Ρουμανική Ορθόδοξη Εκκλησία

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Πατριαρχείο Ρουμανίας)
Ρουμανική Ορθόδοξη Εκκλησία
Πατριαρχείο Ρουμανίας
Ιδρυτής(ως Μητροπολίτης)
Νίφων Ρουσάϊλα, Κάρολος Α΄
(ως Πατριάρχης)
Μύρων Κριστέα, Φερδινάνδος Α΄
Ανεξαρτησία1872
Αναγνώριση25 Απριλίου 1885
ΠροκαθήμενοςΠατριάρχης Δανιήλ
ΈδραΒουκουρέστι, Ρουμανία
ΕπικράτειαΡουμανία
Μολδαβία
ΚυριότητεςΣερβία
Ουγγαρία
Δυτική και Νότια Ευρώπη
Γερμανία, Κεντρική και Βόρεια Ευρώπη
Αμερική
Αυστραλία και Νέα Ζηλανδία
ΓλώσσαΡουμανική
Πιστοί16.367.267 στη Ρουμανία
720.000 στη Μολδαβία
11.203 στις ΗΠΑ
Δικτυακός τόποςbasilica.ro
patriarhia.ro

Η Ρουμανική Ορθόδοξη Εκκλησία (ρουμανικά: Biserica Ortodoxă Română)[1] είναι μία από τις δεκαπέντε αυτοκέφαλες Εκκλησίες που συναποτελούν την Ορθόδοξη Εκκλησία. Από το 1925 ανήκει στην τάξη των Νεοπαγών Πατριαρχείων, με την ονομασία Πατριαρχείο Ρουμανίας.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Από τη διάδοση του Χριστιανισμού μέχρι τον 3ο αιώνα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι καταβολές διάδοσης του Χριστιανισμού στην περιοχή που συνιστά την πνευματική δικαιοδοσία της Ρουμανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας εντοπίζονται στους Αποστολικούς κιόλας χρόνους. Οι Ωριγένης, Ευσέβιος Καισαρείας, Ευχέριος Λυώνος, Βασίλειος Σελευκείας και Σωφρόνιος Α΄ Ιεροσολύμων, αλλά και ο μοναχός Επιφάνειος της Μονής Καλλιστράτων στην Κωνσταντινούπολη και ο Νικήτας Δαβίδ Παφλαγών, συνδέουν τον Απόστολο Ανδρέα με το κήρυγμα του χριστιανισμού στην περιοχή της Μικράς Σκυθίας (σημερινή Δοβρουτσά). Ενισχυτική όλων αυτών των μαρτυριών έρχεται η λαϊκή ρουμανική παράδοση μέσα από τα τραγούδια και τα κάλαντα τα σχετικά με το βίο και τη δράση του Απόστολου Ανδρέα. Επίσης, εξωχριστιανικές πηγές επιβεβαιώνουν τη διάδοση του Χριστιανισμού, όπως ο Πλίνιος ο Νεότερος, διοικητής της Βιθυνίας. Τέλος δεν απουσιάζουν και οι αρχαιολογικές μαρτυρίες, παλαιοχριστιανικά αντικείμενα που βρέθηκαν στην Τρανσυλβανία και στη Δοβρουτσά.[2] Από τον 3ο αιώνα υπάρχει στην περιοχή οργανωμένη Εκκλησία. Η πόλη Τόμη (σημερινή Κωνστάντζα) ήταν έδρα Επισκόπων και Αρχιεπισκόπων.[3]

Οι παράγοντες που καθόρισαν τη διάδοση του Χριστιανισμού στην περιοχή ήταν α) η παρουσία ισχυρών ελληνικών αποικιών από τους Μακεδονικούς χρόνους. Αρχικά εκχριστιανίσθηκαν οι ελληνικές και ελληνίζουσες περιοχές και μετά οι ιθαγενείς. β) Η ενσωμάτωση της επαρχίας Δακίας στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.[4]

Από τον 4ο αιώνα μέχρι τη σύσταση της Μητροπόλεως Ουγγροβλαχίας (14ος αιώνας)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στα τέλη 3ου αρχές 4ου αιώνα και επί Διοκλητιανού έχουμε αναφορές για τους μητροπολίτες Ευαγγελικό και Εφραίμ -ο δεύτερος μαρτύρησε στο διωγμό του Διοκλητιανού- αρχές 4ου αιώνα μαρτυρείται ως υπογράψας τις αποφάσεις της Α' Οικουμενικής Συνόδου (325 μ.Χ.) ο Θεόφιλος Γοτθίας, ο Βρετάνιος ο οποίος αντιμετώπισε τον αρειανό Βάλεντα, ο Γερόντιος ή Τερέντιος που συμμετείχε στη Β' Οικουμενική Σύνοδο ο Θεότιμος ή Τιμόθεος που συμμετείχε στην Γ' Οικουμενική Σύνοδο (431 μ.Χ), ο Αλέξανδρος που συμμετείχε στην Δ' Οικουμενική (451 μ.Χ.). Εκπρόσωποι της χριστιανικής γραμματείας της περιόδου είναι οι Ιωάννης ο Κασσιανός ή Ρωμαίος (360-435), άγιος Διονύσιος ο Βραχύς (470-545) και Ιωάννης Μαξέντιος.[5]

Επί του αυτοκράτορα Ζήνωνα (5ος αι.) οι Ρουμανικές Εκκλησίες υπάγονταν στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία της πόλεως Τόμεως. Τη διοίκηση ασκούσαν οι Χωρεπίσκοποι λόγω των συχνών επιδρομών στην περιοχή. Στα μέσα του 6ου αιώνα και μέχρι τα τέλη του ίδιου αιώνα, έλαβε χώρα μια προσωρινή μεταβολή με την ίδρυση της Ιουστινιανής Πρώτης στο Ταυρήσιο, η οποία περιλάμβάνε τις δύο Δακίες, την Άνω Μοισία, τη Δραδανία, την Παννονία, την Πρεβελιτάνη.[6] Η Τόμη καταστράφηκε στα 602-603 μ.Χ. από τους Άβαρους. Τη διαδέχθηκε η Αρχιεπισκοπή Βιτζίνας, η οποία είχε υπό τη δικαιοδοσία της μέχρι τον 14ο αιώνα τις περιοχές Τρανσυλβανίας, νότιας Μολδαβίας και Ουγγροβλαχίας.

Στις αρχές του 11ου αιώνα η Αρχιεπισκοπή Αχριδών είχε υπό τη δικαιοδοσία της τις παρίστριες Επισκοπές Σιλιστρίας και Βιθυνίου, ενώ με την ίδρυση της Αρχιεπισκοπής Τυρνόβου (1235) περιήλθαν στα όριά της παραδουνάβιες πόλεις με επισκόπους χειροτονημένους από τον Αρχιεπίσκοπο Τυρνόβου. Η Μητρόπολη Ουγγροβλαχίας ιδρύθηκε το 1359 με πατριαρχική και συνοδική πράξη υπογεγραμμένη από τον Πατριάρχη Κάλλιστο Α΄, μετά από επίμονες αιτήσεις του Βλάχου ηγεμόνα Αλεξάνδρου Βεσσαράβα. Με την ίδρυσή της ενισχύθηκε η ενότητα του ρουμανικού έθνους, ανακόπηκε η Ρωμαιοκαθολική προπαγάνδα και εδραιώθηκε η βυζαντινή παρουσία στην περιοχή. Το 1370 ιδρύθηκε δεύτερη Μητρόπολη Ουγγροβλαχίας και υπήρξε έως το 1376, όταν οι Ούγγροι κατέλαβαν το Σεβηρίνο.

Στο β' μισό του 14ου αιώνα, Ρουμάνοι ηγεμόνες ενίσχυσαν τους Ρωμαιοκαθολικούς (π.χ.ο Latcu Voda), ενώ ο Πέτρος Μουσάτ ζήτησε να αναγνωρίσει το Οικουμενικό Πατριαρχείο ως Μητροπολίτη Μολδαβίας πρόσωπο δικής του επιλογής, τον Ιωσήφ, αλλά ο Πατριάρχης Αντώνιος Δ΄ δεν τον αναγνώρισε και ίδρυσε Μητρόπολη Μολδαβίας, στην οποία τοποθέτησε τον Ιερεμία το 1392. Τελικά προέβη σε αφορισμό του Ρουμάνου ηγεμόνα, των επισκόπων της επιλογής του και της χώρας του. Ακολούθησαν διαδοχικές αποστολές αντιπροσωπειών εκατέρωθεν με σκοπό την άρση του αναθέματος και τη λύση της κρίσης. Η ανώμαλη κατάσταση παρέμεινε μέχρι τις αρχές του 15ου αιώνα (περίπου 1401), οπότε ήρθη το ανάθεμα και αναγνωρίστηκε ο Ιωσήφ Μητροπολίτης Μολδαβίας.

Από τον 15ο αιώνα μέχρι τη δημιουργία ανεξάρτητου Ρουμανικού κράτους (1862)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στο β' μισό του 15ου αιώνα η Εκκλησία διερχόταν κρίση, διοικητική και πνευματική. Εντός των κόλπων της Μητροπόλεως Μολδαβίας αναπτύχθηκε ισχυρή ανθενωτική προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο μερίδα η οποία χειροτόνησε δικό της Μητροπολίτη στα 1449 με 1454. Η κρίση αντιμετωπίστηκε από τον Νήφωνα Β' που σύστησε νέες επισκοπές ενώ συγκρούσθηκε και με τον ηγεμόνα Ράντο τον Μέγα επειδή απέτρεψε το γάμο της αδελφής του με έναν ήδη παντρεμένο ηγεμόνα. Την ίδια περίοδο άρχισαν να πολλαπλασιάζονται οι σχέσεις των Ρουμανικών χωρών με το Άγιον Όρος: αθρόα είσοδος Αγιορειτών μοναχών στη Ρουμανία και δωρεές Ρουμάνων ηγεμόνων στις Αγιορείτικες Μονές. Η Μητρόπολη Μολδαβίας με έδρα τη Σουτσεάβα στη Βουκοβίνα, από το 1565 μεταφέρθηκε στο Ιάσιο. Από τα 1715 αρχίζει η περίοδος των Φαναριωτών. Την περίοδο αυτή η Ρουμανική Εκκλησία βρισκόταν σε εξάρτηση από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, αφού οι Μητροπολίτες Ουγγροβλαχίας εκλέγονταν μεν στη Ρουμανία αλλά εγκρίνονταν από το Πατριαρχείο. Η εξάρτηση αυτή ενίσχυε την εκεί Εκκλησία ενάντια στις ξένες προπαγάνδες.

Την περίοδο από τον 16ο αιώνα και με αποκορύφωμα τον 18ο αιώνα, εμφανίστηκε στη Ρουμανία ο θεσμός των Αφιερωμένων Μοναστηριών, όταν οι ιδρυτές των μονών διέθεταν τις τακτικές χρηματικές εισφορές για την υποστήριξη θεσμών εκτός συνόρων των δύο Ηγεμονιών. Καθώς όμως πέρασαν οι μονές στην επιρροή Ελλήνων ηγουμένων αυτά τα εισοδήματα διατίθεντο κατά βούληση και κυρίως στο εξωτερικό. Η στενή συνεργασία των Βογιάρων με τον ανώτερο κλήρο φέρνει τις δύο αυτές κοινωνικές δυνάμεις αντιμέτωπες με τις αγροτικές μάζες.[7]

Από τη δημιουργία ανεξάρτητου ρουμανικού κράτους μέχρι τη δημιουργία Πατριαρχείου (1925)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο εκλεγμένος από τις εθνοσυνελεύσεις της Βλαχίας και της Μολδαβίας κοινός Ηγεμόνας Αλέξανδρος Κούζα προέβη σε κρατικοποίηση της μοναστηριακής περιουσίας της χώρας, ενώ αποζημίωσε τα απαλλοτριωθέντα κτήματα και δάση που είχαν δωριθεί σε μονές του Αγίου Όρους, τη Μονή Σινά και τα Πατριαρχεία με το ποσό των 82.000.000 γροσίων που στη συνέχεια ανέβηκε στα 150.000.000 γρόσια. Τελικά τα ελληνικά ιδρύματα δεν αποζημιώθηκαν παρά τις δικαστικές διεκδικήσεις. Ο Μητροπολίτης Μολδαβίας και όσοι κληρικοί διαμαρτυρήθηκαν τους επιβλήθηκε περιορισμός. Η επιδείνωση των σχέσεων με το Οικουμενικό Πατριαρχείο κλιμάκωσε τα μέτρα που έλαβε ο Κούζα και αφαίρεσε τη διεύθυνση των ιερατικών σχολών από την αρμοδιότητα της Ρουμανικής Εκκλησίας, έκλεισε τα τυπογραφεία της, απαγόρευσε τη χρήση της ελληνικής γλώσσας στους ρουμανικούς ναούς (εκτός των ελληνικών κοινοτήτων), έπαυσε τους Έλληνες ηγούμενους από τις μονές και δήμευσε τις περιουσίες τους. Κατάργησε τα εκκλησιαστικά δικαστήρια, εισήγαγε το θεσμό του πολιτικού γάμου και υπήγαγε το διαζύγιο στα πολιτικά δικαστήρια.

Στα 1864 ψηφίστηκε από την Εθνοσυνέλευση Οργανικό διάταγμα για τη λειτουργία μιας κεντρικής ανώτατης αρχής της Συνόδου. Βασικά χαρακτηριστικά της νέας διοίκησης της Ρουμανικής Εκκλησίας ήταν η διοικητική ανεξαρτησία της από κάθε ξένη αρχή, η διοίκησή της από μια Γενική Σύνοδο απαρτιζόμενη από κληρικούς (Μητροπολίτες) και λαϊκούς (καθηγητές εκκλησιαστικών σεμιναρίων και κοσμήτορες Θεολογικών Σχολών Ιασίου και Βουκουρεστίου), αλλά και τον υπουργό των Εκκλησιαστικών, με συμβουλευτική ψήφο. Η Σύνοδος είχε νομοθετική, δικαστική και διοικητική εξουσία σε θέματα πνευματικά και θρησκευτικά. Οι αποφάσεις της Συνόδου ήταν εκτελεστές μόνο μετά από έγκριση του ηγεμόνος. Αποκορύφωμα των πολιτειοκρατικών αντιλήψεων του Αλέξανδρου Κούζα ήταν ένας άλλος νόμος που προώθησε σχετικά με την εκλογή των Μητροπολιτών οι οποίοι θα διορίζονταν από τον ηγεμόνα με πρόταση του υπουργού των Εκκλησιαστικών και ύστερα από σύσκεψη του υπουργικού συμβουλίου.[8]

Σε όλες αυτές τις πρωτοβουλίες αντέδρασε το Οικουμενικό Πατριαρχείο και ο ρουμανικός κλήρος και η προσπάθεια του δεύτερου ονομάστηκε αγών υπέρ της κανονικότητος (Lupta pentru canonicitate).[9] Στα 1866 ο διάδοχος του Κούζα, Κάρολος Χοετζόλλερν, απέστειλε στο Οικουμενικό Πατριαρχείο για έγκριση νέο σχέδιο νόμου που αφορούσε τα της Εκκλησίας για έγκριση και τελικά ψηφίσθηκε στα 1872. Αυτός προέβλεπε τη διοίκηση της Εκκλησίας από Σύνοδο συγκροτούμενη από Αρχιερείς και τη σύμφωνα με τους ιερούς κανόνες επίλυση των όποιων εκκλησιαστικών ζητημάτων. Το μόνο αρνητικό του ήταν η πρόβλεψη για προηγούμενη έγκριση από την κυβέρνηση κάθε επικοινωνίας της Ρουμανικής Εκκλησίας με άλλες εκκλησίες.[10]

Το 1882 η Ρουμανική Εκκλησία προέβη σε καθαγιασμό του αγίου μύρου προβάλλοντας στο Οικουμενικό Πατριαρχείο θέσεις περί αυτοκεφαλίας έναντί του. Το 1885 υποβλήθηκε σχετικό αίτημα στο Οικουμενικό Πατριαρχείο το οποίο τον Απρίλιο του 1885 εξέδωσε Συνοδικό Τόμο ανακήρυξης τους αυτοκεφάλου. Σε ανταπόδοση ο βασιλιάς Κάρολος Α΄ της Ρουμανίας απέδωσε στον Οικουμενικό Πατριάρχη τον σταυρό των ανωτέρων Ταξιαρχών του στέμματος της Ρουμανίας. Σε ένδειξη σεβασμού προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο, η αυτοκέφαλη Ρουμανική Εκκλησία θα ελάμβανε το [}Άγιο μύρο]] από αυτό.[11]

Μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο η Ρουμανία ενώθηκε εθνικά και εκκλησιαστικά κατ' επέκτασιν. Στις 4 Φεβρουαρίου 1925 η Ιερά Σύνοδος της Ρουμανικής Εκκλησίας αναγόρευσε τον Μητροπολίτη Πριμάτο, Μύρων Κρίστεα, ως Πατριάρχη Ρουμανίας με τον τίτλο Αρχιεπίσκοπος Βουκουρεστίου, Μητροπολίτης Ουγγροβλαχίας και Πατριάρχης Ρουμανίας. Η Ρουμανική Βουλή ψήφισε τον σχετικό νόμο στις 25 Φεβρουαρίου και το Οικουμενικό Πατριαρχείο με Πατριαρχικό και Συνοδικό Τόμο επισημοποίησε την ανύψωση της Ορθόδοξης Εκκλησίας.[12].

Το κτίριο του Πατριαρχείου Ρουμανίας στο Βουκουρέστι

Από τη δημιουργία Πατριαρχείου μέχρι το τέλος του Β΄Παγκοσμίου πολέμου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βασικοί σταθμοί της εκκλησιαστικής ιστορίας της περιόδου είναι ο συντονισμένος αγώνας που κατέβαλε για την αποτροπή της αποεθνικοποίησης των Ρουμάνων της Νοτιοδυτικής Τρανσιλβανίας ο Μύρων Τρίστεα πατριάρχης της Ρουμανίας έλαβε εθναρχικές πρωτοβουλίες: κατέδειξε μέσω του τύπου το πρόβλημα της αποεθνικοποίησης των πληθυσμών των περιοχών αυτών, σύστησε σχολεία και αγροτικά και οικονομικά προγράμματα.[13] Στις 10 Μαΐου 1927 συνυπογράφηκε συμφωνία με το Βατικανό από τον ρωμαιοκαθολικό βασιλιά της χώρας Φερδινάνδο Α' κάτι που ενίσχυε ακόμα πιο πολύ τη δράση της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας στη Ρουμανία και έδινε τη δυνατότητα άμεσης επικοινωνίας με το Βατικανό: διορισμός καρδιναλίων από Παπικό θρόνο, διορισμό ιερέων από καρδιναλίους, μισθοδοσία τους από Ρουμανικό κράτος,ελεύθερη λειτουργία εκκλησιαστικού σεμιναρίου για την εκπαίδευση του κλήρου τους,υπό την εποπτεία και των καρδιναλίων περιέρχονταν και τα σχολεία γενικής παιδείας χωρίς τον έλεγχο του Ρουμανικού κράτους.[14] Στη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, μέρος της Τρανσιλβανίας περιήλθε στην Ουγγαρία και σε αυτήν έμεινε μόνο ένας επίσκοπος, ενώ οι υπόλοιποι απελάθηκαν, ρουμανικοί ναοί καταστράφηκαν, αρκετοί Ρουμάνοι εξαναγκάσθηκαν να γίνουν Ρωμαιοκαθολικοί και ορισμένοι ιερωμένοι θανατώθηκαν (Aurel Munteanu, Andrei Bujor, Traian Costea).[15]

Μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου πολέμου και μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 80'[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η περίοδος αμέσως μετά τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο ξεκινά με την αποκήρυξη, στις 17 Ιουλίου 1948, του Κονκορδάτου με την Αγία Έδρα, από την τότε Ρουμανική κυβέρνηση ύστερα από πιέσεις του τότε Πατριάρχη Ιουστινιανού. Επίσης σημαντικός σταθμός αποτελεί την ίδια περίοδο η επανένταξη των Ουνιτών στη Ρουμανική Ορθόδοξη Εκκλησία, στις 3 Οκτωβρίου του 1948. Περίπου 1.250.000 Ουνίτες εγκατέλειψαν τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία.[16]

Tον Πατριάρχη Ιουστινιανό διαδέχτηκε ο Ιουστίνος (Μωυσέσκου).

Μετά τον θάνατο του Ιουστίνου το 1986 εξελέγη Πατριάρχης Ρουμανίας ο Θεόκτιστος, ο οποίος μετέπειτα κατηγορήθηκε για συνεργασία με το καθεστώς της Κομμουνιστικής Ρουμανίας. Μετά τη Ρουμανική Επανάσταση του 1989 παραιτήθηκε. Τον Ιανουάριο του 1990 η Ιερά Σύνοδος δέχτηκε την παραίτησή του και συγκρότησε επιτροπή τοποτηρητείας μέχρι την εκλογή νέου Πατριάρχη. Όμως, η νέα κυβέρνηση της χώρας υπό τον Ίον Ιλιέσκου τον κάλεσε να επιστρέψει, οπότε επανήλθε στην Πατριαρχεία το Μάρτιο του ίδιου έτους. Παρέμεινε Πατριάρχης μέχρι το θάνατό του το 2007.

Ο Πατριάρχης Θεόκτιστος κάλεσε τον Πάπα Ιωάννη Παύλο Β' να επισκεφθεί τη Ρουμανία το 1999. Ήταν η πρώτη επίσκεψη ενός Πάπα σε Ορθόδοξη χώρα από το Σχίσμα του 1054.

Μετά τον θάνατο του Πατριάρχη Θεόκτιστου στις 30 Ιουλίου 2007, νέος Πατριάρχης Ρουμανίας εξελέγη στις 12 Σεπτεμβρίου 2007, ο Αρχιεπίσκοπος Ιασίου και Μητροπολίτης Μολδαβίας και Βουκοβίνης, Δανιήλ.

Τον Μάρτιο του 2024 ο πρόεδρος της χώρας, Κλάους Γιοχάνις, υπέγραψε διάταγμα, σύμφωνα με το οποίο το 2025 ανακηρύσσεται “Έτους εκατονταετηρίδας Πατριαρχείου Ρουμανίας” στη μνήμη όσων κατέβαλαν προσπάθειες για την επίσημη αναγνώριση της Αυτοκεφαλίας της Ρουμανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας και την απόκτηση του Πατριάρχη.[17]

Η γλώσσα της Εκκλησίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Από το β' μισό του 9ου αιώνα και ειδικότερα από το 864 μέχρι το 1640 επικρατεί η ρουμανική γλώσσα.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Ιεροσόλυμα: Νέα ένταση με το Πατριαρχείο Ρουμανίας tovima.gr
  2. Τρίτος, σελίδες 37–42.
  3. Τρίτος, σελ. 43.
  4. Τρίτος, σελίδες 37, 40–41.
  5. Τρίτος, σελίδες 43–44.
  6. Τρίτος, σελίδες 43–45.
  7. Κοππά, σελ. 334.
  8. Τρίτος, σελίδες 61–65.
  9. Τρίτος, σελίδες 65–66.
  10. Τρίτος, σελίδες 67–68.
  11. Τρίτος, σελίδες 68–72.
  12. Τρίτος, σελίδες 72–73.
  13. Τρίτος, σελίδες 98–100.
  14. Τρίτος, σελίδες 100–102.
  15. Τρίτος, σελ. 102.
  16. Τρίτος, σελίδες 115–119.
  17. «Ρουμανία: Νόμος του κράτους η καθιέρωση "Έτους εκατονταετηρίδας Πατριαρχείου Ρουμανίας"». 21 Μαρτίου 2024. 

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Κοππά, Μαριλένα (2002). Η συγκρότηση των κρατών στα Βαλκάνια 19ος αιώνας. Τρεις και μία περιπέτειες. Εκδοτικός Οίκος Α. Α. Λιβάνη. ISBN 978-960-14-0557-5.  Unknown parameter |τόπος= ignored (βοήθεια)
  • Τρίτος, Μιχαήλ Γ. (2004). Οι Πατριάρχες της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ρουμανίας. Αφοί Κυριακίδη. ISBN 978-960-343-764-2.  Unknown parameter |τόπος= ignored (βοήθεια)

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Croitoru, Ion (2001). Ορθοδοξία και Δύση στην Πνευματική Παράδοση των Ρουμάνων ( Η Ενότητα της Ορθοδοξίας και η Υπεράσπιση της Ορθόδοξης Πίστεως Έναντι της Προτεσταντικής Προπαγάνδας κατά τον ΙΖ' Αιώνα). τ.Α'. Εκδόσεις Σταμούλη. ISBN 978-960-351-860-0. 
  • Οικονομίδης, Δ.Β. (1953). «Από τας ελληνο-ρουμανικάς εκκλησιαστικάς σχέσεις». Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών 23: 450–471. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Ορθόδοξη Εκκλησία της Ρουμανίας - Σύντομη παρουσίαση[1]
  • Buzatelu, Marius Ioan, Τα λειτουργικά βιβλία στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Ρουμανίας, Διπλωματική εργασία, Θεολογική Σχολή Α.Π.Θ. τμ. Θεολογίας, 2010 [2]
  • Elena Dumitrascu, «Οι Θεολογικές Σπουδές στη Ρουµανία»[3]