνεκάλεσεν αὐτοῖς, οὔτε τῶν ἐν ἄστει μεινάντων, οὔτε τῶν ἐκ Πειραιέως κατελθόντων, ἀλλὰ διὰ ταῦτα καὶ στρατηγὸς εὐθὺς ᾑρέθη Ῥίνων". [...]
  19. Ξενοφών, «Ελληνικά», Βιβλίο Β΄, κεφάλαιο IV.
  20. Ανδοκίδης, «Περί των μυστηρίων», 80-81: [...] "[80] κατὰ μὲν τὸ ψήφισμα τουτὶ τοὺς ἀτίμους ἐπιτίμους ἐποιήσατε: τοὺς δὲ φεύγοντας οὔτε Πατροκλείδης εἶπε κατιέναι οὔθ' ὑμεῖς ἐψηφίσασθε. ἐπεὶ δ' αἱ σπονδαὶ πρὸς Λακεδαιμονίους ἐγένοντο, καὶ τὰ τείχη καθείλετε, καὶ τοὺς φεύγοντας κατεδέξασθε, καὶ κατέστησαν οἱ τριάκοντα, καὶ μετὰ ταῦτα Φυλή τε κατελήφθη Μουνυχίαν τε κατέλαβον, ἐγένετό ὑμῖν ὧν ἐγὼ οὐδὲν δέομαι μεμνῆσθαι οὐδ' ἀναμιμνῄσκειν ὑμᾶς τῶν γεγενημένων κακῶν. [81] ἐπειδὴ δ' ἐπανήλθετε ἐκ Πειραιῶς, γενόμενον ἐφ' ὑμῖν τιμωρεῖσθαι ἔγνωτε ἐᾶν τὰ γεγενημένα, καὶ περὶ πλείονος ἐποιήσασθε σῴζειν τὴν πόλιν ἢ τὰς ἰδίας τιμωρίας, καὶ ἔδοξε μὴ μνησικακεῖν ἀλλήλοις τῶν γεγενημένων. δόξαντα δὲ ὑμῖν ταῦτα εἵλεσθε ἄνδρας εἴκοσι: τούτους δὲ ἐπιμελεῖσθαι τῆς πόλεως, ἕως [ἂν] οἱ νόμοι τεθεῖεν: τέως δὲ χρῆσθαι τοῖς Σόλωνος νόμοις καὶ τοῖς Δράκοντος θεσμοῖς". [...]
  21. Αριστοτέλης, «Πολιτικά», Βιβλίον ε΄, 1303b: [...] "τοὺς ξένους καὶ τοὺς μισθοφόρους πολίτας ποιησάμενοι ἐστασίασαν καὶ εἰς μάχην ἦλθον• καὶ Ἀμφιπολῖται δεξάμενοι Χαλκιδέων ἐποίκους ἐξέπεσον ὑπὸ τούτων οἱ πλεῖστοι αὐτῶν. στασιάζουσι δ᾽ ἐν μὲν ταῖς ὀλιγαρχίαις οἱ πολλοὶ ὡς ἀδικούμενοι, ὅτι [5] οὐ μετέχουσι τῶν ἴσων, καθάπερ εἴρηται πρότερον, ἴσοι ὄντες, ἐν δὲ ταῖς δημοκρατίαις οἱ γνώριμοι, ὅτι μετέχουσι τῶν ἴσων οὐκ ἴσοι ὄντες. στασιάζουσι δὲ ἐνίοτε αἱ πόλεις καὶ διὰ τοὺς τόπους, ὅταν μὴ εὐφυῶς ἔχῃ ἡ χώρα πρὸς τὸ μίαν εἶναι πόλιν, οἷον ἐν Κλαζομεναῖς οἱ ἐπὶ Χύτρῳ πρὸς τοὺς [10] ἐν νήσῳ, καὶ Κολοφώνιοι καὶ Νοτιεῖς• καὶ Ἀθήνησιν οὐχ ὁμοίως εἰσὶν ἀλλὰ μᾶλλον δημοτικοὶ οἱ τὸν Πειραιᾶ οἰκοῦντες τῶν τὸ ἄστυ. ὥσπερ γὰρ ἐν τοῖς πολέμοις αἱ διαβάσεις τῶν ὀχετῶν, καὶ τῶν πάνυ σμικρῶν, διασπῶσι τὰς φάλαγγας, οὕτως ἔοικε πᾶσα διαφορὰ ποιεῖν διάστασιν. [15] μεγίστη μὲν οὖν ἴσως διάστασις ἀρετὴ καὶ μοχθηρία, εἶτα πλοῦτος καὶ πενία, καὶ οὕτως δὴ ἑτέρα ἑτέρας μᾶλλον, ὧν μία καὶ ἡ εἰρημένη ἐστί. Γίγνονται μὲν οὖν αἱ στάσεις οὐ περὶ μικρῶν ἀλλ᾽ ἐκ μικρῶν, στασιάζουσι δὲ περὶ μεγάλων". [...]
  22. 22,0 22,1 Παυσανίας, «Ελλάδος περιήγησις», «Αττικά», 25, 5.: [...] "καὶ δὴ καὶ τότε ὧν ἐς αὐτὸν ἤλπισαν [τὰ] ἔργα λαμπρότερα ἐπιδειξάμενος παρέσχεν ἀποθανὼν ἀθυμῆσαι πᾶσι καὶ δι᾽ αὐτὸ οὐχ ἥκιστα σφαλῆναι• φρουρά τε Μακεδόνων ἐσῆλθεν Ἀθηναίοις, οἳ Μουνυχίαν, ὕστερον δὲ καὶ Πειραιᾶ καὶ τείχη μακρὰ ἔσχον".
  23. Πλούταρχος, «Βίοι Παράλληλοι», «Δημοσθένης» 28: [...] "Οὐ μὴν ἐπὶ πολὺν χρόνον ἀπέλαυσε τῆς πατρίδος κατελθών, ἀλλὰ ταχὺ τῶν Ἑλληνικῶν πραγμάτων συντριβέντων, Μεταγειτνιῶνος μὲν ἡ περὶ Κραννῶνα μάχη συνέπεσε, Βοηδρομιῶνος δὲ παρῆλθεν εἰς Μουνυχίαν ἡ φρουρά, Πυανεψιῶνος δὲ Δημοσθένης ἀπέθανε τόνδε τὸν τρόπον. ὡς Ἀντίπατρος καὶ Κρατερὸς ἠγγέλλοντο προσιόντες ἐπὶ τὰς Ἀθήνας, οἱ μὲν περὶ τὸν Δημοσθένην φθάσαντες ὑπεξῆλθον ἐκ τῆς πόλεως, ὁ δὲ δῆμος αὐτῶν θάνατον κατέγνω Δημάδου γράψαντος. ἄλλων δ' ἀλλαχοῦ διασπαρέντων, ὁ Ἀντίπατρος περιέπεμπε τοὺς συλλαμβάνοντας, ὧν ἦν ἡγεμὼν Ἀρχίας ὁ κληθεὶς Φυγαδοθήρας. τοῦτον δὲ Θούριον ὄντα τῷ γένει λόγος ἔχει τραγῳδίας ὑποκρίνασθαί ποτε, καὶ τὸν Αἰγινήτην Πῶλον τὸν ὑπερβαλόντα τῇ τέχνῃ πάντας ἐκείνου γεγονέναι μαθητὴν ἱστοροῦσιν. Ἕρμιππος (FHG III 51) δὲ τὸν Ἀρχίαν ἐν τοῖς Λακρίτου τοῦ ῥήτορος μαθηταῖς ἀναγράφει• Δημήτριος (FGrH 228 F 20) δὲ τῆς Ἀναξιμένους διατριβῆς μετεσχηκέναι φησὶν αὐτόν. οὗτος οὖν ὁ Ἀρχίας Ὑπερείδην μὲν τὸν ῥήτορα καὶ Ἀριστόνικον τὸν Μαραθώνιον καὶ τὸν Δημητρίου τοῦ Φαληρέως ἀδελφὸν Ἱμεραῖον, ἐν Αἰγίνῃ καταφυγόντας ἐπὶ τὸ Αἰάκειον, ἔπεμψεν ἀποσπάσας εἰς Κλεωνὰς πρὸς Ἀντίπατρον, κἀκεῖ διεφθάρησαν• Ὑπερείδου δὲ καὶ τὴν γλῶτταν ἐκτμηθῆναι ζῶντος λέγουσι". [...]
  24. Διόδωρος Σικελιώτης, «Ιστορική Βιβλιοθήκη», ΙΗ΄, 48 & 74: δ. τὰ συμβάντα περὶ Κάσανδρον κατὰ τὴν Ἀττικὴν καὶ Νικάνορα τὸν φρουροῦντα τὴν Μουνυχίαν: [...] [p. 388]: "πρεσβευτὴν πρὸς Ἀντίπατρον Δημάδην, δοκοῦντα καλῶς πολιτεύεσθαι τὰ πρὸς τοὺς Μακεδόνας, ἀξιοῦντες τὸν Ἀντίπατρον, καθάπερ ἦν ἐξ ἀρχῆς ὡμολογηκώς, ἐξαγαγεῖν τὴν φρουρὰν ἐκ τῆς Μουνυχίας". [...] [p. 410-413]: "ἅμα δὲ τούτοις πραττομένοις Νικάνωρ ὁ τὴν Μουνυχίαν κατέχων ἀκούων τὸν μὲν Κάσανδρον ἐκ Μακεδονίας κεχωρίσθαι πρὸς Ἀντίγονον, τὸν δὲ Πολυπέρχοντα προσδόκιμον εἶναι συντόμως ἥξειν εἰς τὴν Ἀττικὴν μετὰ τῆς δυνάμεως ἠξίου τοὺς Ἀθηναίους διαφυλάττειν τὴν πρὸς τὸν Κάσανδρον εὔνοιαν. [2] οὐθενὸς [p. 411] δὲ αὐτῷ προσέχοντος, ἀλλὰ καὶ τὴν φρουρὰν πάντων οἰομένων δεῖν ἐξάγειν τὴν ταχίστην τὸ μὲν πρῶτον παρακρουσάμενος τὸν δῆμον ἔπεισεν ὀλίγας ἡμέρας ἐπισχεῖν: πράξειν γὰρ αὐτὸν τὰ συμφέροντα τῇ πόλει: μετὰ δὲ ταῦτα τῶν Ἀθηναίων ἐπί τινας ἡμέρας ἡσυχίαν ἐχόντων ἔλαθε νυκτὸς κατ᾽ ὀλίγους στρατιώτας εἰσαγαγὼν εἰς τὴν Μουνυχίαν, ὥστε γενέσθαι δύναμιν ἀξιόχρεων τηρεῖν τὴν φυλακὴν καὶ διαγωνίζεσθαι πρὸς τοὺς ἐπιβαλλομένους πολιορκεῖν τὴν φρουράν. [3] οἱ δὲ Ἀθηναῖοι γνόντες τὸν Νικάνορα μηδὲν ὑγιὲς πράττοντα πρὸς μὲν τοὺς βασιλέας καὶ Πολυπέρχοντα πρεσβείαν ἐξέπεμψαν, ἀξιοῦντες βοηθεῖν αὐτοῖς κατὰ τὸ διάγραμμα τὸ γραφὲν ὑπὲρ τῆς τῶν Ἑλλήνων αὐτονομίας: αὐτοὶ δὲ πλεονάκις ἐκκλησίαν συναγαγόντες ἐβουλεύοντο πῶς χρηστέον εἴη περὶ τοῦ πρὸς Νικάνορα πολέμου. [4] τούτων δ᾽ ἔτι περὶ ταῦτ᾽ ἀσχολουμένων ὁ Νικάνωρ, πολλοὺς ἐξενολογηκώς, λάθρᾳ νυκτὸς ἐξαγαγὼν τοὺς στρατιώτας κατελάβετο τὰ τείχη τοῦ Πειραιέως καὶ τοῦ λιμένος τὰ κλεῖθρα. οἱ δὲ Ἀθηναῖοι τὴν μὲν Μουνυχίαν οὐκ ἀπειληφότες, τὸν δὲ Πειραιᾶ προσαποβεβληκότες χαλεπῶς ἔφερον. [5] διόπερ ἑλόμενοι πρέσβεις τῶν ἐπιφανῶν ἀνδρῶν καὶ φιλίαν ἐχόντων πρὸς Νικάνορα Φωκίωνα τὸν Φώκου καὶ Κόνωνα τὸν Τιμοθέου καὶ Κλέαρχον τὸν Ναυσικλέους ἐξαπέστειλαν, ἐγκαλοῦντες μὲν ἐπὶ τοῖς πεπραγμένοις, ἀξιοῦντες δὲ ἀποδοῦναι τὴν αὐτονομίαν αὐτοῖς κατὰ τὸ γεγενημένον διάταγμα. ὁ δὲ Νικάνωρ ἀποκρίσεις [p. 412] ἔδωκε πρεσβεύειν αὐτοὺς πρὸς Κάσανδρον: ὑπ᾽ ἐκείνου γὰρ καθεσταμένον φρούραρχον μηδαμῶς ἔχειν ἐξουσίαν ἰδιοπραγεῖν. κατὰ δὲ τοῦτον τὸν καιρὸν ἧκεν ἐπιστολὴ Νικάνορι παρ᾽ Ὀλυμπιάδος, ἐν ᾗ προσέταττεν ἀποδοῦναι Ἀθηναίοις τήν τε Μουνυχίαν καὶ τὸν Πειραιᾶ. ὁ δὲ Νικάνωρ ἀκούων ὅτι μέλλουσιν οἱ βασιλεῖς καὶ Πολυπέρχων κατάγειν εἰς Μακεδονίαν τὴν Ὀλυμπιάδα καὶ τοῦ τε παιδίου τὴν ἐπιμέλειαν ἐκείνῃ παραδιδόναι καὶ τὴν προϋπάρχουσαν ἀποδοχὴν καὶ τιμὴν Ἀλεξάνδρου ζῶντος ἀποκαθιστάναι Ὀλυμπιάδι, φοβηθεὶς ἐπηγγείλατο μὲν παραδώσειν, ἀεὶ δὲ προφάσεις τινὰς ποιούμενος παρῆγε τὴν πρᾶξιν. [2] οἱ δὲ Ἀθηναῖοι πεπολυωρηκότες ἐν τοῖς ἔμπροσθεν χρόνοις τὴν Ὀλυμπιάδα καὶ νομίσαντες τὰς μὲν ταύτῃ δεδογμένας τιμὰς ὄντως γεγονέναι, τὴν δὲ ἀπόληψιν τῆς αὐτονομίας διὰ ταύτης ἐλπίζοντες ἀκινδύνως ἔσεσθαι περιχαρεῖς ἦσαν. [3] ἀτελέστων δ᾽ ἔτι τῶν ἐπαγγελιῶν οὐσῶν ᾗκεν Ἀλέξανδρος ὁ Πολυπέρχοντος υἱὸς μετὰ δυνάμεως εἰς τὴν Ἀττικήν. οἱ μὲν οὖν Ἀθηναῖοι διέλαβον αὐτὸν ἥκειν ἀποκαταστήσοντα τῷ δήμῳ τήν τε Μουνυχίαν καὶ τὸν Πειραιᾶ, τὸ δ᾽ ἀληθὲς οὐχ οὕτως εἶχεν, ἀλλὰ τοὐναντίον αὐτὸς ἰδίᾳ παραληψόμενος ἀμφότερα πρὸς τὰς ἐν τῷ πολέμῳ χρείας. [4] τῶν γὰρ Ἀντιπάτρῳ γεγονότων φίλων τινές, ὧν ὑπῆρχον καὶ οἱ περὶ Φωκίωνα, φοβούμενοι τὰς ἐκ [p. 413] τῶν νόμων τιμωρίας ὑπήντησαν τῷ Ἀλεξάνδρῳ καὶ διδάξαντες τὸ συμφέρον ἔπεισαν αὐτὸν ἰδίᾳ κατέχειν τὰ φρούρια καὶ μὴ παραδιδόναι τοῖς Ἀθηναίοις, μέχρι ἂν ὁ Κάσανδρος καταπολεμηθῇ. [5] ὁ δὲ Ἀλέξανδρος πλησίον τοῦ Πειραιῶς καταστρατοπεδεύσας τοὺς μὲν Ἀθηναίους οὐ παρελάμβανε πρὸς τὰς ἐντεύξεις τὰς πρὸς τὸν Νικάνορα, ἰδίᾳ δὲ συνιὼν εἰς λόγους καὶ ἐν ἀπορρήτοις διαπραττόμενος φανερὸς ἦν ἀδικεῖν μέλλων τοὺς Ἀθηναίους. ". [...] [p. 416]: "Κάσανδρος δὲ παρ᾽ Ἀντιγόνου λαβὼν ναῦς μακρὰς τριάκοντα: καὶ πέντε, στρατιώτας δὲ τετρακισχιλίους κατέπλευσεν εἰς τὸν Πειραιᾶ. προσδεχθεὶς δ᾽ ὑπὸ Νικάνορος τοῦ φρουράρχου παρέλαβε τὸν Πειραιᾶ καὶ τὰ κλεῖθρα τοῦ λιμένος: τὴν δὲ Μουνυχίαν αὐτὸς ὁ Νικάνωρ κατεῖχεν, μὲν ἔχων ἰδίους στρατιώτας ἱκανοὺς εἰς τὸ τηρεῖν τὸ φρούριον. [2] Πολυπέρχων δὲ μετὰ τῶν βασιλέων ἔτυχε μὲν διατρίβων περὶ τὴν Φωκίδα, πυθόμενος δὲ τὸν εἰς Πειραιᾶ κατάπλουν τοῦ Κασάνδρου παρῆλθεν εἰς τὴν Ἀττικὴν καὶ πλησίον τοῦ Πειραιῶς κατεστρατοπέδευσεν". [...] "ὡς [p. 425] δὲ ἀνεθεωρήθη τὸ συμφέρον, ἔδοξε τοῖς πᾶσι πρεσβεύειν πρὸς Κάσανδρον καὶ τίθεσθαι τὰ πρὸς αὐτὸν ὡς ἂν ᾖ δυνατόν. [3] γενομένων δὲ πλειόνων ἐντεύξεων συνέθεντο τὴν εἰρήνην ὥστε τοὺς Ἀθηναίους ἔχειν πόλιν τε καὶ χώραν καὶ προσόδους καὶ ναῦς καὶ τἄλλα πάντα φίλους ὄντας καὶ συμμάχους Κασάνδρου, τὴν δὲ Μουνυχίαν κατὰ τὸ παρὸν κρατεῖν Κάσανδρον, ἕως ἂν διαπολεμήσῃ πρὸς τοὺς βασιλεῖς, καὶ τὸ πολίτευμα διοικεῖσθαι ἀπὸ τιμήσεων ἄχρι μνῶν δέκα, καταστῆσαι δ᾽ ἐπιμελητὴν τῆς πόλεως ἕνα ἄνδρα Ἀθηναῖον ὃν ἂν δόξῃ Κασάνδρῳ: καὶ ᾑρέθη Δημήτριος ὁ Φαληρεύς. οὗτος δὲ παραλαβὼν τὴν ἐπιμέλειαν τῆς πόλεως ἦρχεν εἰρηνικῶς καὶ πρὸς τοὺς πολίτας φιλανθρώπως. μετὰ δὲ ταῦτα Νικάνορος καταπλεύσαντος εἰς τὸν Πειραιᾶ κεκοσμημένῳ τῷ στόλῳ τοῖς ἀπὸ τῆς νίκης ἀκροστολίοις τὸ μὲν πρῶτον ἀποδοχῆς αὐτὸν ἠξίωσε μεγάλης ὁ Κάσανδρος διὰ τὰς εὐημερίας, μετὰ δὲ ταῦτα ὁρῶν αὐτὸν ὄγκου πλήρη καὶ πεφρονηματισμένον, ἔτι δὲ τὴν Μουνυχίαν διὰ τῶν ἑαυτοῦ στρατιωτῶν φρουροῦντα, κρίνας αὐτὸν ἀλλότρια φρονεῖν ἐδολοφόνησεν. ἐστράτευσε δὲ καὶ εἰς Μακεδονίαν καὶ πολλοὺς ἔσχε τῶν ἐγχωρίων ἀφισταμένους πρὸς αὐτόν". [...]
  25. Διόδωρος Σικελιώτης, «Ιστορική Βιβλιοθήκη», Κ΄, 45: ιθ. Δημητρίου τοῦ πολιορκητοῦ κατάπλους εἰς τὸν Πειραιᾶ καὶ τῆς Μουνυχίας ἅλωσις. [...] [p. 239-241]: "ἐπὶ δὲ τούτων Δημήτριος μὲν ὁ Ἀντιγόνου παραλαβὼν παρὰ τοῦ πατρὸς δύναμιν ἁδρὰν πεζικήν τε καὶ ναυτικήν, ἔτι δὲ βελῶν καὶ τῶν ἄλλων τῶν εἰς πολιορκίαν χρησίμων τὴν ἁρμόζουσαν παρασκευὴν ἐξέπλευσεν ἐκ τῆς Ἐφέσου• παράγγελμα δ᾽ εἶχεν ἐλευθεροῦν πάσας μὲν τὰς κατὰ τὴν Ἑλλάδα πόλεις, πρώτην δὲ τὴν Ἀθηναίων, φρουρουμένην ὑπὸ Κασάνδρου. [2] καταπλεύσαντος δ᾽ αὐτοῦ μετὰ τῆς δυνάμεως εἰς τὸν Πειραιᾶ καὶ πανταχόθεν προσβαλόντος ἐξ ἐφόδου καὶ κήρυγμα ποιησαμένου Διονύσιος ὁ καθεσταμένος ἐπὶ τῆς Μουνυχίας φρούραρχος καὶ Δημήτριος ὁ Φαληρεὺς ἐπιμελητὴς τῆς πόλεως γεγενημένος ὑπὸ Κασάνδρου, πολλοὺς ἔχοντες στρατιώτας, ἀπὸ τῶν τειχῶν ἠμύνοντο. [3] τῶν δ᾽ Ἀντιγόνου στρατιωτῶν τινες βιασάμενοι καὶ κατὰ τὴν ἀκτὴν ὑπερβάντες ἐντὸς τοῦ τείχους παρεδέξαντο πλείους τῶν συναγωνιζομένων. τὸν μὲν οὖν Πειραιᾶ τοῦτον τὸν τρόπον ἁλῶναι συνέβη, τῶν δ᾽ ἔνδον Διονύσιος μὲν ὁ φρούραρχος εἰς τὴν Μουνυχίαν συνέφυγε, Δημήτριος δ᾽ ὁ Φαληρεὺς ἀπεχώρησεν εἰς ἄστυ. [4] τῇ δ᾽ ὑστεραίᾳ πεμφθεὶς μεθ᾽ ἑτέρων πρεσβευτὴς ὑπὸ τοῦ δήμου πρὸς Δημήτριον καὶ περὶ τῆς αὐτονομίας διαλεχθεὶς [p. 240] καὶ τῆς ἰδίας ἀσφαλείας ἔτυχε παραπομπῆς καὶ τὰ κατὰ τὰς Ἀθήνας ἀπογινώσκων ἔφυγεν εἰς τὰς Θήβας, ὕστερον δὲ πρὸς Πτολεμαῖον εἰς Αἴγυπτον. [5] οὗτος μὲν οὖν ἔτη δέκα τῆς πόλεως ἐπιστατήσας ἐξέπεσεν ἐκ τῆς πατρίδος τὸν εἰρημένον τρόπον. ὁ δὲ δῆμος τῶν Ἀθηναίων κομισάμενος τὴν ἐλευθερίαν ἐψηφίσατο τιμὰς τοῖς αἰτίοις τῆς αὐτονομίας. Δημήτριος δ᾽ ἐπιστήσας τοὺς πετροβόλους καὶ τὰς ἄλλας μηχανὰς καὶ τὰ βέλη προσέβαλλε τῇ Μουνυχίᾳ καὶ κατὰ γῆν καὶ κατὰ θάλατταν. [6] ἀμυνομένων δὲ τῶν ἔνδον ἀπὸ τῶν τειχῶν εὐρώστως συνέβαινε τοὺς μὲν περὶ Διονύσιον προέχειν ταῖς δυσχωρίαις καὶ ταῖς τῶν τόπων ὑπεροχαῖς, οὔσης τῆς Μουνυχίας ὀχυρᾶς οὐ μόνον ἐκ φύσεως, ἀλλὰ καὶ ταῖς τῶν τειχῶν κατασκευαῖς, τοὺς δὲ περὶ τὸν Δημήτριον τῷ τε πλήθει τῶν στρατιωτῶν πολλαπλασίους εἶναι καὶ ταῖς παρασκευαῖς πολλὰ πλεονεκτεῖν. [7] τέλος δ᾽ ἐπὶ δύο ἡμέρας συνεχῶς τῆς πολιορκίας γινομένης οἱ μὲν φρουροὶ τοῖς καταπέλταις καὶ πετροβόλοις συντιτρωσκόμενοι καὶ διαδόχους οὐκ ἔχοντες ἠλαττοῦντο, οἱ δὲ περὶ τὸν Δημήτριον ἐκ διαδοχῆς κινδυνεύοντες καὶ νεαλεῖς ἀεὶ γινόμενοι, διὰ τῶν πετροβόλων ἐρημωθέντος τοῦ τείχους, ἐνέπεσον εἰς τὴν Μουνυχίαν καὶ τοὺς μὲν φρουροὺς ἠνάγκασαν θέσθαι τὰ ὅπλα, τὸν δὲ φρούραρχον Διονύσιον ἐζώγρησαν. τούτων δὲ ὀλίγαις ἡμέραις κατευτυχηθέντων ὁ μὲν [p. 241] Δημήτριος κατασκάψας τὴν Μουνυχίαν ὁλόκληρον τῷ δήμῳ τὴν ἐλευθερίαν ἀποκατέστησεν καὶ φιλίαν καὶ συμμαχίαν πρὸς αὐτοὺς συνέθετο, [2] οἱ δὲ Ἀθηναῖοι γράψαντος ψήφισμα Στρατοκλέους ἐψηφίσαντο χρυσᾶς μὲν εἰκόνας ἐφ᾽ ἅρματος στῆσαι τοῦ τε Ἀντιγόνου καὶ Δημητρίου πλησίον Ἁρμοδίου καὶ Ἀριστογείτονος, στεφανῶσαι δὲ ἀμφοτέρους ἀπὸ ταλάντων διακοσίων καὶ βωμὸν ἱδρυσαμένους προσαγορεῦσαι Σωτήρων, πρὸς δὲ τὰς δέκα φυλὰς προσθεῖναι δύο, Δημητριάδα καὶ Ἀντιγονίδα, καὶ συντελεῖν αὐτοῖς κατ᾽ ἐνιαυτὸν ἀγῶνας καὶ πομπὴν καὶ θυσίαν, ἐνυφαινόντων αὐτοὺς εἰς τὸν τῆς Ἀθηνᾶς πέπλον κατ᾽ ἐνιαυτόν".
  26. 26,0 26,1 Πλούταρχος, «Βίοι Παράλληλοι», «Δημήτριος» 8: [...] "Ἐνδόξου δὲ τῆς φιλοτιμίας ταύτης γενομένης, ὁρμὴ παρέστη θαυμάσιος αὐτοῖς ἐλευθεροῦν τὴν Ἑλλάδα, πᾶσαν ὑπὸ Κασσάνδρου καὶ Πτολεμαίου καταδεδουλωμένην. τούτου πόλεμον οὐδεὶς ἐπολέμησε τῶν βασιλέων καλλίω καὶ δικαιότερον• ἃς γὰρ ἅμα τοὺς βαρβάρους ταπεινοῦντες εὐπορίας συνήγαγον, εἰς τοὺς Ἕλληνας ὑπὲρ εὐδοξίας καὶ τιμῆς ἀνήλισκον. ὡς δὲ πρῶτον ἐδόκει πλεῖν ἐπὶ τὰς Ἀθήνας, τῶν φίλων εἰπόντος τινὸς πρὸς τὸν Ἀντίγονον, ὅτι δεῖ ταύτην τὴν πόλιν ἂν ἕλωσι κατέχειν δι' αὑτῶν, ἐπιβάθραν τῆς Ἑλλάδος οὖσαν, οὐ προσέσχεν ὁ Ἀντίγονος, ἀλλ' ἐπιβάθραν μὲν ἔφη καλὴν καὶ ἀσάλευτον εἶναι τὴν εὔνοιαν, τὰς δ' Ἀθήνας, ὥσπερ σκοπὴν τῆς οἰκουμένης, ταχὺ τῇ δόξῃ διαπυρσεύσειν εἰς ἅπαντας ἀνθρώπους τὰς πράξεις. ἔπλει δὲ Δημήτριος ἔχων ἀργυρίου πεντακισχίλια τάλαντα καὶ στόλον νεῶν πεντήκοντα καὶ διακοσίων ἐπὶ τὰς Ἀθήνας, τὸ μὲν ἄστυ Δημητρίου τοῦ Φαληρέως Κασσάνδρῳ διοικοῦντος, ἐν δὲ τῇ Μουνυχίᾳ φρουρᾶς καθεστώσης. εὐτυχίᾳ δ' ἅμα καὶ προνοίᾳ χρησάμενος ἐπεφαίνετο τῷ Πειραιεῖ πέμπτῃ φθίνοντος Θαργηλιῶνος, προαισθομένου μὲν οὐδενός, ἐπεὶ δ' ὤφθη πλησίον ὁ στόλος, ἁπάντων ὡς Πτολεμαϊκὰς τὰς ναῦς ὑποδέχεσθαι παρασκευαζομένων. ὀψὲ <δὲ> συμφρονήσαντες ἐβοήθουν οἱ στρατηγοί, καὶ θόρυβος ἦν οἷον εἰκὸς ἐν ἀπροσδοκήτῳ πολεμίους ἀποβαίνοντας ἀναγκαζομένων ἀμύνεσθαι. τοῖς γὰρ στόμασι τῶν λιμένων ἀκλείστοις ἐπιτυχὼν ὁ Δημήτριος καὶ διεξελάσας, ἐντὸς ἦν ἤδη καταφανὴς πᾶσι, καὶ διεσήμηνεν ἀπὸ τῆς νεὼς αἴτησιν ἡσυχίας καὶ σιωπῆς. γενομένου δὲ τούτου κήρυκα παραστησάμενος ἀνεῖπεν, ὅτι πέμψειεν αὐτὸν ὁ πατὴρ ἀγαθῇ τύχῃ, <τοὺς> Ἀθηναίους ἐλευθερώσοντα καὶ τὴν φρουρὰν ἐκβαλοῦντα καὶ τοὺς νόμους αὐτοῖς καὶ τὴν πάτριον ἀποδώσοντα πολιτείαν". [...]
  27. Πλούταρχος, «Βίοι Παράλληλοι», «Άρατος» 35: [...] "[34.1] Ἀντιγόνου δ' ἀποθανόντος καὶ Δημητρίου τὴν βασιλείαν παραλαβόντος, ἔτι μᾶλλον ἐνέκειτο ταῖς Ἀθήναις, [34.2] καὶ ὅλως κατεφρόνει τῶν Μακεδόνων. διὸ καὶ κρατηθέντος αὐτοῦ μάχῃ περὶ Φυλακίαν ὑπὸ Βίθυος τοῦ Δημητρίου στρατηγοῦ, καὶ λόγου γενομένου πολλοῦ μὲν ὡς ἑάλωκε, πολλοῦ δ' ὡς τέθνηκεν, ὁ μὲν τὸν Πειραιᾶ φρουρῶν Διογένης ἔπεμψεν ἐπιστολὴν εἰς Κόρινθον, ἐξίστασθαι τῆς πόλεως κελεύων τοὺς Ἀχαιούς, ἐπειδή<περ> Ἄρατος [34.4] ἀπέθανεν• ἔτυχε δὲ τῶν γραμμάτων κομισθέντων παρὼν αὐτὸς ἐν Κορίνθῳ, καὶ διατριβὴν οἱ τοῦ Διογένους καὶ γέλωτα πολὺν παρασχόντες ἀπηλλάγησαν. αὐτὸς δ' ὁ βασιλεὺς ἐκ Μακεδονίας ναῦν ἔπεμψεν, ἐφ' ἧς κομι[34.4]σθήσεται πρὸς αὐτὸν ὁ Ἄρατος δεδεμένος. πᾶσαν δ' Ἀθηναῖοι κουφότητα κολακείας τῆς πρὸς Μακεδόνας ὑπερβάλλοντες, ἐστεφανηφόρησαν ὅτε πρῶτον ἠγγέλθη τεθνηκώς. διὸ καὶ πρὸς ὀργὴν εὐθὺς ἐκστρατεύσας ἐπ' αὐτούς, ἄχρι τῆς Ἀκαδημείας προῆλθεν• εἶτα πεισθεὶς [34.5] οὐδὲν ἠδίκησεν. οἱ δ' Ἀθηναῖοι συμφρονήσαντες αὐτοῦ τὴν ἀρετήν, ἐπεὶ Δημητρίου τελευτήσαντος ὥρμησαν ἐπὶ [34.6] τὴν ἐλευθερίαν, ἐκεῖνον ἐκάλουν. ὁ δέ, καίπερ ἑτέρου μὲν ἄρχοντος τότε τῶν Ἀχαιῶν, αὐτὸς δὲ δι' ἀῤῥωστίαν τινὰ μακρὰν κλινήρης ὑπάρχων, ὅμως ἐν φορείῳ κομιζόμενος ὑπήντησε τῇ πόλει πρὸς τὴν χρείαν, καὶ τὸν ἐπὶ τῆς φρουρᾶς Διογένη συνέπεισεν ἀποδοῦναι τόν τε Πειραιᾶ καὶ τὴν Μουνυχίαν καὶ τὴν Σαλαμῖνα καὶ τὸ Σούνιον τοῖς Ἀθηναίοις ἐπὶ πεντήκοντα καὶ ἑκατὸν ταλάντοις, ὧν [34.7] αὐτὸς ὁ Ἄρατος εἴκοσι τῇ πόλει συνεβάλετο. προσεχώρησαν δ' εὐθὺς Αἰγινῆται καὶ Ἑρμιονεῖς τοῖς Ἀχαιοῖς, ἥ τε πλείστη τῆς Ἀρκαδίας αὐτοῖς συνετέλει. καὶ Μακεδόνων μὲν ἀσχόλων ὄντων διά τινας προσοίκους καὶ ὁμόρους πολέμους, Αἰτωλῶν δὲ συμμαχούντων, ἐπίδοσιν μεγάλην ἡ τῶν Ἀχαιῶν ἐλάμβανε δύναμις".
  28. Παυσανίας, «Ελλάδος περιήγησις», «Κορινθιακά», 8.6: [...] "Ἄρατος δέ, ὥς οἱ τὰ ἐν Πελοποννήσῳ προεκεχωρήκει, δεινὸν ἡγεῖτο Πειραιᾶ καὶ Μουνυχίαν, ἔτι δὲ Σαλαμῖνα καὶ Σούνιον ἐχόμενα ὑπὸ Μακεδόνων περιοφθῆναι, καὶ--οὐ γὰρ ἤλπιζε δύνασθαι πρὸς βίαν αὐτὰ ἐξελεῖν--Διογένην πείθει τὸν ἐν τοῖς φρουροῖς ἄρχοντα ἀφεῖναι τὰ χωρία ἐπὶ ταλάντοις πεντήκοντα καὶ ἑκατόν, καὶ τῶν χρημάτων συνετέλεσεν αὐτὸς Ἀθηναίοις ἕκτον μέρος". [...]
  29. Ξενοφών, «Ελληνικά», Βιβλίο Β΄, κεφάλαιο IV, 34-35: [...] "ὁρῶν δὲ ταῦτα ὁ Θρασύβουλος καὶ οἱ ἄλλοι ὁπλῖται, ἐβοήθουν, καὶ ταχὺ παρετάξαντο πρὸ τῶν ἄλλων ἐπ' ὀκτώ. ὁ δὲ Παυσανίας μάλα πιεσθεὶς καὶ ἀναχωρήσας ὅσον στάδια τέτταρα ἢ πέντε πρὸς λόφον τινά, παρήγγελλε τοῖς Λακεδαιμονίοις καὶ τοῖς ἄλλοις συμμάχοις ἐπιχωρεῖν πρὸς ἑαυτόν. ἐκεῖ δὲ συνταξάμενος παντελῶς βαθεῖαν τὴν φάλαγγα ἦγεν ἐπὶ τοὺς Ἀθηναίους. οἱ δ' εἰς χεῖρας μὲν ἐδέξαντο, ἔπειτα δὲ οἱ μὲν ἐξεώσθησαν εἰς τὸν ἐν ταῖς Ἁλαῖς πηλόν, οἱ δὲ ἐνέκλιναν: καὶ ἀποθνῄσκουσιν αὐτῶν ὡς πεντήκοντα καὶ ἑκατόν. 35 ὁ δὲ Παυσανίας τροπαῖον στησάμενος ἀνεχώρησε: καὶ οὐδ' ὣς ὠργίζετο αὐτοῖς, ἀλλὰ λάθρᾳ πέμπων ἐδίδασκε τοὺς ἐν Πειραιεῖ οἷα χρὴ λέγοντας πρέσβεις πέμπειν πρὸς ἑαυτὸν καὶ τοὺς παρόντας ἐφόρους. οἱ δ' ἐπείθοντο. διίστη δὲ καὶ τοὺς ἐν τῷ ἄστει, καὶ ἐκέλευε πρὸς σφᾶς προσιέναι ὡς πλείστους συλλεγομένους, λέγοντας ὅτι οὐδὲν δέονται τοῖς ἐν τῷ Πειραιεῖ πολεμεῖν, ἀλλὰ διαλυθέντες κοινῇ ἀμφότεροι Λακεδαιμονίοις φίλοι εἶναι". [...]
  30. Α. Ρ. Ραγκαβή, «Περί των Λιμένων του Πειραιώς», περιοδικό «Απόλλων», Έτος ΣΤ, αριθ. τευχ. 63, Εν Πειραιεί Μάρτιος 1890, σελ. 969-970.
  31. Πλίνιος ο Πρεσβύτερος, «Φυσική Ιστορία» - Plinio il Vecchio, "Naturalis historia", VII, 37-38.
  32. Κικέρων, «Περί ρήτορος» - Cicerone, "De oratore", I, 14.
  33. Βιτρούβιος, «Περί αρχιτεκτονικής», VII - Marco Vitruvio Pollione, "De architectura", VII.
  34. Αππιανός, «Ρωμαϊκά», «Μιθριδάτειος» ή «Μιθριδάτειοι Πόλεμοι» 41 - Appiano di Alessandria, "Guerre mitridatiche", 41: [...] "ἐντεῦθεν ὁ μὲν Ἀρχέλαος ἐπὶ Θεσσαλίαν διὰ Βοιωτῶν ἀνεζεύγνυ, καὶ συνῆγεν ἐς Θερμοπύλας τὰ λοιπὰ τοῦ τε ἰδίου στρατοῦ παντός, ὃν ἔχων ἦλθε, καὶ τοῦ σὺν Δρομιχαίτῃ παραγεγονότος. συνῆγε δὲ καὶ τὸ σὺν Ἀρκαθίᾳ τῷ παιδὶ τοῦ βασιλέως ἐς Μακεδονίαν ἐμβαλόν, ἀκραιφνέστατον δὴ καὶ πλῆρες ὂν τόδε μάλιστα, καὶ οὓς αὐτίκα ἄλλους ὁ Μιθριδάτης ἀπέστειλεν: οὐ γὰρ διέλιπεν ἐπιπέμπων. ὁ μὲν δὴ ταῦτα σὺν ἐπείξει συνῆγεν, ὁ δὲ Σύλλας τὸν Πειραιᾶ τοῦ ἄστεος μᾶλλον ἐνοχλήσαντά οἱ κατεπίμπρη, φειδόμενος οὔτε τῆς ὁπλοθήκης οὔτε τῶν νεωσοίκων οὔτε τινὸς ἄλλου τῶν ἀοιδίμων. καὶ μετὰ τοῦτ᾽ ἐπὶ τὸν Ἀρχέλαον ᾔει διὰ τῆς Βοιωτίας καὶ ὅδε. ὡς δ᾽ ἐπλησίασαν ἀλλήλοις, οἱ μὲν ἐκ Θερμοπυλῶν ἄρτι μετεχώρουν ἐς τὴν Φωκίδα, Θρᾷκές τε ὄντες καὶ ἀπὸ τοῦ Πόντου καὶ Σκύθαι καὶ Καππαδόκαι Βιθυνοί τε καὶ Γαλάται καὶ Φρύγες, καὶ ὅσα ἄλλα τῷ Μιθριδάτῃ νεόκτητα γένοιτο, πάντες ἐς δώδεκα μυριάδας ἀνδρῶν: καὶ στρατηγοὶ αὐτῶν ἦσαν μὲν καὶ κατὰ μέρος ἑκάστῳ, αὐτοκράτωρ δ᾽ Ἀρχέλαος ἐπὶ πᾶσιν. Σύλλας δ᾽ ἦγεν Ἰταλιώτας, καὶ Ἑλλήνων ἢ Μακεδόνων ὅσοι ἄρτι πρὸς αὐτὸν ἀπὸ Ἀρχελάου μετετίθεντο, ἢ εἴ τι ἄλλο περίοικον, οὐδ᾽ ἐς τριτημόριον τὰ πάντα τῶν πολεμίων". [...]
  35. Αριστοφάνης, «Ιππείς», διαφ. στιχ. και Σχολιαστής Αριστοφάνη - Scoliasta in Aristofane, "I cavalieri", στιχ. 973-984: [...] "Χορός: ἥδιστον φάος ἡμέρας / ἔσται τοῖσι παροῦσι καὶ / τοῖσι δεῦρ' ἀφικνουμένοις, / ἢν Κλέων ἀπόληται. / καίτοι πρεσβυτέρων τινῶν / οἵων ἀργαλεωτάτων / ἐν τῷ δείγματι τῶν δικῶν / ἤκουσ' ἀντιλεγόντων, / ὡς εἰ μὴ 'γένεθ' οὗτος ἐν / τῇ πόλει μέγας, οὐκ ἂν ἤστην / σκεύη δύο χρησίμω, / δοῖδυξ οὐδὲ τορύνη". [...] και [...] "Αλλαντοπώλης: ὦ πόλις Ἄργους κλύεθ' οἷα λέγει. σὺ Θεμιστοκλεῖ ἀντιφερίζεις; / ὃς ἐποίησεν τὴν πόλιν ἡμῶν μεστὴν εὑρὼν ἐπιχειλῆ, / καὶ πρὸς τούτοις ἀριστώσῃ τὸν Πειραιᾶ προσέμαξεν, / ἀφελών τ' οὐδὲν τῶν ἀρχαίων ἰχθῦς καινοὺς παρέθηκεν• / σὺ δ' Ἀθηναίους ἐζήτησας μικροπολίτας ἀποφῆναι / κ' ἀκεῖνος μὲν φεύγει τὴν γῆν σὺ δ' Ἀχιλλείων ἀπομάττει". [...]
  36. 36,0 36,1 Πλούταρχος, «Βίοι Παράλληλοι», «Θεμιστοκλής» 32: [...] "[32.1] ἀπέλιπε δὲ Θεμιστοκλῆς παῖδας ἐκ μὲν Ἀρχίππης τῆς Λυσάνδρου τοῦ Ἀλωπεκῆθεν Ἀρχέπτολιν καὶ Πολύευκτον καὶ Κλεόφαντον, οὗ καὶ Πλάτων ὁ φιλόσοφος ὡς ἱππέως ἀρίστου, τἆλλα δ' οὐδενὸς ἀξίου γενομένου μνημονεύει. τῶν δὲ πρεσβυτάτων Νεοκλῆς μὲν ἔτι παῖς ὢν ὑφ' ἵππου δηχθεὶς ἀπέθανε, Διοκλέα δὲ Λύσανδρος ὁ πάππος υἱὸν ἐποιήσατο. [32.2] θυγατέρας δὲ πλείους ἔσχεν, ὧν Μνησιπτολέμαν μὲν ἐκ τῆς ἐπιγαμηθείσης γενομένην Ἀρχέπτολις ὁ ἀδελφὸς οὐκ ὢν ὁμομήτριος ἔγημεν, Ἰταλίαν δὲ Πανθοίδης ὁ Χῖος, Σύβαριν δὲ Νικομήδης ὁ Ἀθηναῖος• Νικομάχην δὲ Φρασικλῆς ὁ ἀδελφιδοῦς Θεμιστοκλέους, ἤδη τετελευτηκότος ἐκείνου, πλεύσας εἰς Μαγνησίαν ἔλαβε παρὰ τῶν ἀδελφῶν, νεωτάτην δὲ πάντων τῶν τέκνων Ἀσίαν ἔθρεψε. [32.3] καὶ τάφον μὲν αὐτοῦ λαμπρὸν ἐν τῇ ἀγορᾷ Μάγνητες ἔχουσι• περὶ δὲ τῶν λειψάνων οὔτ' Ἀνδοκίδῃ προσέχειν ἄξιον ἐν τῷ Πρὸς τοὺς ἑταίρους λέγοντι, φωράσαντας τὰ λείψανα διαῤῥῖψαι τοὺς Ἀθηναίους - ψεύδεται γὰρ ἐπὶ τὸν δῆμον παροξύνων τοὺς ὀλιγαρχικούς - , ὅ τε Φύλαρχος, ὥσπερ ἐν τραγῳδίᾳ τῇ ἱστορίᾳ μονονοὺ μηχανὴν ἄρας καὶ προαγαγὼν Νεοκλέα τινὰ καὶ Δημόπολιν, υἱοὺς Θεμιστοκλέους, ἀγῶνα βούλεται κινεῖν καὶ πάθος, ὃ οὐδ' ἂν ὁ τυχὼν ἀγνοήσειεν ὅτι πέπλασται. [32.4] Διόδωρος δ' ὁ περιηγητὴς ἐν τοῖς Περὶ μνημάτων εἴρηκεν ὡς ὑπονοῶν μᾶλλον ἢ γινώσκων, ὅτι περὶ τὸν μέγαν λιμένα τοῦ Πειραιῶς ἀπὸ τοῦ κατὰ τὸν Ἄλκιμον ἀκρωτηρίου πρόκειταί τις οἷον ἀγκών, καὶ κάμψαντι τοῦτον ἐντός, ᾗ τὸ ὑπεύδιον τῆς θαλάττης, κρηπίς ἐστιν εὐμεγέθης καὶ τὸ περὶ αὐτὴν βωμοειδὲς τάφος τοῦ Θεμισκοκλέους. [32.5] οἴεται δε καὶ Πλάτωνα τὸν κωμικὸν αὐτῷ μαρτυρεῖν ἐν τούτοις"• [...]
  37. Θουκυδίδης, «Ιστορίαι», Βιβλίο Η, 90: [...] "XC. οἱ δὲ τῶν τετρακοσίων μάλιστα ἐναντίοι ὄντες τῷ τοιούτῳ εἴδει καὶ προεστῶτες Φρύνιχός τε, ὃς καὶ στρατηγήσας ἐν τῇ Σάμῳ [ποτὲ] τῷ Ἀλκιβιάδῃ τότε διηνέχθη, καὶ Ἀρίσταρχος, ἀνὴρ ἐν τοῖς μάλιστα καὶ ἐκ πλείστου ἐναντίος τῷ δήμῳ, καὶ Πείσανδρος καὶ Ἀντιφῶν καὶ ἄλλοι οἱ δυνατώτατοι, πρότερόν τε, ἐπεὶ τάχιστα κατέστησαν καὶ ἐπειδὴ τὰ ἐν τῇ Σάμῳ σφῶν ἐς δημοκρατίαν ἀπέστη, πρέσβεις τε ἀπέστελλον σφῶν ἐς τὴν Λακεδαίμονα καὶ τὴν ὁμολογίαν προυθυμοῦντο καὶ τὸ ἐν τῇ Ἠετιωνείᾳ καλουμένῃ τεῖχος ἐποιοῦντο, πολλῷ τε μᾶλλον ἔτι, ἐπειδὴ καὶ οἱ ἐκ τῆς Σάμου πρέσβεις σφῶν ἦλθον, ὁρῶντες τούς τε πολλοὺς καὶ σφῶν τοὺς δοκοῦντας πρότερον πιστοὺς εἶναι μεταβαλλομένους. [2] καὶ ἀπέστειλαν μὲν Ἀντιφῶντα καὶ Φρύνιχον καὶ ἄλλους δέκα κατὰ τάχος, φοβούμενοι καὶ τὰ αὐτοῦ καὶ τὰ ἐκ τῆς Σάμου, ἐπιστείλαντες παντὶ τρόπῳ ὅστις καὶ ὁπωσοῦν ἀνεκτὸς ξυναλλαγῆναι πρὸς τοὺς Λακεδαιμονίους, [3] ᾠκοδόμουν δὲ ἔτι προθυμότερον τὸ ἐν τῇ Ἠετιωνείᾳ τεῖχος. ἦν δὲ τοῦ τείχους ἡ γνώμη αὕτη, ὡς ἔφη Θηραμένης καὶ οἱ μετ' αὐτοῦ, οὐχ ἵνα τοὺς ἐν Σάμῳ, ἢν βίᾳ ἐπιπλέωσι, μὴ δέξωνται ἐς τὸν Πειραιᾶ, ἀλλ' ἵνα τοὺς πολεμίους μᾶλλον, ὅταν βούλωνται, καὶ ναυσὶ καὶ πεζῷ δέξωνται. [4] χηλὴ γάρ ἐστι τοῦ Πειραιῶς ἡ Ἠετιωνεία, καὶ παρ' αὐτὴν εὐθὺς ὁ ἔσπλους ἐστίν. ἐτειχίζετο οὖν οὕτω ξὺν τῷ πρότερον πρὸς ἤπειρον ὑπάρχοντι τείχει, ὥστε καθεζομένων ἐς αὐτὸ ἀνθρώπων ὀλίγων ἄρχειν τοῦ ἔσπλου•ἐπ' αὐτὸν γὰρ τὸν ἐπὶ τῷ στόματι τοῦ λιμένος στενοῦ ὄντος τὸν ἕτερον πύργον ἐτελεύτα τό τε παλαιὸν τὸ πρὸς ἤπειρον καὶ τὸ ἐντὸς τὸ καινὸν τεῖχος τειχιζόμενον πρὸς θάλασσαν. [5] διῳκοδόμησαν δὲ καὶ στοάν, ἥπερ ἦν μεγίστη καὶ ἐγγύτατα τούτου εὐθὺς ἐχομένη ἐν τῷ Πειραιεῖ, καὶ ἦρχον αὐτοὶ αὐτῆς, ἐς ἣν καὶ τὸν σῖτον ἠνάγκαζον πάντας τὸν ὑπάρχοντά τε καὶ τὸν ἐσπλέοντα ἐξαιρεῖσθαι καὶ ἐντεῦθεν προαιροῦντας πωλεῖν". [...]
  38. Θουκυδίδης, «Ιστορίαι», Βιβλίο Β΄, 13: [...] "τοῦ τε γὰρ Φαληρικοῦ τείχους στάδιοι ἦσαν πέντε καὶ τριάκοντα πρὸς τὸν κύκλον τοῦ ἄστεως, καὶ αὐτοῦ τοῦ κύκλου τὸ φυλασσόμενον τρεῖς καὶ τεσσαράκοντα (ἔστι δὲ αὐτοῦ ὃ καὶ ἀφύλακτον ἦν, τὸ μεταξὺ τοῦ τε μακροῦ καὶ τοῦ Φαληρικοῦ), τὰ δὲ μακρὰ τείχη πρὸς τὸν Πειραιᾶ τεσσαράκοντα σταδίων, ὧν τὸ ἔξωθεν ἐτηρεῖτο• καὶ τοῦ Πειραιῶς ξὺν Μουνιχίᾳ ἑξήκοντα μὲν σταδίων ὁ ἅπας περίβολος, τὸ δ' ἐν φυλακῇ ὂν ἥμισυ τούτου". [...]
  39. 39,0 39,1 Θουκυδίδης, «Ιστορίαι», Βιβλίο Α΄, 93: [...] "Τούτῳ τῷ τρόπῳ οἱ Ἀθηναῖοι τὴν πόλιν ἐτείχισαν ἐν ὀλίγῳ χρόνῳ. καὶ δήλη ἡ οἰκοδομία ἔτι καὶ νῦν ἐστὶν ὅτι κατὰ σπουδὴν ἐγένετο• οἱ γὰρ θεμέλιοι παντοίων λίθων ὑπόκεινται καὶ οὐ ξυνειργασμένων ἔστιν ᾗ, ἀλλ' ὡς ἕκαστόν ποτε προσέφερον, πολλαί τε στῆλαι ἀπὸ σημάτων καὶ λίθοι εἰργασμένοι ἐγκατελέγησαν. μείζων γὰρ ὁ περίβολος πανταχῇ ἐξήχθη τῆς πόλεως, καὶ διὰ τοῦτο πάντα ὁμοίως κινοῦντες ἠπείγοντο. ἔπεισε δὲ καὶ τοῦ Πειραιῶς τὰ λοιπὰ ὁ Θεμιστοκλῆς οἰκοδομεῖν (ὑπῆρκτο δ' αὐτοῦ πρότερον ἐπὶ τῆς ἐκείνου ἀρχῆς ἧς κατ' ἐνιαυτὸν Ἀθηναίοις ἦρξε) νομίζων τό τε χωρίον καλὸν εἶναι, λιμένας ἔχον τρεῖς αὐτοφυεῖς, καὶ αὐτοὺς ναυτικοὺς γεγενημένους μέγα προφέρειν ἐς τὸ κτήσασθαι δύναμιν (τῆς γὰρ δὴ θαλάσσης πρῶτος ἐτόλμησεν εἰπεῖν ὡς ἀνθεκτέα ἐστί), καὶ τὴν ἀρχὴν εὐθὺς ξυγκατεσκεύαζεν. καὶ ᾠκοδόμησαν τῇ ἐκείνου γνώμῃ τὸ πάχος τοῦ τείχους ὅπερ νῦν ἔτι δῆλόν ἐστι περὶ τὸν Πειραιᾶ• δύο γὰρ ἅμαξαι ἐναντίαι ἀλλήλαις τοὺς λίθους ἐπῆγον. ἐντὸς δὲ οὔτε χάλιξ οὔτε πηλὸς ἦν, ἀλλὰ ξυνῳκοδομημένοι μεγάλοι λίθοι καὶ ἐντομῇ ἐγγώνιοι, σιδήρῳ πρὸς ἀλλήλους τὰ ἔξωθεν καὶ μολύβδῳ δεδεμένοι. τὸ δὲ ὕψος ἥμισυ μάλιστα ἐτελέσθη οὗ διενοεῖτο. ἐβούλετο γὰρ τῷ μεγέθει καὶ τῷ πάχει ἀφιστάναι τὰς τῶν πολεμίων ἐπιβουλάς, ἀνθρώπων τε ἐνόμιζεν ὀλίγων καὶ τῶν ἀχρειοτάτων ἀρκέσειν τὴν φυλακήν, τοὺς δ' ἄλλους ἐς τὰς ναῦς ἐσβήσεσθαι. ταῖς γὰρ ναυσὶ μάλιστα προσέκειτο, ἰδών, ὡς ἐμοὶ δοκεῖ, τῆς βασιλέως στρατιᾶς τὴν κατὰ θάλασσαν ἔφοδον εὐπορωτέραν τῆς κατὰ γῆν οὖσαν• τόν τε Πειραιᾶ ὠφελιμώτερον ἐνόμιζε τῆς ἄνω πόλεως, καὶ πολλάκις τοῖς Ἀθηναίοις παρῄνει, ἢν ἄρα ποτὲ κατὰ γῆν βιασθῶσι, καταβάντας ἐς αὐτὸν ταῖς ναυσὶ πρὸς ἅπαντας ἀνθίστασθαι. Ἀθηναῖοι μὲν οὖν οὕτως ἐτειχίσθησαν καὶ τἆλλα κατεσκευάζοντο εὐθὺς μετὰ τὴν Μήδων ἀναχώρησιν".
  40. Αππιανός, «Ρωμαϊκά», «Μιθριδάτειος» ή «Μιθριδάτειοι Πόλεμοι» 30 - Appiano di Alessandria, "Guerre mitridatiche", V, 30: [...] "Σύλλας δ᾽ ὁ τοῦ Μιθριδατείου πολέμου στρατηγὸς ὑπὸ Ῥωμαίων αἱρεθεὶς εἶναι, τότε πρῶτον ἐξ Ἰταλίας σὺν τέλεσι πέντε καὶ σπείραις τισὶ καὶ ἴλαις ἐς τὴν Ἑλλάδα περαιωθεὶς χρήματα μὲν αὐτίκα καὶ συμμάχους καὶ ἀγορὰν ἔκ τε Αἰτωλίας καὶ Θεσσαλίας συνέλεγεν, ὡς δ᾽ ἀποχρώντως ἔχειν ἐδόκει, διέβαινεν ἐς τὴν Ἀττικὴν ἐπὶ τὸν Ἀρχέλαον. παροδεύοντι δ᾽ αὐτῷ Βοιωτία τε ἀθρόως μετεχώρει, χωρὶς ὀλίγων, καὶ τὸ μέγα ἄστυ αἱ Θῆβαι, μάλα κουφόνως ἀντὶ Ῥωμαίων ἑλόμενοι τὰ Μιθριδάτεια, ὀξύτερον ἔτι, πρὶν ἐς πεῖραν ἐλθεῖν, ἀπὸ Ἀρχελάου πρὸς Σύλλαν μετετίθεντο. ὁ δ᾽ ἐπὶ τὴν Ἀττικὴν ἐχώρει, καὶ μέρος τι στρατοῦ ἐς τὸ ἄστυ περιπέμψας Ἀριστίωνα πολιορκεῖν, αὐτός, ἔνθαπερ ἦν Ἀρχέλαος, ἐπὶ τὸν Πειραιᾶ κατῆλθε, κατακεκλεισμένων ἐς τὰ τείχη τῶν πολεμίων. ὕψος δ᾽ ἦν τὰ τείχη πήχεων τεσσαράκοντα μάλιστα, καὶ εἴργαστο ἐκ λίθου μεγάλου τε καὶ τετραγώνου, Περίκλειον ἔργον, ὅτε τοῖς Ἀθηναίοις ἐπὶ Πελοποννησίους στρατηγῶν, καὶ τὴν ἐλπίδα τῆς νίκης ἐν τῷ Πειραιεῖ τιθέμενος, μᾶλλον αὐτὸν ἐκρατύνατο. Σύλλας δὲ καὶ τοιοῖσδε οὖσι τοῖς τείχεσιν εὐθὺς ἐπῆγε τὰς κλίμακας, καὶ πολλὰ μὲν ἔδρα πολλὰ δ᾽ ἀντέπασχεν, ἰσχυρῶς τῶν Καππαδοκῶν αὐτὸν ἀμυνομένων, ἔστε κάμνων ἐς Ἐλευσῖνα καὶ Μέγαρα ἀνεχώρει, καὶ μηχανὰς ἐπὶ τὸν Πειραιᾶ συνεπήγνυτο, καὶ χῶμα αὐτῷ προσχοῦν ἐπενόει. τέχναι μὲν δὴ καὶ παρασκευὴ πᾶσα αὐτῷ καὶ σίδηρος καὶ καταπέλται, καὶ εἴ τι τοιουτότροπον ἄλλο, ἐκ Θηβῶν ἐκομίζετο, ὕλην δὲ τῆς Ἀκαδημείας ἔκοπτε, καὶ μηχανὰς εἰργάζετο μεγίστας. τά τε μακρὰ σκέλη καθῄρει, λίθους καὶ ξύλα καὶ γῆν ἐς τὸ χῶμα μεταβάλλων".[...]
  41. [...] "χηλή: η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. χαλά Α: 1. η οπλή τών ιπποειδών. 2. το δισχιδές νύχι τών μηρυκαστικών ζώων, όπως λ.χ. τού βοδιού, τού προβάτου κ.ά. 3. διχαλωτό εργαλείο ή εξάρτημα. 4. ραγάδα, σκάσιμο στη φτέρνα ή σε άλλο σημείο τού σώματος. 5. κυματοθραύστης, μώλος, προβλήτα. αρχ.: 1. το νύχι τού λύκου καθώς και διαφόρων αρπακτικών πτηνών. 2. το ψαλιδωτό νύχι τού κάβουρα. 3. οι ενωμένες άκρες τών βλεφάρων, όταν αυτά είναι κλειστά. 4. λοφώδης προεξοχή τής ξηράς στη θάλασσα. 5. στον πληθ. αἱ Χηλαί ο αστερισμός τού Καρκίνου". [...] χηλή
  42. Αριστοφάνης, «Ειρήνη», στιχ. 145, Aristophanis Comoediae, August Meineke, Aristophanis Comoediae[νεκρός σύνδεσμος], Τόμοι 1-3, B. Tauchnitz, 1860, σελ. 226[νεκρός σύνδεσμος] και Σχολιαστής Αριστοφάνη, «Ειρήνη» - Scoliasta in Aristofane, "La pace", 145: [...] "ἐν Πειραεῖ δήπου 'στί Κανθάρου λιμήν". [...].
  43. Θουκυδίδης, «Ιστορίαι», Βιβλίο Β΄, 94: [...] " [94] ἐς δὲ τὰς Ἀθήνας φρυκτοί τε ᾔροντο πολέμιοι καὶ ἔκπληξις ἐγένετο οὐδεμιᾶς τῶν κατὰ τὸν πόλεμον ἐλάσσων. οἱ μὲν γὰρ ἐν τῷ ἄστει ἐς τὸν Πειραιᾶ ᾤοντο τοὺς πολεμίους ἐσπεπλευκέναι ἤδη, οἱ δ' ἐν τῷ Πειραιεῖ τήν τε Σαλαμῖνα ᾑρῆσθαι καὶ παρὰ σφᾶς ὅσον οὐκ ἐσπλεῖν αὐτούς• ὅπερ ἄν, εἰ ἐβουλήθησαν μὴ κατοκνῆσαι, ῥᾳδίως ἐγένετο, καὶ οὐκ ἂν ἄνεμος ἐκώλυσεν. βοηθήσαντες δὲ ἅμ' ἡμέρᾳ πανδημεὶ οἱ Ἀθηναῖοι ἐς τὸν Πειραιᾶ ναῦς τε καθεῖλκον καὶ ἐσβάντες κατὰ σπουδὴν καὶ πολλῷ θορύβῳ ταῖς μὲν ναυσὶν ἐπὶ τὴν Σαλαμῖνα ἔπλεον, τῷ πεζῷ δὲ φυλακὰς τοῦ Πειραιῶς καθίσταντο. οἱ δὲ Πελοποννήσιοι ὡς ᾔσθοντο τὴν βοήθειαν, καταδραμόντες τῆς Σαλαμῖνος τὰ πολλὰ καὶ ἀνθρώπους καὶ λείαν λαβόντες καὶ τὰς τρεῖς ναῦς ἐκ τοῦ Βουδόρου τοῦ φρουρίου κατὰ τάχος ἐπὶ τῆς Νισαίας ἀπέπλεον• ἔστι γὰρ ὅτι καὶ αἱ νῆες αὐτοὺς διὰ χρόνου καθελκυσθεῖσαι καὶ οὐδὲν στέγουσαι ἐφόβουν. ἀφικόμενοι δὲ ἐς τὰ Μέγαρα πάλιν ἐπὶ τῆς Κορίνθου ἀπεχώρησαν πεζῇ• οἱ δ' Ἀθηναῖοι οὐκέτι καταλαβόντες πρὸς τῇ Σαλαμῖνι ἀπέπλευσαν καὶ αὐτοί, καὶ μετὰ τοῦτο φυλακὴν ἤδη τοῦ Πειραιῶς μᾶλλον τὸ λοιπὸν ἐποιοῦντο λιμένων τε κλῄσει καὶ τῇ ἄλλῃ ἐπιμελείᾳ". [...]
  44. Ξενοφών, «Ελληνικά», Βιβλίο Β΄, κεφάλαιο II, 3-4: [...] "3 ἐν δὲ ταῖς Ἀθήναις τῆς Παράλου ἀφικομένης νυκτὸς ἐλέγετο ἡ συμφορά, καὶ οἰμωγὴ ἐκ τοῦ Πειραιῶς διὰ τῶν μακρῶν τειχῶν εἰς ἄστυ διῆκεν, ὁ ἕτερος τῷ ἑτέρῳ παραγγέλλων: ὥστ' ἐκείνης τῆς νυκτὸς οὐδεὶς ἐκοιμήθη, οὐ μόνον τοὺς ἀπολωλότας πενθοῦντες, ἀλλὰ πολὺ μᾶλλον ἔτι αὐτοὶ ἑαυτούς, πείσεσθαι νομίζοντες οἷα ἐποίησαν Μηλίους τε Λακεδαιμονίων ἀποίκους ὄντας, κρατήσαντες πολιορκίᾳ, καὶ Ἱστιαιέας καὶ Σκιωναίους καὶ Τορωναίους καὶ Αἰγινήτας καὶ ἄλλους πολλοὺς τῶν Ἑλλήνων. 4 τῇ δ' ὑστεραίᾳ ἐκκλησίαν ἐποίησαν, ἐν ᾗ ἔδοξε τούς τε λιμένας ἀποχῶσαι πλὴν ἑνὸς καὶ τὰ τείχη εὐτρεπίζειν καὶ φυλακὰς ἐφιστάναι καὶ τἆλλα πάντα ὡς εἰς πολιορκίαν παρασκευάζειν τὴν πόλιν. καὶ οὗτοι μὲν περὶ ταῦτα ἦσαν". [...]
  45. Δημοσθένης, «Περί του στεφάνου», 107: [...] "ἆρα μικρὰ βοηθῆσαι τοῖς πένησιν ὑμῶν δοκῶ, ἢ μίκρ᾽ ἀναλῶσαι ἂν τοῦ μὴ τὰ δίκαια ποιεῖν οἱ πλούσιοι οὐ τοίνυν μόνον τῷ μὴ καθυφεῖναι ταῦτα σεμνύνομαι, οὐδὲ τῷ γραφεὶς ἀποφυγεῖν, ἀλλὰ καὶ τῷ συμφέροντα θεῖναι τὸν νόμον καὶ τῷ πεῖραν ἔργῳ δεδωκέναι. πάντα γὰρ τὸν πόλεμον τῶν ἀποστόλων γιγνομένων κατὰ τὸν νόμον τὸν ἐμόν, οὐχ ἱκετηρίαν ἔθηκε τριήραρχος οὐδεὶς πώποθ᾽ ὡς ἀδικούμενος παρ᾽ ὑμῖν, οὐκ ἐν Μουνιχίας ἐκαθέζετο, οὐχ ὑπὸ τῶν ἀποστολέων ἐδέθη, οὐ τριήρης οὔτ᾽ ἔξω καταλειφθεῖσ᾽ ἀπώλετο τῇ πόλει, οὔτ᾽ αὐτοῦ ἀπελείφθη οὐ δυναμένη ἀνάγεσθαι". [...]
  46. Τίτος Λίβιος, «Από κτίσεως Ρώμης» - Tito Livio, "Ab urbe condita libri", XXXI, 30
  47. «Πλάτωνος Πολιτεία, 327a». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2 Δεκεμβρίου 2016. Ανακτήθηκε στις 3 Νοεμβρίου 2016. 
  48. Ιούλιος Πολυδεύκης, «Ονομαστικόν εν βιβλίοις ι´», (Ονομαστικόν σε βιβλία δέκα) - Giulio Polluce, "Onomastikon", IV, 105.
  49. Πηγή: Το άρθρο της Μαρίας Θερμού, με τίτλο: "Κάτω στον Πειραιά στα Καμίνια - Πού ζούσαν οι αρχαίοι «Πειραιώτες» ως τα Γεωμετρικά και τα Αρχαϊκά χρόνια. Η αρχαιολόγος Εφη Λυγκούρη απαντά βασιζόμενη σε ευρήματα που ήρθαν στο φως στην περιοχή των Καμινίων και του Αγίου Ιωάννη Ρέντη", 08/02/2009, εφημερίδα Το Βήμα.
  50. Παπαχατζή, Νικολάου. Παυσανίου, Ελλάδος Περιήγησις, Αττικά, Εκδοτική Αθηνών, 1998, σ.96. ISBN 9-602-13090-3
  51. 51,0 51,1 Παυσανίας, «Ελλάδος περιήγησις», «Αττικά», 28, 11: [...] "λέγεται μὲν δὴ καὶ ἄλλα τῶν ἀψύχων αὐτόματα ἐπιθεῖναι σὺν τῷ δικαίῳ τιμωρίαν ἀνθρώποις• ἔργον δὲ κάλλιστον καὶ δόξῃ φανερώτατον ὁ Καμβύσου παρέσχετο ἀκινάκης. ἔστι δὲ τοῦ Πειραιῶς πρὸς θαλάσσῃ Φρεαττύς• ἐνταῦθα οἱ πεφευγότες, ἢν ἀπελθόντας ἕτερον ἐπιλάβῃ σφᾶς ἔγκλημα, πρὸς ἀκροωμένους ἐκ τῆς γῆς ἀπὸ νεὼς ἀπολογοῦνται• Τεῦκρον πρῶτον λόγος ἔχει Τελαμῶνι οὕτως ἀπολογήσασθαι μηδὲν ἐς τὸν Αἴαντος θάνατον εἰργάσθαι. τάδε μὲν οὖν εἰρήσθω μοι τῶνδε ἕνεκα, γνῶναι ὁπόσοις μέτεστι σπουδῆς <τὰ> ἐς τὰ δικαστήρια"• [...]
  52. Δημοσθένης, «Κατά Αριστοκράτους», 77-78: [...] "[77] ἔτι τοίνυν πέμπτον δικαστήριον ἄλλο θεάσασθ᾽ οἷον ὑπερβέβηκε, τὸ ἐν Φρεαττοῖ. Ἐνταῦθα γάρ, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, κελεύει δίκας ὑπέχειν ὁ νόμος, ἐάν τις ἐπ᾽ ἀκουσίῳ φόνῳ πεφευγώς, μήπω τῶν ἐκβαλλόντων αὐτὸν ᾐδεσμένων, αἰτίαν ἔχῃ ἑτέρου φόνου ἑκουσίου. Καὶ οὐχ, ὅτι δεῦρ᾽ οὐχ οἷόν τ᾽ ἐλθεῖν αὐτῷ, παρεῖδεν αὐτὸν ὁ ταῦθ᾽ ἕκαστα τάξας, οὐδ᾽, ὅτι καὶ πρότερόν τι τοιοῦτον ἐποίησε, καὶ δὴ τὴν ὁμοίαν ἐποιήσατο πιστὴν αἰτίαν κατ᾽ αὐτοῦ, [78] ἀλλὰ τό τ᾽ εὐσεβὲς εὗρεν ὅπως ἔσται, κἀκεῖνον οὐκ ἀπεστέρησε λόγου καὶ κρίσεως. Τί οὖν ἐποίησεν ἤγαγε τοὺς δικάσοντας οἷ προσελθεῖν οἷόν τ᾽ ἐκείνῳ, τῆς χώρας ἀποδείξας τόπον τιν᾽ ἐν Φρεαττοῖ καλούμενον ἐπὶ θαλάττῃ. Εἶθ᾽ ὁ μὲν ἐν πλοίῳ προσπλεύσας λέγει τῆς γῆς οὐχ ἁπτόμενος, οἱ δ᾽ ἀκροῶνται καὶ δικάζουσιν ἐν τῇ γῇ• κἂν μὲν ἁλῷ, τὴν ἐπὶ τοῖς ἑκουσίοις φόνοις δίκην ἔδωκε δικαίως, ἂν δ᾽ ἀποφύγῃ, ταύτης μὲν ἀθῷος ἀφίεται, τὴν δ᾽ ἐπὶ τῷ πρότερον φόνῳ φυγὴν ὑπέχει". [...]
  53. Θουκυδίδης, «Ιστορίαι», Βιβλίο Η.
  54. Αριστοτέλης, «Αθηναίων Πολιτεία», 42: [...] "XLII. § 2. ἐπὰν δὲ δοκιμασθῶσιν οἱ ἔφηβοι, συλλεγέντες οἱ πατέρες αὐτῶν κατὰ φυλάς, ὀμόσαντες αἱροῦνται τρεῖς ἐκ τῶν φυλετῶν τῶν ὑπὲρ τετταράκοντα ἔτη γεγονότων, οὓς ἂν ἡγῶνται βελτίστους εἶναι καὶ ἐπιτηδειοτάτους ἐπιμελεῖσθαι τῶν ἐφήβων, ἐκ δὲ τούτων ὁ δῆμος ἕνα τῆς φυλῆς ἑκάστης χειροτονεῖ σωφρονιστήν, καὶ κοσμητὴν ἐκ τῶν ἄλλων Ἀθηναίων ἐπὶ πάντας. συλλαβόντες δ´ οὗτοι τοὺς ἐφήβους, πρῶτον μὲν τὰ ἱερὰ περιῆλθον, εἶτ´ εἰς Πειραιέα πορεύονται, καὶ φρουροῦσιν οἱ μὲν τὴν Μουνιχίαν, οἱ δὲ τὴν Ἀκτήν. χειροτονεῖ δὲ καὶ παιδοτρίβας αὐτοῖς δύο καὶ διδασκάλους, οἵτινες ὁπλομαχεῖν καὶ τοξεύειν καὶ ἀκοντίζειν καὶ καταπάλτην ἀφιέναι διδάσκουσιν. δίδωσι δὲ καὶ εἰς τροφὴν τοῖς μὲν σωφρονισταῖς δραχμὴν αʹ ἑκάστῳ, τοῖς δ´ ἐφήβοις τέτταρας ὀβολοὺς ἑκάστῳ• τὰ δὲ τῶν φυλετῶν τῶν αὑτοῦ λαμβάνων ὁ σωφρονιστὴς ἕκαστος ἀγοράζει τὰ ἐπιτήδεια πᾶσιν εἰς τὸ κοινόν (συσσιτοῦσι γὰρ κατὰ φυλάς), καὶ τῶν ἄλλων ἐπιμελεῖται πάντων. καὶ τὸν μὲν πρῶτον ἐνιαυτὸν οὕτως διάγουσι• τὸν δ´ ὕστερον ἐκκλησίας ἐν τῷ θεάτρῳ γενομένης, ἀποδειξάμενοι τῷ δήμῳ τὰ περὶ τὰς τάξεις, καὶ λαβόντες ἀσπίδα καὶ δόρυ παρὰ τῆς πόλεως, περιπολοῦσι τὴν χώραν καὶ διατρίβουσιν ἐν τοῖς φυλακτηρίοις. φρουροῦσι δὲ τὰ δύο ἔτη χλαμύδας ἔχοντες, καὶ ἀτελεῖς εἰσι πάντων• καὶ δίκην οὔτε διδόασιν οὔτε λαμβάνουσιν, ἵνα μὴ πρόφασις ᾖ τοῦ ἀπιέναι, πλὴν περὶ κλήρου καὶ ἐπικλήρου, κἄν τινι κατὰ τὸ γένος ἱερωσύνη γένηται. διεξελθόντων δὲ τῶν δυεῖν ἐτῶν, ἤδη μετὰ τῶν ἄλλων εἰσίν". [...]
  55. Πλούταρχος, «Βίοι Παράλληλοι», «Σύλλας», 12: [...] "Σύλλας δὲ τὰς μὲν ἄλλας πόλεις εὐθὺς εἶχεν ἐπιπρεσβευομένας καὶ καλούσας, ταῖς δὲ ᾿Αθήναις διὰ τὸν τύραννον ᾿Αριστίωνα βασιλεύεσθαι ἠναγκασμέναις ἄθρους ἐπέστη καὶ τὸν Πειραιᾶ περιλαβὼν ἐπολιόρκει, μηχανήν τε πᾶσαν ἐφιστὰς καὶ μάχας παντοδαπὰς ποιούμενος". [...]
  56. Δημότες του Πειραιώς Αρχειοθετήθηκε 2019-04-04 στο Wayback Machine.. Αναζήτηση με τη λέξη-κλειδί στον τόπο (Place): PEIRAIEUS (στα κεφαλαία αγγλικά), στις ιστοσελίδες: empressattica.com και atheniansproject.com του Προγράμματος «Αθηναίοι» = Athenians Project

Πηγές – βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πρωτογενείς πηγές

Δευτερογενείς πηγές

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]