Παραβάσεις και ανάρμοστη συμπεριφορά (Φάουλ)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Οι παραβάσεις (φάουλ) και οι ανάρμοστες συμπεριφορές στο ποδόσφαιρο είναι ενέργειες, που διαπράττονται από παίκτες, οι οποίοι κρίνονται από τον διαιτητή ως υπαίτιοι και στη συνέχεια τιμωρούνται. Ένα παράπτωμα μπορεί να είναι παράβαση, ανάρμοστη συμπεριφορά ή και τα δύο, ανάλογα με τη φύση του παραπτώματος και τις περιστάσεις υπό τις οποίες εμφανίζεται. Οι παραβάσεις (φάουλ) και οι ανάρμοστες συμπεριφορές αναφέρονται στο 12ο Κανόνα του παιχνιδιού.

Ως φάουλ (foul) χαρακτηρίζεται μια άδικη ενέργεια, που παρατηρείται από τον διαιτητή, όταν ένας παίκτης παραβιάζει τους Κανόνες του παιχνιδιού. Τα φάουλ τιμωρούνται με την παραχώρηση ελεύθερου λακτίσματος (ενδεχομένως πέναλτι) στην αντίπαλη ομάδα. Ένας κατάλογος συγκεκριμένων παραπτωμάτων, που μπορεί να είναι φάουλ περιγράφονται λεπτομερώς στον 12ο Κανόνα του παιχνιδιού και αφορούν κυρίως το υπερβολικά επιθετικό φυσικό παιχνίδι και την παράβαση επαφής της μπάλας με το χέρι (άλλες παραβάσεις, όπως οι τεχνικές παραβάσεις κατά την επαναφορά, δεν θεωρούνται φάουλ). Επιπλέον, ένα φάουλ μπορεί να διαπράττεται:

  • μόνο από έναν ενεργό παίκτη (όχι έναν αναπληρωματικό),
  • εντός των ορίων του αγωνιστικού χώρου, ενώ η μπάλα είναι εντός παιχνιδιού και
  • πρέπει να διαπράττεται εναντίον ενός αντιπάλου.

Για παράδειγμα, ένας παίκτης, που χτυπά τον διαιτητή ή έναν συμπαίκτη του, δεν είναι φάουλ, αλλά είναι ανάρμοστη συμπεριφορά.

Οι ποδοσφαιριστές προειδοποιούνται με κίτρινη κάρτα και αποβάλλονται με κόκκινη κάρτα. Αυτά τα χρώματα χρησιμοποιήθηκαν για πρώτη φορά στο Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου 1970 και από τότε χρησιμοποιούνται συνεχώς. Οι ποδοσφαιριστές προειδοποιούνται με κίτρινη κάρτα και αποβάλλονται με κόκκινη κάρτα. Αυτά τα χρώματα χρησιμοποιήθηκαν για πρώτη φορά στο Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου 1970 και από τότε χρησιμοποιούνται συνεχώς.
Οι ποδοσφαιριστές προειδοποιούνται με κίτρινη κάρτα και αποβάλλονται με κόκκινη κάρτα. Αυτά τα χρώματα χρησιμοποιήθηκαν για πρώτη φορά στο Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου 1970 και από τότε χρησιμοποιούνται συνεχώς.

Η ανάρμοστη συμπεριφορά (misconduction) είναι οποιαδήποτε συμπεριφορά ενός παίκτη, που κρίνεται από τον διαιτητή ως δικαιολογία πειθαρχικής κύρωσης (παρατήρηση ή αποβολή). Η ανάρμοστη συμπεριφορά μπορεί να περιλαμβάνει πράξεις οι οποίες, επιπλέον, είναι παραβάσεις (φάουλ). Ανάρμοστες συμπεριφορές μπορούν να σημειωθούν οποιαδήποτε στιγμή, είτε η μπάλα είναι εντός είτε εκτός παιχνιδιού, πριν την έναρξη και μετά τη λήξη του παιχνιδιού, ακόμη και κατά τη διάρκεια της παύσης του ημιχρόνου. Ακόμη, τόσο οι ενεργοί παίκτες όσο και οι αναπληρωματικοί μπορούν να τιμωρηθούν για ανάρμοστη συμπεριφορά. Αυτό είναι διαφορετικό από ένα φάουλ, που διαπράττεται από έναν (ενεργό) παίκτη στον αγωνιστικό χώρο και μόνο κατά ενός αντιπάλου, όταν το παιχνίδι είναι σε εξέλιξη. Η ανάρμοστη συμπεριφορά έχει ως αποτέλεσμα οι υπαίτιοι να τιμωρούνται είτε με προειδοποιητική παρατήρηση (που υποδεικνύεται με κίτρινη κάρτα) είτε με αποβολή από το παιχνίδι (που υποδεικνύεται με κόκκινη κάρτα). Ο παίκτης, που αποβλήθηκε, δεν μπορεί να αντικατασταθεί, ενώ η ομάδα του πρέπει να παίξει το υπόλοιπο του παιχνιδιού με έναν παίκτη λιγότερο. Όταν ένας παίκτης παρατηρείται, τα στοιχεία του παίκτη καταγράφονται παραδοσιακά από τον διαιτητή σε ένα μικρό σημειωματάριο. Μια δεύτερη παρατήρηση του ίδιου παίκτη στον ίδιο αγώνα οδηγεί οριστικά στην αποβολή του παίκτη. Ο διαιτητής έχει σημαντική διακριτική ευχέρεια κατά την εφαρμογή των Κανόνων. Ειδικότερα, το παράπτωμα "αντιαθλητικής συμπεριφοράς" μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την αντιμετώπιση των περισσοτέρων γεγονότων, που παραβιάζουν το πνεύμα του παιχνιδιού, ακόμα και αν δεν αναφέρονται ως συγκεκριμένα παραπτώματα.

Το σύστημα προειδοποιητικής παρατήρησης και αποβολής υπήρχε εδώ και πολλές δεκαετίες, αλλά σε λεκτικό επίπεδο. Ωστόσο, αυτή η πρακτική δεν ήταν ικανοποιητική σε διεθνείς αγώνες, όπου παίκτες και διαιτητές μιλούσαν και καταλάβαιναν διαφορετικές γλώσσες. Η ιδέα των γλωσσικά ουδέτερων χρωματιστών καρτών προήλθε από τον Άγγλο διαιτητή Ken Aston, ο οποίος συνέλαβε την ιδέα των χρωμάτων μετά την επεισοδιακή αναμέτρηση Αγγλίας-Αργεντινής για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1966, καθώς οδηγούσε το αυτοκίνητό του, όταν ο σηματοδότης μπροστά του άλλαξε από πορτοκαλί/κίτρινο σε ερυθρό. Η πρώτη εκτεταμένη χρήση των καρτών έγινε στο Παγκόσμιο Κύπελλο FIFA του 1970, που διεξήχθη στο Μεξικό. Ωστόσο, η χρήση των καρτών δεν έγινε υποχρεωτική σε όλα τα επίπεδα μέχρι το 1992. Το ποδόσφαιρο ήταν το πρώτο μεγάλο άθλημα, που χρησιμοποίησε κάρτες ποινής, μια πρακτική, που υιοθετήθηκε αργότερα από πολλά άλλα αθλήματα.

Κατηγορίες παραβάσεων (φάουλ)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπτώματα άμεσου ελεύθερου λακτίσματος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ένα άμεσο ελεύθερο λάκτισμα δίνεται, όταν ένας παίκτης διαπράττει οποιοδήποτε από τα παρακάτω παραπτώματα, στα οποία ο διαιτητής θεωρεί, ότι ο υπαίτιος είναι απρόσεκτος, απερίσκεπτος ή χρησιμοποιεί υπερβολική δύναμη, όταν:

  • κλωτσά ή επιχειρεί να κλωτσήσει έναν αντίπαλο,
  • πεδικλώνει ή επιχειρεί να πεδικλώσει έναν αντίπαλο,
  • πηδά εναντίον ενός αντιπάλου,
  • μαρκάρει έναν αντίπαλο,
  • χτυπά ή επιχειρεί να χτυπήσει έναν αντίπαλο,
  • απωθεί έναν αντίπαλο,
  • κάνει τάκλιν σε έναν αντίπαλο.

Ή διαπράττει οποιαδήποτε από τις παρακάτω παραβάσεις:

  • κράτημα ενός αντιπάλου,
  • παρεμπόδιση της πορείας ενός αντιπάλου με επαφή,
  • φτύσιμο προς αντίπαλο ή
  • σκόπιμο άγγιγμα της μπάλας με το χέρι (με εξαίρεση τον τερματοφύλακα και μόνο εντός της μεγάλης περιοχής του).

Για να αποφανθεί ένας διαιτητής, εάν ένας παίκτης άγγιξε σκόπιμα τη μπάλα, λαμβάνει υπόψη του τις εξής παραμέτρους:

  • Τη κίνηση του χεριού προς την μπάλα (όχι της μπάλας προς το χέρι).
  • Την απόσταση μεταξύ του αντιπάλου και της μπάλας (απρόσμενη μπάλα).
  • Τη θέση του χεριού («φυσική» θέση έναντι «αφύσικης» θέσης), η οποία δεν σημαίνει απαραίτητα ότι υπάρχει παράβαση.
  • Άγγιγμα της μπάλας με κάποιο αντικείμενο, που κρατιέται στο χέρι (π.χ. ρούχο, επιγονατίδα, κ.λπ.) θεωρείται παράβαση (ως επέκταση του χεριού).
  • Κτύπημα της μπάλας με ένα ριφθέν αντικείμενο (π.χ. μπότα, επιγονατίδα, κ.λπ.) θεωρείται παράβαση (επίσης ως επέκταση του χεριού).

Εάν ένας παίκτης διαπράξει παράπτωμα άμεσου ελεύθερου λακτίσματος εντός της μεγάλης περιοχής του, τότε κατακυρώνεται επανορθωτικό λάκτισμα (πέναλτι), ανεξάρτητα από τη θέση της μπάλας, υπό την προϋπόθεση ότι η μπάλα είναι εντός παιχνιδιού.

Παραπτώματα έμμεσου ελεύθερου λακτίσματος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα φάουλ, που τιμωρούνται με έμμεσο ελεύθερο λάκτισμα είναι:

  • Όταν ένας τερματοφύλακας, μέσα στη δική του μεγάλη περιοχή:
    • ελέγχει τη μπάλα με τα χέρια του για περισσότερα από έξι δευτερόλεπτα πριν την ελευθερώσει από την κατοχή του,
    • αγγίζει ξανά τη μπάλα με τα χέρια του, αφού την έχει αφήσει από την κατοχή του και πριν την αγγίξει άλλος παίκτης,
    • αγγίζει τη μπάλα με τα χέρια του, αφού έχει διαβιβασθεί εκ προθέσεως από συμπαίκτη του,
    • αγγίζει τη μπάλα με τα χέρια του απευθείας μετά τη επαναφορά από την πλάγια γραμμή από συμπαίκτη του.
  • Όταν οποιοσδήποτε παίκτης κατά τη γνώμη του διαιτητή:
    • παίζει με επικίνδυνο τρόπο,
    • παρεμποδίζει την πορεία ενός αντιπάλου, όταν η μπάλα δεν βρίσκεται σε απόσταση διεκδίκησης από τον έναν ή τον άλλον παίκτη,
    • εμποδίζει τον τερματοφύλακα, ώστε να ελευθερώσει τη μπάλα από τα χέρια του,
    • διαπράττει οποιοδήποτε άλλο παράπτωμα, που δεν αναφέρεται στον Κανόνα 12, για το οποίο διακόπτεται το παιχνίδι, ώστε να παρατηρηθεί ένας παίκτης με προειδοποίηση ή αποβολή.

Ορισμένες τεχνικές παραβάσεις των κανόνων, όπως τα παραπτώματα του οφσάιντ, οδηγούν σε επαναφορά της μπάλας με έμμεσο ελεύθερο λάκτισμα, αν και δεν θεωρούνται φάουλ και δεν τιμωρούνται ποτέ με προειδοποιητική παρατήρηση ή αποβολή.

Άλλα παραπτώματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όλες οι παραβάσεις των Κανονισμών δεν είναι φάουλ. Οι παραβάσεις, που δεν είναι φάουλ, μπορούν να αντιμετωπιστούν ως τεχνικές παραβάσεις (π.χ. παράβαση των κανόνων που διέπουν την επαναφορά του παιχνιδιού) ή ανάρμοστη συμπεριφορά (αυτές τιμωρούνται με παρατήρηση ή αποβολή). Να σημειωθεί, ότι η επίμονη παράβαση των Κανόνων είναι παράπτωμα, για το οποίο ένας παίκτης μπορεί να παρατηρηθεί.

Ανάρμοστη συμπεριφορά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο διαιτητής μπορεί να θεωρήσει σοβαρά ή /και επίμονα παραπτώματα, που αξίζουν μια επίσημη παρατήρηση ή αποβολή από το παιχνίδι. Το ποδόσφαιρο ήταν το πρώτο άθλημα που χρησιμοποίησε έγχρωμες κάρτες για να υποδείξει αυτές τις ενέργειες.

Κίτρινη κάρτα (προειδοποιητική παρατήρηση)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κύριο λήμμα: Κίτρινη κάρτα
Ένας παίκτης παρατηρείται με κίτρινη κάρτα.

Η κίτρινη κάρτα εμφανίζεται από τον διαιτητή, για να υποδείξει, ότι ένας παίκτης έχει προειδοποιηθεί επίσημα. Τα στοιχεία του παίκτη καταγράφονται στη συνέχεια από τον διαιτητή σε ένα μικρό σημειωματάριο (εξ ου και ο αγγλικός όρος booking). Ένας παίκτης, που έχει προειδοποιηθεί μπορεί να συνεχίσει να παίζει στο παιχνίδι. Ωστόσο, ένας παίκτης που λαμβάνει μια δεύτερη προειδοποίηση σε έναν αγώνα αποβάλλεται εκτός του αγωνιστικού χώρου (εμφανίζεται ξανά η κίτρινη κάρτα και στη συνέχεια μια κόκκινη κάρτα). Ο 12ος Κανόνας του παιχνιδιού απαριθμεί τους τύπους των παραπτωμάτων και των ανάρμοστων συμπεριφορών, που μπορεί να οδηγήσουν σε προειδοποιητική παρατήρηση. Αναφέρει, επίσης, ότι μόνο ένας (ενεργός) παίκτης, ένας αναπληρωματικός ή ένας αντικαταστημένος παίκτης μπορεί να προειδοποιηθεί. Ένας παίκτης προειδοποιείται και λαμβάνει μια κίτρινη κάρτα αν διαπράξει οποιοδήποτε από τα ακόλουθα παραπτώματα:

  1. Αντιαθλητική συμπεριφορά,
  2. Διαφωνία με λέξεις ή πράξεις,
  3. Επίμονη παραβίαση των κανόνων του παιχνιδιού,
  4. Καθυστέρηση της επανέναρξης του παιχνιδιού,
  5. Μη τήρηση της απαιτούμενης απόστασης, όταν γίνεται επανέναρξη του παιχνιδιού με γωνιαίο λάκτισμα (κόρνερ), επαναφορά από την πλάγια γραμμή (πλάγιο άουτ) ή ελεύθερο λάκτισμα.
  6. Είσοδος ή επανεισδοχή στον αγωνιστικό χώρο χωρίς την άδεια του διαιτητή.
  7. Εσκεμμένη έξοδος από τον αγωνιστικό χώρο χωρίς την άδεια του διαιτητή.

Αυτό, που συνιστά την αντιαθλητική συμπεριφορά κολάσιμη, είναι γενικά στην κρίση του διαιτητή, αν και η Ερμηνεία και οι Οδηγίες, που συνοδεύουν τους Κανόνες του παιχνιδιού, απαριθμούν ορισμένα παραδείγματα. Αυτές περιλαμβάνουν την προσποίηση, που σκοπεύει στην εξαπάτηση του διαιτητή ή την προσπάθεια επίτευξης τέρματος με τη χρήση του χεριού. Τα φάουλ, που διαπράττονται απερίσκεπτα, ή φάουλ, που διαπράττονται εσκεμμένα για να ανακοπεί μια πολλά υποσχόμενη επίθεση θεωρούνται επίσης αντιαθλητική συμπεριφορά και τιμωρούνται με μια κίτρινη κάρτα. Ωστόσο, τα φάουλ, που διαπράττονται με υπερβολική δύναμη ή σκόπιμα, ώστε να αποτραπεί μια προφανής ευκαιρία επίτευξης τέρματος (δηλ. ένα επαγγελματικό φάουλ), τιμωρούνται με κόκκινη κάρτα. Ακόμη, οι Κανόνες δηλώνουν, ότι η επίτευξη ενός τέρματος μπορεί να πανηγυριστεί, αλλά οι πανηγυρισμοί αυτοί δεν πρέπει να είναι "υπερβολικοί". Η αφαίρεση της φανέλας ενός παίκτη ή η αναρρίχηση στην περιμετρική περίφραξη του γηπέδου προβλέπονται από τους Κανόνες ως υπερβολές, που τιμωρούνται με προειδοποιητική παρατήρηση.

Στις περισσότερες διοργανώσεις, η συσσώρευση ενός ορισμένου αριθμού κίτρινων καρτών από αρκετούς αγώνες έχει ως αποτέλεσμα τον αποκλεισμό του παραβάτη παίκτη για έναν ορισμένο αριθμό επόμενων αγώνων. Ο ακριβής αριθμός των καρτών και των αγώνων ποικίλλουν ανάλογα με τη δικαιοδοσία. Στο UEFA Champions League, για παράδειγμα, η συσσώρευση δύο κίτρινων καρτών σε μια φάση της διοργάνωσης θα οδηγήσει σε αποκλεισμό ενός παιχνιδιού. Σε τέτοιες καταστάσεις, οι παίκτες δημιουργούν συχνά υποψίες (και περιστασιακά ακόμη παραδέχονται), ότι επεδίωξαν να δεχτούν μια δεύτερη κίτρινη κάρτα στη διοργάνωση, όταν το επόμενο παιχνίδι έχει μικρή σημασία, μηδενίζοντας σκόπιμα τον αριθμό των κίτρινων καρτών τους για τα επόμενα (και σημαντικότερα) παιχνίδια. Ωστόσο, αν και τεχνικά αυτό είναι νόμιμο κατά του Κανόνες του παιχνιδιού, η πράξη αυτή θεωρείται αντιαθλητική και η UEFA έχει ξεκινήσει σχετικές έρευνες με αποτέλεσμα την επιβολή προστίμων ή αποκλεισμών.

Ολιγόλεπτες αποβολές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 2017, η IFAB ενέκρινε την επιβολή προσωρινών αποβολών για κολάσιμα παραπτώματα παρόμοια με εκείνα, που παρατηρούνται σε άλλα αθλήματα (sin bin), ωστόσο αυτό επετράπη μόνο σε κατηγορίες βετεράνων, νέων, παίδων και ατόμων με αναπηρία. Η χρήση του συστήματος αυτού - αντίθετα από τις «απλές» κίτρινες κάρτες - είναι προαιρετική και υπάρχουν διαφορές ως προς τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να εφαρμοστεί. Για παιχνίδια 90 λεπτών, η διάρκεια της προσωρινής αποβολής είναι 10 λεπτά.

Κόκκινη κάρτα (αποβολή)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κύριο λήμμα: Κόκκινη κάρτα
Ένας παίκτης δέχεται κόκκινη κάρτα, για να κοινοποιηθεί η αποβολή του από τον αγώνα.

Μια κόκκινη κάρτα εμφανίζεται από έναν διαιτητή, για να δηλώσει, ότι ένας παίκτης πρέπει να αποβληθεί. Ένας παίκτης, που έχει αποβληθεί, πρέπει να φύγει αμέσως από τον αγώνα (και τον αγωνιστικό χώρο γενικότερα), δεν επιτρέπεται να συνεχίσει ή να ξαναπαίξει στο παιχνίδι και δεν μπορεί να αντικατασταθεί από έναν αναπληρωματικό, αναγκάζοντας την ομάδα του να παίξει με έναν παίκτη λιγότερο. Μόνο οι (ενεργοί) παίκτες, οι αναπληρωματικοί ή οι αντικαταστημένοι παίκτες μπορούν να λάβουν μια κόκκινη κάρτα. Εάν ένας τερματοφύλακας μιας ομάδας λάβει μια κόκκινη κάρτα, ο τερματοφύλακας υποχρεούται να αποχωρήσει αμέσως, παραχωρώντας τα γάντια και την εμφάνιση σε έναν άλλο ενεργό παίκτη, που αναλαμβάνει τα καθήκοντα τερματοφύλακα . Συνήθως, σε αυτήν την περίπτωση, οι ομάδες αντικαθιστούν έναν κοινό παίκτη με έναν αναπληρωματικό τερματοφύλακα, εάν αυτή η επιλογή είναι διαθέσιμη.

Ο 12ος Κανόνας του παιχνιδιού απαριθμεί τις κατηγορίες παραπτωμάτων, για τις οποίες ένας παίκτης μπορεί να αποβληθεί οριστικά από το παιχνίδι. Αυτά είναι:

  1. Σοβαρό φάουλ.
  2. Βίαιη συμπεριφορά.
  3. Φτύσιμο σε αντίπαλο ή σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο.
  4. Αποτροπή ενός τέρματος ή μια προφανή ευκαιρία επίτευξης τέρματος από την αντίπαλη ομάδα με σκόπιμη επαφή της μπάλας με το χέρι (αυτό δεν ισχύει για έναν τερματοφύλακα εντός της μεγάλης περιοχής του).
  5. Σκόπιμο φάουλ, που αποτρέπει μια προφανή ευκαιρία επίτευξης τέρματος σε έναν αντίπαλο, που κινείται προς το τέρμα του παίκτη.
  6. Χρήση ανάρμοστης, προσβλητικής ή υβριστικής γλώσσας ή/και χειρονομίες.
  7. Λήψη δεύτερης παρατήρησης (κίτρινης κάρτας) στον ίδιο αγώνα.

Το σοβαρό φάουλ είναι ένα φάουλ, που διαπράττεται με υπερβολική δύναμη (δηλ. με κίνδυνο πρόκλησης τραυματισμού του αντιπάλου του). Η βίαιη συμπεριφορά ξεχωρίζει από το σοβαρό φάουλ στο ότι μπορεί να διαπραχθεί από οποιονδήποτε (ενεργό) παίκτη, αναπληρωματικό, ή αντικαταστημένο παίκτη εναντίον οποιουδήποτε προσώπου, λ.χ. συμπαικτών, διαιτητών ή θεατών. Στις περισσότερες διοργανώσεις, μια απευθείας κόκκινη κάρτα (δηλ. όχι το αποτέλεσμα δύο διαδοχικών κίτρινων καρτών) οδηγεί σε αποκλεισμό του παραβάτη παίκτη από έναν ή περισσότερους από τους επόμενους αγώνες, ανάλογα με το παράπτωμα και τη δικαιοδοσία. Επίσης, εάν σε έναν αγώνα μια ομάδα λάβει συνολικά πέντε κόκκινες κάρτες, τότε ο αγώνας τερματίζεται αυτόματα με νίκη της αντίπαλης ομάδας, καθώς σε αυτή την περίπτωση η ηττημένη ομάδα είναι αδύνατο να παρατάξει επτά παίκτες, τον ελάχιστο απαιτούμενο αριθμό παικτών, για να αγωνιστεί μια ομάδα, σύμφωνα με τον 3ο Κανόνα του παιχνιδιού.

Ιστορία και προέλευση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η πρακτική της προειδοποίησης και της αποβολής των παικτών, που κάνουν σοβαρές παραβάσεις των Κανόνων ήταν μέρος των κανονισμών του παιχνιδιού από το 1881. Ωστόσο, η πρακτική της χρήσης γλωσσικά ουδέτερων, χρωματιστών καρτών, για να υποδείξουν αυτές τις ενέργειες, δεν ακολουθήθηκε για σχεδόν 90 χρόνια.

Η κακόφημη στιγμή, όπου ο Αργεντινός Rattín (#10) αποβάλλεται από τον αγώνα Αργεντινής-Αγγλίας για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1966.

Η ιδέα ξεκίνησε με τον Βρετανό διαιτητή ποδοσφαίρου Ken Aston. Ο Aston είχε διοριστεί στην Επιτροπή Διαιτητών της FIFA και ήταν υπεύθυνος για όλους τους διαιτητές στο Παγκόσμιο Κύπελλο FIFA του 1966, που διεξαγόταν στην Αγγλία. Στους προημιτελικούς αγώνες, η Αγγλία συναντήθηκε στην Αργεντινή στο Στάδιο Γουέμπλεϊ. Μετά τον αγώνα, οι εφημερίδες ανέφεραν, ότι ο Γερμανός διαιτητής Rudolf Kreitlein είχε παρατηρήσει/προειδοποιήσει τόσο τον Bobby Charlton όσο και τον Jack Charlton, ενώ ύστερα από μια δυνατή κλωτσιά είχε αποβάλει τον Αργεντινό αρχηγό Antonio Ubaldo Rattin. Ο διαιτητής δεν είχε κάνει σαφή την απόφασή του κατά τη διάρκεια του αγώνα και, έτσι, ο προπονητής της Αγγλίας Alf Ramsey προσέφυγε στη FIFA για διευκρινίσεις μετά το παιχνίδι. Ο Rattin, μη γνωρίζοντας γερμανικά, παρέμενε στον αγώνα αδυνατώντας να κατανοήσει το κέλευσμα του γερμανού διαιτητή, ο οποίος δεν μιλούσε ισπανικά. Για την ιστορία, το περιστατικό έληξε δυσάρεστα για τον Αργεντινό, ο οποίος αφού εντέλει εννόησε την απόφαση του διαιτητή, την θεώρησε μεροληπτική υπέρ των γηπεδούχων Άγγλων και δεν τη δέχθηκε, προκαλώντας επεισόδια διαμαρτυρίας πριν αποχωρήσει τελικά από τον αγωνιστικό χώρο συνοδεία αστυνομικών, με τον αγώνα να συνεχίζεται μετά από μια οκτάλεπτη διακοπή.

Αυτό το περιστατικό έκανε τον Aston, ο οποίος παρακολούθησε ως θεατής τον προειρημένο αγώνα, να αρχίσει να σκέπτεται τρόπους, για να καταστήσει σαφέστερες τις αποφάσεις ενός διαιτητή τόσο στους παίκτες όσο και στους θεατές. Το πρωί της επόμενης μέρας, καθώς οδηγούσε το αυτοκίνητό του στην οδό Κένσινγκτον, ο Aston σταμάτησε όταν ο σηματοδότης μπροστά του άλλαξε από πορτοκαλί/κίτρινο σε ερυθρό. Εκείνη την ώρα συνειδητοποίησε, ότι ένα σύστημα χρωματικής κωδικοποίησης βασισμένο στην ίδια αρχή, που χρησιμοποιείται στους φωτεινούς σηματοδότες (κίτρινο- προσοχή/προειδοποίηση, κόκκινο-διακοπή πορείας) θα διασχίσει τα γλωσσικά εμπόδια και θα διευκρινίζει εάν ένας παίκτης έχει προειδοποιηθεί ή έχει αποβληθεί. Η ιδέα του Aston κατατέθηκε στην Επιτροπή Διαιτησίας της FIFA, η οποία την έκανε δεκτή. Έτσι, οι κίτρινες κάρτες, που δείχνουν προειδοποιητική παρατήρηση, και οι κόκκινες κάρτες, που υποδηλώνουν την αποβολή, χρησιμοποιήθηκαν για πρώτη φορά στο Παγκόσμιο Κύπελλο FIFA του 1970 στο Μεξικό (αν και δεν αποβλήθηκαν παίκτες σε αυτήν τη διοργάνωση). Η χρήση των καρτών ποινής υιοθετήθηκε και επεκτάθηκε από διάφορους αθλητικούς κώδικες, με κάθε άθλημα να προσαρμόζει την ιδέα στους ιδιαίτερους κανονισμούς τους.

Διακριτική ευχέρεια του διαιτητή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο διαιτητής έχει πολύ μεγάλη διακριτική ευχέρεια όσον αφορά την εφαρμογή των 17 Κανόνων, συμπεριλαμβανομένου του καθορισμού των πράξεων, που συνιστούν αξιόποινα παραπτώματα υπό τις πολύ ευρείες κατηγορίες. Για το λόγο αυτό, οι αποφάσεις διαιτησίας είναι μερικές φορές αμφιλεγόμενες. Ορισμένοι κανονισμοί μπορούν να ορίζουν περιστάσεις υπό τις οποίες θα έπρεπε ή πρέπει οπωσδήποτε να δίδεται μια παρατήρηση. Γι’ αυτό, παρέχονται πολλές κατευθύνσεις προς τους διαιτητές, για επιπλέον καθοδήγηση. Η ενθάρρυνση των διαιτητών να χρησιμοποιούν την κοινή λογική τους είναι ευρέως γνωστή και ως "18ος Κανόνας".

Πλεονέκτημα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σύμφωνα με την αρχή του πλεονεκτήματος, το παιχνίδι πρέπει να αφήνεται να συνεχιστεί, όταν συμβεί ένα παράπτωμα και η αδικημένη ομάδα επωφελείται από την εξέλιξη του παιχνιδιού. Εάν το αναμενόμενο πλεονέκτημα δεν προκύψει εκείνη τη στιγμή ή μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, ο διαιτητής τιμωρεί το παράπτωμα. Ο διαιτητής δηλώνει, ότι το πλεονέκτημα παίζεται με την έκταση είτε του ενός βραχίονα είτε και των δύο βραχιόνων μπροστά από το σώμα (έως τον Ιούνιο του 2016, μόνο και με τους δύο βραχίονες). Ορισμένα σύνολα συστάσεων για διαιτητές τους συμβουλεύουν να προφέρουν "play on!" ή "πλεονέκτημα!" όταν δοθεί το σήμα, αλλά τέτοιες συστάσεις δεν περιέχονται στο κείμενο των Κανόνων του παιχνιδιού. Οι Πρακτικές Οδηγίες της IFAB για τους διαιτητές του αγώνα περιγράφουν τις παραμέτρους, που πρέπει να λάβει υπόψη του ο διαιτητής, όταν αποφασίζει εάν θα παίξει το πλεονέκτημα. Αυτές οι παράμετροι περιλαμβάνουν τη σοβαρότητα και τη θέση του παραπτώματος, τη δυνατότητα για μια άμεσα υποσχόμενη επίθεση και την ατμόσφαιρα του αγώνα.

Το πλεονέκτημα μπορεί να εφαρμοστεί ακόμα και αν ο διαιτητής αποφασίσει να παρατηρήσει/προειδοποιήσει τον παίκτη για ένα παράπτωμα. Το παιχνίδι μπορεί να συνεχιστεί, αλλά κατά την επόμενη διακοπή του παιχνιδιού πρέπει να δοθεί παρατήρηση και να εμφανιστεί η κίτρινη κάρτα. Ωστόσο, το πλεονέκτημα δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται σε καταστάσεις, που συνεπάγονται σοβαρό φάουλ, βίαιη συμπεριφορά ή ένα δεύτερο επιθετικό παράπτωμα, εκτός εάν υπάρχει σαφής ευκαιρία να σημειωθεί τέρμα. Σε αυτή την περίπτωση, εάν ο παίκτης, που διέπραξε το παράπτωμα, για το οποίο παίζεται το πλεονέκτημα, αγγίζει τη μπάλα ή προκαλέσει/παρέμβει σε έναν αντίπαλο, ο διαιτητής θα σταματήσει το παιχνίδι, ώστε να αποβάλλει τον παίκτη και θα δώσει συνέχεια στο παιχνίδι με έμμεσο ελεύθερο λάκτισμα, εκτός εάν ο παίκτης διέπραξε σοβαρότερο παράπτωμα.

Επαναφορά του παιχνιδιού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εάν η μπάλα είναι εκτός παιχνιδιού, όταν συμβεί παράβαση των Κανόνων του παιχνιδιού, το παιχνίδι αρχίζει εκ νέου ανάλογα με το λόγο, για τον οποίο η μπάλα έπαψε να παίζει πριν από την παράβαση. Υπενθυμίζεται, ότι οποιαδήποτε παραβίαση των νόμων του παιχνιδιού, που συμβαίνει, όταν η μπάλα είναι εκτός παιχνιδιού, μπορεί να είναι ανάρμοστη συμπεριφορά, αλλά δεν είναι παράβαση (φάουλ). Εάν το παράπτωμα συμβεί όταν το παιχνίδι είναι σε εξέλιξη, δεν απαιτείται άμεση διακοπή του παιχνιδιού, ώστε να δοθεί παρατήρηση ή αποβολή, καθώς αυτό μπορεί να γίνει στην επόμενη διακοπή του παιχνιδιού (αυτό συμβαίνει συνήθως όταν η αντίπαλη ομάδα κερδίζει πλεονέκτημα συνεχίζοντας το παιχνίδι). Όταν συμβαίνει αυτό, το παιχνίδι αρχίζει εκ νέου ανάλογα με τον λόγο για τον οποίο η μπάλα βγήκε εκτός παιχνιδιού, π.χ. επαναφορά από την πλάγια γραμμή (πλάγιο άουτ), αν το παιχνίδι σταμάτησε επειδή η μπάλα διέσχισε μια πλάγια γραμμή.

Εάν το παιχνίδι διακοπεί, για να δοθεί παρατήρηση ή αποβολή:

Παράγοντες της ομάδας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι παράγοντες των ομάδων, όπως οι διαχειριστές (μάνατζερ) και οι προπονητές, δεν υπόκεινται στα προαναφερθέντα παραπτώματα με προειδοποίηση και αποβολή, καθώς αυτά ισχύουν μόνο για (ενεργούς) παίκτες, αναπληρωματικούς και αντικατασταθέντες παίκτες. Ωστόσο, σύμφωνα με τον 5ο Κανόνα, ο διαιτητής "παίρνει μέτρα εναντίον των παραγόντων της ομάδας, που δεν κατάφεραν να συμπεριφερθούν υπεύθυνα και μπορούν, κατά την κρίση του, να τους αποβάλουν από τον αγωνιστικό χώρο και το άμεσο περιβάλλον του". Δεν εμφανίζεται κάποια κάρτα, σε τέτοιες ενέργειες. Σε ένα πρωτάθλημα, η ποινή για έναν αποβεβλημένο προπονητή ή διαχειριστή είναι συνήθως η απαγόρευση να βρεθεί στον πάγκο ή στα αποδυτήρια, για έναν ορισμένο αριθμό αγώνων στη συνέχεια. Η συγκεκριμένη ποδοσφαιρική ένωση/αρχή καθορίζει τη διάρκεια της απαγόρευσης ή/και άλλες κατάλληλες ενέργειες.

Ποινές μετά τον αγώνα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πολλά ποδοσφαιρικά πρωταθλήματα και ομοσπονδίες επιβάλλουν ποινές εκτός παιχνιδιού για παίκτες, οι οποίοι συγκεντρώνουν έναν ορισμένο αριθμό προειδοποιητικών παρατηρήσεων σε μια χρονιά, μια διοργάνωση ή μια φάση διοργάνωσης. Τυπικά, αυτά παίρνουν τη μορφή αποκλεισμού ενός παίκτη από το να παίζει στο-α επόμενο-α παιχνίδι –α με την ομάδα του μετά τη συγκέντρωση ενός συγκεκριμένου αριθμού προειδοποιητικών παρατηρήσεων. Τέτοιες ποινές εκτός παιχνιδιού καθορίζονται από τους κανόνες του πρωταθλήματος και όχι από τους Κανόνες του παιχνιδιού.

Ομοίως, μια απευθείας κόκκινη κάρτα συνήθως οδηγεί επίσης σε πρόσθετες κυρώσεις, συνήθως με τη μορφή αποκλεισμού από το παιχνίδι για έναν αριθμό μελλοντικών παιχνιδιών, αν και μπορεί επίσης να επιβληθούν χρηματικά πρόστιμα. Οι ακριβείς ποινές καθορίζονται από τους κανόνες της διοργάνωσης και όχι από τους Κανόνες του παιχνιδιού. Ειδικότερα, η FIFA διαβεβαίωσε, ότι μια κόκκινη κάρτα σε οποιαδήποτε διοργάνωση ποδοσφαίρου πρέπει να οδηγήσει σε αποκλεισμού του ένοχου παίκτη τουλάχιστον για το επόμενο παιχνίδι, με μοναδικό λόγο προσφυγής την εσφαλμένη ταυτότητα του υπαίτιου.

Στο Παγκόσμιο Κύπελλο της FIFA 2006, κάθε παίκτης, που έλαβε δύο κίτρινες κάρτες κατά τη διάρκεια των τριών αγώνων της φάσης των ομίλων ή δύο κίτρινες κάρτες στις αγώνες νοκ-άουτ έπρεπε να εκτίσει ποινή αποκλεισμού ενός αγώνα για το επόμενο παιχνίδι. Μια μονή κίτρινη κάρτα δεν μεταφέρθηκε από τη φάση των ομίλων στη φάση των παιχνιδιών νοκ-άουτ. Ωστόσο, σε περίπτωση που ο παίκτης λάβει δεύτερη κίτρινη κάρτα κατά τη διάρκεια του τελευταίου αγώνα της φάσης των ομίλων, αποκλειόταν από την φάση των 16, αν η ομάδα του είχε προκριθεί σε αυτή. Εντούτοις, οι αποκλεισμοί λόγω κίτρινων καρτών δεν μετακυλίονται πέρα από τα τελικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου. Για το Παγκόσμιο Κύπελλο FIFA του 2010, οι κανόνες τροποποιήθηκαν, έτσι ώστε οποιοσδήποτε παίκτης, που έλαβε δύο κίτρινες κάρτες μεταξύ της έναρξης της διοργάνωσης και του τέλους της φάσης των προημιτελικών (αντί του τέλους των αγώνων της φάσης των ομίλων), έπρεπε να εκτίσει ποινή αποκλεισμού για το επόμενο παιχνίδι. Έτσι, μόνο οι παίκτες, που έλαβαν δύο κίτρινες κάρτες ή μια απευθείας κόκκινη κάρτα στον ημιτελικό, δεν θα μπορούσαν να παίξουν στον τελικό.

Στο UEFA Champions League, για παράδειγμα, η συσσώρευση δύο κίτρινων καρτών σε μια φάση της διοργάνωσης θα οδηγήσει σε αποκλεισμό ενός παιχνιδιού. Έχουν καταγραφεί περιστατικά, όπου οι παίκτες παίρνουν σκόπιμα μια δεύτερη κίτρινη κάρτα, έτσι ώστε να "μηδενίσουν" στρατηγικά τις κίτρινες κάρτες τους για τη νοκ-άουτ φάση, αλλά αυτό θεωρείται αντιαθλητικό. Σε ορισμένες διοργανώσεις πρωταθλήματος/ομίλου, το μητρών καρτών (fair play) μιας ομάδας, όπως υπολογίζεται με τον συνολικό αριθμό των κίτρινων και κόκκινων καρτών που αποκτήθηκαν από τους παίκτες μιας ομάδας, μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως πιθανή μέθοδος λύσης της ισοβαθμίας, για τον προσδιορισμό της τελικής θέσης στο βαθμολογικό πίνακα.