Παύλος Δελλαπόρτας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Παύλος Δελαπόρτας)
Παύλος Δελαπόρτας
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Παύλος Δελαπόρτας (Ελληνικά)
Γέννηση1905
Κουβαλάτα Κεφαλονιάς
Θάνατος7  Απριλίου 1980
Αθήνα
Χώρα πολιτογράφησηςΕλλάδα
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςνέα ελληνική γλώσσα
ΣπουδέςΕθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταδικαστής

Ο Παύλος Δελλαπόρτας (1905 - 7 Απριλίου 1980) ήταν Έλληνας δικαστικός[1].

Βιογραφικά στοιχεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γεννήθηκε στα Κουβαλάτα [2] Ληξουρίου. Κατά το διάστημα 1921-1925 σπούδασε νομικά[2] στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Αμέσως μετά, δικηγορούσε στο πρωτοδικείο Κεφαλλονιάς. Εισήλθε στο δικαστικό σώμα το 1931 και το 1933 διορίστηκε[1] ειρηνοδίκης στον Παπάδο Γέρας Λέσβου, θέση στην οποία παρέμεινε[1] μέχρι το 1938. Υπηρέτησε[1] ως πρωτοδίκης στο Γύθειο (1945 - 1946) και τη Ζάκυνθο (1947 - 1951) και ως εισαγγελέας πρωτοδικών[1] στο Μεσολόγγι. Το 1961 έγινε εισαγγελέας εφετών στη Θεσσαλονίκη. Από τη θέση αυτή αναμείχθηκε το 1963 στην υπόθεση Λαμπράκη, καθώς είχε τη γενική εποπτεία των ανακρίσεων, που διεξάγονταν από τον ανακριτή Χρήστο Σαρτζετάκη και τους εισαγγελείς Δημήτριο Παπαντωνίου και Νίκο Αθανασόπουλο. Μαζί με τον Σαρτζετάκη αντιστάθηκαν[2] στις πιέσεις του τότε εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνου Κόλλια, να κλείσει γρήγορα και χωρίς έρευνα η υπόθεση. Αργότερα στη δίκη ως εισαγγελέας έδρας[2] πρότεινε την καταδίκη των περισσοτέρων, πρόταση που δεν έγινε δεκτή από το δικαστήριο. Με τον ερχομό της Χούντας των Συνταγματαρχών εκδιώχθηκε[2] μαζί με άλλους είκοσι εννέα από το δικαστικό σώμα με απόφαση της τότε κυβέρνησης (1968). Μετά την πτώση της χούντας επανήλθε στην υπηρεσία και προβιβάστηκε στο βαθμό του επίτιμου εισαγγελέα Εφετών, με τον οποίο και συνταξιοδοτήθηκε λόγω ορίου ηλικίας.

Είχε συγγράψει[1] δύο βιβλία αυτοβιογραφικού χαρακτήρα: το σημειωματάριο ενός Πιλάτου (1978, εκδόσεις Θεμέλιο) και το Λιθάρι του Σισύφου (1981, εκδόσεις Θεμέλιο)

Απεβίωσε στην Αθήνα το 1980. Ήταν παντρεμένος και είχε αποκτήσει[1] δύο παιδιά, ανάμεσά τους την Αικατερίνη Δελλαπόρτα, διευθύντρια επί σειρά ετών του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου.[3]

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]