Ναός της Αναστάσεως

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Πανάγιος Τάφος)

Συντεταγμένες: 31°46′42.4″N 35°13′47.1″E / 31.778444°N 35.229750°E / 31.778444; 35.229750

Ναός της Αναστάσεως
Ναός της Αναστάσεως
Ναός της Αναστάσεως. Η πρόσοψη του ναού
Χάρτης
Είδοςελάσσονα βασιλική, πατριαρχική βασιλική και καθεδρικός ναός
Αρχιτεκτονικήπαλαιοχριστιανική αρχιτεκτονική, ρομανική αρχιτεκτονική και γοτθική αρχιτεκτονική
Γεωγραφικές συντεταγμένες31°46′42″N 35°13′47″E
ΘρήσκευμαΧριστιανισμός, Ορθόδοξη Εκκλησία και Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία
Θρησκευτικό τάγμαΙερά Αγιοταφιτική Αδελφότητα και Τάγμα των Ελάσσονων Αδελφών
Θρησκευτική υπαγωγήΠατριαρχείο Ιεροσολύμων και Λατινικό Πατριαρχείο Ιεροσολύμων
Διοικητική υπαγωγήΠαλαιά Πόλη Ιεροσολύμων[1]
ΧώραΙσραήλ[2] και Κράτος της Παλαιστίνης[3]
Έναρξη κατασκευής14ος αιώνας
Γενικές διαστάσεις120 μέτρα × 70 μέτρα
Χωρητικότητα8.000
Υλικάπέτρωμα
Ιστότοπος
Επίσημος ιστότοπος
Commons page Πολυμέσα

Ο Ναός της Αναστάσεως του Κυρίου ή Ναός του Παναγίου Τάφου[α] είναι χριστιανικός ναός που βρίσκεται στη χριστιανική συνοικία της παλαιάς πόλης της Ιερουσαλήμ[4].Περιέχει τους δύο πιο ιερούς τόπους του Χριστιανισμού: τον Γολγοθά, τον λόφο όπου σταυρώθηκε ο Ιησούς[5], και τον κενό τάφο του Ιησού, όπου ετάφη και αναστήθηκε[6]. Σύμφωνα με την Καινή Διαθήκη, ο τάφος του Χριστού βρισκόταν κοντά στο σημείο της σταύρωσης[β].

Ο ναός ανεγέρθη αρχικά από την Αγία Ελένη, τη μητέρα του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Α΄, στα μέσα περίπου του 4ου αιώνα, καταστρέφοντας ναό κτισμένο από τον Αδριανό, αφιερωμένο στη θεά Αφροδίτη. Ο αρχικός ναός που έχτισε η Αγία Ελένη περιέλαβε τις θέσεις τόσο της σταύρωσης όσο και του τάφου. Ωστόσο, η άποψη αυτή παραμένει αμφιλεγόμενη για τους μελετητές, καθώς πόλεμοι, καταστροφές και η γενική αναστάτωση που επήλθαν τους επόμενους αιώνες είναι πιθανό να μην επέτρεπαν τη διάσωση των στοιχείων εκείνων, τα οποία θα καθιστούσαν δυνατό τον ακριβή προσδιορισμό της θέσης του τάφου του Χριστού. Οι περισσότεροι επιστήμονες δέχονται σήμερα ότι τα αρχαιολογικά κατάλοιπα στην ανατολική και στη νότια πλευρά του Παναγίου Τάφου μαρτυρούν τη θέση του δεύτερου τείχους. Αν η άποψη αυτή ευσταθεί, τότε ο χώρος του ναού της Αναστάσεως βρισκόταν την εποχή του Χριστού ακριβώς έξω από τα τείχη της πόλης και είναι επομένως δυνατόν να ταυτίζεται με την πραγματική θέση της σταύρωσης και του ενταφιασμού του Θεανθρώπου. Πάντως, δεν υπάρχει καμία ένδειξη που να συνηγορεί υπέρ κάποιας άλλης τοποθεσίας. Από την αρχική του ανέγερση, ο ναός πέρασε μεγάλες περιπέτειες και καταστροφές, ενώ στη σημερινή του μορφή διαμορφώθηκε το 1810.

Ο ναός περικλείει τις τέσσερις τελευταίες στάσεις της λεγομένης «Οδού του Μαρτυρίου», δηλαδή τα τελευταία συμβάντα του Θείου Πάθους, και τον Πανάγιο Τάφο, ο οποίος καλύπτεται από κτίσμα του 19ου αιώνα που ονομάζεται «κουβούκλιο». Ο Πανάγιος Τάφος, διαστάσεων 2,07 επί 1,93 μ. είναι λαξευμένος σε βράχο, καλύπτεται με μάρμαρο και φωτίζεται με λυχνίες. Το συγκρότημα είναι σημαντικός τόπος προσκυνήματος από τον 4ο αιώνα. Σήμερα αποτελεί την έδρα του Ελληνορθόδοξου Πατριαρχείου Ιεροσολύμων, ενώ το κτίριο ελέγχεται ταυτόχρονα και από τις χριστιανικές κοινότητες των Φραγκισκανών και των Αρμενίων της Ιερουσαλήμ (σε μικρότερο βαθμό και των Κοπτών, Συρορθοδόξων και Αιθιόπων), στα πλαίσια ενός «Προσκυνηματικού Καθεστώτος» (status quo), μιας συμφωνίας μεταξύ των θρησκευτικών κοινοτήτων, η οποία ανάγεται στο 1757[8][9]. Για τα δικαιώματα των ορθοδόξων στα ιερά αυτά μνημεία μεριμνούν Έλληνες μοναχοί, λόγος για τον οποίο ιδρύθηκε από την Εκκλησία Ιεροσολύμων η Ιερά Αγιοταφιτική Αδελφότητα, μοναστική αδελφότητα Ελλήνων υπό την ηγεσία του πατριάρχη Ιεροσολύμων.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Πανάγιος Τάφος βρίσκεται το κέντρο της Παλαιάς Ιερουσαλήμ. Πρόκειται για ένα πολυσύνθετο οικοδόμημα, η ποικιλία των αρχιτεκτονικών ρυθμών και οι αντιθέσεις του οποίου μαρτυρούν την τόσο μακραίωνη όσο και πολυτάραχη ιστορία του.

Κατασκευή (4ος αιώνας)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο πρώτος ναός που ανεγέρθηκε στον χώρο αυτό με τη φροντίδα του Μεγάλου Κωνσταντίνου και της μητέρας του Αγίας Ελένης, γι’ αυτό και είναι γνωστός στους αρχαιολόγους ως «Κωνσταντίνειος Βασιλική».

Αφού κατά τη χριστιανική παράδοση είδε σε όραμα έναν σταυρό στον ουρανό το 312[10], ο Μέγας Κωνσταντίνος ασπάστηκε τον Χριστιανισμό, υπέγραψε το Διάταγμα των Μεδιολάνων που νομιμοποιούσε τη νέα θρησκεία και έστειλε τη μητέρα του, Ελένη, στην Ιερουσαλήμ για να αναζητήσει τον τάφο του Χριστού. Με τη βοήθεια του επισκόπου Καισαρείας Ευσεβίου και του επισκόπου Ιεροσολύμων Μακαρίου, βρέθηκαν τρεις σταυροί κοντά σε έναν τάφο. Αφού δοκιμάστηκαν και οι τρεις, αυτός που φέρεται να θεράπευσε ανθρώπους ανακηρύχθηκε ο Αληθινός Σταυρός στον οποίο σταυρώθηκε ο Ιησούς, οδηγώντας τους Ρωμαίους να πιστέψουν ότι είχαν βρει τον Γολγοθά[10]. Ο Κωνσταντίνος διέταξε το 326 περίπου να αντικατασταθεί ο ναός της Αφροδίτης (κατ'άλλους του Δία) από μια εκκλησία[6]. Αφού γκρεμίστηκε ο ναός και απομακρύνθηκαν τα ερείπιά του καζί με χώμα, αποκαλύφθηκε ένας λαξευμένος σε βράχο τάφος, τον οποίο η Ελένη και ο Μακάριος προσδιόρισαν ως τον τόπο ταφής του Ιησού[5][11][12][13]. Έτσι χτίστηκε ένας ναός, ο οποίος συμπεριέλαβε τους βραχώδεις τοίχους του τάφου[14][15][16][γ]. Το 327, ο Κωνσταντίνος και η Ελένη έκτισαν και την Εκκλησία της Γέννησης στη Βηθλεέμ, για να τιμήσουν τη γέννηση του Ιησού.

Απεικόνιση της θέσης του ναού πάνω από τον Γολγοθά και τον Τάφο

Ο Ναός του Παναγίου Τάφου, που σχεδιάστηκε από τον αρχιτέκτονα Ζηνόβιο[17], χτίστηκε ως ξεχωριστές κατασκευές πάνω από τους δύο ιερούς τόπους: μια ροτόντα που ονομάστηκε «Ανάσταση», όπου η Ελένη και ο Μακάριος πίστευαν ότι είχε ταφεί ο Ιησούς[5], και μια μεγάλη βασιλική απέναντι από μια αυλή στα ανατολικά, ένα περίκλειστο αίθριο με κιονοστοιχία (το Triportico, που μερικές φορές ονομάζεται Martyrium) με την κατά παράδοση τοποθεσία του Γολγοθά σε μια γωνία[18][19]. Η εκκλησία εγκαινιάστηκε στις 13 Σεπτεμβρίου 330 ή 335[20][δ].

Ζημιές και ολική καταστροφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο ναός καταστράφηκε από πυρκαγιά τον Μάιο του 614, όταν η Αυτοκρατορία των Σασσανιδών, υπό τον Χοσρόη Β΄[10], κατέλαβε στην Ιερουσαλήμ. Το 630, ο αυτοκράτορας Ηράκλειος ανακατέλαβε την πόλη και ο ναός ανοικοδομήθηκε με πρωτοβουλία του πατριάρχη Ιεροσολύμων Μοδέστου. Αφού η Ιερουσαλήμ πέρασε υπό ισλαμική κυριαρχία, παρέμεινε χριστιανική εκκλησία, καθώς οι πρώτοι μουσουλμάνοι ηγεμόνες προστάτευσαν τις χριστιανικές τοποθεσίες της πόλης, απαγορεύοντας την καταστροφή ή τη χρήση τους ως κατοικίες. Ο θρύλος αναφέρει ότι ο χαλίφης Ουμάρ ιμπν αλ-Χαττάμπ επισκέφτηκε την εκκλησία και σταμάτησε για να προσευχηθεί στο μπαλκόνι, αλλά την ώρα της προσευχής έφυγε από την εκκλησία και προσευχήθηκε έξω, φοβούμενος ότι οι μελλοντικές γενιές θα παρερμήνευαν αυτή του τη χειρονομία, θεωρώντας την ως προτροπή για να μετατραπεί ο ναός σε τζαμί. Ο Ευτύχιος προσθέτει ότι ο Ουμάρ εξέδωσε και ένα διάταγμα, με το οποίο απαγόρευε στους μουσουλμάνους να προσεύχονται σε αυτή την τοποθεσία. Το κτίριο υπέστη σοβαρές ζημιές από σεισμό το 746[21].

Στις αρχές του ένατου αιώνα, άλλος σεισμός κατέστρεψε τον τρούλο του ναού. Η ζημιά επισκευάστηκε το 810 από τον Πατριάρχη Θωμά Α'. Το 841 ο ναός πυρπολήθηκε. Το 935 οι Χριστιανοί απέτρεψαν την ανέγερση μουσουλμανικού τζαμιού δίπλα στην Εκκλησία. Το 938, νέα πυρκαγιά κατέστρεψε το εσωτερικό της βασιλικής και έφτασε κοντά στη ροτόντα. Το 966, λόγω ήττας των μουσουλμανικών στρατών στην περιοχή της Συρίας, ξέσπασε ταραχή, την οποία ακολούθησαν αντίποινα. Η βασιλική κάηκε ξανά. Οι πόρτες και η στέγη κάηκαν και ο Πατριάρχης Ιωάννης Ζ' δολοφονήθηκε σε αντίποινα της εκστρατείας του Νικηφόρου Φωκά.

Δύο χειρόγραφες εκδόσεις των παλαιότερων γνωστών κατόψεων του ναού, από το De Locis Sanctis (π. 680 CE)[22]

Στις 18 Οκτωβρίου 1009, ο χαλίφης των Φατιμιδών Αλ-Χακίμ μπι-Αμρ Αλλάχ διέταξε την πλήρη καταστροφή της εκκλησίας στα πλαίσια μιας γενικότερης εκστρατείας κατά των χριστιανικών χώρων λατρείας στην Παλαιστίνη και την Αίγυπτο. Οι ζημιές ήταν εκτεταμένες, με λίγα τμήματα της αρχικής εκκλησίας να διασώζονται, ενώ καταστράφηκε και η οροφή του λαξευμένου τάφου[14]. Ακολούθησαν μερικές μερικές επισκευές[23]. Η Χριστιανική Ευρώπη αντέδρασε με σοκ και απελάσεις Εβραίων, ενώ τα γεγονότα αυτά πυροδότησαν τις Σταυροφορίες που ακολούθησαν[24][25].

Επανανοικοδόμηση (11ος αιώνας)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά από εκτεταμένες διαπραγματεύσεις μεταξύ των Φατιμιδών και της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας την περίοδο 1027–28, επετεύχθη συμφωνία σύμφωνα με την οποία ο νέος χαλίφης Αλί αζ-Ζαχίρ (γιος του Αλ-Χακίμ) συμφώνησε να επιτρέψει την ανοικοδόμηση και την εκ νέου διακόσμηση της εκκλησίας[26]. Έτσι, ο ναός ξεκίνησε να ξαναχτίζεται χάρη στις φροντίδες των αυτοκρατόρων Ρωμανού Γ’ και Μιχαήλ Δ’ Παφλαγόνα και η ανοικοδόμηση ολοκληρώθηκε τελικά με τεράστια δαπάνη από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Θ' Μονομάχο και τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Μιχαήλ Κηρουλάριο το 1048[27]. Σε αντάλλαγμα, ξανάνοιξε τζαμί στην Κωνσταντινούπολη και τα κηρύγματα χούτμπα θα εκφωνούνταν στο όνομα του αζ-Ζαχίρ[26]. Μουσουλμανικές πηγές αναφέρουν ότι μια παρενέργεια της συμφωνίας ήταν η αποκήρυξη του Ισλάμ από πολλούς Χριστιανούς που είχαν αναγκαστεί να το ασπαστούν μετά τις διώξεις του Αλ-Χακίμ. Επιπλέον, οι Βυζαντινοί, ενώ απελευθέρωσαν 5.000 μουσουλμάνους αιχμαλώτους, ζήτησαν την αποκατάσταση άλλων εκκλησιών που κατέστρεψε ο Αλ-Χακίμ και την επανεγκατάσταση Πατριάρχη στην Ιερουσαλήμ. Οι σύγχρονες πηγές πιστώνουν στον αυτοκράτορα ότι ξόδεψε τεράστια ποσά σε μια προσπάθεια αποκατάστασης της Εκκλησίας του Παναγίου Τάφου μετά τη σύναψη αυτής της συμφωνίας[26]. Ωστόσο, «συνολική ανακατασκευή ήταν πολύ πέρα ​​από τους διαθέσιμους πόρους. Η νέα κατασκευή επικεντρώθηκε στη ροτόντα και τα γύρω κτίρια: η μεγάλη βασιλική παρέμεινε ερειπωμένη[23]».

Περίοδος Σταυροφοριών (1099–1244)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κύριο λήμμα: Σταυροφορίες

Πολλοί ιστορικοί υποστηρίζουν ότι κύριο μέλημα του Πάπα Ουρβανού Β', όταν έκανε έκκληση για την Α΄ Σταυροφορία, ήταν η απειλή που δημιουργούσε για την Κωνσταντινούπολη η τουρκική εισβολή στη Μικρά Ασία ως απάντηση στην έκκληση του Βυζαντινού Αυτοκράτορα Αλέξιου Α' Κομνηνού. Οι ιστορικοί συμφωνούν ότι η απειλή στα Ιεροσόλυμα και ως εκ τούτου και στον Ναό της Αναστάσεως ήταν επίσης μεταξύ των στόχων, αν όχι ο άμεσος, της παπικής πολιτικής το 1095. Η ιδέα της κατάληψης της Ιερουσαλήμ κέρδιζε όλο και μεγαλύτερη σημασία καθώς η Σταυροφορία βρισκόταν σε εξέλιξη. Οι ιππότες της Πρώτης Σταυροφορίας κατέλαβαν τον χώρο του ανακατασκευασμένου ναού από τους Φατιμίδες (οι οποίοι τον είχαν πάρει πρόσφατα από τους Αββασίδες) στις 15 Ιουλίου 1099[23].

Αποτυπώματα παρουσίας σταυροφόρων στον ναό: σταυροί χαραγμένοι στο κλιμακοστάσιο που οδηγεί στο παρεκκλήσι της Αγίας Ελένης[28]

Οι Σταυροφόροι είχαν οραματιστεί την Πρώτη Σταυροφορία ως ένοπλο προσκύνημα και κανείς τους δεν θα μπορούσε να θεωρήσει το ταξίδι του ολοκληρωμένο αν δεν προσευχηθεί ως προσκυνητής στον Πανάγιο Τάφο. Η κλασική θεωρία είναι ότι ο σταυροφόρος πρίγκιπας Γοδεφρείδος του Μπουγιόν, ο οποίος έγινε ο πρώτος σταυροφόρος μονάρχης της Ιερουσαλήμ, αποφάσισε να μην χρησιμοποιήσει τον τίτλο «βασιλιάς» κατά τη διάρκεια της ζωής του και δήλωνε ότι ήταν Advocatus Sancti Sepulchri («Προστάτης [ή Υπερασπιστής] του Παναγίου Τάφου»). Την περίοδο των Σταυροφόρων, μια στέρνα κάτω από την πρώην βασιλική φημολογούνταν ότι ήταν εκεί όπου η Έλενα είχε βρει τον Τίμιο Σταυρό και άρχισε να λατρεύεται ως τέτοια. Η δεξαμενή μετατράπηκε αργότερα σε «Παρεκκλήσιο της Εύρεσης του Σταυρού», αλλά δεν υπάρχουν στοιχεία ταυτοποίησης της τοποθεσίας πριν τον 11ο αιώνα. Η σύγχρονη αρχαιολογική έρευνα χρονολόγησε τη στέρνα στον 11ο αιώνα και την απέδωσε στις επισκευές του Μονομάχου[29].

Σύμφωνα με τον Γερμανό κληρικό και προσκυνητή Λούντολφ φον Σουντάιμ, τα κλειδιά του παρεκκλησίου του Παναγίου Τάφου ήταν στα χέρια των «αρχαίων Γεωργιανών» και τα τρόφιμα, η ελεημοσύνη, τα κεριά και το λάδι για τις λάμπες τους δίνονταν από προσκυνητές στη νότια πόρτα της εκκλησίας[30].

Ο Γουλιέλμος της Τύρου, χρονικογράφος του Βασιλείου των Σταυροφόρων της Ιερουσαλήμ, αναφέρεται σε ανακαίνιση του ναού στα μέσα του 12ου αιώνα. Οι Σταυροφόροι ερεύνησαν τα ανατολικά ερείπια του χώρου, κάνοντας κατά καιρούς ανασκαφές μέσα στα ερείπια, και ενώ προσπαθούσαν να φτάσουν στη στέρνα ανακάλυψαν μέρος του αρχικού περιβόλου του ναού του Αδριανού. Μετέτρεψαν αυτόν τον χώρο σε παρεκκλήσι αφιερωμένο στην Αγία Ελένη, διευρύνοντας την αρχική τους ανασκαφική σήραγγα σε προσβάσιμη σκάλα. Οι Σταυροφόροι άρχισαν να ανακαινίζουν τον ναό σε ρομανικό στυλ και πρόσθεσαν ένα κωδωνοστάσιο[31]. Οι ανακαινίσεις αυτές ενοποίησαν τα μικρά παρεκκλήσια του χώρου και ολοκληρώθηκαν κατά τη διάρκεια της βασιλείας της Μελισσάνθης το 1149, θέτοντας για πρώτη φορά όλους τους ιερούς χώρους υπό μία στέγη. Ο ναός έγινε έδρα των πρώτων Λατίνων πατριαρχών και εκεί εγκαταστάθηκε το σκριπτόριο του βασιλείου.

Το 1187 ο Σαλαντίν εξεδίωξε τους Σταυροφόρους από τα Ιεροσόλυμα και βεβήλωσε τον ναό[31], τον οποίο όμως παρέδωσε τελικά στους χριστιανούς μετά από παρέμβαση του αυτοκράτορα του Βυζαντίου Ισαακίου Β’ Αγγέλου και συνθήκη που θεσπίστηκε μετά την Γ΄ Σταυροφορία επέτρεψε στους χριστιανούς προσκυνητές να επισκέπτονται τον ναό. Ο αυτοκράτορας Φρειδερίκος Β΄ (1220–50) ανέκτησε την πόλη και τον ναό με συνθήκη τον 13ο αιώνα ενώ είχε αφοριστεί, με την αλλόκοτη συνέπεια ότι η ιερότερη εκκλησία του Χριστιανισμού βρέθηκε υπό απαγόρευση. Κατά τη διάρκεια του Λατινικού ελέγχου της Ιερουσαλήμ που ακολούθησε, ο ναός πέρασε στη δικαιοδοσία της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, αλλά άλλες πηγές αναφέρουν ότι βρισκόταν σε μεγάλο βαθμό στα χέρια του ελληνορθόδοξου πατριάρχη Ιεροσολύμων Αθανασίου Β΄[32].

Τόσο η πόλη όσο και η εκκλησία καταλήφθηκαν από τους Χορασμίους το 1244[31], οπότε με την οριστική αποχώρηση των Σταυροφόρων ο ναός περιήλθε και πάλι στους Ορθοδόξους, που εξακολούθησαν να έχουν την κυριότητά του και μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης.

Οθωμανική περίοδος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Από το 1348 έως το 1575 υπήρχε σίγουρα μια αναγνωρίσιμη Νεστοριανή (Εκκλησία της Ανατολής) παρουσία στον Πανάγιο Τάφο, όπως μαρτυρούν φραγκισκανικές μαρτυρίες της εποχής[33]. Οι Φραγκισκανοί μοναχοί ανακαίνισαν την εκκλησία το 1555, καθώς είχε παραμεληθεί παρά τον αυξημένο αριθμό προσκυνητών. Οι Φραγκισκανοί ξαναέχτισαν το Κουβούκλιο («μικρό κτίριο»), επεκτείνοντας τη δομή για να δημιουργήσουν έναν προθάλαμο[34]. Μια μαρμάρινη λάρνακα που ανέθεσε ο μοναχός Βονιφάτιος της Ραγκούσας τοποθετήθηκε για να τυλίξει τα λείψανα του τάφου του Χριστού[14], πιθανώς για να εμποδίσει τους προσκυνητές να αγγίζουν τον αρχικό βράχο ή να παίρνουν μικρά κομμάτια ως αναμνηστικά[16]. Μια μαρμάρινη πλάκα τοποθετήθηκε πάνω από το ασβεστολιθικό ταφικό κρεβάτι όπου πιστεύεται ότι εναποτέθηκε το σώμα του Ιησού[14].

Κάτοψη του ναού, όπως ήταν το 1609

Μετά την ανακαίνιση του 1555, ο έλεγχος του ναού ταλαντευόταν μεταξύ Φραγκισκανών και Ορθοδόξων, ανάλογα με το ποια κοινότητα μπορούσε κάθε φορά να αποκτήσει ευνοϊκό φιρμάνι από την «Υψηλή Πύλη», συχνά μέσω καθαρής δωροδοκίας. Οι βίαιες συγκρούσεις δεν ήταν σπάνιες. Δεν υπήρξε συμφωνία σχετικά με αυτό το ζήτημα, αν και συζητήθηκε στις διαπραγματεύσεις για τη Συνθήκη του Κάρλοβιτς το 1699[35]. Κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Εβδομάδας του 1757, Ορθόδοξοι φέρεται να κατέλαβαν μέρος της εκκλησίας που ελεγχόταν από τους Φραγκισκανούς. Αυτό μπορεί να ήταν η αιτία του φιρμανιού που εξελίχθηκε αργότερα σε «Προσκυνηματικό Καθεστώς» (status quo)[36][ε].

Μεγάλη πυρκαγιά προξένησε ξανά σοβαρές ζημιές στο κτίριο το 1808[14] και προκάλεσε την κατάρρευση του θόλου της ροτόντας και τη συντριβή της εξωτερικής διακόσμησης του Κουβουκλίου. Η ροτόντα και το εξωτερικό του Κουβουκλίου ξαναχτίστηκαν το 1809–1010 από τον αρχιτέκτονα Νικόλαο Χρ. Κομνηνό από τη Μυτιλήνη σε σύγχρονο οθωμανικό μπαρόκ στυλ. Το εσωτερικό του προθαλάμου, που σήμερα είναι γνωστό ως Παρεκκλήσι του Αγγέλου[ζ] ανοικοδομήθηκε εν μέρει σε τετράγωνη κάτοψη στη θέση της προηγουμένως ημικυκλικής δυτικής απόληξης.

Μετά την πυρκαγιά του 1808, ο ναός υπέστη σοβαρές ζημιές από δύο σεισμούς (1834, 1836). Το 1853, νέο σουλτανικό διάταγμα εδραίωσε την υπάρχουσα εδαφική διαίρεση μεταξύ των κοινοτήτων και εδραίωσε το «Προσκυνηματικό Καθεστώς» ορίζοντας ότι όλες οι διευθετήσεις «παραμένουν στην παρούσα κατάστασή τους» και απαιτώντας συναίνεση για να γίνουν ακόμη και μικρές αλλαγές[38][ε].

Τουρίστες, προσκυνητές και ντόπιοι σε μια από τις δυο πύλες πρόσβασης στην αυλή. Φωτογραφία του Félix Bonfils, δεκαετία του 1870

Ο τρούλος αναστηλώθηκε από Καθολικούς, Έλληνες και Τούρκους το 1868, και έκτοτε είναι σιδερένιος[39].

Βρετανική Εντολή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες που καταβλήθηκαν κατά την αποκατάσταση των ζημιών, ο ναός παρουσίαζε θλιβερή εικόνα στις αρχές του 20ού αιώνα. Μέχρι την περίοδο της Βρετανικής Εντολής για την Παλαιστίνη μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η επένδυση από κόκκινο μάρμαρο που εφαρμόστηκε στο Κουβούκλιο από τον Κομνηνό είχε φθαρεί άσχημα και αποκολλήθηκε από την υποκείμενη κατασκευή. Το 1927 σεισμός προκάλεσε και νέες φθορές στον ναό. Το 1947 οι βρετανικές αρχές εγκατέστησαν μια εξωτερική σκαλωσιά από σιδερένιες δοκούς, η οποία διατηρήθηκε στη θέση της έως τις εργασίες αποκατάστασης του 2016–17.

Τελικά, μετά από συμφωνία που επήλθε μεταξύ των τριών κυριοτέρων δογμάτων, Ορθοδόξων, Ρωμαιοκαθολικών και Αρμενίων, το 1958 άρχισε μια συλλογική προσπάθεια αποκατάστασης και συντήρησης του ιερού αυτού μνημείου.

Πρόσφατες εξελίξεις (Ιορδανο-ισραηλινή περίοδος)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στα πλαίσια των εκτεταμένων σύγχρονων ανακαινίσεων που συνεχίζονται από το 1959, αποκαταστάθηκε ξανά ο τρούλος το 1994–97.

Μετά από επτά δεκαετίες υποστήριξης με χαλύβδινες δοκούς, η Αρχαιολογική Υπηρεσία του Ισραήλ (IAA) κήρυξε την εμφανώς επιδεινούμενη δομή του Κουβουκλίου μη ασφαλή. Η αποκατάσταση του Κουβουκλίου συμφωνήθηκε μεταξύ των θρησκευτικών κοινοτήτων και εκτελέστηκε από ομάδα του Εθνικού Μετσοβείου Πολυτεχνείου τον Μάιο του 2016 έως τον Μάρτιο του 2017. Μεγάλο μέρος του έργου των 4 εκατομμυρίων δολαρίων χρηματοδοτήθηκε από το Παγκόσμιο Ταμείο Μνημείων, καθώς και 1,3 εκατομμύρια δολάρια από τη Mica Ertegun και ένα σημαντικό ποσό από τον Βασιλιά Αμπντάλα Β΄ της Ιορδανίας[40][41]. Επιβεβαιώθηκε η ύπαρξη των αρχικών ασβεστολιθικών τοιχωμάτων του σπηλαίου μέσα στο Κουβούκλιο και δημιουργήθηκε ένα παράθυρο για να μπορεί κανείς να το δει από το εσωτερικό[16]. Η ύπαρξη υγρασίας οδήγησε στην ανακάλυψη ενός υπόγειου πηγαδιού που μοιάζει με σήραγγα διαφυγής σκαλισμένη στον βράχο[15][η]. Για πρώτη φορά τουλάχιστον από το 1555, στις 26 Οκτωβρίου 2016, μετακινήθηκε η μαρμάρινη επένδυση που προστατεύει το θεωρούμενο ταφικό κρεβάτι του Ιησού [16][42] από στελέχη του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου. Αρχικά ήταν ορατό μόνο ένα στρώμα θραυσμάτων. Αυτό καθαρίστηκε την επόμενη μέρα και αποκαλύφθηκε μια μερικώς σπασμένη μαρμάρινη πλάκα με λαξευμένο σταυρό του στυλ των Σταυροφόρων[15]. Μέχρι τη νύχτα της 28ης Οκτωβρίου, το αρχικό ταφικό κρεβάτι από ασβεστόλιθο αποδείχθηκε άθικτο. Ο τάφος σφραγίστηκε ξανά λίγο αργότερα[16]. Το κονίαμα ακριβώς πάνω από το ταφικό κρεβάτι χρονολογήθηκε αργότερα στα μέσα του 4ου αιώνα[43].

Στις 26 Μαρτίου 2020, λίγες ημέρες πριν τον εορτασμό της πρώτης Ανάστασης σε καθεστώς πανδημίας του covid-19, οι τρεις χριστιανικές κοινότητες (Ελληνορθόδοξο Πατριαρχείο Ιεροσολύμων, Κουστωδία της Αγίας Γης των Φραγκισκανών, Πατριαρχείο των Αρμενίων στα Ιεροσόλυμα) που έχουν την ευθύνη για το Προσκυνηματικό Καθεστώς, εξέδωσαν ανακοίνωση δηλώνοντας ότι οι ακολουθίες στον «Πανίερον Ναόν τῆς Ἀναστάσεως θά συνεχίσουν νά τελῶνται συμφώνως πρός τό Τυπικόν καί Προσκυνηματικόν Καθεστώς ὑπό τῶν διακονητῶν ἑκάστης Κοινότητος, μέ μειωμένην συμμετοχήν πιστῶν πρός ἀποφυγήν τῶν συνεπειῶν τοῦ ἰοῦ COVID- 19». Η μετάδοση του αγίου φωτός έγινε όπως κάθε χρόνο[44].

Κατά τη διάρκεια ανακαινίσεων του ναού το 2022, μια πέτρινη πλάκα καλυμμένη με μοντέρνα επιχρωμάτωση μετακινήθηκε από έναν τοίχο, αποκαλύπτοντας ένα πρόσωπο με ψηφιδωτή διακόσμηση. Σύμφωνα με αρχαιολόγους, η διακόσμηση ήταν κάποτε ένθετη με κομμάτια γυαλιού και λεπτό μάρμαρο. Φαίνεται ότι πρόκειται για εμπρόσθια όψη ψηλού βωμού της εκκλησίας από την εποχή των Σταυροφόρων (περί το 1149), το οποίο αργότερα χρησιμοποιήθηκε από τους Ελληνορθόδοξους έως ότου υπέστη ζημιές στην πυρκαγιά του 1808[45].

Αρχιτεκτονική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κάτοψη και περιγραφές των τμημάτων του ναού, Χρύσανθος εκ Προύσης, 1807
Απεικόνιση του ναού, Χρύσανθος εκ Προύσης, 1807

Ο Πανάγιος Τάφος είναι μνημείο που κουβαλάει επάνω του αρχιτεκτονικές μνήμες από όλες τις εποχές. Εξωτερικά δεν ανήκει σε κανέναν ρυθμό. Είναι στην ουσία ένα συγκρότημα κτιρίων, ασύνδετων μεταξύ τους, το οποίο περιλαμβάνει εκκλησίες, παρεκκλήσια υπόγεια, αποθήκες, βοηθητικούς χώρους, διαδρόμους, υπνοδωμάτια, μπαλκόνια. Από το κέντρο του υψώνεται ως ουράνιος θόλος ο μεγαλοπρεπής τρούλος του. Η τοιχοδομία και οι κολόνες του είναι χτισμένα με ιεροσολυμίτικη πέτρα, από τα κιονόκρανα και τα τόξα άλλα είναι Βυζαντινά και άλλα των Σταυροφόρων, και η διακόσμησή του περιλαμβάνει από βυζαντινές τοιχογραφίες και εικόνες μέχρι χάλκινα σκαλιστά της Αναγέννησης και σύγχρονα ψηφιδωτά. Η αρχιτεκτονική πολυπλοκότητα του μνημείου αντικατοπτρίζεται στην πολυχρωμία, στην πολυγλωσσία και στην ποικιλία των δογμάτων που στεγάζει αιώνες τώρα. Είναι επίσης αποτέλεσμα της μακραίωνης ιστορίας και των πολλών περιπετειών του.

Μέσα στον ναό της Αναστάσεως υπάρχουν πάνω από δέκα ιεροί χώροι και προσκυνήματα, τα οποία συνδέονται με τα τελευταία γεγονότα της επί γης παρουσίας του Χριστού[46]:

  1. Η Αγία Αποκαθήλωση: είναι ένα από τα νεότερα έργα, το οποίο κατασκευάστηκε το 1810 από μάρμαρο, έχει τραπεζοειδές σχήμα και πλαισιώνεται από μανουάλια και κανδήλες.
  2. Ο τόπος όπου έστεκαν οι άγιες γυναίκες κατά τη σταύρωση. Σώζεται τμήμα σπασμένου μαρμάρου τοποθετημένου στη θέση που στέκονταν οι γυναίκες κατά τη σταύρωση.
  3. Το Άγιο Κουβούκλιο: καλύπτει τον τάφο του Χριστού. Πρόκειται για ναόσχημο οικοδόμημα με πλούσια διακόσμηση, εξωτερικά και εσωτερικά, και με μολύβδινο τρουλίσκο. Χωρίζεται σε δύο μέρη: τον Πανάγιο Τάφο του Χριστού και τον Άγιο Λίθο. Η ανακαίνισή του έγινε από τον αρχιτέκτονα Κομνηνό τον Μυτιληναίο το 1810. Η τελευταία ανακαίνιση του μνημείου τελείωσε στις 22 Μαρτίου 2017, μετά ενός έτους συντήρησης, αναστήλωσης και αποκατάστασης[47]. Το έργο ανέλαβε διεπιστημονική ομάδα του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου της οποίας επικεφαλής ήταν η καθηγήτρια Τώνια Μοροπούλου[48]. Εντός του Αγίου Κουβουκλίου λαμβάνει χώρα το Μεγάλο Σάββατο η τελετή του Αγίου Φωτός.
  4. Ο χώρος της ευρέσεως του Τιμίου Σταυρού
  5. Ο Γολγοθάς: από το ιερό του Καθολικού ξεκινά σκάλα που οδηγεί σε ανυψωμένο επίπεδο χώρο, όπου βρίσκεται ο Γολγοθάς. Είναι στολισμένος με πολύτιμα κειμήλια και εικόνες.
  6. Το παρεκκλήσιο του Αδάμ: βρίσκεται στον χώρο του Γολγοθά. Σύμφωνα με μια πανάρχαιη παράδοση, εκεί σωζόταν το κρανίο του Αδάμ και γι’ αυτό ο τόπος ονομάστηκε Γολγοθάς, που στα Εβραϊκά σημαίνει «Κρανίου τόπος».
  7. Το παρεκκλήσιο του Ακάνθινου Στεφάνου: πρόκειται για το παρεκκλήσιο της Αγίας Ελένης, στο οποίο κατεβαίνει κανείς με σκαλοπάτια και όπου στις ανασκαφές που διενεργήθηκαν με εντολής της Αγίας Ελένης βρέθηκαν ο Τίμιος Σταυρός, τα καρφιά και οι σταυροί των δύο ληστών.
  8. Το παρεκκλήσιο «Διεμερίσαντο»: στον τόπο αυτό οι στρατιώτες μοιράστηκαν με κλήρο τα ιμάτια του Χριστού.
  9. Το παρεκκλήσιο του εκατόνταρχου Λογγίνου: βρίσκεται στον χώρο στον οποίο έστεκε ο εκατόνταρχος κατά τη σταύρωση.
  10. Το παρεκκλήσιο των Κλαπών βρίσκεται κοντά στη λεγόμενη φυλακή του Χριστού. Εκεί οι βασανιστές έσφιξαν τα πόδια του Ιησού σε πλάκα.
  11. Η κολόνα του δαρμού ή της φραγκέλωσης: σώζεται μικρό τμήμα της. Στην κολόνα αυτή έδεσαν και μαστίγωσαν τον Χριστό.
  12. Το Παρεκκλήσιο της Μαρίας της Μαγδαληνής

Οι απεικονίσεις του Παναγίου Τάφου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το πρωιμότερο παράδειγμα απεικόνισης του Παναγίου Τάφου εντοπίστηκε σε ένα χειρόγραφο το γνωστό ως ευαγγέλιο του Καραχισάρ (περ. 1180). Στην παράσταση της Άκρας Ταπείνωσης, που συνοδεύει το χωρίο του Ενταφιασμού, απεικονίζεται στο βάθος ένας τρουλαίος ναΐσκος. Το κτίριο, σύμφωνα με τον Χ. Μπέλτινγκ, απεικονίζει τον τάφο του Χριστού και αποτελεί εικαστική αναφορά στο γεγονός που εικονογραφεί η σκηνή[49]. Σε εικονογραφημένους μουσαμάδες που αρχίζουν να φιλοτεχνούνται από τα τέλη του 17ου αι. και μετά και οι οποίοι έχουν ως βασικό θέμα τους την Ιερουσαλήμ, ο Πανάγιος Τάφος απεικονίζεται συμβατικά-συμβολικά[50].

Υποσημειώσεις και παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Υποσημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. αγγλικά: Church of the Holy Sepulchre‎‎, αρμενικά: Սուրբ Հարության տաճար‎‎, λατινικά: Ecclesia Sancti Sepulchri‎‎, αμχαρικά: የቅዱስ መቃብር ቤተክርስቲያን, εβραϊκά: כנסיית הקבר‎‎, αραβικά: كنيسة القيامة‎‎
  2. ἦν δὲ ἐν τῷ τόπῳ ὅπου ἐσταυρώθη κῆπος, καὶ ἐν τῷ κήπῳ μνημεῖον καινόν, ἐν ᾧ οὐδέπω οὐδεὶς ἐτέθη· ἐκεῖ οὖν διὰ τὴν παρασκευὴν τῶν ᾿Ιουδαίων, ὅτι ἐγγὺς ἦν τὸ μνημεῖον, ἔθηκαν τὸν ᾿Ιησοῦν[7]
  3. Ο ναός ανακαινίστηκε πολλές φορές στους επόμενους αιώνες, με τελευταία τον 19ο αιώνα[14][15][16]
  4. Η Ορθόδοξη Εκκλησία γιορτάζει κάθε χρόνο στις 13 Σεπτεμβρίου την εορτή των εγκαινίων του Ναού της Αναστάσεως[20]
  5. 5,0 5,1 Η ανάγκη για απόλυτη συμφωνία ακόμη και για μικρές αλλαγές φαίνεται στην «ακίνητη σκάλα» κάτω από ένα από τα παράθυρα της εκκλησίας. Έχει παραμείνει στην ίδια θέση τουλάχιστον από το 1757, εκτός από δύο περιπτώσεις προσωρινής απομάκρυνσης[37]
  6. Ένα από τα δύο παρεκκλήσια μέσα στο ιερό, μια προεξοχή ενσωματώνει ένα κομμάτι της πέτρας που θεωρείται ότι είχε κυληθεί μακριά από τον τάφο. Σήμερα λειτουργεί ως ελληνορθόδοξη αγία τράπεζα[14]
  7. Σύμφωνα με τον αρχαιολόγο Fredrik Hiebert, δεν μοιάζει με αρχαιολογική ανασκαφή, αλλά με «καλοχτισμένο τούνελ[15]».

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. (Γερμανικά, Αγγλικά, Γαλλικά, Ισπανικά, Ιταλικά) archINFORM. 13205. Ανακτήθηκε στις 31  Ιουλίου 2018.
  2. (Γερμανικά, Αγγλικά, Γαλλικά, Ισπανικά, Ιταλικά) archINFORM. 13205. Ανακτήθηκε στις 14  Δεκεμβρίου 2018.
  3. (Γερμανικά, Αγγλικά, Γαλλικά, Ισπανικά, Ιταλικά) archINFORM. 13205. Ανακτήθηκε στις 24  Ιανουαρίου 2024.
  4. «Complete compendium of Church of the Holy Sepulchre». Madain Project. Ανακτήθηκε στις 18 Μαρτίου 2018. 
  5. 5,0 5,1 5,2  McMahon, Arthur L. (1913). «Holy Sepulchre». Catholic Encyclopedia. New York: Robert Appleton Company. 
  6. 6,0 6,1 «Church of the Holy Sepulchre, Jerusalem». Jerusalem: Sacred-destinations.com. 21 Φεβρουαρίου 2010. Ανακτήθηκε στις 7 Ιουλίου 2012. 
  7. Ιωάννης ιθ΄ 41-42
  8. UN Conciliation Commission (1949). United Nations Conciliation Commission for Palestine Working Paper on the Holy Places. 
  9. Cust, L. G. A. (1929). The Status Quo in the Holy Places. H.M.S.O. for the High Commissioner of the Government of Palestine. 
  10. 10,0 10,1 10,2 Owen, G. Frederick, επιμ. (1983) [1964]. The Thompson Chain-Reference Bible (Fourth improved (updated) έκδοση). Indianapolis: B.B. Kirkbride Bible Co. σελ. 323 (appendix). 
  11. NPNF2-01. Eusebius Pamphilius: Church History, Life of Constantine, Oration in Praise of Constantine. Christian Classics Ethereal Library. 13 Ιουλίου 2005. Ανακτήθηκε στις 19 Σεπτεμβρίου 2014. Then indeed did this most holy cave present a faithful similitude of his return to life, in that, after lying buried in darkness, it again emerged to light, and afforded to all who came to witness the sight, a clear and visible proof of the wonders of which that spot had once been the scene, a testimony to the resurrection of the Saviour clearer than any voice could give. 
  12. Renner, Gerald (14 December 1996). «Is it the Tomb of Christ? A Search for Evidence». Hartford Courant. https://www.courant.com/news/connecticut/hc-xpm-1996-12-14-9612140058-story.html. Ανακτήθηκε στις 29 November 2018. 
  13. Σωκράτης ο Σχολαστικός (c. 439). Historia Ecclesiastica. Revised and notes by A.C. Zenos, DD. Christian Classics Ethereal Library. σελίδες 21–22. Ανακτήθηκε στις 29 Νοεμβρίου 2018. 
  14. 14,0 14,1 14,2 14,3 14,4 14,5 14,6 DK 2016, σελ. 99.
  15. 15,0 15,1 15,2 15,3 15,4 Strange, Bob (2017). The Secret of Christ's Tomb (television production) (στα Αγγλικά). National Geographic. 
  16. 16,0 16,1 16,2 16,3 16,4 16,5 Romey, Kristin (31 October 2016). «Unsealing of Christ's Reputed Tomb Turns Up New Revelations». National Geographic. https://www.nationalgeographic.com/culture/article/jesus-christ-tomb-burial-church-holy-sepulchre. Ανακτήθηκε στις 26 April 2021. 
  17. MacDonald, William L. (1962). Early Christian & Byzantine ArchitectureΔωρεάν πρόσβαση υπoκείμενη σε περιορισμένη δοκιμή, συνήθως απαιτείται συνδρομή. New York: G. Braziller. σελ. 20 – μέσω the Internet Archive. 
  18. Stephenson, Paul (2010). Constantine: Roman Emperor, Christian Victor. The Overlook Press. σελ. 206. ISBN 978-1-46830-300-1. 
  19. Wharton, Annabel Jane (1992). «The Baptistery of the Holy Sepulcher in Jerusalem and the Politics of Sacred Landscape». Dumbarton Oaks Papers 46: 313–325. doi:10.2307/1291664. ISSN 0070-7546. https://www.jstor.org/stable/1291664. 
  20. 20,0 20,1 «Η εορτή των εγκαινίων του Ναού της Αναστάσεως». Πατριαρχείο Ιεροσολύμων. Ανακτήθηκε στις 22 Απριλίου 2022. 
  21. Kroesen, Justin (2000). The Sepulchrum Domini Through the Ages: Its Form and FunctionΑπαιτείται συνδρομή επί πληρωμή. Leuven. σελ. 11. ISBN 978-9042909526. 
  22. Xenia Stolzenburg, 2017, The holy place as formula. Floor plans in Adomnan's De locis sanctis to specify the description of pilgrimage sites in the Holy Land στο: Wolfram R. Keller & Dagmar Schlueter (Ed.) 'A fantastic and abstruse Latinity'? Hiberno-Continental Cultural and Literary Interactions in the Middle Ages, Studien und Texte zur Keltologie (Muenster: Nodus Publikationen), σελ. 66.
  23. 23,0 23,1 23,2 Morris 2005
  24. Bokenkotter, Thomas (2004). A Concise History of the Catholic Church. Doubleday. σελ. 155. ISBN 0-385-50584-1. 
  25. MacCulloch, Diarmaid (24 Σεπτεμβρίου 2009). A History of Christianity: The First Three Thousand Years (στα Αγγλικά). Penguin Books Limited. σελ. 1339. ISBN 978-0141957951. 
  26. 26,0 26,1 26,2 Lev, Yaacov (1991). State and Society in Fatimid Egypt. Leiden; New York: E.J. Brill. σελ. 40. ISBN 978-90-04-09344-7. (απαιτείται συνδρομή)
  27. Foakes-Jackson, Frederick John (1921). An Introduction to the History of Christianity, A.D. 590–1314. London: Macmillan. 
  28. «Chapel of Saint Helena». Madain Project. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 16 Μαΐου 2020. Ανακτήθηκε στις 16 Μαΐου 2020. 
  29. Corbo, Virgilio (1981). Il Santo Sepolcro di Gerusalemme [The Holy Sepulchre of Jerusalem] (στα Ιταλικά). Franciscan Press. σελίδες 34–36. 
  30. Venetian Adventurer: The Life and Times of Marco Polo, p. 88
  31. 31,0 31,1 31,2 Pilgrimages and Pilgrim shrines in Palestine and Syria after 1095, Henry L. Savage, A History of the Crusades: The Art and Architecture of the Crusader States, Volume IV, ed. Kenneth M. Setton and Harry W. Hazard, (University of Wisconsin Press, 1977), 37.
  32. Pringle, Denys (1993). The Churches of the Crusader Kingdom of Jerusalem: Volume 3, The City of Jerusalem: A Corpus. Cambridge University Press. σελίδες 31–32. ISBN 978-0-521-39038-5. 
  33. Luke 1924, σελ. 46–56.
  34. Murphy-O'Connor, Jerome (1998). The Holy Land. Oxford University Press. σελίδες 56, 59. ISBN 978-0191528675. 
  35. Mailáth, János Nepomuk Jozsef (1848). Geschichte der europäischen Staaten, Geschichte des östreichischen Kaiserstaates [History of the European states, history of Austrian Imperial State]. 4. Hamburg: F. Perthes. σελ. 262. 
  36. Basilica of the Holy Sepulchre in Jerusalem, 1757 (in Spanish).
  37. Lancaster, James E. (2015). «The Church and the Ladder: Frozen in Time». CoastDaylight.com. Ανακτήθηκε στις 11 Μαΐου 2019. 
  38. Cohen, Raymond (Μάιος 2009). «The Church of the Holy Sepulchre: A Work in Progress». The Bible and Interpretation. http://www.bibleinterp.com/articles/sepulchre.shtml. Ανακτήθηκε στις 19 Σεπτεμβρίου 2014. 
  39. Warren, E.K.· Hartshorn, W.N.· McCrillis, A.B. (1905). Glimpses of Bible Lands: The Cruise of the Eight Hundred to Jerusalem. Boston, MA: The Central Committee. σελ. 174. 
  40. Romey, Kristin (26 Οκτωβρίου 2016). «Exclusive: Christ's Burial Place Exposed for First Time in Centuries». National Geographic. http://news.nationalgeographic.com/2016/10/jesus-tomb-opened-church-holy-sepulchre/. Ανακτήθηκε στις 30 Οκτωβρίου 2016. 
  41. Goldman, Russell (22 Μαρτίου 2017). «Tomb of Jesus Reopens to Public After $3 Million Restoration». The New York Times. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2022-01-01. https://ghostarchive.org/archive/20220101/https://www.nytimes.com/2017/03/22/world/middleeast/tomb-of-jesus-reopens-jerusalem.html. Ανακτήθηκε στις 23 Μαρτίου 2017. 
  42. Pappas, Stephanie (31 Οκτωβρίου 2016). «Original Bedrock of Jesus' Tomb Revealed in New Images». Live Science. Ανακτήθηκε στις 1 Νοεμβρίου 2016. 
  43. Romey, Kristin (28 Νοεμβρίου 2017). «Exclusive: Age of Jesus Christ's Purported Tomb Revealed». National Geographic (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 24 Φεβρουαρίου 2021. Ανακτήθηκε στις 28 Απριλίου 2021. 
  44. "Δήλωση για τον Πανιέρο Ναό της Αναστάσεως", ΡΟΜΦΑΙΑ 26.03.2020
  45. Reuters (13 Απριλίου 2022). «Ancient altar rediscovered in Jerusalem's Church of the Holy Sepulchre». CNN (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 14 Απριλίου 2022. 
  46. Η επεισοδιακή πορεία του Ναού της Αναστάσεως ανά τους αιώνες
  47. «Στους προσκυνητές ξανά ο Πανάγιος Τάφος, της Τασούλας Επτακοίλη | Kathimerini». http://www.kathimerini.gr/901808/article/epikairothta/ellada/stoys-proskynhtes-3ana-o-panagios-tafos. Ανακτήθηκε στις 2017-03-23. 
  48. «Exclusive: Christ's Burial Place Exposed for First Time in Centuries». 2016-10-26. http://news.nationalgeographic.com/2016/10/jesus-tomb-opened-church-holy-sepulchre/. Ανακτήθηκε στις 2017-03-23. 
  49. Βασιλική Φώσκολου, «Απεικονίσεις του Παναγίου Τάφου και οι συμβολικές προεκτάσεις τους κατά την ύστερη βυζαντινή περίοδο», Δελτίον της Χριστιανικής Αρχαιολογίκης Εταιρείας, τομ. ΚΕ(2004), σελ. 228
  50. Μυρτώ Γεωργοπούλου-Βέρρα, «Τοπογραφία των Αγίων Τόπων σε εικόνα της Ζακύνθου», Δελτίον της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας, τομ. ΚΔ, (2003), σελ. 329

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Μανώλης Γ. Βαρβούνης, Ο Πανάγιος Τάφος και ο Ναός της Αναστάσεως, Εκδόσεις Χελάνδιον, Αθήνα 2009, σ. 37-46
  • Χρίστος Κατσιμπίνης, Ο τρούλλος του Π. Ναού της Αναστάσεως του 1868: δημιούργημα του εκλεκτισμού και της Βιομηχανικής Επαναστάσεως, Αθήνα : [Λύχνος ΕΠΕ], 1981
  • Γιώργος Λάββας, «Ο Πανίερος Ναός της Αναστάσεως στα Ιεροσόλυμα», Corpus, τεύχ. 60, 2004, σελ. 30-47
  • Γιώργος Λάββας, Ο Πανίερος Ναός της Αναστάσεως στα Ιεροσόλυμα, Ακαδημία Αθηνών, Εκδόσεις Καπόν, 2009
  • Θεοδόσιος Μητρόπουλος, Ο Πανίερος ναός της Αναστάσεως Ιεροσολύμων: το έργο του Κάλφα Κομνηνού 1808-1810, Ευρωπαϊκό Κέντρο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μνημείων, Θεσσαλονίκη, 2009
  • Κωνσταντίνος Δ. Καλοκύρης, Το Αρχιτεκτονικό Συγκρότημα του Ναού της Αναστάσεως Ιεροσολύμων και το θέμα του Αγίου Φωτός, Εκδ. University Studio Press, 1999.

Περαιτέρω ανάγνωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]