Παρατήρηση

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια


Παρατήρηση ονομάζεται η οποιαδήποτε προσεκτική, - επισταμένη -, θέαση οποιουδήποτε αντικειμένου, συμβάντος ή γεγονότος και όχι βέβαια εκείνη μιας "φευγαλέας ματιάς". Ακόμη όμως μπορεί στη καθημερινή φρασεολογία να σημαίνει και εξέταση, επισκόπηση, αλλά και αντίθετη γνώμη, αντιλογία, έλεγχος, μέχρι και ψόγος (π.χ. "του έγινε αυστηρή παρατήρηση"). Η λέξη ετυμολογείται από το αρχαίο ελληνικό ρήμα "παρα+τηρέω-ώ" (= βλέπω με προσοχή). Στην αρχαία ελληνική "τηρός" σήμαινε φρουρός, σκοπός.

Γενικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όταν λέμε "παρατηρώ", ή "κάνω παρατήρηση" εννοούμε ότι ταυτόχρονα εξετάζουμε κάτι που υπάρχει ή συμβαίνει ξεκινώντας με την βοήθεια των αισθήσεων (όρασης, ακοής, αφής, κ.λπ.) ή με τη βοήθεια και ειδικών οργάνων που υποκαθιστούν ή αυξάνουν τις δυνατότητες αυτών όπως π.χ. μικροσκόπιο, τηλεσκόπιο, διάφορα μετρονομικά όργανα, συσκευές ανίχνευσης κ.λπ. Σκοπός της όποιας παρατήρησης είναι να μπορέσουμε να κρίνουμε, ή να συγκρίνουμε, ή να ξεχωρίσουμε, ή να επιλέξουμε, ή να ταξινομήσουμε κάθε είδους δεδομένα που μπορεί να λάβουμε, έχοντας παράλληλα υπόψη διάφορα κριτήρια, αποβλέποντας σε διάφορους στόχους, (π.χ. μετεωρολογική, μικροβιολογική, αστρονομική, κυκλοφοριακή, σεισμολογική, περιβαλλοντική παρατήρηση κ.λπ.). Αντικείμενο δε της παρατήρησης, καλούμενο παρατήρημα, μπορεί να είναι οποιαδήποτε αντικείμενα, εικόνες, φαινόμενα, άνθρωποι, συμπεριφορές, γεγονότα ή εξελίξεις των τελευταίων. Ταυτόχρονα όμως παρατηρούμε και τον εαυτό μας σε σχέση με το παρατηρούμενο. Έτσι συμβαίνει η κάθε παρατήρησή μας ν΄ αποτελεί μια αρχική διαδικασία κάθε είδους εμπειρικής εξέτασης όπου και λαμβάνουμε τα δεδομένα της εμπειρίας αυτής.

Κατόπιν των παραπάνω συνάγεται ότι η παρατήρηση αποτελεί τη πρώτιστη μέθοδο οποιασδήποτε έρευνας τόσο στις Επιστήμες συμπεριφοράς όσο και στις Φυσικές επιστήμες. Αυτός που ασκεί την παρατήρηση λέγεται παρατηρητής / παρατηρήτρια και σε ειδικευμένο επιστημονικό επίπεδο "ερευνητής". Η εξειδικευμένη θέση απ΄ όπου μπορεί να επιχειρηθεί μια παρατήρηση ονομάζεται παρατηρητήριο όπου μπορεί να είναι από ένα προωθημένο φυλάκιο κατόπτευσης εχθρικών μονάδων, ή ένα χημικό εργαστήριο, μέχρι αστεροσκοπείο, ή τηλεκατευθυνόμενη διαστημοσυσκευή.

Χαρακτηριστικά παρατήρησης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γενικά μία προσωπική ή και ομαδική παρατήρηση προκειμένου να λάβει επιστημονική αξιολόγηση, αλλά και να γίνει εκμεταλλεύσιμη και συνεπώς παραδεκτή θα πρέπει πριν την αναγκαία δημοσίευσή της να συγκεντρώνει ορισμένα γενικά χαρακτηριστικά τα οποία και συνοψίζονται στα ακόλουθα:

  1. Να είναι "επαναληπτή" ή να επιβεβαιώνεται και από άλλους, ή από τον ίδιο παρατηρητή σε διαφορετικό τόπο και χρόνο.
  2. Να είναι "αναλυτική", δηλαδή να εξαντλεί σε περιγραφή το παρατήρημα, (αντικείμενο, συμπεριφορά ή γεγονός), κατά χρόνο, τόπο έκταση, ένταση κ.λπ.
  3. Να είναι "αμερόληπτη" και "αντικειμενική" ως προς τη περιγραφή, δηλαδή απαλλαγμένη από προσωπικούς "υποκειμενικούς" συναισθηματισμούς (προσωπικής ανάδειξης, θρησκεύματος, εθνότητας, εντοπιότητας κ.λπ.) έναντι του όποιου παρατηρήματος.
  4. Να είναι "εγγράψιμη", ή "πρωτοκολλημένη" (enregistree - protocolable), όπως λέγεται στη διεθνή ορολογία, προκειμένου έτσι να εξακριβώνεται η επίσημη καταχώρηση σε κάποιο αρχείο προσβάσιμο όμως και σε άλλους ερευνητές, προκειμένου να επωφεληθούν αυτής, ή και ο ίδιος ο παρατηρητής σε μεταγενέστερο χρόνο. Και τέλος
  5. Να είναι "χρήσιμη", δηλαδή να παρέχει πληροφορίες σε ζητήματα ενδιαφέροντος της επιστημονικής έρευνας, ή που να μπορούν να προκαλέσουν το ενδιαφέρον αυτής.

Βασικές μορφές παρατήρησης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εκ της παραπάνω αναφοράς των επιστημονικών τομέων η παρατήρηση, ως πρωταρχική μέθοδος έρευνας, διακρίνεται σε δύο βασικά είδη:

  1. Στην Παρατήρηση συμπεριφοράς που είναι περισσότερο κοινωνιολογική και ψυχολογική, και
  2. Στην Επιστημονική παρατήρηση που γίνεται με ταυτόχρονη καταγραφή διαφόρων παραμέτρων ή άλλων δεδομένων - ενδείξεων (π.χ. χρόνου, θερμοκρασίας, υγρασίας, υψομέτρου, κλπ). Συνήθως οι επιστημονικές παρατηρήσεις γίνονται στα επιστημονικά εργαστήρια, είτε δια των ανθρωπίνων αισθήσεων (όρασης, ακοής κλπ) είτε με τη βοήθεια σχετικών οργάνων. Σημειώνεται ότι η επιστημονική παρατήρηση οδηγεί στο επιστημονικό συμπέρασμα, με κύριο βοήθημα το πείραμα.

Σχέση παρατήρησης - πειράματος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στο σημείο αυτό αξίζει ν΄ αναφερθεί η διάκριση μεταξύ παρατήρησης και πειράματος[1][2][3]. Η άποψη ότι δεν υφίσταται ουσιαστική διαφορά μεταξύ παρατήρησης και πειράματος ανήκει σήμερα στο παρελθόν. Αυτό που ισχύει σήμερα είναι ότι και οι δύο αυτές έννοιες βρίσκονται πολύ κοντά μόνο από μεθοδολογική άποψη με σαφή όμως όρια η καθεμία σε ερευνητικό πεδίο. Και οι δύο αποτελούν μεθόδους έρευνας ("πειραματικής", ή "μη-πειραματικής") με χρήση κάποιων μεταβλητών που διατηρούν κάποια συνάφεια μεταξύ τους (οι μεταβλητές). Και στις δύο περιπτώσεις προηγείται η εκλογή του αντικειμένου που θα μελετηθεί και η οποία καθορίζεται από τις σχέσεις που υφίστανται μεταξύ του αντικειμένου ή γεγονότος και στην αναμονή της όποιας επιδίωξης. Το πείραμα εν προκειμένω προετοιμάζει, ή ως ένα βαθμό προσδιορίζει την έκταση της παρατήρησης, ενώ από μόνη της η παρατήρηση δεν μπορεί να προσδιορίσει την έκταση του ενδιαφέροντος. Τόσο όμως στη παρατήρηση όσο και στο πείραμα ο παρατηρητής / ερευνητής θέτει κάποιο ερώτημα όπου στη παρατήρηση μπορεί να είναι γενική και αόριστη που την απάντηση να μη γνωρίζει παρά μόνο ως εξίσου γενική και αόριστη, ενώ αντίθετα στο πείραμα ο ερευνητής θέτει ερώτημα υπό μορφή "υπόθεσης", δηλαδή κάποιας εικασίας, βασισμένη σε σχέσεις γεγονότων που εμπλέκονται στη πειραματική έρευνα.
Από το σημείο όμως αυτό και μετά, στην παρατήρηση εξετάζονται αντικείμενα ή γεγονότα όπως αυτά υφίστανται ή συμβαίνουν φυσικά ή συμπτωματικά που τούτο όμως εκφεύγει του πειραματισμού, όπου το παρατήρημα μπορεί να υποστεί σκόπιμες μεταβολές, ή εκθέσεις σε διαφορετικές επιδράσεις με έκδηλη την διαφορετικότητα των μεθόδων. Ειδικότερα το πείραμα προκαλείται και ελέγχεται από τον ερευνητή χάνοντας όμως έτσι την έννοια του αυθόρμητου, ενώ κερδίζει στην ακρίβεια και την αντικειμενικότητα. Ένα επίσης μείον του πειράματος είναι ότι αυτό δεν μπορεί να επεκταθεί απεριόριστα και χρονικά σε παρατηρήσεις συμπεριφορών που είναι ποικιλότροπες.

Δευτερεύουσες μορφές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εκτός από τις βασικές μορφές η παρατήρηση διακρίνεται και σε άλλες μορφές ανάλογα του επιστημονικού πεδίου έρευνας, όπου και διακρίνεται σε πληθώρα επιστημών, ανάλογα της πρόθεσης του παρατηρητή, τη χρονική διάρκεια αυτής, τον αριθμό ατόμων που συμμετέχουν κ.ά. Έτσι υπό το πλαίσιο αυτών η παρατήρηση διακρίνεται σε:

  1. Η ευκαιριακή παρατήρηση,
  2. Η συστηματική παρατήρηση,
  3. Η εκτατική παρατήρηση,
  4. Η εντατική παρατήρηση,
  5. Η άμεση παρατήρηση,
  6. Η έμμεση παρατήρηση,
  7. Η προσωπική ή ατομική παρατήρηση,
  8. Η ομαδική παρατήρηση,
  9. Η μακρόχρονη παρατήρηση, καλούμενη και οριζόντια παρατήρηση,
  10. Η εγκάρσια παρατήρηση,
  11. Η εξωτερική παρατήρηση,
  12. Η εργαστηριακή παρατήρηση,
  13. Η συμμετοχική παρατήρηση,
  14. Η ενόργανη παρατήρηση, καλούμενη επίσης και οπλισμένη παρατήρηση, που διαφέρει μεταξύ της παρατήρησης συμπεριφοράς και της επιστημονικής (π.χ. στη πρώτη όργανο μπορεί να είναι ένα μαγνητόφωνο, ενώ στη δεύτερη ένα βαρόμετρο). Και τέλος
  15. Η κλινική παρατήρηση.

Καταγραφή παρατήρησης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μία παρατήρηση για να μπορεί να αξιοποιηθεί θα πρέπει προηγουμένως να παγιωθεί δηλαδή να καταγραφεί είτε ως αναφορά - περιγραφική έκθεση, είτε σε μηχανικά μέσα καταγραφής (απλά ή ηλεκτρονικά) όπως π.χ. φωτογράφιση, μαγνητοφώνηση, μαγνητοσκόπηση ή με άλλα επιστημονικά αυτογραφικά όργανα. Η ευκολότερη και απλούστερη όλων είναι η απλή έγγραφη περιγραφή, δηλαδή σε χαρτί. Επειδή όμως ο τρόπος αυτός μπορεί να επηρεάζει άμεσα την "αξιοπιστία" (fidelite) αυτής, αλλά και της όποιας εξ αυτής εκτίμησης θα πρέπει να ακολουθηθούν κάποιες συγκεκριμένες κατευθύνσεις.
Έτσι πρωταρχικό σημείο μιας περιγραφής παρατήρησης είναι ότι θα πρέπει αυτή ν΄απαντά στα ερωτήματα Ποιος;, Τι;, Πότε;, Που; και Πως; (ανεξάρτητα της σειράς, όπως τα Πότε; και Που; να είναι πρώτα, σειρά που ακολουθεί η δημοσιογραφία, η ανακριτική κ.ά.). Όταν δε η παρατήρηση αφορά συμπεριφορά θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και άλλοι όροι όπως συνθήκες που υφίσταντο κατά την παρατήρηση, δηλαδή "εμπλαισίωση" της παρατήρησης (contextualisation ou encadrement de l' observation). Έτσι η περιγραφική έκθεση θα πρέπει να περιλαμβάνει ημερομηνία, τον τόπο, με χάρτη ή σχεδιάγραμμα αν είναι εξωτερικός, και τη διάρκεια της παρατήρησης, τα πρόσωπα ή αντικείμενα που περιγράφονται, τις υφιστάμενες συνθήκες και οτιδήποτε άλλο που κρίνεται σκόπιμο ή ως επεξήγηση.

Ερμηνεία παρατήρησης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βασικά σε κάθε παρατήρηση συγκεντρώνονται και αναφέρονται διάφορα δεδομένα. Συνεπώς ερμηνεία της παρατήρησης είναι η ερμηνεία αυτών τούτων των δεδομένων η οποία και είναι η διεισδυτική ανάλυσή τους που επιχειρείται στη συνέχεια από τον παρατηρητή - ερευνητή συνθέτοντας συμπερασματικές κρίσεις σε συνάρτηση διαφόρων σχέσεων αυτών, είτε από επιστημονικής πλευράς είτε από κοινωνικής συμπεριφοράς. Έτσι εξετάζοντας την άρτια περιγραφή, διυλίζει την περιγραφή επί των σημείων που διαφωτίζουν τα σημαντικότερα στοιχεία, τα οποία στη συνέχεια συσχετίζει και προσαρμόζει σε επιστημονικό πεδίο ή σε νόημα ειδικής συμπεριφοράς.
Η ερμηνεία της παρατήρησης αποτελεί το πλέον συναρπαστικό σημείο για τον παρατηρητή - ερευνητή. Και αυτό διότι κατά το χρόνο της παρατήρησης, δηλαδή της συλλογής των δεδομένων, ο παρατηρητής έκανε αυτό που έκανε, λίγο ή πολύ, ενώ σ΄ αυτό το στάδιο μπορεί, επιδεικνύοντας ευρετική και οργανωτική ικανότητα, ν΄ αναδείξει μια εξηγήσιμη δομή ενός συνόλου ενδείξεων και γεγονότων. Αυτό μπορεί άλλοτε να είναι εύκολο και άλλοτε ιδιαίτερα δύσκολο ένεκα διαφόρων περιορισμών (τοπικών, χρονικών, περιορισμού εξοπλισμού κ.ά.), όπου σε ανώτερο κλιμάκιο, ή επιστημονικό κέντρο να μη είναι τόσο δύσκολο. Όπως και να έχει όμως ο πρώτος παρατηρητής εν προκειμένω αναλυτής, διατηρεί την πλεονεκτικότερη θέση έναντι άλλου επόμενου όπου είναι δυσκολότερο να ανασυνθέσει με πληρότητα την όλη περιγραφόμενη κατάσταση που μόνο ο πρώτος βίωσε. Πολλές φορές όμως συμβαίνει ο ίδιος ο παρατηρητής να εισηγείται την ερμηνεία της εργασίας του σε ειδικότερο αναλυτή προκειμένου αυτή να λάβει ένα πληρέστερο πλαίσιο αναφοράς.

Εγκυρότητα - αξιοπιστία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ειδικότερα πρόβλημα εγκυρότητας και αξιοπιστίας είναι δυνατόν να εμφανιστεί σε περιπτώσεις παρατήρησης συμπεριφοράς, ανθρώπου ή ζώου, όπου και περιπλέκεται η θέση του παρατηρούμενου με αυτή της παρουσίας του παρατηρητή. Για παράδειγμα, όπως επισημαίνει ο J. S. Arsenian[4] διαφορετικά αντιδρά ένα παιδί στο οικογενειακό του περιβάλλον και διαφορετικά σ΄ ένα ίδρυμα, διαφορετικά ένας έφηβος στην παρουσία μιας κοπέλας, ή ένας στρατιώτης εκτός στρατοπέδου, ή τα μέλη μιας ομάδας εκτός ομάδας κ.λπ. αλλά και ακόμα ποιο διαφορετικά εφ όλων των προηγουμένων αν γνωρίζουν ότι παρατηρούνται από κάποιον παρατηρητή, όπου μόνο ένα μικρό παιδί μπορεί ν΄ αγνοήσει το γεγονός αυτό.
Στις περιπτώσεις αυτές ακολουθούνται διάφορες πρακτικές απόκρυψης του παρατηρητή με τη βοήθεια χρήσης διαφόρων καλυμμένων μέσων όπως π.χ. μαγνητόφωνα, φωτογραφικές μηχανές, βιντεοκάμερες μέχρι ακόμα και ψευδοπαράθυρα - καθρέπτες που επιτρέπουν την μονόπλευρη παρατήρηση, (one way screen), που χρησιμοποιεί τακτικά η ανακριτική. Με τις μεθόδους αυτές, όταν μάλιστα επαναλαμβάνονται τέτοιες παρατηρήσεις, ακόμα και με διαφορετικούς παρατηρητές, εξαλείφεται η τυχόν επίδραση της παρουσίας του παρατηρητή από τον παρατηρούμενο, όπως και αρχικές προσωπικές εκτιμήσεις, με συνέπεια η παρατήρηση να είναι ιδιαίτερα αντικειμενική έγκυρη και αξιόπιστη.

Τέλος σημειώνεται ότι η ικανότητα για να έχει κάποιος σωστές εντυπώσεις παρατηρήσεων επί συμπεριφορών είναι μεταβλητή. Η σύγχρονη επί τούτου επιστημονική έρευνα δεν έχει ξεκαθαρίσει κατηγορηματικά ποιοι παράγοντες μπορεί να επηρεάσουν. Κατά τον G. Estes η αξία τέτοιων παρατηρήσεων εξαρτάται από την προσωπικότητα των παρατηρητών. Ο A. Wellek απέδειξε ότι οι εξωστρεφείς παρατηρητές υπερέχουν στην κρίση τους και την ακρίβεια των παρατηρήσεών τους από τους εσωστρεφείς, χωρίς όμως αυτό να είναι και απόλυτο. Ως προ το φύλο οι άνδρες παρατηρητές κρίνονται μεταξύ ανδρών και οι γυναίκες μεταξύ γυναικών και ποτέ μικτά. Οι περισσότεροι θεωρούν την ικανότητα σωστής παρατήρησης έμφυτη, παρά ως βιολογική, ενώ σημαντικός παράγοντας θεωρείται αφενός η πείρα όπου όσο ευκαιριακά επιβεβαιώνεται αυτή βελτιώνεται, όσο και το κοινωνικό περιβάλλον, δηλαδή οι μαθητές κρίνουν καλλίτερα τους συμμαθητές τους, ή τα μέλη μιας ομάδας καθένα μέλος, όπου βεβαίως η κρίση τους διαφέρει από εκείνη του καθηγητή ή ομαδάρχη αντίστοιχα.

Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η πειραματική παρατήρηση ανάγεται στο πείραμα που αποτελεί άλλη μέθοδο έρευνας. Πολλοί όμως την συμπεριλαμβάνουν στη παρατήρηση. Σημειώνεται επίσης ότι επιστημονική παρατήρηση δεν θεωρείται η απλή και μεμονωμένη παρακολούθηση ενδείξεων ναυτιλιακών οργάνων, ηλεκτρονικών μέσων, κλιμάκων μέτρησης κ.ά. όπου οι κάποιες εξ αυτών προβλεπόμενες ενέργειες είναι δεδομένες, είτε επαγγελματικά ή για λόγους ασφαλείας, όπως π.χ. η παρατήρηση = διόπτευση ενός ακρωτηρίου, η παρατήρηση - σκόπευση θηράματος, η παρακολούθηση - επιτήρηση μαθητών σχολείου, η εναέρια κατόπτευση της πορείας ενός πλοίου υπόπτου για ρύπανση θαλάσσης, η παρακολούθηση του φαγητού στον φούρνο κ.λπ..
Πριν αναπτυχθούν τα σύγχρονα οπλικά συστήματα ιδιαίτερα αξιόλογος όρος ήταν η παρατήρηση βολής.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. ΜΕΕ τομ.ΙΘ΄, σελ.861.
  2. Θ. Μπέλλας "Η Έρευνα στις Επιστήμες της Συμπεριφοράς" τομ.1ος, σελ.24.
  3. Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Larousse Britannica τομ.48oς, σελ.178.
  4. C. L. Festiger et D. Katz: Research Methods in the Behavioral Sciences, γαλλ. μετάφρ. εκδ.PUF vol.II, 473.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • "Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια" τομ.ΙΘ΄, σελ.670-671.
  • UNESCO "Λεξικό Κοινωνικών Όρων" (Ελληνική Έκδοση) 3 τόμοι, Εκδ. Ελληνική Παιδεία Αθήναι 1972, τομ.2ος, σελ.539.
  • Θρασ. Μπέλλας "Η Έρευνα στις Επιστήμες της Συμπεριφοράς" - Αθήνα 1977. τομ.1ος, σελ.31-42.

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]